30/8/10

Μόρντορ


Μόρντορ
The Black Land, The Land of the Shadow, Η Μαύρη Γη, Η Γη της Σκιάς

Η Μαύρη Χώρα της Μόρντορ βρισκόταν στα ανατολικά της Γκόντορ. Ήταν μια περιοχή σχεδόν τετράγωνου σχήματος, αποκλεισμένη από τα υπόλοιπα τμήματα της Μέσης-γης από φυσικά σύνορα, τις οροσειρές Έρεντ Λίθουϊ βόρεια και Έφελ Ντούαθ δυτικά, καθώς και μια χαμηλότερη σειρά λόφων στο νότο. Το μόνο άνοιγμα στον ορεινό αυτό κλοιό ήταν στο βορειοδυτικό άκρο, όπου σχηματιζόταν η κοιλάδα του Ουντούν. Εκεί ο Σαουρον κατασκεύασε μία τεράστια σιδερένια πύλη, το Μόραννον. Στο βόρειο τμήμα της υπήρχε το άγονο υψίπεδο της Γκόργκοροθ, όπου και το ηφαίστειο Οροντρούϊν, κύρια έλξη για την εγκατάσταση του Σαουρον στην περιοχή, καθώς το χρησιμοποιούσε στη μαγεία του. Εκεί κατασκεύασε και το Ενα Δαχτυλίδι. Η νότια πλευρά ήταν πιο γόνιμη λόγω της λίμνης Νούρνεν.
Σύντομη Ιστορία της Μόρντορ...
Μετά την καταστροφή των προπυργίων του Κακού στον Βορρά της Μέσης Γης, στο τέλος της Πρώτης Εποχής, ο Σαουρον διέφυγε στο Νότο, ψάχνοντας καινούργιο καταφύγιο. Στο τέλος της πρώτης χιλιετίας της Δεύτερης Εποχής, διάλεξε μια περιοχή περιφραγμένη από βουνά και εκεί έχτισε τον απόρθητο πύργο του Μπάραντ-Ντουρ. Η Μόρντορ ήταν κατάλοιπο των καταστροφικών έργων του Morgoth, και προφανώς σχηματίστηκε από μαζικές ηφαιστειακές εκρήξεις. Της δόθηκε το όνομα Μόρντορ =Μαύρη Χώρα ήδη από πολύ νωρίς, ωστόσο, μόνο η αράχνη Shelob είχε εγκατασταθεί εκεί πριν τον Σάουρον.
Ο Σαουρον ανέπτυξε σταδιακά και αθόρυβα τις δυνάμεις του τόσο ώστε η επιρροή του να φτάνει (στα μέσα της Δεύτερης Εποχής) να καλύπτει ακόμα και ολόκληρο το Έριαντορ. Πάντα, όμως, έβρισκε σκληρή αντίσταση από τα Ξωτικά του Γκιλ-γκάλαντ και αργότερα από τους Νουμενόριους. Το έτος 3262 της Δεύτερης Εποχής (ΙΙ-3263), ο Νουμενόριος Βασιλιάς Αρ-Φαραζον κατέπλευσε από τη νήσο Νούμενορ με μια ακατανίκητη στρατιά, συνέτρψε τις δυνάμεις του Σαουρον και έπιασε τον ίδιο αιχμάλωτο. Η Μόρντορ έμεινε έρημη.
Μετά τον καταποντισμό του νησιωτικού κράτους του Νούμενορ και την ίδρυση στη Μέση-γη του κράτους της Γκόντορ από τους Πιστούς (με αρχηγό τον Ελέντιλ και τους γιους του, Ισίλντουρ και Ανάριον) μεγάλα οχυρά χτίστηκαν έξω από τα φυσικά τείχη της Μόρντορ, ώστε να εμποδιστεί η επιστροφή οποιουδήποτε δόλιου πλάσματος στην περιοχή. Κυριότερο από αυτά τα οχυρά ήταν η Μίνας Ίθιλ (Πύργος του Φεγγαριού), αρχική κατοικία του Ισίλντουρ.
Όμως, ο Σαουρον -που ως πνεύμα είχε επιβιώσει από την καταστροφή- είχε ήδη επιστρέψει κρυφά και ετοίμαζε νέα επίθεση. Έτσι, το έτος ΙΙ-3429 επιτέθηκε στη Μίνας Ίθιλ, αλλά ο Ισίλντουρ διέφυγε στον Βορρά, στην Άρνορ και ειδοποίησε τον πατέρα του. Αυτός ζήτησε τη βοήθεια του φίλου του Γκιλ-γκάλαντ και δημιούργησαν την "Τελευταία Συμμαχία" Ξωτικών και Ανθρώπων. Όταν ο Σαουρον ηττήθηκε τελικά μετά από πολιορκία και μάχες διάρκειας δέκα ετών (ΙΙ-3441), η Μόρντορ πέρασε στην επικυριαρχία της Γκόντορ. Καθώς, όμως, η ισχύς της Γκόντορ εξασθενούσε με την πάροδο των ετών, η επιτήρηση έγινε πλημμελής.
Έτσι, μετά από περίπου δυο χιλιάδες χρόνια (ΙΙΙ-1980), επέστρεψαν οι Ναζγκουλ και ανακατέλαβαν την περιοχή στο όνομα του Εχθρού, στοιχειώνοντας τον πύργο Μίνας Ίθιλ, που από τότε ονομάστηκε Μίνας Μόργκουλ (Πύργος της Μαγείας), Ο ίδιος ο Σαουρον παρέμενε στον πύργο Ντολ-Γκουλντούρ, στα νότια του Μίρκγουντ, του Δάσους της Σκοτεινιάς, και δεν επέστρεψε στο Μπάραντ-Ντουρ, παρά λίγα μόνο χρόνια πριν τον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού (ΙΙΙ-3019). Τότε το Ενα Δαχτυλίδι της Δύναμης καταστράφηκε, όταν ρίχτηκε στις Σχισμές του Ολέθρου στο ηφαίστειο Οροντρούϊν, όπου είχε σφυρηλατηθεί, φέρνοντας έτσι το απόλυτο τέλος στον Σκοτεινό Άρχοντα και την κυριαρχία του Κακού. Η περιοχή της Μόρντορ πέρασε ξανά στην κυριαρχία του Νότιου Βασιλείου.

