26/7/10

Ένα ωραίο σχέδιο


Ο χειμώνας πλησίαζε όταν αποφάσισε να πάει να τη δει από κοντά. Την προηγούμενη άνοιξη, της είχε πει ότι θα πήγαινε κοντά της αν τον φώναζε, όμως εκείνη δεν το είχε κάνει, και αισθανόταν σα να τον είχε απορρίψει χωρίς να το αξίζει. Τον τραβούσε η παρουσία της επειδή ήταν αδάμαστη και ανεξάρτητη σαν μια αρχαία πολεμίστρια των Χάλαντιν, που ίππευε και μαχόταν χωρίς να φοβάται τον κίνδυνο, καθώς θυμότανε καλά, ότι οι ντελικάτες γυναίκες της φυλής του δε θα φέρονταν ποτέ μ’ αυτόν τον τρόπο. Το πιο πιθανό θα ήταν να χάνονταν αβοήθητες, σε περίπτωση που βρίσκονταν μόνες τους μέσα στο δάσος. Δε θα γνώριζαν πώς να προστατευθούν από το κρύο ή πώς να αναζητήσουν τη τροφή τους, ούτε και πώς να αναγνωρίσουν τις εδώδιμες τροφές. Θα ήταν εκτεθειμένες και ανίκανες να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ή να βοηθήσουν άλλους που ίσως είχαν ανάγκη, αιώνια εξαρτημένες από τη φροντίδα των αντρών.
Όμως η Ελάννα γνώριζε πώς να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της ζωής στην ύπαιθρο, και ήταν σίγουρος ότι θα τα κατάφερνε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Οι Ντρούγκου την αγαπούσαν και ο Γκόν-Γκιρι τη λάτρευε, και το Νότιο δάσος των σφενδαμιών, του είχε γίνει πολύ πιο αγαπητό, από τότε που εκείνη ήρθε να ζήσει εκεί. Οι Χάλαντιν (εκτός από τον Χάλαντ, προφανώς), αντιμετώπιζαν τα κορίτσια σαν ιερά πλάσματα και αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι στο παρελθόν, πολλές γυναίκες μάχονταν μαζί με τους άντρες στις μάχες, και σκοτώνονταν μαζί με αυτούς, στην πρώτη γραμμή. Δεν καταλάβαινε γιατί νόμιζε ότι μια τέτοια αμαζόνα θα έπρεπε να είναι διαφορετική από τις υπόλοιπες ανθρώπινες κοπέλες, ούτε για ποιο λόγο η φαντασία του την είχε πλάσει αλλιώς. Τώρα όμως που την είχε συναντήσει, την τελευταία από αυτό το σπάνιο είδος, συνειδητοποιούσε ξαφνικά πόσο λάθος είχε κάνει στις εκτιμήσεις του: Δεν ήτανε λιγότερο ωραία ούτε και πιο γεροδεμένη από τις ξωτικές, αλλά σίγουρα, δεν ήταν άφθαρτη, και αυτό είχε αποδειχτεί με τον σοβαρό τραυματισμό της που παραλίγο να της κοστίσει τη ζωή.
Αναρωτιόταν όμως πόση δύναμη είχε μέσα της και ποια ήταν η πηγή αυτής της δύναμης που την κρατούσε τόσο ετοιμοπόλεμη και ψύχραιμη, ώστε να μην υποχωρεί και να επιμένει να παλεύει σκληρά, παρά τον πόνο από τα τραύματά της και τον κίνδυνο της επικείμενης θανάτωσής της, από την επίθεση των τριών δυνατότερων από εκείνη αντρών. Γιατί οπωσδήποτε δεν μπορούσε να περιμένει ότι θα σωζόταν από κάποιον που δε γνώριζε ότι βρισκόταν κοντά, εκείνο το βράδυ έξω από το δάσος…Και ταυτόχρονα, σκεφτόταν ακόμα, και κοίταζε συχνά το χέρι του που εκείνη είχε φιλήσει από ευγνωμοσύνη, μετά το θλιβερό επεισόδιο με τον γαμπρό της. Είχε βρεθεί αρκετές φορές κοντά της από τότε, χωρίς εκείνη να το ξέρει, ότι την ακολουθούσε σχεδόν καθημερινά στις διαδρομές της μέσα στο δάσος, σαν το σιωπηλό κυνηγό που καραδοκεί το θήραμά του.

