20/1/10

Η ΝΤΑΓΚΟΡ ΝΤΑΓΚΟΡΑΘ (1ο μέρος)


Ήταν ξημέρωμα όταν η γη σείστηκε και φλόγινο φως ανέβηκε από την δύση και όχι από την Ανατολή. Και έφυγε τρέχοντας προς την κατεύθυνση της Άνγκμπαντ, κρατώντας μόνον ένα σπαθί που είχε προλάβει να αρπάξει καθώς πετάχτηκε έξω από το Μένεγκροθ που φαινόταν έτοιμο να καταρρεύσει. Του φάνηκε τότε πως έφτασε πιο γρήγορα στα Θανγκορόντριμ επειδή διέσχισε ασφαλής την ερημωμένη και εγκαταλειμμένη Ναν Ντουνγκόρθεμπ, την καταραμένη γη ανάμεσα στο Ντόριαθ και το δάσος των κωνοφόρων του Ντορθόνιον στα Νότια Έρεντ Γκόργκοροθ, και είδε τον λαμπρό στρατό που είχε έρθει από το Βάλινορ με τα κατάλευκα πλοία των Τελέρι του Όλγουε, του αδελφού του Θίνγκολ. Όμως οι Τελέρι του Άμαν που είχαν βιώσει την πρώτη απ’ όλες τις αδελφοκτονίες, έμειναν στα πλοία τους.
Οι γαλανοί και με χρυσά μαλλιά Βάνυαρ του Ίνγουε, και οι Νόλντορ του Άμαν με αρχηγό το χρυσόξανθο Φινάρφιν, συναντήθηκαν με τον στρατό των Βάλαρ που πέρασαν πεζοί το Χελκαράξε και τους τρομερούς πάγους του, και στάθηκαν απέναντι από τους πύργους των Θανγκορόντριμ. Τότε ο Έονγουε, ο αγγελιοφόρος του Μάνγουε, του ανώτερου απ’ όλους τους Βάλαρ, σάλπισε την πρόσκληση της συγκέντρωσης των Δυνάμεων, και μαζί τους ήρθαν να ενωθούν τα ξωτικά της Μέσης Γης και τα μέλη των τριών φυλών των Ξωτικόφιλων και ο Ελουρέντ που παρακολουθούσε από μακριά, αισθάνθηκε ότι είχε έρθει η ώρα της αναμέτρησης με τον Μέλκορ, και κατέβηκε κι εκείνος από την πλαγιά που ήταν κρυμμένος και περίμενε να δοθεί το σύνθημα της επίθεσης, αλλά αυτό δεν δινόταν πριν μαζευτεί όλος ο στρατός. Και στάθηκε δίπλα τους και ο ασημόξανθος Σίνταρ που ήταν πλάι του, τον περιεργάστηκε για μια στιγμή εξεταστικά, αλλά ξανακοίταξε μπροστά του με δέος, καθώς η πεδιάδα της Anfouglith (Ανφάουγκλιθ- πνιγερή σκόνη), που παλιά, πριν από την Dagor Bragollach (μάχη της ξαφνικής φλόγας) που την κατέκαψε, ονομαζόταν Αρντ Γκάλεν (πράσινη πεδιάδα), γέμισε από τον στρατό του Μόργκοθ που είχε εντωμεταξύ αυξηθεί, μετά από τις προετοιμασίες που έκανε όταν εμφανίστηκε το Σίλμαριλ στον ουρανό. Μα ο στρατός των Βάλαρ που η νεανική όψη του ήταν ανώτερη από όλες τις ομορφιές των Ξωτικών και των ανθρώπων, προέλασε, και οι Μπάλρογκ του Μόργκοθ (Μαύρος εχθρός) σκοτώθηκαν στην πρώτη κιόλας επίθεση, και όσοι γλίτωσαν, κρύφτηκαν στα υπόγεια της Άνγκμπαντ και στα πιο βαθιά λαγούμια.
Η μάχη ανάμεσα στις δυνάμεις της Δύσης και του Βορρά μαινόταν και ο Ελουρέντ πολεμούσε δίπλα στον Σίνταρ αρχηγό που χειριζόταν άριστα τα όπλα του αλλά έριχνε κοφτές ματιές προς το μέρος του, καθώς μαχόταν. Ο Ξωτικός με τα πράσινα ρούχα των Νάντορ, φαινόταν να μην τον έχει αναγνωρίσει, όμως εκείνος τον γνώριζε επειδή είχε ακούσει να μιλούν γι’ αυτόν, από την εποχή που ήταν παιδί και βρισκόταν ακόμα στο Λάμαθ. Αν και φορούσε πράσινα αντί για τα κλασικά γκρίζα, δεν άργησε να καταλάβει ότι ήταν ο ίδιος που είχε φέρει το Σίλμαριλ μέσα στο ξύλινο κουτί, εκείνο το βράδυ, στον πατέρα του, στο Μένεγκροθ. Όμως δεν του είπε τίποτα και παρέμεινε κοντά του, αλλά το σπαθί σύντομα κούρασε το χέρι του επειδή δεν ήξερε να το χειρίζεται τόσο καλά όσο το τόξο του, και παρά τη νίκη που είχε σχεδόν επιτευχθεί στο κέντρο της επίθεσης, στα άκρα συνεχιζόταν ακόμη, και η πίεση ήταν μεγάλη.
Τότε ο Μόργκοθ που ένοιωσε ότι έχανε, εξαπέλυσε από τα Θανγκορόντριμ τους ιπτάμενους δράκοντες και για λίγο επικράτησε σύγχυση ανάμεσα σους επιτιθέμενους, επειδή τ’ αστραφτερά ερπετά, έφερναν μαζί τους πύρινες γλώσσες φωτιάς και αστραπές που έσκισαν τον ουρανό. Την ίδια στιγμή, ο Ελουρέντ έχασε τον έλεγχο του σπαθιού και έπεσε σπρωγμένος από τους σκοτεινούς πολεμιστές που όλοι μαζί του ρίχτηκαν, αλλά ενώ φαινόταν ότι δεν θα γλίτωνε από τα δικά τους όπλα και είχε σαστίσει, μια ασπίδα τον κάλυψε και ο ασημόξανθος Ξωτικός που όλη αυτή την ώρα βρισκόταν δίπλα του, απέκρουσε την επίθεση. Του έριξε μόνο μία ματιά και πήρε πάλι το σπαθί στα χέρια του και συνέχισε να μάχεται παρά την υποχώρηση, μέχρι που ο Εαρέντιλ με το ιπτάμενο Βίνγκιλοτ και το Σίλμαριλ δεμένο με ασημένιο κορδόνι στο μέτωπό του, εμφανίστηκε στο ουρανό συνοδευμένος από το Θορόντορ και τους μεγάλους αετούς, και η μάχη στο ουρανό κράτησε μια μέρα και μια νύχτα.

4 σχόλια:

Avalon είπε...

wow...touching, great.
I hope all is well for you and that you have a good night.

A.G.Selena είπε...

Η ιστορία είναι δική σου???
Αν ναι μπράβο!Είναι πολύ ευφάνταστη!
Ελπίζω να έχει και συνέχεια! :)

Φιλιά!

venthesikymi είπε...

Αγαπητή @Selena, δική μου, ναι, αν και σχετικά παλιά...Γράφτηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την προβολή της τριλογίας στις αίθουσε, και γι' αυτό το λόγο, κάποια μέρη της ξαναδουλεύτηκαν πρόσφατα...
Σ'ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, καλημέρα...

venthesikymi είπε...

@Avalon, thank you for everything...
:)