26/8/10

Ένα ωραίο σχέδιο (στ' μέρος)


Ο Ελουρέντ δεν κουνήθηκε από τη θέση του επειδή προτίμησε να μην την ακολουθήσει, αφού της προκαλούσε τόση νευρικότητα, και αποφάσισε ότι θα ήταν σαφώς καλύτερα να την αφήσει να ηρεμήσει μόνη της για λίγο και να πάει να τη βρει ο ίδιος αργότερα, στο σπίτι της. Έμεινε για ώρα έτσι ξαπλωμένος, πάνω στο βράχο, μέχρι που υπήρχε ελάχιστη υγρασία πάνω του, και τότε μόνο σηκώθηκε και κατέβηκε κι αυτός με αργό βήμα την όχθη, ως το σημείο που είχε αρχίσει το κυνηγητό, κι εκεί βρήκε τα όπλα του και τις βρεγμένες μπότες της που δεν τις είχε πάρει μαζί της, καθώς έφευγε από κοντά του τρέχοντας.
Τις μάζεψε και πήρε το δρόμο που είχε πάρει κι εκείνη, και έφτασε ως το σπίτι της. Λεπτός καπνός έβγαινε από την καμινάδα, και το φουστάνι της ήταν κρεμασμένο πάνω σε ένα από τα κλωνάρια του πιο κοντινού σφενταμιού, το άγγιξε, ήταν ακόμα πολύ υγρό. Πήγε στην πόρτα της αθόρυβα και ακούμπησε το αυτί του πάνω στο ξύλο, από μέσα όμως δεν άκουγε τίποτα. Έσπρωξε την πόρτα της αργά, νομίζοντας ότι ίσως εκείνη κοιμάται, και είπε σιγανά το όνομά της. Ήταν εκεί και καθόταν στο πάτωμα, μπροστά στη φωτιά, φορώντας το λινό γκρίζο νυχτικό της και ήταν τυλιγμένη με τη χοντρή κουβέρτα της. Τον κοίταξε που έσκυψε ελαφρά για να μπει και κρατούσε στα χέρια του τα πράγματά της.
»Τα ξέχασες φεύγοντας…» της είπε και τα ακούμπησε δίπλα στην πόρτα. « Πως νοιώθεις;»
«Είμαι καλύτερα τώρα…Σ’ ευχαριστώ που τα έφερες, κρύωνα τόσο πολύ εκείνη την ώρα που δεν θυμήθηκα να τα μαζέψω…» του είπε και κατέβασε τα μάτια της από τα μάτια του, και τα μάγουλά της ρόδισαν.
«Με θέλεις να μείνω για λίγο κοντά σου, ή προτιμάς να φύγω;» τη ρώτησε βλέποντάς την να αισθάνεται τόσο άβολα, μπροστά του, όμως Ελάννα αντί για απάντηση, τον κοίταξε αναγνωρίζοντας την μεταμέλειά του και μετακινήθηκε στο πλάι, για να του αφήσει χώρο να καθίσει δίπλα της, μπροστά στη φωτιά. Ο Ελουρέντ άφησε το όπλα του κοντά στα πράγματά της και ήρθε και κάθισε παίρνοντας μία πολύ ωραία στάση, φαινομενικά ανεπιτήδευτη: Κάθισε με το ένα γόνατο διπλωμένο στο πάτωμα και το άλλο όρθιο (και ‘κει είχε ακουμπήσει απλωμένο το ένα του χέρι) και στηριζόταν με το άλλο του χέρι λυγισμένο στον αγκώνα. Ήταν πολύ χαλαρός και ακαταμάχητα ωραίος, και αιχμαλώτισε ξανά το βλέμμα της, αλλά η Ελάννα δεν έδειξε τίποτα πέρα από το ότι το τρέμουλό της έγινε πιο έντονο, κι εκείνος το πρόσεξε και ανακάθισε.
«Θα το έχω βάρος στη συνείδησή μου αν κρυώσεις εξαιτίας μου…» μουρμούρισε ανήσυχος, «πέρασες όλον τον χειμώνα χωρίς αρρώστια για να την πάθεις τώρα…» Έφερε το ένα του χέρι στην πλάτη της και με το άλλο την κρατούσε σταθερή από τον δεξί της ώμο και την έτριψε δυνατά, σχεδόν πονώντας την, και την τύλιξε ακόμα σφιχτότερα με την κουβέρτα της και την τράβηξε να κολλήσει πάνω του, σαν για να τη ζεστάνει και με το σώμα του.
«Γιατί τα κάνεις όλ’ αυτά;» τον ρώτησε μετά από μερικές στιγμές η Ελάννα που ως εκείνη την ώρα είχε δεχτεί το άγγιγμά του αδιαμαρτύρητα.
«Τί κάνω, δηλαδή;» την αντερώτησε, τραβώντας τα χέρια του από πάνω της.
«Γιατί μου δείχνεις τόση προσοχή;»
«Γιατί όχι; Επειδή φαινόμαστε διαφορετικοί;» της είπε κοιτώντας την στα μάτια. «Είμαστε φτιαγμένοι από τα ίδια υλικά, Ελάννα, οι άνθρωποι και τα ξωτικά, και το μόνο που μας διαφοροποιεί είναι η φθορά της σάρκας και τα αίτια που την προκαλούν, και όχι η μορφή, ή οι ικανότητες…», ακολούθησε μία μικρή σιωπή και συνέχισε:
»Ξέρω τα πάντα για σένα, όμως εσύ γνωρίζεις ελάχιστα για μένα, γι’ αυτό νομίζω πως ήρθε ο καιρός να μάθεις ποιος είμαι και τι γυρεύω εδώ…»