21/7/10

Ο λόφος της Τάρα

Ο λόφος της Τάρα (κελτοϊρλανδικά: Temair na Ri, «Λόφος των Βασιλέων»), που βρίσκεται κοντά στον ποταμό Boyne, είναι ένα αρχαιολογικό συγκρότημα που βρίσκεται μεταξύ των πόλεων Navan και Dunshaughlin στην κομητεία Meath, στο Leinster, της Ιρλανδίας. Περιλαμβάνει μια σειρά από αρχαία μνημεία, και σύμφωνα με την παράδοση, ήταν η έδρα του RI na hÉireann Ard, ή ο Ύπατος βασιλιάς της Ιρλανδίας.
Πρόσφατες έρευνες αναφέρουν πως παρά τις πλούσιες διηγήσεις που προέρχονται από μυθολογίες, η Τάρα δεν ήταν μια πραγματική έδρα της βασιλείας, αλλά ένας ιερός τόπος που συνδέεται με τελετουργίες βασιλείας. Άλλοι ιστορικοί έχουν υποστηρίξει ότι η έννοια καθεαυτή είναι ως επί το πλείστον μυθική.
Στην κορυφή του λόφου, στα βόρεια της κορυφογραμμής, είναι μία οβάλ κατασκευή από την Εποχή του Σιδήρου, η οποία κατευθύνεται από ανατολικά προς δυτικά και περιβάλλεται από μια εσωτερική τάφρο και εξωτερική όχθη , γνωστή ως Raith na Ríogh (το Φρούριο των Βασιλέων, επίσης γνωστό ως Βασιλική περίφραξη). Η κεντρική κατασκευή αποτελείται από το σύμπλεγμα δύο κυκλικών αλληλο-εφαπτόμενων περιβόλων , ένα φρούριο -δαχτυλίδι και ένα οχυρωμένο ύψωμα, γνωστό ως Teach Chormaic (το σπίτι του Cormac) και το Forradh ή βασιλικό κάθισμα. Στη μέση του Forradh υπάρχει ένας μονόλιθος, ο οποίος πιστεύεται ότι είναι η Lia Fáil (Stone of Destiny) δίπλα στην οποία στέφθηκαν όλοι οι Ύπατοι Βασιλείς. Σύμφωνα με το μύθο, η πέτρα θα φώναζε, αν μια σειρά από προκλήσεις ανδρείας, πραγματοποιούνταν από τον επίδοξο βασιλιά. Στο άγγιγμα του, η πέτρα θα άφηνε ένα διαπεραστικό ήχο, τρεις φορές, αν ο εκλεκτός αποδεικνυόταν πώς ήταν ο κατάλληλος βασιλιάς  που θα μπορούσε να ακουστεί σε όλη την Ιρλανδία (αντίθετα από τη Σκωτσέζικη Lia Fail που "φώναζε" μία και μόνη φορά).
Στα βόρεια των φρουρίων υπάρχει ένας μικρός νεολιθικός τάφος, γνωστός ως Dumha na nGiall (το ανάχωμα των ομήρων), το οποίο κατασκευάστηκε γύρω στο 3400 π.Χ..

