12/1/10

Η ΣΦΑΓΗ ΤΟΥ ΛΙΣΓΚΑΡΘ ( 2ο μέρος)



Παραφυλούσε λοιπόν στο δάσος, περιμένοντας να βρει την ευκαιρία να τους πλησιάσει, παρόλο που η φρουρά ήταν ισχυρή, αλλά μόλις είδε τον Μάγκλορ να απομακρύνεται για κυνήγι χωρίς συνοδεία, δεν άντεξε στην παρόρμηση και του επιτέθηκε, καθώς περνούσε ανάμεσα από τα σκιερά δέντρα καβάλα στ’ άλογο, και τον έριξε στο έδαφος χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια. Τον έπιασε απ’ το λαιμό και τον σήκωσε ψηλά, ήταν πολύ δυνατός και αγριεμένος όσο ποτέ : ένιωθε τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, που μόνα αυτά κρατούσαν τον Μάγκλορ, ικανά να συνθλίψουν το λαρύγγι του κι εκείνος προσπάθησε να τον αντιπαλέψει μα ήταν αδύνατο, και καθώς τον κοίταζε με αγωνία, αναγνώρισε με τρόμο τα χρυσά μάτια που άστραφταν, τα ίδια μάτια που είχε ξαναδεί στο Ντόριαθ, στο πρόσωπο ενός μικρού παιδιού που προσπαθούσε να προστατεύσει τον αδελφό του μπροστά στα πτώματα των γονιών του.
«Εσύ…», ψέλλισε, και εκείνος άνοιξε επιτέλους τα δάχτυλά του και τον άφησε να πέσει στο χώμα.
«Μην τολμήσεις να φωνάξεις ή να σκεφτείς να φύγεις, γιε του Φέανορ», του είπε με φωνή που ακούστηκε σαν κεραυνός, «γιατί θα πατήσω το λαιμό σου και θα βγάλω την ψυχή σου με τα χέρια μου», τον απείλησε, και ο Μάγκλορ λούφαξε σαν δαρμένο σκυλί.
«Πώς γλίτωσες;» τον ρώτησε με φωνή που μόλις ακουγόταν.
«Τι άσχημη τύχη για σένα, να έρθεις αντιμέτωπος με κάποιον που νόμιζες ότι έχεις ξεφορτωθεί από καιρό…», του απάντησε ειρωνικά και δίπλωσε τα χέρια του στο στήθος.
«Σας ψάξαμε με τον Μαέδρος», του είπε, «μα δεν σας βρήκαμε πουθενά…Ο Ελουρίν είναι καλά;»
«Κρατάς τα παιδιά της Έλγουϊνγκ», του είπε χωρίς να απαντήσει στην ερώτηση για τον αδελφό του. «Για τρίτη φορά λέρωσες τα χέρια σου με αίμα αδελφικό, καταραμένε από τους Βάλαρ, αλλά είμαι αποφασισμένος να απαλλάξω τον κόσμο από την παρουσία σου, κι ας κατάγεσαι από τους Νόλντορ και τον Βασιλικό Οίκο τους…», έκανε ένα βήμα προς το μέρος του, κι εκείνος μαζεύτηκε περισσότερο.
«Δεν τους έχω πειράξει», ψέλλισε πάλι, «δε θα κάνω το ίδιο λάθος που έκανα με σας, όταν άφησα τους υπηρέτες του Κέλεγκορμ να σας εγκαταλείψουν στο Ρέγκιον…Ο Ελουρίν που βρίσκεται;» τον ξαναρώτησε, σκεπτόμενος ότι ίσως βρίσκεται εκεί κοντά και έχει τις ίδιες άγριες διαθέσεις.
«Ο αδελφός μου χάθηκε», του απάντησε και η οργή του σκλήρυνε περισσότερο στην φωνή του, «αλλά δεν θα σ’ αφήσω να πράξεις το ίδιο εναντίον των ανιψιών μου» τον απείλησε, και άπλωσε πάλι το δεξί χέρι του σαν για να τον πιάσει, αλλά βούκινα ακούστηκαν, επειδή το άλογο φεύγοντας, γύρισε πίσω στο φυλάκιο και ένα απόσπασμα έφιππων Ξωτικών Νόλντορ ήρθαν να ελέγξουν, φοβισμένοι για πιθανή επίθεση από τους Ορκ του Μέλκορ, αν και δεν είχαν κατεβεί ποτέ τους ξανά τόσο νότια, μετά την άλωση του Μπελέριαντ.