21/8/10

Ένα ωραίο σχέδιο (δ' μέρος)


Η Ελάννα ξεκίνησε τις προπονήσεις ένα πρωινό του Μάρτη, ενώ το κρύο ήταν ακόμα τσουχτερό και ο ήλιος πολύ νέος για να ζεστάνει τη φύση, αλλά η αποτυχία να χτυπήσει έστω και έναν από τους στόχους που είχε βάλει, την απογοήτευσε σύντομα. Όμως δεν εγκατέλειπε τις προσπάθειες της, και για αρκετές μέρες ακόμα δοκίμασε τις ικανότητές της στην τοξοβολία, αλλά οι επιδόσεις της δεν βελτιώνονταν καθόλου, παρά την επιμονή της. Οι Ντρούγκου που γυρνούσαν από βραδινό ψάρεμα την είδαν που για πρώτη φορά μετά από δυο βδομάδες με το τόξο, βγήκε από τον περίβολο του σπιτιού της και οπλισμένη με ένα αυτοσχέδιο κοντάρι πήγε προς το ποτάμι.
Τη χαιρέτισαν χωρίς να σχολιάσουν τον οπλισμό της ή τους σκοπούς της και απομακρύνθηκαν προς τον δασωμένο όγκο του Βουνού. Κι εκείνη, φτάνοντας στον Λέφνουι, έκανε ένα χοντρό κόμπο την άκρη του φουστανιού της, στο ύψος των γονάτων και με το καμάκι στο χέρι, ισορροπώντας στις γυαλισμένες πέτρες, έψαχνε για κάποιο ψάρι. Δεν υπήρχε πραγματικά λόγος να ψαρέψει, αλλά έψαχνε κάτι να ξοδέψει το χρόνο της. Νωρίτερα, είχε παρατήσει για ακόμα μια φορά το τόξο και τα βέλη των Ντρούγκου κρεμώντας τα μέσα στο σπίτι της, αφού είχε αποδειχτεί ανίκανη να στοχεύσει καλά, -παρά τη διαπιστωμένη σταθερότητά της στο ακόντιο-, και τα είχε καταστρέψει σχεδόν όλα.
Ο Ελουρέντ που συνόδευε όπως πάντα τους Γιάουρ- και κρυμμένος παρακολουθούσε όλες τις προηγούμενες ημέρες τις προπονήσεις της στο αγαπημένο του όπλο, την ακολούθησε μέχρι την όχθη του ποταμού, προσεκτικά καλυμμένος από τις σκιές ανάμεσα στα δέντρα. Τώρα σκεφτόταν ότι θα ήταν καλύτερα να την έχει βοηθήσει ο ίδιος να μάθει να στοχεύει μ’ αυτό το ελαφρύ τόξο, παρά να την έχει αφήσει στην τύχη της, και είχε μετανιώσει που είχε κρατήσει αποστάσεις από την Ελάννα, έστω από διακριτικότητα προς εκείνη. Δε θα το έκανε όμως ξανά, υποσχέθηκε στον εαυτό του, έπρεπε οπωσδήποτε να την πλησιάσει αυτό το ηλιόλουστο πρωινό.
Έτσι την παρατηρούσε από μακρυά ψάχνοντας ταυτόχρονα την κατάλληλη ευκαιρία να έρθει κοντά της, την ώρα που εκείνη σκαρφαλωμένη πάνω σε έναν γλιστερό βράχο, αμφιταλαντευόταν, έχοντας βάλει στο μάτι μία μεγάλη πέστροφα που τριγυρνούσε νωχελικά γύρω από τις πέτρες που στεκόταν. Έκανε αρκετές προσπάθειες να χτυπήσει το ψάρι ζυγίζοντας με το μάτι, το βάθος του νερού και την κλίση που έπρεπε να πάρει το καμάκι της, αλλά της ξέφευγε, και κάθε φορά απομακρυνόταν ολοένα και πιο πολύ από την ακτή, πηδώντας από βραχάκι σε βραχάκι που ξεχώριζε πάνω από το νερό, προσέχοντας να μη γλιστρήσει. Και ήταν έτοιμη να χτυπήσει επιτέλους το ψάρι και σχεδόν δεν ανάσαινε με το ακόντιο έτοιμο στο χέρι της, όταν ένα ξαφνικό τίναγμα του νερού μπροστά της, την αιφνιδίασε και την έκανε να αναπηδήσει προς τα πίσω και φυσικά να πέσει μέσα στο παγωμένο νερό και να βραχεί μέχρι τη μέση της.
Άκουσε τη σαστισμένη κραυγή του ξωτικού που φώναξε τ’ όνομά της, την ώρα που έπεφτε, και κοίταξε γύρω της, αλλά δεν τον είδε πουθενά. Κοκκίνισε από θυμό και καθώς σηκώθηκε, ξανανέβηκε πάνω στο βράχο και έβγαλε από τα πόδια της τις μπότες της και τις πέταξε στην όχθη. Τουρτουρίζοντας από το κρύο, κοίταξε μπροστά στον βράχο και βρήκε το ψάρι χτυπημένο από το βέλος και το τράβηξε. Το ελαφρύ καμάκι της όμως είχε παρασυρθεί από το ρεύμα του ποταμού και το είχε χάσει.
«Τέρας!» φώναξε αγριεμένη προς την κατεύθυνση απ’ όπου είχε ακούσει τη φωνή του Ξωτικού, και είδε τον Ελουρέντ να τρέχει προς το μέρος της μέσα από τη συστάδα των δέντρων που βρισκόταν κρυμμένος. Η Ελάννα βγήκε στη όχθη βιαστικά, τσαλαβουτώντας, αφού πια δεν την ενδιέφερε να μην βραχεί, όντας ήδη βρεγμένη. Τράβηξε το βέλος από το ψάρι και του το κούνησε δείχνοντάς του το.