Προς τα νότια του βασιλικού λόφου βρίσκεται ένα ακόμα δαχτυλίδι-φρούριο, γνωστό ως Raith Laoghaire (οχυρό του Laoghaire), όπου ο επώνυμος βασιλιάς λέγεται ότι έχει θαφτεί σε όρθια θέση. Μισό μίλι νότια του λόφου της Τάρα υπάρχει άλλο ένα οχυρό, σε  γειτονικό λοφίσκο, γνωστό ως Rath Maeve, το φρούριο της θρυλικής βασίλισσας Μάεβ, η οποία συνδέεται με την περιοχή Κόνναχτ (Δυτική Ιρλανδία).
Για πολλούς αιώνες, οι ιστορικοί εργάστηκαν για την αποκάλυψη των μυστηρίων της Tara, και πρότειναν ότι από την εποχή της πρώτης κελτική επιρροή μέχρι την εισβολή του Richard de Clare το 1169, ο λόφος της Τάρα ήταν ο πολιτικός και πνευματικός πυρήνας του νησιού .
Ο λόφος της Tara ήταν η έδρα των βασιλέων της Ιρλανδίας μέχρι τον 6ο αιώνα. Ο ρόλος αυτός παρατάθηκε μέχρι τον 12ο αιώνα, έστω και χωρίς το πρότερο μεγαλείο. Είναι βέβαιο ότι η παλαιότερη ιστορική καταγραφή πιστοποιεί πως οι ύπατες βασιλείες εγκαινιάστηκαν εκεί, και το "Seanchas Mor" νομικό κείμενο (γραμμένο πριν από 600 πΧ) ορίζει ότι έπρεπε να πίνουν μπύρα και συμβολικά να παντρευτούν την θεά Maeve (Μάεβ) για την απόκτηση υψηλής βασιλείας.
Παλαιότεροι ακαδημαϊκοί, εντόπισαν προ-Κέλτικά μνημεία και κτίσματα που χρονολογούνται από την Νεολιθική περίοδο περίπου 5.000 έτη πριν. Μία από αυτές τις δομές, το ανάχωμα του ομήρων, έχει ένα μικρό πέρασμα το οποίο είναι ευθυγραμμισμένο με το ηλιοβασίλεμα πάνω στην πραγματική αστρονομική διασταυρούμενη τριμηνία από τις 8 Νοεμβρίου ως τις 4 Φεβρουαρίου, οπότε γιορτάζονταν οι αρχαίες κελτικές γιορτές των Samhain και Imbolc.
Η πολιτική και θρησκευτική επιρροή, του ιερού αυτού τόπου, σταδιακά έχασε την αίγλη της, κατά την εποχή του εκχριστιανισμού του νησιού, από τον Άγιο Πατρίκιο, τον 4ο αιώνα.

Ένας τάφος που βρέθηκε κοντά στο λόφο, υποτίθεται ότι ανήκει στο βασιλιά Lóegaire, ο οποίος λέγεται ότι είναι ο τελευταίος μή Χριστιανός βασιλιάς της Ιρλανδίας.

16/7/10

Η ΝΕΑ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ (δ' μέρος)

