14/4/10

ΝΕΟΙ ΦΙΛΟΙ (β' μέρος)

Τα δέντρα μπροστά του φαίνονταν να αραιώνουν, ακολούθησε την πορεία του και έφτασε μπροστά στην όχθη μιας μικρής ορεινής λίμνης. Το νερό ήταν κρυστάλλινο και σκέφτηκε οτι είχε την ευκαιρία να δροσιστεί και να πλύνει και τα ρούχα του, που ήταν ακόμα λεκιασμένα από το αίμα των πληγών του, από την τελευταία μάχη, στις παρυφές του Ρίβεντελ...Παρά την ολιγοήμερη παραμονή του στο Φάνγκορν και ενώ είχε την άδεια των Ονόντριμ να χρησιμοποιήσει το νερό των πηγαδιών τους, από σεβασμό δεν είχε θελήσει να καθαρίσει τα ρούχα του εκεί, είχε μόνο πλύνει τις πληγές του...
Κρέμασε τα όπλα που του είχαν απομείνει σε ένα κοντινό δέντρο, και ακούμπησε το σπαθί του και τη ζώνη του στη ρίζα του..Ξεντύθηκε και ακούμπησε τα ρούχα του σε ένα βραχάκι δίπλα στο νερό, και με αργές κινήσεις μπήκε στη λίμνη. Το νερό ήταν παγωμένο και έκανε τα μέλη του να μουδιάζουν, αλλά συνέχισε να κολυμπά, και να καταδύεται στο πεντακάθαρο νερό, μέχρι που άγγιζε τον λασπώδη βυθό και μετά ανέβαινε πάλι στην επιφάνεια για να ανασάνει, πριν βουτήξει ξανά, μέχρι που η κούραση τον ανάγκασε να στραφεί προς την ακτή. Ομως τα λεκιασμένα και φθαρμένα ρούχα του έλειπαν, και στη θέση τους κάποιος είχε αφήσει καινούρια, υφασμένα από το ίδιο κοκκώδες νήμα τσουκνίδας που ήταν φτιαγμένα και τα δικά του: ήταν υφάσματα Ρόγκιν...