«Είπα να σε βοηθήσω λίγο…», της απάντησε καθώς την πλησίαζε τρεχάτος, «δεν ήθελα να σε ρίξω στο νερό», προσπάθησε να δικαιολογηθεί αλλά εκείνη, έξω φρενών, του εκσφενδόνισε το ψάρι με όση δύναμη είχε, όμως εκείνος το απέφυγε εύκολα σκύβοντας στο πλάι. Η Ελάννα του γύρισε την πλάτη και πετώντας κάτω το βέλος του που το κρατούσε ακόμη, άρχισε να ανεβαίνει την επικλινή όχθη τρέχοντας ξυπόλητη, και εκείνος, παράτησε τα όπλα του επιτόπου και ρίχτηκε στο κατόπι της. Ήταν γρήγορη, αλλά εκείνος ήταν πολύ πιο γρήγορος και επιπλέον ήταν στεγνός, και την πρόφτασε στην κορυφή των βράχων, και καθώς την έπιασε και την γύρισε προς το μέρος του, έχασε την ισορροπία της και ο Ελουρέντ δε μπόρεσε ή δε θέλησε να διατηρήσει τη δική του, και κατρακύλησαν στην χορταριασμένη κατηφορική πλαγιά και έπεσαν αγκαλιασμένοι στα ρηχά, πάνω σε κάτασπρα ολοστρόγγυλα βότσαλα.
«Δεν ήθελα να σε ρίξω στο νερό, πρέπει να με πιστέψεις» δικαιολογήθηκε ξανά, κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του, «χτύπησες πουθενά, είσαι καλά;» Την κρατούσε πάνω στο σώμα του και είχε το ένα του χέρι προστατευτικά γύρω από το κεφάλι της και το άλλο του χέρι περασμένο γύρω από τη μέση της και η Ελάννα μουρμούρισε ότι μάλλον ήταν καλά και με μια μόνο ματιά το Ξωτικό διαπίστωσε ότι ευτυχώς δεν είχε τραυματιστεί κανείς από τους δυο τους, εκτός από το γεγονός ότι η κοπέλα τώρα ήταν εντελώς βρεγμένη, όπως κι εκείνος.
Προσπάθησε να της χαμογελάσει, αν και η ανάσα του ήταν ελαφρά λαχανιασμένη, και θα την κρατούσε κι άλλο πάνω του, αν εκείνη δεν έτρεμε από το κρύο και την ταραχή και δεν αποφάσιζε να σηκωθεί από μόνη της. Του άπλωσε όμως το χέρι της για να τον τραβήξει από τα νερά, και ‘κείνος, το έπιασε και σηκώθηκε, σα να χρειαζότανε πραγματικά τη βοήθειά της για να το κάνει. Άρχισαν να ανεβαίνουν την όχθη πιασμένοι χέρι-χέρι, και σύντομα έφτασαν στο βράχο απ’ όπου είχαν πέσει. Την κοίταξε που έστυβε την άκρη του φουστανιού της που κρεμόταν βρεγμένο πάνω της και όπως κάθισε στο βράχο, την τράβηξε μαλακά από το χέρι που την κρατούσε νωρίτερα, για να καθίσει κι εκείνη πλάι του.
»Έλα, και μη στεναχωριέσαι…, ο ήλιος είναι ζεστός και θα μας στεγνώσει…», της είπε και έγειρε πίσω, και ξάπλωσε πάνω στη ζεστή πέτρα, διπλώνοντας τα χέρια του κάτω από το κεφάλι του.
Εκείνη ακολούθησε το παράδειγμά του, όμως σε λίγο, γύρισε στο αριστερό πλευρό και τον παρατηρούσε που είχε τα μάτια του κλειστά και μικρές διάφανες σταλίδες νερού κυλούσαν ακόμα επάνω στο πρόσωπό του και στον λαιμό του. Χωρίς να μετακινηθεί από τη θέση της, άπλωσε το δεξί της χέρι και ξεμπέρδεψε με τα δάχτυλά της τις χρυσοκάστανες τούφες των μαλλιών του, και χάιδεψε με τις άκρες των δαχτύλων της το πρόσωπό του αγγίζοντας τις αδρές γραμμές του, κι εκείνος που δεν κοιμόταν, γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε. Η Ελάννα μάζεψε το χέρι της βιαστικά. Από τόσο κοντά, διέκρινε καθαρά τις ραβδώσεις του καστανού και του χρυσού χρώματος της ίριδας των ματιών του και μαγνητίστηκε από το βλέμμα του και την ξωτική λάμψη του.
»Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που με είχαν χαϊδέψει για τελευταία φορά…» της είπε, κι εκείνη άπλωσε πάλι το χέρι της και τον άγγιξε, όμως μόνον για λίγο, επειδή σηκώθηκε απότομα και κατηφόρισε τρέχοντας την όχθη, κι έστριψε από το μικρό μονοπάτι προς το σπίτι της.