Ο Ελουρέντ όμως δεν ξαναεμφανίστηκε στην περιοχή, ούτε ο Χάλαντ ή κανείς άλλος από την πόλη, αν και συχνά ένιωθε ότι δεν ήταν μόνη της, όταν πήγαινε να μαζέψει ρίζες ή φρούτα ή ακόμα και όταν καμάκωνε ψάρια στο ποτάμι. Και όταν οι Γιάουρ γελούσαν, άκουγε από μακριά, ανάμεσα στα δικά τους γέλια και το γέλιο του Ξωτικού.
Είχε φέρει μαζί της κάμποση βρώμη και ελάχιστο σιτάρι, και με κόπο ίσιωσε το έδαφος γύρω από το σπίτι της και έσπειρε αραιά, ένα μικρό μέρος της αυλής της. Ο Χέγκαρ την προειδοποίησε ότι ήταν πολύ αργά για σπορά δημητριακών, ακόμα και τόσο νότια, αλλά εκείνη του είπε ότι δεν είχε άλλη λύση από το να το διακινδυνεύσει, και ας αποτύχαινε. Στο παράθυρό της μπροστά, έσπειρε μπιζέλια δύο ειδών, αλλά δεν είχε υπολογίσει καλά τις μέλισσες που έκαναν την επικονίαση, και βγήκε ένα ενδιάμεσο είδος σε πάρα πολύ μεγάλη ποσότητα, που η ίδια, ονόμασε “αρακομπίζελα”. 
Καθάρισε τις βατομουριές και απελευθέρωσε τις φουντουκιές από τον αγκαθωτό κλοιό τους, τα νεαρά σφεντάμια όμως δεν τα πείραξε, αντίθετα, τα στήριξε καλύτερα, επειδή ορισμένοι από τους κορμούς τους ήταν ακόμα πολύ φρέσκοι και μαλακοί και φοβόταν μήπως με κάποιον δυνατό αέρα τσακίσουν, χωρίς υποστήριξη. Οι σπόροι των δημητριακών φύτρωσαν και τα φύλλα τους μάκρυναν, οι τούφες των καρπών τους βάρυναν, μέχρι να μπει για τα καλά το καλοκαίρι.
Ο Γκόν-γκιρι ερχόταν και της έκανε παρέα πολύ συχνά, στο φως της μέρας, αντίθετα από τις συνήθειες των Ντρούγκου, και μαζί, μαζεύανε αγριοφράουλες και βατόμουρα ή μήλα και άλλα φρούτα και καρπούς από τις κοντινές εγκαταλειμμένες ιδιοκτησίες, ή ανεβαίνανε στη στέγη τάχα για να καθαρίσουνε τα βρύα και κάθονταν εκεί ως το βράδυ. Τα ζεστά πρωινά του καλοκαιριού τσαλαβουτούσε στα νερά του κοντινού Λέφνουι, και μάζευε καβούρια στον ξύλινο κουβά που χρησιμοποιούσε, και άφηνε με τις ώρες το αγόρι να τα παρατηρεί και να τα πειράζει στη σκιά των δέντρων. Με τη βοήθεια εκείνου, έκανε την μικρή της πρώτη συγκομιδή στα τέλη του καλοκαιριού, και γέμισε το στρώμα της με ξανθά σανά, ενώ το κοσκίνισμα των σπόρων, έγινε εν μέσω τραγουδιστών επαίνων και γαργαριστών γέλιων μέχρι δακρύων από τους Ντρούγκου, που ήρθαν να παρακολουθήσουν τη διαδικασία του διαχωρισμού της ήρας από το σιτάρι και τη βρώμη.
«Νομίζαμε ότι θα έφτιαχνες βρωμο-σίταρα, όπως κατόρθωσες να κάνεις αρακομπίζελα!» γέλασε ο Λάσα, που ήταν ένας από τους γεροντότερους στη φυλή.
«Ή σιταροβρώμη!» διόρθωσε o Ούλουγκ-Ναγκ, και γέλασε κι εκείνος.
«Ήταν όμως νόστιμα…» προσπάθησε να την υπερασπιστεί ο Γκόν-Γκιρι.
«Ναι, όταν τελικά έβρασαν, μετά από ατελείωτες ώρες!» ξαναείπε ο Λάσα, και τα γέλια όλων ξέσπασαν με εκρηκτική δύναμη.
«Όμως κανείς σας δεν είπε να τα βάλει ξεχωριστά…, κι εμένα μου άρεσαν…» είπε ο Γκόν-Γκιρι πειραγμένος, παρόλο που παρασυρόταν από τα γέλια τους.
