22/5/10

Ελουρέντ και Ελάννα: Μια απρόσμενη συνάντηση (α' μέρος)


Γύρισε πάλι κοντά τους, τα χρόνια όμως είχαν περάσει, αν και η παρουσία του στη περιοχή δεν είχε ξεχαστεί από τους Αρχέγονους ανθρώπους. Έτσι εμφανίστηκε μπροστά τους μια φωτεινή νύχτα, και οι Γιάουρ που δεν τον είχαν αντιληφθεί να έρχεται, σκόρπισαν αλαλάζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά εκείνος έμεινε στη θέση του ακίνητος και λαμπερός, πανύψηλος ανάμεσα στους μικροκαμωμένους Ντρούενταϊν του Άντραστ, που είχαν να τον δουν και να τον ακούσουν για πάρα πολλά χρόνια. Και γέλασε με το σάστισμα τους κι εκείνοι τον πλησίασαν και τον άγγιξαν για να βεβαιωθούν ότι ήταν αυτός, το χρυσοκάστανο Ξωτικό των μύθων τους ολοζώντανο, και γέλασαν μαζί του, και το δάσος αντιλάλησε από τα γέλια τους.
Μα οι καιροί είχαν αλλάξει και συχνά οι Μπάλκχοθ έφταναν ως τις παρυφές του Δάσους με ξαφνικές επιθέσεις και υποχωρούσαν ξανά στα μέρη τους. Και οι ελάχιστοι Νουμενόριαν -με καταγωγή απευθείας από τους Χάλαντιν και τους Μπέορ- που είχαν απομείνει στη Νέα Ντίμροστ, είχαν αναλάβει από μόνοι τους ν’ αποκρούσουν αυτές τις επιθέσεις. Οι Ξωτικοί του Μίθλοντ, δεν κατέβαιναν συχνά τόσο νότια, ώστε να λάβουν μέρος στις αψιμαχίες, εξάλλου είχαν άλλες έγνοιες πια και απλώς περιέπλεαν τις ακτές ή σπανιότερα τις περιπολούσαν, και οι Άνθρωποι είχαν βρει τον τρόπο να αντεπεξέρχονται μόνοι τους στις δυσκολίες. Και συχνά, κατά τη διάρκεια της νύχτας, με γρήγορα άλογα και όμορφα δόρατα ή κυρτά σπαθιά, κατεδίωκαν τους εισβολείς που λεηλατούσαν τις ανεξάρτητες ιδιοκτησίες γύρω από το δάσος και κατάσφαζαν τους ιδιοκτήτες για εκφοβισμό.
Ο Ελουρέντ, παρατηρούσε από μακριά τις επιδρομές και τις αντεπιθέσεις χωρίς να λαμβάνει μέρος. Και για τα έξι χρόνια, από τότε που είχε γυρίσει, απλώς παρακολουθούσε τις προσπάθειες που γίνονταν σε άτακτα διαστήματα, και οι νεαροί άνδρες που λάβαιναν μέρος στα αποσπάσματα, ήταν δυνατοί και γρήγοροι, και είχαν τα σκούρα καστανά και μαύρα μαλλιά τους δεμένα στον αυχένα, και οι μακριές αλογοουρές τους ανέμιζαν καθώς κάλπαζαν. Είχαν αλλάξει πολλές συνήθειες από την Πρώτη Εποχή που τους παρατηρούσε συστηματικά, τότε δε χρησιμοποιούσαν άλογα αλλά προτιμούσαν να κυκλοφορούν πεζοί και κρυμμένοι ανάμεσα στα δέντρα, ενώ τώρα, τσεκούρια χειρίζονταν κυρίως οι εχθροί τους. Όμως τα νότια δάση των πεδινών σφενδαμιών στο Άντραστ, εγκαταλείφθηκαν, και όλος ο πληθυσμός συγκεντρώθηκε στην πόλη.
