10/12/09

Ελουρέντ: Η δεύτερη αδελφοκτονία και οι Ντρούγκου(2ο μέρος)


Όταν άφησαν τον Ελουρέντ, εκείνος περιπλανήθηκε αρκετά, αλλά χωρίς κίνδυνο να πεθάνει. Ήταν πολύ ανθεκτικός και άντεχε να μένει νηστικός για μέρες, όταν ξεχνιόταν στο παιχνίδι στα δάση, ενώ προτιμούσε πάνω από όλα να τρέφεται με λέμπας και οι γονείς του, που τον προόριζαν για συνεχιστή του Οίκου τους (το όνομά του σήμαινε Διάδοχος του Θίνγκολ), τον είχαν εφοδιασμένο πάντοτε με ποσότητες αυτού του θρεπτικού φαγητού… Εκείνος όμως ούτε πεινούσε ούτε κρύωνε, και το λέμπας παρέμενε άθικτο στην θήκη του ρούχου του, επειδή έψαχνε να βρει τον αδελφό του που είχε απόλυτη ανάγκη από τροφή και το φύλαγε για ‘κείνον, αλλά οι μέρες περνούσαν χωρίς να μπορεί να τον βρει πουθενά.
Μέρα και νύχτα τον αναζητούσε αλλά του φαινόταν ότι έκανε κύκλους, επιστρέφοντας στο ίδιο σημείο απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Μα ένα παγωμένο ξημέρωμα, είδε ξαφνικά μπροστά του τον Ελουρίν, κουβαριασμένο στη ρίζα ενός βράχου, ανάμεσα στα δέντρα σαν να κοιμόταν κι έτρεξε κοντά του, αλλά με τρόμο ανακάλυψε ότι ο μικρότερος αδελφός του ήταν νεκρός. Δεν είχε αντέξει τις κακουχίες και το κρύο όπως εκείνος, και τον έκλαψε σιωπηλά, καθώς τον κάλυπτε με τις πεσμένες πευκοβελόνες και το χώμα που κατάφερε να αποσπάσει από το κρυσταλλιασμένο έδαφος. Έμεινε κοντά στο πρόχειρο τάφο του αδελφού του μέχρι το βράδυ, που άκουσε άλογα και ομιλίες που πλησίαζαν και τότε κρύφτηκε στο σκοτάδι της νύχτας, επειδή αναγνώρισε τον Μαέδρος που τους έψαχνε φωνάζοντας τα ονόματά τους. Είχε μετανιώσει για την πράξη των ακολούθων του Κέλεγκορμ και προσπαθούσε να τους βρει μέσα στο δάσος, με αποσπάσματα ιππέων στα οποία επικεφαλής ήταν ο ίδιος.
Ο Ελουρέντ από τα λόγια τους κατάλαβε ότι βρισκόταν στο Ρέγκιον. Σπάνια έβγαινε έξω από το Μένεγκροθ, που το ήξερε σαν την χούφτα του, η προστασία της Ζώνης της Μέλιαν δεν υπήρχε πια και οι γονείς του δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν να τον αφήσουν να βγει, ούτε με φρουρά, αλλά ήξερε πως η Χώρα του Φράχτη (το Ντόριαθ) αποτελούνταν από τα φυλλοβόλα δάση των οξιών του Νέλντορεθ στα βόρεια και από το πυκνό δάσος των κωνοφόρων του Ρέγκιον στα Νότια, ενώ το φυσικό σύνορο ανάμεσά τους ήταν ο ποταμός Εσγκάλντουιν, με το Μένεγκροθ, το παλάτι που είχε λαξεύσει ο Έλγουε Σινγκόλλο, ο βασιλιάς των Τελέρι, με τη βοήθεια των Νάνων, στη μέση ενός πετρώδους νησιού. Τότε τους είχε πληρώσει με μαργαριτάρια, βγαλμένα από τα ρηχά νερά του κόλπου του Μπάλαρ, όμως αυτή η συνεργασία καλή τη πίστη, είχε αποδειχτεί κακορίζικη.
Ίσως όχι πολύ μακριά από εκεί που βρισκόταν, αν μπορούσε να κρατήσει μία σταθερή πορεία, να κατόρθωνε να φτάσει τον Άρος, το ποτάμι που περνούσε νότια από το Ντόριαθ και κατευθυνόταν προς τα Δυτικά συναντώντας το Σίριον, και μετά ν΄ ακολουθήσει τον ρου του ποταμού και να φτάσει τις Νότιες ακτογραμμές της Μπελεγκάερ (Μεγάλη Θάλασσα), προσπαθώντας να εντοπίσει τις εγκαταστάσεις των Ξωτικών που βρίσκονταν στον κόλπο του Μπάλαρ.