«Ξέρεις πόσο μακριά φτάνουν οι μέλισσες, Γκόν-Γκιρι! Θα τα έβρισκαν όπου κι αν τα έβαζα μέσα στην αυλή!» του είπε η Ελάννα και τον πήρε αγκαλιά. Γελούσε κι εκείνη μαζί τους, και μοιράστηκε σε δυο ίσες ποσότητες με τον Γκόν-Γκιρι, την φτωχική πρώτη παραγωγή των σπόρων των σιτηρών, ενώ του υποσχέθηκε ότι στον επόμενο θερισμό, θα τον κερνούσε ένα γλυκό που δεν είχε ξαναφάει. Ο μικρός Ντρουγκ τη ρώτησε όλο λαχτάρα να μάθει πως το λένε αυτό το γλυκό, και η λέξη “μελόπιτα”, έγινε η μαγική λέξη που τον συντρόφευε για πολλά επόμενα βράδια.
«Φτιάξε μου τώρα αυτό το γλυκό…» την παρακάλεσε το παιδί και της έδωσε πίσω τους σπόρους του σιταριού, που του αναλογούσαν.
«Ακόμα κι αν βάλουμε μαζί, τους δικούς μου και τους δικούς σου δε θα μας έφταναν να βγάλουμε αρκετό αλεύρι…» γέλασε η Ελάννα, «γι’ αυτό θα κρατήσουμε τα σιτάρια μας ώστε να τα ξανασπείρουμε το Νοέμβρη, και θα κάνουμε υπομονή μέχρι του χρόνου στις αρχές του καλοκαιριού, για να αλέσουμε αλεύρι… Όμως μη στεναχωριέσαι, επειδή εγώ θα έχω πάντα, κάτι να σε κεράσω…»
Η ποσότητα που πήρε ο Γκόν-γκιρι, έφτανε ίσα –ίσα να γεμίσει ως την μέση έναν ξύλινο κουβά σαν τον δικό της, αλλά οι Ντρούενταϊν, το εκτίμησαν πάρα πολύ, και φύλαξαν τους σπόρους που τους αναλογούσαν σε ασφαλές σημείο, (μέχρι το Νοέμβριο, που τους σκόρπισαν κι εκείνοι σε διάφορα ξέφωτα των δασών τους, δημιουργώντας τις δικές τους μικρές καλλιέργειες). Τα μαλλιά της είχανε μακρύνει μέχρι τους ώμους και φαινότανε να έχει ξεπεράσει τις άσχημες στιγμές.
Και καθώς τα φύλλα των σφενδαμιών άρχισαν να κιτρινίζουν, με το βαρύ τσεκούρι που της έδωσαν οι Γιάουρ, έψαχνε το δάσος για πεσμένα δέντρα και με πείσμα τα μετέφερε τεμαχισμένα σε μεγάλα κομμάτια ως το σπίτι της και εκεί τα σώριαζε όμορφα και συμμαζεμένα, θέλοντας να προετοιμαστεί για το χειμώνα. 
Αλλά απ’ όλες τις ετοιμασίες που έκανε, μία και μόνο συνήθεια έκανε τον Ελουρέντ να απορεί, και δεν ήταν η επιμονή της να μην κόβει ζωντανά δέντρα, αλλά επειδή απάλλαξε τους σφένδαμους στο δάσος, από τα δοχεία που είχε βάλει να κρέμονται από τους κορμούς τους, μαζεύοντας τις ποσότητες του χυμού τους που είχε αρχίσει να συλλέγει από την άνοιξη. Με προσοχή, έκλεισε τις βαθιές οπές στην φλούδα τους, χρησιμοποιώντας ξερό σανό και λάσπη, σαν να βοηθούσε τις πληγές τους να κλείσουν ενόψει του χειμώνα. Δεν είχε ξαναδεί να το κάνουν αυτό, και δεν καταλάβαινε σε τι χρησίμευε ο χυμός των δέντρων, παρόλο που την είχε παρακολουθήσει να τον μαζεύει. Ούτε τους Ντρούγκου είχε ρωτήσει για να μάθει για ποιο λόγο το κάνει, αλλά φαίνονταν να ανέχονται αυτή τη συμπεριφορά απέναντι στα δέντρα που αγαπούσαν τόσο πολύ.
«Φτιάχνει ένα ωραίο γλυκό» του είπε ο Γκόν-γκιρι, όταν τον ρώτησε.
«Και πως είναι αυτό το γλυκό;»
«Είναι σαν πηκτό νερό, κιτρινωπό και γλυκό», απάντησε το παιδί, «μου το δίνει μαζί με αποξηραμένα φρούτα και καρπούς που βράζει μαζί…Είναι ωραίο και μου αρέσει! Το λέει σιρόπι σφενδαμιού…», τον ενημέρωσε.

