17/3/10

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΡΙΒΕΝΤΕΛ


Τώρα όμως, μετά την πανωλεθρία του Σάουρον, ο γιος του Ντίορ, άφησε πάλι τους Ντρούγκου που είχαν προετοιμαστεί να λάβουν μέρος στις συγκρούσεις (αλλά ευτυχώς δεν χρειάστηκε να το κάνουν), και έφυγε για να τρέξει προς το Ρίβεντελ, κοντά στον Έλροντ που βρισκόταν ακόμα κάτω από την απειλή των δυνάμεων που τον πολιορκούσαν. Ήταν οπλισμένος με το μεγάλο τόξο του και πολλά καινούρια βέλη, αλλά και ένα ακόμα πιο δυνατό και βαρύ σπαθί από το προηγούμενο που είχε, από εκείνα που οι Νάνοι του Μπέλεγκοστ είχαν δείξει στους Ντρούγκου πώς να κατασκευάζουν, όταν κατά την Πρώτη Εποχή, στο Μπελέριαντ, οι δύο λαοί είχαν κάποιες στοιχειώδεις εμπορικές συναλλαγές. 
Ποτέ δεν ήρθαν πολύ κοντά, και οι Γιάουρ εκτιμούσαν πάντα περισσότερο τα όμορφα ξωτικά, επειδή είχαν περισσότερες και ευρύτερες γνώσεις, κυρίως σε ότι αφορούσε τη ζωή στο ύπαιθρο, που ήταν πρόθυμα να μοιραστούν. Και οι Έλνταρ όμως, τους είχαν αγαπήσει πολύ και χαίρονταν να τους πλησιάζουν όποτε μπορούσαν, αλλά ο Ελουρέντ ο ίδιος, τους αγαπούσε περισσότερο από κάθετί στη ζωή του, και όταν τον ρωτούσαν να τους περιγράψει τί ένοιωθε για αυτούς και για τη συνύπαρξη μαζί τους, τους απαντούσε ότι τους ήταν αιώνια υποχρεωμένος και παντοτινός τους φίλος, και γι’ αυτό θα έκανε τα πάντα, ώστε να προχωρούν ελεύθεροι. Ο Γκιλ-Γκάλαντ και ο Κίρνταν που μετά από την απελευθέρωση του Λουν με την ανακατάληψη των εδαφών τους και τη μάχη του Γκριζονέρη, κατευθύνονταν βόρεια, τον είδαν με την πανίσχυρη ξωτικοματιά τους που διέσχιζε τις δασωμένες πλαγιές των Δυτικών Χιθαέγκλιρ προσπερνώντας τους, και άνοιγε τον δικό του μοναχικό δρόμο προς τον συγγενή του. 
Αποδείχτηκε άφοβος και αποτελεσματικός και σε αυτήν την αναμέτρηση, και δεν έφυγε καθόλου από κοντά του, μέχρι που και ο τελευταίος από τους πολιορκητές θανατώθηκε από την κοινή επίθεση των Ξωτικών που τους περικύκλωσαν και τους εξολόθρευσαν.
Ο Έλροντ στράφηκε προς τον ψηλό άντρα που αντί οποιοδήποτε άλλου τον είχε υποστηρίξει και τον είχε διασώσει από τις συχνές επιθέσεις που τον είχαν σαν βασικό στόχο (επειδή ο Σάουρον γνώριζε την μεικτή καταγωγή του και την μεγάλη αξία του για τον Γκιλ-Γκάλαντ και το γένος των Ελντάλιε, και ήθελε να απαλλαγεί από αυτόν), όμως ο άγνωστος Χρυσοκάστανος ξωτικός είχε εξαφανιστεί για άλλη μια φορά. Ο Κίρνταν τον είχε δει που απομακρυνόταν χτυπημένος σοβαρά και μετά από τις απαραίτητες αμοιβαίες εξηγήσεις, τον αναζήτησαν αγωνιωδώς σε ολόκληρη την ορεινή περιοχή των Ομιχλιασμένων Βουνών, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτε άλλο πέρα από τα ματωμένα ίχνη του στο χιόνι, μα όχι τον ίδιο. 
