5/4/10

ΝΕΟΙ ΦΙΛΟΙ



Μπήκε ξημερώματα μέσα στο δάσος του Ανόριεν και άρχισε να ανεβαίνει προς τις κορυφές, ψάχνοντας να βρει ένα μέρος κοντά σε νερό όπου θα καθόταν να ξεκουραστεί για κάποιο διάστημα, αφού τα τραύματά του είχαν αρχίσει πάλι να τον ενοχλούν και πονούσε αρκετά. Μέχρις εκείνη τη στιγμή δεν είχε καταφέρει να εντοπίσει κάποιο ιαματικό φυτό αρκετά ισχυρό ώστε να τον ανακουφίσει από τον πόνο, και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν υπομονή και οικονομία δυνάμεων. 
Το έδαφος ήταν άγνωστο και απότομο και προχωρούσε αργά, και τα δάση από φράξους, βελανιδιές, σκλήθρα και οξιές που διαδέχονταν το ένα το άλλο, σύντομα έδωσαν τη θέση τους σε πυκνά δάση σημύδων που τα φύλλα τους είχαν αρχίσει να κιτρινίζουν και να κοκκινίζουν, ενώ με το παραμικρό φύσημα του αγέρα που όλο και δρόσιζε εξαιτίας του φθινοπώρου που πλησίαζε, θρόιζαν με τον ήχο πολλών στομάτων που ψιθυρίζουν, όμως ήταν σίγουρος ότι ανάμεσα στους ψιθύρους των δέντρων, άλλα στόματα, υπαρκτά, ψιθύριζαν λέξεις και λόγια που όλο και κάτι του θύμιζαν, αλλά εξαιτίας της κούρασης, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και να τα αναγνωρίσει. 
Η διαίσθησή του, του έλεγε ότι υπήρχαν πλάσματα κοντά του, φιλικά ή εχθρικά δεν ήξερε ακόμα να απαντήσει, γι’ αυτό κάθισε στην δροσερή ρίζα μίας σκιερής λευκόφλουδης σημύδας και έμεινε ακίνητος επικεντρώνοντας -όσο η φυσική του κατάσταση που έφθινε του επέτρεπε- την ξωτική ακοή του σ’ αυτούς τους ήχους που θεωρούσε ότι άκουγε, και σύντομα διαπίστωσε την απόλυτη δικαίωση του προαισθήματός του.
Δεν ήταν μόνος του, αλλά κάποιος ή κάτι, που σε καμία περίπτωση δεν ήταν ξωτικό, τον παρακολουθούσε, όμως δεν ένοιωθε καθόλου φόβο ούτε και ανησυχία: Παρέμεινε στη θέση του, μιας και δεν άντεχε να προχωρήσει άλλο, και αγνόησε τους ψιθύρους του δάσους.
Την επόμενη ημέρα το πρωί, μετά από μία μακριά και αστροφώτιστη νύχτα, θέλησε να σηκωθεί από τη θέση του και τότε είδε τους καρπούς που ήταν αφημένοι μέσα σε ένα μεγάλο καρδιόσχημο πράσινο φύλλο από κάποιο βολβόριζο φυτό του εδάφους, τοποθετημένοι αρκετά κοντά του, σαν αυτός που τους είχε φέρει εκεί, να ήθελε να σιγουρευτεί ότι θα τους έβρισκε. 
Όποιος κι αν ήταν όμως, δεν τον είχε πάρει είδηση να πλησιάζει αλλά σίγουρα δεν είχε σκοπό να τον βλάψει, ίσως και να είχε παρατηρήσει τα φθαρμένα του ρούχα, φτιαγμένα από γκρίζο ύφασμα των Ντρούγκου, που ήταν λερωμένα από το αίμα που είχε χάσει όταν είχε πληγωθεί. Κοίταξε τους καρπούς καθώς έσκυψε να τους πάρει, ήταν φρέσκα φουντούκια σπασμένα και καθαρισμένα, και μαύρα ζουμερά βατόμουρα. 
Δεν πεινούσε, αλλά σκέφτηκε τον κόπο αυτών που τα είχαν μαζέψει και ετοιμάσει, και αντιλήφθηκε ότι είχε να κάνει με ευφυή πλάσματα που πιθανότατα εξακολουθούσαν να τον παρακολουθούν και να παρατηρούν από μακριά τις κινήσεις του, και έφαγε αυτήν την υποτυπώδη τροφή, μασώντας αργά και επιδεικτικά τα φουντούκια και τα βατόμουρα, πριν συνεχίσει να περπατά. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του σχετικά με την ταυτότητα αυτών που θέλησαν να τον φροντίσουν μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά είχε ακόμα αμφιβολίες, παρόλο που μέσα του έλπιζε να συνέβαινε αυτό ακριβώς που υποπτευόταν. 
Προχωρούσε δυτικά όλη την ημέρα, με βαριά και κουρασμένα βήματα και σταμάτησε πάλι για την νύχτα που ήρθε συννεφοσκεπασμένη, χωρίς ίχνος αστεριών ή φεγγαριού, ενώ με το που χάραξε το επόμενο πρωί, βρήκε καινούρια φρούτα και φουντούκια, αφημένα μαζί με έναν υδαρή πολτό που δεν αναγνώριζε, αλλά μύριζε γλυκερά σαν φτιαγμένος από φρούτο, δεν ήξερε όμως τί να τον κάνει και τον άφησε. Και μόνο μετά από δύο ακόμα ημέρες που το παιχνίδι και η παρακολούθηση συνεχιζόταν, κατάλαβε τί συνέβαινε και γιατί.