Ήθελε να τους καλοπιάσει και να τους κάνει να τον εμπιστευτούν. Τους μίλησε με τη διάλεκτο των Ντρούγκου του Μπρέθιλ αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση, ένιωθε όμως την παρουσία τους τριγύρω και πρόλαβε να δει τις φευγαλέες κινήσεις τους, ανάμεσα στις σκιές. Δεν ήθελε να τους κυνηγήσει και να δοκιμάσει να πιάσει κάποιον από αυτούς που ήταν διασκορπισμένοι μέσα στο δάσος, επειδή σκεφτόταν ότι είχε απεριόριστο χρόνο μπροστά του, αφού ο πόλεμος είχε λήξει προσωρινά (μιας και όπως υπολόγιζε, ο Σάουρον θα αργούσε να ανακάμψει μετά από την ολική εξολόθρευση των λεγεώνων του), και εξάλλου δεν αισθανόταν ακόμα καλά, και αν αποτύγχανε, ίσως τα μικροκαμωμένα ντροπαλά πλάσματα να εξαφανίζονταν διαπαντός. Αν έμοιαζαν στο ελάχιστο με τους φίλους του, τότε ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε τον τρόπο να τους προσεγγίσει…
Βγήκε από το νερό και φόρεσε τα ρούχα που του είχανε φέρει και μετά έβγαλε από τη φαρέτρα του λεπτό σκοινί με το οποίο τον είχαν εφοδιάσει προληπτικά οι Γιάουρ, και το έδεσε στον κορμό του τόξου του. Την άλλη άκρη του σκοινιού την στερέωσε πάνω στο στέλεχος ενός από τα βέλη του. Σήκωσε το τόξο και στράφηκε πάλι προς την όχθη, κρατώντας επίτηδες την αιχμή του βέλους του χαμηλά (για να μην τους τρομάξει κάνοντάς τους να νομίζουν ότι τους σημαδεύει), και αμέσως χτύπησε ένα ψάρι που τράβηξε έξω από το νερό με αργές κινήσεις. Το άφησε παράμερα και μάζεψε πέτρες που τις τοποθέτησε σε μικρό κύκλο μακριά από τα δέντρα, κοντά στην όχθη και μετά, με ξερά ξύλα και χορτάρια και αρκετή προσπάθεια, άναψε φωτιά. Έψησε το ψάρι χρησιμοποιώντας το βέλος του για να το στερεώσει, και βρήκε ο ίδιος ένα καρδιόσχημο φύλλο σαν εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι Ντρούγκου του Ανόριεν και τοποθέτησε το ψάρι στο κέντρο του.
Το άφησε πάνω σε έναν κάτασπρο βράχο κοντά στο νερό και απομακρύνθηκε, αλλά αυτή τη φορά όχι προς τα δυτικά αλλά προς τα ανατολικά. Δεν είχε σκοπό να φύγει πριν τους συναντήσει και τους μιλήσει. Το ύφασμα των καινούριων του ρούχων ήταν αγανό (αραιοϋφασμένο) και αρκετά χοντροκομμένο, σαν να μην είχαν την γνώση να το βελτιώσουν, και αν του επέτρεπαν να τους πλησιάσει θα μπορούσε να τους δείξει πώς να το επιτύχουν, και να τους διδάξει και πολλά άλλα χρήσιμα πράγματα που θα τους εξυπηρετούσαν. Επέστρεψε μερικές ώρες μετά, και είδε ότι το ψάρι έλειπε από τον βράχο που το είχε αφήσει, και η φωτιά που σιγόκαιγε ακόμα όταν έφευγε, τώρα ήταν σβηστή. Καθώς όμως πλησίασε την μικρή εστία, είδε ότι δεν υπήρχε ούτε δείγμα από τα αποκαΐδια που θα έπρεπε να υπάρχουν μέσα στον πέτρινο κύκλο: Οι Ντρούγκου για άγνωστο λόγο είχαν πάρει τη φωτιά μαζί τους. 
Όταν μέσα στη νύχτα είδε τη φλόγα να ανάβει στην απέναντι λοφοκορφή και άκουσε με την ξωτική του ακοή τις τσιριχτές φωνές, κατάλαβε το λάθος που είχε κάνει, αλλά υπήρχε ακόμα τρόπος να το διορθώσει…Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε (με δύναμη που δεν ήξερε από πού άντλησε για να τα καταφέρει) και σκαρφάλωσε τις δασωμένες πλαγιές και αρπάζοντας ένα μεγάλο χλωρό κλαδί με πολλά φύλλα, άρχισε να χτυπάει τη φωτιά που δεν είχε ακόμα προλάβει να θεριέψει και να επεκταθεί, και οι Ντρούγκου, που όπως φάνηκε δεν είχαν ιδιαίτερη πείρα από την χρήση της, πάτησαν με τα πόδια τους τα μισοσβησμένα κλαδιά και τα καρβουνιασμένα χορτάρια και αποτελείωσαν τις λιγοστές εστίες που είχαν απομείνει. 
Μέσα στη σιωπή που ακολούθησε την έγκαιρη επέμβασή του, είδε που τον είχαν πλησιάσει πολλά άτομα, άντρες και γυναίκες και παιδιά, και τον κοίταζαν από κοντά απορημένοι, ενώ όμως ήθελε να τους συστηθεί, ο πόνος στο τραυματισμένο του δεξί πλευρό που τον τυραννούσε όλες τις τελευταίες μέρες έγινε οξύς και ανυπόφορος και αναγκάστηκε να στηριχτεί σε ένα από τα πιο κοντινά δέντρα, φέρνοντας το χέρι του στο σημείο του τραύματος. Τότε ένας από τους γεροντότερους της πολυμελούς φυλής, έφερε πάλι τον μαβί πολτό που μύριζε σα λιωμένο βύσσινο, και τον βοήθησε να το απλώσει πάνω στο κόψιμο από κάποιο εχθρικό σπαθί που τον είχε πληγώσει στη τελευταία μάχη.
«Είναι βάλσαμο των Ρόγκιν», είπε αργά και συλλαβιστά ο Ντρουγκ, θέλοντας να γίνει κατανοητός από τον πανύψηλο ξένο.
«Είμαι ο Ελουρέντ», απάντησε εκείνος και γέλασε παρά τον πόνο, και όλοι οι Γιάουρ γέλασαν κι εκείνοι.