17/8/10

Ένα ωραίο σχέδιο (γ' μέρος)


Όλο το χειμώνα την επισκεπτόταν, όχι πολύ συχνά, αλλά σε άτακτα διαστήματα. Του άρεσε να βλέπει τα μάτια της έκπληκτα και να ακούει τη φωνή της που του γελούσε χαιρετώντας τον. Ακόμα και ημέρες που η κακοκαιρία ήταν έντονη και ο αγέρας λυσσομανούσε και λύγιζε τα γυμνά δέντρα, εμφανιζόταν στην πόρτα της και την άκουγε να του μιλάει, πολλές φορές για θέματα άσχετα μεταξύ τους, ενώ κάθονταν κοντά στη φωτιά. 
Κάπως έτσι ένα απόγευμα, την έπεισε να του μιλήσει για τον εαυτό της και όχι για κάτι άλλο, και η Ελάννα του διηγήθηκε τα πάντα, για τον θάνατο των γονιών της ενώ εκείνη βρισκότανε με τους Γιάουρ και το Νέχαρ, το γειτονόπουλο που μεγάλωσαν μαζί, το πώς έμεινε επί μία εβδομάδα μέσα στη σπηλιά πίσω από το νερό μετά τη σφαγή των δικών της, πως ανακατεύτηκε με τις περιπολίες πάλι λόγω του Νέχαρ, και για ποιο λόγο αναγκάστηκε να φύγει δια παντός από το σπίτι της αδελφής της…, και τότε έκλαψε, και ήταν η πρώτη φορά που ο Ελουρέντ την είδε να κλαίει και δεν του άρεσε καθόλου το θέαμα, και μετάνιωσε που την ανάγκασε να του πει αυτά που την πονούσαν.
Όμως η λύπη των ανθρώπων δεν είναι σαν τη λύπη των ξωτικών και σύντομα ξεπέρασε την πίκρα και του χαμογέλασε με στεγνά μάτια, και ο Ελουρέντ κατάπληκτος ανακάλυψε την ικανότητα των ανθρώπων να αντιστέκονται στη φθορά της απελπισίας και να συνεχίζουν τον αγώνα της ζωής με καινούριο θάρρος. Ένιωσε να δένεται μαζί της, και τώρα δεν ήταν μόνο το προσωπικό ενδιαφέρον που τον έλκυε κοντά της, αλλά και η ανάγκη του να μάθει πράγματα που ξεπερνούσαν τη λογική και τη σοφία των Ξωτικών επειδή απλά, η γνώση και η διάρκεια της ζωής τους, τους εμπόδιζε να αντιληφθούν τη δύναμη του εφήμερου των ανθρώπων.
Η υπομονή του να παραμείνει πιστός στο σχέδιό του, λιγόστευε κάθε φορά που τη συναντούσε. Και καταβάλλοντας μεγάλο κόπο, αντιστεκόταν στον πειρασμό να την πλησιάζει πιο συχνά, και μετρούσε τις ημέρες που περνούσαν, σαν να ήταν χρόνια, στην πλάτη ενός νεροβουβαλιού που είναι αναγκασμένο να οργώνει, ενώ θα ήθελε να κολυμπά. Αλλά πιο πολύ απ’ όλα, τον προβλημάτιζε το γεγονός ότι απέφευγε να τον αγγίξει ακόμα και στο ελάχιστο, αν και εκείνος είχε μεγάλο πόθο να το κάνει. Μα τον ικανοποιούσε το βλέμμα της όταν τον κοιτούσε, και επιτέλους διέκρινε κάτι ν’ αλλάζει μέσα της όσο περνούσε ο καιρός, καθώς ανακάλυπτε ότι το σχέδιό του απέδιδε καρπούς.
Κι έτσι όμορφα πέρασε ο χειμώνας και όταν τα πρώτα μάτια στα σφεντάμια και τις σημύδες έπιασαν ν’ ανοίγουν, βγαίνανε βόλτες στο δάσος και στο βουνό, και ο Ελουρέντ της έδειξε τους φασιανούς που καλούσαν τα ταίρια τους, πάνω στα δέντρα, τα ελάφια που τα καινούρια κέρατα άρχιζαν να φυτρώνουν στα κεφάλια των αρσενικών, και τις διαδρομές των αγριόχοιρων και των χοιρομητέρων, που έβγαιναν για βοσκή στο καινούριο χορτάρι, μαζί με τα ραβδωτά μωρά τους. 
Της έκανε και μια μικρή επίδειξη τοξοβολίας, κι εκείνη το έβαλε σκοπό να μάθει να ρίχνει με το τόξο και ζήτησε από το Γκόν-γκιρι που και ‘κείνος την επισκεπτότανε κάπου-κάπου το χειμώνα, να της φέρει ένα από τα δικά τους τόξα, για να μάθει κρυφά από τον Ελουρέντ πώς να το χειρίζεται. Ο Ελουρέντ όμως που το έμαθε, νόμισε ότι εκείνη ήθελε να μάθει να το χρησιμοποιεί για να κυνηγά ζώα και πουλιά, αλλά οι Γιάουρ που την ήξεραν, του είπαν ότι ποτέ δεν έτρωγε κρέας, από παιδί ακόμα, επειδή τα λυπόταν, και συχνά όταν της τα φέρνανε στο τραπέζι οι γονείς της, αρνιότανε πεισματικά να φάει και προτιμούσε να μείνει νηστική.
Κατάλαβε τότε ότι ήθελε να δοκιμάσει τον δικό του τρόπο πολέμου, τον πόλεμο που προτιμούσαν τα Ξωτικά Σίνταρ και Λαϊκουέντι, που τους επέτρεπε να χρησιμοποιούν όλες τις ικανότητες να κρύβονται και να χτυπούν αθόρυβα. Του άρεσε που την είχε επηρεάσει τόσο πολύ, και την εκτίμησε ακόμα περισσότερο, επειδή και εκείνος αγαπούσε ιδιαίτερα τα πουλιά και τα αγρίμια του δάσους, και ο παππούς του ο Μπέρεν στο Τολ Γκάλεν, συχνά δεχόταν την επίσκεψη πολλών ζώων που δεν τον φοβόντουσαν και τον αγαπούσαν, και πολλές φορές ήταν και ο ίδιος παρών, σ’ αυτές τις ασυνήθιστες συναντήσεις. Γι’ αυτό, έπεισε τους Ντρούγκου που αντιδρούσαν στην ιδέα της παραχώρησης δικού τους όπλου στη νεαρή γυναίκα, να το κάνουν, και με περιέργεια περίμενε να δει τί θα συνέβαινε όταν θα το έπαιρνε στα χέρια της.