»Θα σε βρω όπου κι αν πας, αν πειράξεις έστω μια τρίχα των μαλλιών τους!» του φώναξε καθώς χανόταν μέσα στις σκιές του δάσους.
Κι έτρεξε προς το Βοριά, θέλοντας να βρει το δάσος του Μπρέθιλ, νομίζοντας ότι θα τον αναζητούσαν, αλλά κανείς δεν τον ακολούθησε και καθώς πέρασε το Άντραμ, είδε από μακριά το μαυροπράσινο χρώμα των κωνοφόρων και κατάλαβε ότι αντίκριζε το Ρέγκιον. Πέρασε τον Κέλον κάνοντας τον κύκλο ανάμεσα στο Ρέγκιον και το μαγεμένο Ναν Έλμοθ για να φτάσει στα Αρόσσιαχ, τις διαβάσεις του Άρος στο Χίμλαντ και βρίσκοντας τον δρόμο του σαν να τον ήξερε από πάντα, πέρασε τη ρημαγμένη γέφυρα στον Εσγκάλντουιν και μπήκε στο Μένεγκροθ.
Από δωμάτιο σε δωμάτιο και από αίθουσα σε αίθουσα, είδε την καταστροφή και βρήκε τα άθαφτα απομεινάρια των υπερασπιστών που είχαν πεθάνει εκείνη την τρομερή νύχτα που η αθωότητά του είχε χαθεί. Και τρέχοντας στην κάμαρα όπου είχε δει τους δικούς του να πεθαίνουν, τους βρήκε και ‘κείνους, αναγνωρίζοντάς τους μόνο από τα δαχτυλίδια που φορούσαν, το χρυσό δαχτυλίδι με τα άνθη της Λαουρέλιν, του Ντίορ Αράνελ και το ασημένιο, με τα λουλούδια του Τελπέριον, της Νίμλοθ των Τελέρι. Κι έκλαψε τότε, και στάθηκε απελπισμένος στη μέση του δωματίου, και για λίγο η σκέψη του θόλωσε από την θλίψη αλλά συνήλθε σύντομα, και σκύβοντας από πάνω τους, τράβηξε τα δαχτυλίδια από τα κόκαλα των δαχτύλων τους και βάλθηκε να φροντίσει για την ταφή την δική τους αλλά και τις ταφές των πολεμιστών τους και των υπόλοιπων νεκρών.
Του πήρε πολύ καιρό να φροντίσει για όλους τους νεκρούς, επειδή κατέβαινε κάπου-κάπου προς τον Άμον Έρεμπ για να ελέγχει για τα παιδιά. Όμως ένα απόγευμα που βρισκόταν στο Μένεγκροθ, είδε το νέο αστέρι που έλαμπε στον ουρανό και κατάλαβε πως και η αδελφή του που το φορούσε, αλλά και ο άνδρας της ο Εαρέντιλ είχαν σωθεί, και είχαν φτάσει στο Άμαν. Επειδή το αστέρι αυτό άστραφτε με το φως του Σίλμαριλ, που το είχε δει κι εκείνος κάποτε φορεμένο στο λαιμό του πατέρα του, και η καρδιά του γέμισε με ελπίδα, όπως και οι καρδιές όλων των ξωτικών που το είδαν να ανυψώνεται υπέρλαμπρο, πάνω από τα χάη του ουρανού που διέσχιζε, και το ονόμασε Γκιλ Έστελ, το αστέρι της ελπίδας, και αυτό ήταν το όνομα που ήρθε πρώτο στο μυαλό όλων των Έλνταρ. Και ησύχασε για λίγο καιρό και περίμενε στο Ντόριαθ να δει πώς θα αντιδρούσε ο Μόργκοθ που είχε κλειστεί στα Θανγκορόντριμ, όπου βρίσκονταν οι πύργοι του.