11/7/10

Η νέα κάτοικος του δάσους (γ' μέρος)

Ο Ελουρέντ στράφηκε προς εκείνη που βρισκόταν πίσω του, αλλά η Ελάννα είχε φύγει, άκουγε από μακριά τον ήχο του φουστανιού της καθώς έτρεχε, και την ακολούθησε, όμως σύντομα την έχασε και δεν άκουγε πια κανένα θόρυβο. Το παχύ χορτάρι της άνοιξης, κάλυπτε τα βήματά της και όσο κι αν έψαξε, δε μπόρεσε να τη βρει. Καθώς όμως γυρνούσε πίσω στους Γιάουρ, θυμήθηκε την μικρή εσοχή πίσω από τον καταρράχτη και γρήγορα, πήγε προς τα ’κει.
Την βρήκε να κάθεται πίσω από το νερό, με τα γόνατά της διπλωμένα και τα μπράτσα της τυλιγμένα γύρω τους και το κεφάλι της σκυφτό και κρυμμένο ανάμεσά τους. Και στάθηκε ακίνητος, ανάμεσα στο λείο βράχο και το νερό, χωρίς να μιλά για αρκετή ώρα, μέχρι που εκείνη σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Έξω, η νύχτα έδινε σιγά-σιγά τη θέση της στο ξημέρωμα, και δεν ακουγόταν άλλος ήχος πέρα από τον κελαρυστό ήχο του νερού που έπεφτε πάνω από τα κεφάλια τους, αντιφεγγίζοντας το λιγοστό φως.
Σ’ αυτό το ασημωμένο μισοσκόταδο τον είδε για πρώτη φορά, τα μακριά μαλλιά του, τα λαμπερά του μάτια και το ευγενικό και όμορφο πρόσωπο, και τα χέρια του διπλωμένα στο στήθος, όμως δεν του μίλησε, επειδή κατάλαβε ότι εκείνος δεν ήταν ένα απλό ανθρώπινο πλάσμα, αλλά κάτι άλλο, ανώτερο: γιατί δεν ήταν όραμα ή αποκύημα της φαντασίας της, η εμφάνιση αυτού του ωραίου και αληθινού πλάσματος, και ο Νέχαρ είχε πιθανότατα δίκιο που υποπτευόταν την ύπαρξη ενός ξωτικοπολεμιστή στο δάσος (και συχνά την πείραζε για την παράξενη τύχη της).
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε χωρίς να μετακινηθεί από τη θέση του, όμως εκείνη κούνησε το κεφάλι καταφατικά, αντί για απάντηση.
»Έλα…» της είπε πλησιάζοντας την, «θα σε πάω πίσω, οι φίλοι σου θα σε αναζητούν…»
«Όχι…» του απάντησε. «Θα φύγω αμέσως από δω επειδή δεν είμαι ασφαλής, και μαζί μου δεν είναι ούτε εκείνοι…»
«Δε θα επιτρέψω να πάθει κανένας σας το παραμικρό», την διαβεβαίωσε.
«Θα σκότωνε το Γκόν-γκιρι…», απάντησε εκείνη και έκρυψε το πρόσωπό της όπως πριν.