Ακολούθησαν αυτά τα ίχνη που ολοένα και λιγόστευαν μέχρι που εγκατέλειψαν κάθε προσπάθεια, αφού έμοιαζε να τον έχει καταπιεί η γη. Το απόσπασμα που τον έψαχνε, γύρισε άπραγο πίσω στο Ρίβεντελ που είχε υποστεί σοβαρές υλικές ζημιές από την πολύχρονη πολιορκία και σύντομα, νέα αποσπάσματα βγήκαν στο βουνό και για πολύ καιρό ακόμα οι έρευνες για τον εντοπισμό του συνεχίζονταν χωρίς αποτελέσματα. Ο Έλροντ όμως επέμενε, και με τη βοήθεια του Κέλεμπορν (με την κόρη του οποίου ήταν σφόδρα ερωτευμένος), πέρασαν το Υψηλό πέρασμα και πλησίασαν στα ξωτικά βασίλεια του Έρυν Γκάλεν και του Λόρινατ για να μάθουν αν είχαν κανένα νέο ή οποιαδήποτε πληροφορία, για απάντηση όμως πήραν την ίδια απαράλλαχτη άρνηση.
Μόνον ο Όροφερ (που δεν έτρεφε και καμία ιδιαίτερη συμπάθεια προς τον Κέλεμπορν αλλά παρόλα αυτά προσφέρθηκε να τους βοηθήσει), ήταν σίγουρος ότι ο ξωτικός πολεμιστής είχε γλιτώσει το θάνατο και είχε καταφέρει να διαφύγει, ακριβώς όπως και την πρώτη φορά που τον είχε συναντήσει στην Άνγκμπαντ. Και φαινόταν να γνωρίζει πολύ καλά ποιος ήταν ο όμορφος άγνωστος για τον οποίο τον ρωτούσαν, αν και είχε προτιμήσει να μην μιλήσει σε κανέναν για το περιστατικό με την ασπίδα του που τον είχε προστατεύσει στη μάχη, καθώς και για την υπόσχεση που του είχε δώσει την στιγμή που εξαφανιζόταν τρέχοντας προς το Νότιο Μπελέριαντ. 
Όμως δεν είχε καμία υποψία για το που είχε πάει, και ο Έλροντ απογοητεύτηκε από την διαπίστωση του ασημόξανθου βασιλιά του Έρυν Γκάλεν που ήθελε τον Ελουρέντ να κρύβεται στις ερημιές, προσπαθώντας να αποφύγει τους συγγενείς του…Επέστρεψε μόνος του στο Ρίβεντελ, αφού ο Κέλεμπορν έμεινε μαζί με τη γυναίκα του και την κόρη τους στο Λόρινατ, και ο Κίρνταν που τον περίμενε, του υποσχέθηκε ότι θα έκανε και εκείνος τα αδύνατα δυνατά για να τον βρει, αν βεβαίως ήταν ακόμα στη ζωή και δεν είχε πεθάνει από τα τραύματά του, και το σώμα του δεν σάπιζε σε καμιά απότομη και βαθιά χαράδρα, από τις αμέτρητες που υπήρχαν σε όλη την έκταση των Χιθαέγκλιρ. Αλλά ούτε και εκείνος δεν έμαθε οτιδήποτε, ούτε και τον ανακάλυψε πουθενά, τουλάχιστον όχι πριν περάσουν πολλά- πολλά χρόνια…

2 σχόλια:

P A L A D I N είπε...

Καλημέρα Νηρηίδα,

διαβλέπω τη μεγάλη σου αγάπη προς τον Χρυσοκάστανο ξωτικό...
Καλή σου μέρα...

venthesikymi είπε...

Αγαπητέ @Φύλακα Ιππότη, σε όλες τις ιστορίες που εξιστορώ, ξεκινάω με μια απλή ιδέα στην αρχή, και σιγά -σιγά χτίζω την προσωπικότητα, προσπαθώντας να δημιουργήσω ένα τέλειο άτομο-πρωταγωνιστή...Έτσι κι εδώ, ο Ελουρέντ είναι τέλειος σε όλα του... Το συγκεκριμμένο προσωνύμιο που σου έκανε εντύπωση και το αναφέρεις, είναι πολύ σημαντικό για τη συνέχεια της ιστορίας...
Καλά να περνάς, καλό Σ/Κ να έχεις...