Αλλά μια νύχτα που οι καβαλάρηδες επέστρεφαν με την ίδια ταχύτητα που είχαν περάσει νωρίτερα, ένας τους, που είχε για κάποιο λόγο αργοπορήσει, σταμάτησε, σα ν’ άκουγε κάτι αδιευκρίνιστο. Ο Ελουρέντ για πρώτη φορά ένοιωσε ανήσυχος για το νεαρό πολεμιστή, γιατί πραγματικά, τρεις από τους επιδρομείς είχαν μείνει πίσω ψάχνοντας να βρουν τρόπο να ξεφύγουν έχοντας χάσει τα δικά τους ζώα κατά τη μάχη, αλλά είχαν διαφύγει από την προσοχή των διωκτών τους, λόγω του μεγάλου αριθμού τους. Τον είδε που έκανε ένα μικρό γύρο με τ’ άλογο, αλλά μόλις που γύρισε στο ίδιο σημείο απ’ όπου είχε ξεκινήσει, δέχτηκε την επίθεση από τους Ανατολίτες, που βγήκαν με τσεκούρια μεσ’ από τις σκιές και έκλεισαν το δρόμο στο άλογο, και προσπαθούσαν να τον ρίξουν από το ζώο και να το πάρουν. Το μεγαλόσωμο ζώο σηκώθηκε στα πίσω πόδια του αφηνιασμένο και τους χτύπησε, όμως κι εκείνοι το χτύπησαν στο στήθος, και πέφτοντας, παρέσυρε μαζί του τον νεαρό καβαλάρη και τον παγίδευσε κάτω από το βάρος του…
Οι εισβολείς στράφηκαν αμέσως εναντίον του, όμως το αγόρι κρατούσε ακόμα το δόρυ του στο δεξί του χέρι και αν και στο έδαφος, σκότωσε τον πρώτο που ερχόταν καταπάνω του και μόλις που γλίτωσε το τσεκούρι του δεύτερου, τραβώντας πίσω το σώμα του, αλλά την ίδια στιγμή που είχε μισοσηκωθεί για να τραβήξει το κοντάρι του από το σώμα του νεκρού και ν’ αμυνθεί, ο ίδιος εισβολέας, τον κλώτσησε στο κεφάλι και ο νεαρός πολεμιστής έπεσε αναίσθητος δίπλα στο νεκρό άλογό του και παγιδευμένος απ’ αυτό. Οι Μπάλκχοθ σήκωσαν τα τσεκούρια τους για να τον αποτελειώσουν, αλλά ο Ελουρέντ τόξευσε από την κρυψώνα του τον έναν, και ο άλλος, βλέποντας το σύντροφό του να πέφτει, γύρισε να φύγει έντρομος, όμως ένα ακόμα βέλος, ριγμένο από τα σκοτάδια, τον έριξε με το πρόσωπο στο χώμα, νεκρό.
Ο Ελουρέντ, βγήκε από τα δέντρα και κατευθύνθηκε προς το νεαρό, και οι Γιάουρ, με τις κόρες των ματιών τους κόκκινες από θυμό, ήρθαν κι εκείνοι να τον βοηθήσουν. Τον τράβηξαν από το πεσμένο ζώο με προσοχή, και τον ακούμπησαν σ’ ένα πρόχειρο φορείο που έφτιαξαν με κλαδιά, για να τον μεταφέρουν. 
Ήταν λεπτοκαμωμένος και ελαφρύς, σχεδόν παιδί ακόμα, και τα μακριά μαλλιά του ήταν σκούρα καστανά και πιασμένα σε αλογοουρά, όμως το κράνος του ήταν βουλιαγμένο από το χτύπημα και στο πρόσωπό του είχε αίματα. Θα τον πήγαιναν στο πέτρινο κτίσμα στην άκρη του δάσους, που σπάνια, το χρησιμοποιούσε και ο ίδιος (αν και προτιμούσε να μένει κοντά στο χωριό των Ντρούενταϊν), επειδή χρειαζόταν φροντίδα άμεσα, χωρίς να μετακινηθεί πολύ μακριά. Είχαν ήδη απομακρυνθεί προχωρώντας αργά μέσα στο δάσος από τα σφεντάμια, όταν άκουσαν τα άλογα να επιστρέφουν και τις φωνές των ανδρών που έψαχναν το σύντροφό τους.

2 σχόλια:

Avalon είπε...

Cool! And the picture looks like the forest behind my house.

venthesikymi είπε...

Hello @Avalon! I think the picture is from Canada...You're so lucky to be so close to the nature...