«Δε θα προλάβαινε, Ελάννα…», της είπε καθησυχαστικά και την πλησίασε. «Είτε εγώ, είτε οι Γιάουρ, θα τον εμποδίζαμε να το κάνει. ..»
Εκείνη τον κοίταξε ξανά.
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε. «Εσύ γνωρίζεις το όνομά μου…»
«Είμαι ο Ελουρέντ», της απάντησε, «έλα, είναι ώρα να γυρίσεις…».
Της έτεινε το χέρι κι εκείνη σηκώθηκε και το άγγιξε επιφυλακτικά. Ήταν λείο, με καλοφτιαγμένα δάχτυλα και το κράτησε χαλαρά μέσα στο δικό της, σαν να ήταν κάτι εύθραυστο. Όμως ο Ελουρέντ την έπιασε σφιχτά και την οδήγησε έξω από τη μικρή σπηλιά. Τον ακολούθησε στο σίγουρο δρόμο του και της φάνηκε ότι εκείνος δεν πατούσε στη γη όταν περπατούσε, αλλά στις κορυφές του χορταριού. Σύντομα έφτασαν σπίτι της, όπου ανάμεσα στους οπλισμένους ενήλικες την περίμενε ο μικρός Γιάουρ μαζί με τη μητέρα του και εκείνη αφήνοντας το χέρι του ξωτικού, έτρεξε μερικά μέτρα μπροστά και πήρε το παιδί αγκαλιά.
»Είναι όλα εντάξει λοιπόν…», της είπε πάλι εκείνος, καθώς οι Γιάουρ άρχισαν να σκορπούν τριγύρω, και το δάσος είχε φωτιστεί από το φως της μέρας. Της γύρισε την πλάτη για να απομακρυνθεί κι αυτός.
«Περίμενε, σε παρακαλώ…» του φώναξε, κι εκείνος γύρισε προς το μέρος της.
»Έχεις κάνει πολλά για μένα, και τώρα και στο παρελθόν, και δεν σε έχω ευχαριστήσει για τίποτε ακόμα…» του είπε καθώς τον έφτασε.
«Στο παρελθόν;» τη ρώτησε σαν να μην καταλάβαινε.
«Πριν μερικά χρόνια, έξω από το δάσος, εσύ ήσουν, το κατάλαβα από τα βέλη σου, κυρίως…» του είπε κομπιάζοντας, και του χαμογέλασε ελαφρά. «Δεν ξέρω αν θα μπορέσω ποτέ, να σου τα ξεπληρώσω όλα αυτά, Ελουρέντ…». Πήρε το χέρι του στα χέρια της και έφερε τη λεία παλάμη του στο στόμα της. 
Κι εκείνος σαστισμένος από την κίνηση αυτή και την αίσθηση των χειλιών της στο δέρμα του, τράβηξε το χέρι του αμέσως μόλις εκείνη το άφησε, και το κοίταξε σα να διέκρινε το αποτύπωμα αυτού του φιλιού. Την κοίταξε με τα κεχριμπαρένια μάτια του και της χαμογέλασε κι εκείνος, αχνά.
«Θα είμαι στην περιοχή, Ελάννα…Θα ξανάρθω, αν παραστεί ανάγκη…, ή με φωνάξεις» της είπε, και απομακρύνθηκε με αργό βήμα.