8/8/10

Μέση Γη

Η Μέση Γη είναι ένα φανταστικό μέρος που είναι ο φυσικός χώρος στον οποίο πραγματοποιούνται οι περισσότερες από τις ιστορίες του συγγραφέα JRR Tolkien. Αυτές οι ιστορίες περιλαμβάνουν Το Χόμπιτ και τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών.
Ο Tolkien ζωγράφισε αρκετούς χάρτες της Μέσης Γης και των περιοχών της. Ορισμένοι είχαν δημοσιευθεί στην διάρκεια της ζωής του, αν και μερικοί από τους πρώτες χάρτες δεν είχαν δημοσιευθεί μέχρι μετά το θάνατό του. Οι κύριοι χάρτες που δημοσιεύονται στο Χόμπιτ, Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, Το Σιλμαρίλλιον και οι Ατέλειωτες Ιστορίες. Τα περισσότερα από τα γεγονότα της πρώτης εποχής πραγματοποιήθηκαν στην υποήπειρο Beleriand, που αργότερα βύθιστηκε στον ωκεανό στο τέλος της πρώτης εποχής. 
Τα Μπλε Βουνά στο δεξί άκρο του χάρτη του Beleriand είναι τα ίδια βουνά που εμφανίζονται στην αριστερή πλευρά του χάρτη της Μέσης Γης π(ου περιγράφεται στη δεύτερη και τρίτη περίοδο των χρονικών της Μέσης Γης), ωστόσο ο χάρτης αυτός, δείχνει μόνο ένα μικρό μέρος του κόσμου: Τα περισσότερα από τα τεράστια εδάφη του Ρουν και Harad δεν εμφανίζονται.
Ο Tolkien, είχε δηλώσει ότι η Μέση Γη βρίσκεται στη Γη, αλλά σε ένα φανταστικό χρονικό διάστημα κατά το παρελθόν. Αργότερα απέρριψε αυτή την ιδέα, και δήλωσε ότι η Μέση Γη δεν ήταν σε φυσική απόσταση του χρόνου, αλλά «σε διαφορετικό στάδιο της φαντασίας».
Στην αρχαία Γερμανική μυθολογία, ο κόσμος των ανθρώπων είναι γνωστός με πολλά ονόματα, όπως Midgard, Middenheim, Manaheim, και Middengeard. Η παλιά αγγλική λέξη middangeard προέρχεται από μια προηγούμενη γερμανική λέξη και έτσι έχει κοινή ετυμολογική ρίζα στις συγγενικές Σκανδιναβικές γλώσσες, όπως η Αρχαία σκανδιναβική λέξη Miðgarðr...
Οφείλουμε όμως να κάνουμε τη σύγκριση μεταξύ του κλασικού χάρτη της 3ης εποχής της Μέσης Γης, με έναν σύγχρονο γεωφυσικό χάρτη της Ευρώπης...

1/8/10

Ένα ωραίο σχέδιο (β' μέρος)