Του είχαν μάθει ότι για να βρει το δρόμο του αν ποτέ χαθεί, να κοιτάζει από ποια μεριά φυτρώνουν τα βρύα πάνω στους κορμούς των δέντρων, επειδή συνήθως φυτρώνουν από την πλευρά του κορμού που κοιτά προς τον Βορρά, όμως το δάσος του Ρέγκιον ήταν πάντα υγρό και σκοτεινό και τα βρύα και οι λειχήνες σκέπαζαν τους κορμούς από όλες τις πλευρές τους. Πήρε την απόφαση να ψάξει στα τυφλά να βρει τον δρόμο του και έστριψε προς τα κει που νόμιζε ότι ήταν ο Νότος και άρχισε να περπατά καλύπτοντας όσο το δυνατόν καλύτερα τα ίχνη του για να μην τον εντοπίσουν οι ανιχνευτές του Μαέδρος.
Ήθελε να φύγει μακριά, να μην τον βρούνε πουθενά, και σύντομα άλλαξε γνώμη για το αν πραγματικά ήθελε να συναντήσει τους επιζήσαντες της Αδελφοκτονίας, που τον είχαν αφήσει μόνο του μαζί με τον αδελφό του και δεν προσπάθησαν να προσφέρουν βοήθεια στον πατέρα του, που πολεμούσε μόνος απέναντι σε τρεις. Οι Νόλντορ είχαν ατσάλινα σπαθιά και αλυσιδωτούς θώρακες και αν η άμυνα στο Μένεγκροθ είχε προλάβει να οργανωθεί, οι φρουροί Σίνταρ που είχαν παρόμοιο εξοπλισμό, ίσως να αναχαίτιζαν την ορμή τους και οι πολεμιστές του παλατιού να κατάφερναν να αποκρούσουν την επίθεση. Όμως κανείς δεν περίμενε ότι το Ντόριαθ θα δεχόταν επίθεση και μάλιστα από ένα άλλο Ξωτικό Φύλο και όχι από τους πολεμιστές του Μόργκοθ…Και τώρα εκείνος ήταν αναγκασμένος να βρει ένα τρόπο να απομακρυνθεί, και ήταν ακόμα παιδί, μόλις δέκα χρονών, και είχε θάψει με τα χέρια του τον εφτάχρονο αδελφό του.
Προσπάθησε να βγάλει από το μυαλό του το κυνηγητό με τον Ελουρίν και τα γέλια τους που πολλαπλασιαζόταν σε αντήχηση μέσα στα ξωτικοδώματα του παλατιού, τη μητέρα του που τους αγκάλιαζε το βράδυ και χουχούλιαζε με την ανάσα της τα ξυλιασμένα από το κρύο χέρια τους μετά το παιχνίδι στο ποτάμι, και το ήρεμο χάδι του πατέρα του στο πυρόξανθο κεφάλι του. Και μετά θυμόταν το μακρινό αχό της μάχης, τη νεκρική σιωπή και τις ιδρωμένες παλάμες της μητέρας του να γλιστρούν από πάνω του, στην ύστατη προσπάθεια της να τον προστατεύσει εκείνον και τον αδελφό του και να τους εμποδίσει να δουν το θάνατο του πατέρα τους, πριν πεθάνει και η ίδια.
Όχι, δεν υπήρχε συγχώρεση στην καρδιά του για αυτές τις πράξεις, μόνο απέχθεια και μίσος για το είδος του, που αντί να είναι ενωμένο ενάντια στον κοινό εχθρό, σφάζονταν μεταξύ τους σα να ήταν οι χειρότεροι αντίπαλοι…
Έλυσε τις πλεξίδες από τα μαλλιά του και υποσχέθηκε στο όνομα του Μάνγουε και της Βάρντα που στερέωσε την χρυσή Βαλακίρκα και τα άλλα αστέρια στον ουρανό, ότι αυτό θα ήταν το δικό του ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, το οποίο θα κρατούσε για πάντα, ως ένδειξη πένθους στον άδικο χαμό της οικογένειάς του. Ας ήταν τουλάχιστον ασφαλής η τρίχρονη αδελφή του…

4 σχόλια:

Καλυψώ είπε...

περασα να πω μια καλησπερα
δεν ξερω αν ειναι δικα σου αυτα
αλλα ειναι φοβερα!!!!

καλο βραδυ...

venthesikymi είπε...

Καλημέρα @Καλυψώ...Χαίρομαι που σου άρεσαν τα κέιμενα κι εγώ πέρασα πριν λίγο από το μπλογκ σου...Σ' ευχαριστώ για το ευγενικό σχόλιο, η ιστορία αυτή είναι το πρώτο από τα συνολικά 6 Παράλληλα παραμύθια, βασισμένα στο έργο του Τόλκιν...

Avalon είπε...

very cool

venthesikymi είπε...

Dear @Avalon, thank you...