6/7/10

Το Δόρυ, η Πέτρα, το Σπαθί και το Καζάνι...

Αυτό το ποστ είναι αφιερωμένο στα Κελτικά σύμβολα που είναι το Δόρυ, η Πέτρα, το Σπαθί και το Καζάνι...
Αυτά τα τέσσερα στοιχεία είναι ιερά αντικείμενα που μεταφέρθηκαν από τους Tuatha de Danann, όταν έφτασαν στα Βόρεια νησιά (Βρετανία, Ιρλανδία , Εβρίδες Νήσους, Ώρκνευ και Σέτλαντ...
Αυτοί οι ιεροί θησαυροί αναφέρεται οτι φυλάσσονταν στις μυθικές πόλεις Gorias, Falias, Findias και Murias στα Βόρεια Νησιά, όπου οι απόγονοί του NEMED του (αργότερα έγιναν γνωστοί ως Tuatha de Danann)  εγκαταστάθηκαν, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τους Φομόριαν, το γένος των ημίθεων κατοίκων του βυθού, που κάποτε κατοικούσαν ή προσπαθούσαν να εποικίσουν την Ιρλανδία .
ΤΟ ΔΟΡΥ
Θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένο= Λου
Στοιχείο της φύσης= Φωτιά
Κατεύθυνση = Νότος
Μαγική πόλη Προέλευσης = Gorias
Μαγικές ιδιότητες και Περιγραφή = Το δόρυ που ποτέ δεν χάνει το στόχο του.
Η ΠΕΤΡΑ
Θεότητα = FAL
Στοιχείο = Γη
Κατεύθυνση = Βοράς
Μαγική πόλη Προέλευσης = Falias
Μαγικές ιδιότητες και Περιγραφή = Η πέτρα που ξέρει την καρδιά του ανθρώπου.
Η πέτρα αυτή, (γνωστή και ως The Stone of Destiny), είναι μια ορθογώνια πέτρα βάρους 152 κιλών που για εκατοντάδες χρόνια φυλασσόταν στο Αββαείο του Westminster, και που μόλις το 1996, μεταφερθηκε στο κάστρο του Εδιμβούργο...Πάνω σ' αυτήν την πέτρα γίνονταν παραδοσιακά όλες οι στέψεις των Αρχαίων Κελτών Βασιλέων, καθώς και όλων των Σκωτσέζων, και Βρετανών βασιλιάδων, στην σύγχρονη εποχή...Υποτίθεται οτι η ίδια η πέτρα τρέμει και μουρμουρίζει ή τρίζει, δείχνοντας την αποδοχή της στον νέο βασιλιά, ή σε αντίθετη περίπτωση, θα φώναζε...
ΤΟ ΞΙΦΟΣ
Θεότητα = Nuada
Στοιχείο = Aέρας
Κατεύθυνση = Ανατολή
Μαγική πόλη Προέλευσης = Findias
Μαγικές ιδιότητες και Περιγραφή = Όλες οι ιδιότητες υπόκεινται στη βούληση του Ξίφους.
Ο Nuada ήταν ο βασιλιάς των Tuatha de Danann, και έτσι, το σπαθί του (claideb) είναι πανίσχυρο και καταβάλει κάθε εχθρό, είτε με την δύναμη του μετάλου του είτε με τη δύναμη της μαγείας του...
ΤΟ ΚΑΖΑΝΙ
Θεότητα = Ντάγκντα
Στοιχείο= Νερό
Κατεύθυνση= Δυτική
Μαγική πόλη Προέλευσης = Murias
Μαγικές ιδιότητες και Περιγραφή = Ένα καζάνι με ατελείωτη προσφορά.
Ανάμεσα στα 4 σύμβολα των Κελτών, το καζάνι είναι ένα από τα πιο ισχυρά και συμβολικά...Άλλοτε χρησιμοποιείται για να θρέψει ατελείωτους στρατούς πολεμιστών, μιας και είναι το καζάνι της αφθονίας, άλλοτε πάλι -μιας και δεν έχει πάτο-, ενώνει τον πάνω κόσμο και τον κάτω, δίνοντας τη δυνατότητα όχι μόνον να γιατρεύει με την σύνδεσή του με τη θεά Ντανού, μέσω του ισχυρού δεσμού της με την γη, και τον παντοδύναμο γιό της Ντάγκντα, αλλά επαναφέρει στη ζωή νεκρούς πολεμιστές...
Από παλιότερες αναζητήσεις, είχα βρει πώς τόσο η πέτρα των ενθρονίσεων όσο και το καζάνι του Ντάγκντα, φυλάσσονταν στο Αββαείο του Westminster, ωστόσο ψάχνοντας τις σχετικές ιστοσελίδες προετοιμάζοντας το ποστ αυτό, δεν κατάφερα να επιβεβαιώσω τις πληροφορίες αυτές...