Πήγε κοντά της μια μέρα που την είδε να κάθεται πάνω στη στέγη, τυλιγμένη με μια πολύ χοντρή κουβέρτα για να προστατευθεί από το κρύο. Τα δέντρα είχανε μαδήσει και καπνός ανέβαινε από την καμινάδα του σπιτιού, όμως εκείνη μάζευε τον λιγοστό ήλιο που είχε ξαναβγεί μετά από πολλές μέρες καταχνιάς. Δεν ήθελε όμως να φανεί ότι πήγαινε καθαρά για να τη δει, παρά μόνο εμφανίστηκε να περπατά κοιτώντας το έδαφος σα να έψαχνε κάτι, αρκετά μακριά από τον φράχτη της, μέσα όμως στο οπτικό της πεδίο. Και όπως έλπιζε, εκείνη τον είδε και τον φώναξε, κουνώντας του το χέρι της. Ικανοποιημένος που το σχέδιο του είχε πετύχει, πλησίασε το σπίτι της και τη βρήκε να στέκεται όρθια και να τον περιμένει, και με μία απλή κίνηση, σαν να αιωρείται με ελάχιστη δύναμη κρατημένος με το ένα του χέρι από την άκρη της στέγης απ’ όπου είχε πιαστεί, έκανε ένα ακροβατικό άλμα και ανέβηκε κι αυτός.
«Πρέπει να μου δείξεις πως το κάνεις…» του είπε χαμογελαστή.
«Πιθανόν να μπορούσα…», της απάντησε και κοίταξε ένα γύρο με το μάτι του, σαν να εξετάζει το χώρο. Κάθισε στις πλάκες της στέγης, και κοιτούσε τα δέντρα που ήταν γυμνά από φύλλα και η Ελάννα τον κοίταξε για αρκετή ώρα πριν να καθίσει κι αυτή, λίγο πιο μακριά του.
«Τι έψαχνες;»
«Κάποια ίχνη από ζώο, μην ανησυχείς… Λοιπόν, πως τα περνάς;» τη ρώτησε με αληθοφανές ενδιαφέρον, σα να μην είχε την παραμικρή ιδέα για τη ζωή της στο δάσος.
«Αρκετά καλά, λίγο βαρετά βέβαια, επειδή ο καιρός δεν είναι καλός και δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να κάνω για να περάσει η ώρα», του απάντησε με ειλικρίνεια, «αλλά κάπου-κάπου με επισκέπτεται ο Γκόν-γκιρι και μου κάνει παρέα…»
«Τότε θα έρχομαι κι εγώ για να σε βλέπω, αν θες…» της είπε χαμογελώντας, αναμένοντας να λάβει την πολυπόθητη άδεια να την πλησιάζει.
«Μπορείς να έρχεσαι όποτε θέλεις…» του απάντησε και του χαμογέλασε κι εκείνη. Και του χαμογελούσε για κάμποση ώρα ακόμα παρατηρώντας τον, όταν ξαφνικά σηκώθηκε ξανά, κατεβάζοντας το χοντρό μάλλινο ύφασμα από τους λεπτούς ώμους της και πήγε στην άκρη της στέγης. Βρήκε το πάτημα που χρησιμοποιούσε για να κατεβεί στο έδαφος, παίρνοντας την κουβέρτα της μαζί της.
»Μη φύγεις…», του είπε κοιτώντας τον από κάτω, «θα επιστρέψω αμέσως!»
Μπήκε στο σπίτι και ο Ελουρέντ την άκουσε που κάτι ανακάτευε στη φωτιά και αναρωτήθηκε τί να του ετοίμαζε. Η Ελάννα βγήκε ξανά σε λίγο έξω, μόνο με το φαρδύ μάλλινο φουστάνι της, και κρατούσε ένα πήλινο κουπάκι γεμάτο με ένα περιεχόμενο που άχνιζε. Το φυσούσε για να κρυώσει όταν έκλεισε την πόρτα πίσω της, κρατώντας το με τα δύο χέρια της και το ακούμπησε σκαρφαλώνοντας ταυτόχρονα, στη άκρη της στέγης. Μύριζε όμορφα και έβγαλε ένα ξύλινο κουτάλι από την τσέπη της και του το έδωσε.
»Πρώτη φορά έρχεσαι να με επισκεφτείς και γι’ αυτό πρέπει να σε κεράσω, αν και ξέρω ότι δεν τρως κανένα φαγητό ανθρώπινο, και δε γνωρίζω τί τρώνε οι Ξωτικοί και πώς φτιάχνεται για να το φτιάξω…Όμως αν ήθελες τουλάχιστον να το δοκιμάσεις…θα ήταν αρκετό, για το καλωσόρισμα…» του είπε, κοιτώντας τον στα μάτια.
«Ποιος σου είπε ότι είμαι Έλνταρ;» τη ρώτησε με αφέλεια.
«Δεν ήταν δύσκολο να το μαντέψω, αν και ρώτησα και τον Γκόν-γκιρι…, για σιγουριά…Διαφέρεις από όσα αναφέρουν οι περιγραφές που μας έχουν παραδοθεί από τους Χάλαντιν, για τη φυλή σου…», του απάντησε σιγανά και του χαμογέλασε αμήχανα.
Ο Ελουρέντ προσπέρασε το σχόλιο και της χαμογέλασε συγκαταβατικά, καθώς διέκρινε στον ήχο της φωνής της μια λεπτή ντροπή. Σκέφτηκε ότι το κορίτσι ίσως καθώς του μιλούσε να είχε κιόλας μετανιώσει για την ευθύτητά της και δε θέλησε να την αποθαρρύνει. Πήρε το κουπάκι από τα χέρια της και το έφερε κοντά στο πρόσωπό του για να το μυρίσει και να αισθανθεί την ζεστασιά του.
«Έχει ενδιαφέρουσα μυρωδιά…» της είπε και το ανακάτεψε ελαφρά με το κουτάλι που του είχε φέρει. Μετά, πήρε μία ελάχιστη ποσότητα στην άκρη του κουταλιού και την έφερε στο στόμα του. «Είναι γλυκό…», της είπε πάλι, και της το έδωσε πίσω, επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις πληροφορίες της για τη ξωτική του καταγωγή, αλλά είδε την απογοήτευση στα μάτια της.
»Ξέρω ότι αρέσει στον Γκόν-γκιρι, όμως θα πρέπει να ξέρεις ότι και ‘γω δεν τρώω ποτέ τίποτα, και είναι κατόρθωμα το ότι με έπεισες να δοκιμάσω έστω κι αυτό…»
«Πως ξέρεις ότι αρέσει στο Γκόν-γκιρι;»
Είχε έρθει η σειρά του Ελουρέντ να της χαμογελάσει αμήχανα. Είχε στήσει ολόκληρη πλεκτάνη για να την παγιδεύσει και τώρα που το σχέδιό του απέδιδε, κινδύνευε να το καταστρέψει ο ίδιος με τον υπερβολικό ενθουσιασμό που ένιωθε.
«Μου το ανέφερε τυχαία, πριν από καιρό…» είπε σχεδόν αδιάφορα αν και τα μάτια του έλαμπαν, και η Ελάννα που τον κοιτούσε με επιφύλαξη, φάνηκε να ξεπερνά την υποψία και κοίταξε μπροστά της.
Έμειναν έτσι για λίγη ώρα, αμίλητοι, και μετά ο Ελουρέντ σηκώθηκε και στάθηκε στην άκρη της στέγης και εκείνη τον κοίταζε με τρόμο που ισορροπούσε τόσο άφοβα, αν και το ύψος δεν ήταν μεγάλο για ‘κείνον, καθώς ήταν πολύ ψηλός, ένα κεφάλι ψηλότερος από εκείνη, και στην Ντίμροστ δεν θεωρούνταν κοντή, για γυναίκα των Χάλαντιν…Ο Νέχαρ που ήταν ο πιο ανεπτυγμένος σωματικά από όλους τους άνδρες κατοίκους, ήταν μόλις ελάχιστα εκατοστά ψηλότερος από την ίδια.
»Θα έρθω σύντομα να σε ξαναδώ!» της είπε και πήδηξε στο έδαφος, κι εκείνη έσκυψε από τη στέγη και τον κοίταξε, και τα μάτια της, στο χρώμα του γκρίζου ασημιού, του γέλασαν.