20/9/10

Ένας φίλος (β' μέρος)

«Πολλά θυμάμαι από τότε, Ελάννα…» της είπε. Μεμιάς, άδειασε το κουπάκι με το γλυκό και εκείνη του έδωσε και το δεύτερο.
«Πες μου, πως τα περνάς χωρίς εμένα;» τον ρώτησε.
«Βαρετά…», της απάντησε και μόρφασε. «Τσακώνομαι κάπου- κάπου με τους δικούς μου και σπανιότερα και με τη Μίριελ, αλλά σαν τους δικούς μας τους καυγάδες, έχω να ζήσω πολύ καιρό…Και είναι αλήθεια ότι μας έχεις λείψει όλους, Ελάννα, και περισσότερο απ’ όλους στην αδελφή σου...Δεν ξέρω αν συμβαίνει τίποτε άλλο, αλλά νομίζω ότι θα έπρεπε να έρθεις πίσω, έστω για λίγο…»
«Δεν μπορώ να έρθω Νέχαρ, αποκλείεται» του είπε, και ο Ελουρέντ που αόρατος παρακολουθούσε τη συζήτηση, χάρηκε μ΄ αυτή την απάντηση.
«Όμως ο Χάλαντ, που ήρθε ένα βράδυ πέρυσι, με κάτι μελανιές τεράστιες στο λαιμό του, μίλησε για ένα γίγαντα που προσπάθησε να τον σκοτώσει και ζει στο δάσος, κοντά στο σπίτι σου, δεν κινδυνεύεις, έτσι;»
«Γίγαντα;» είπε η Ελάννα γελώντας. «Γι’ αυτό άργησες τόσο πολύ να με επισκεφτείς; Δεν υπάρχει κανένας γίγαντας, σε διαβεβαιώνω Νέχαρ, και ποτέ δεν κινδύνευσα, αλήθεια!»
«Δεν άργησα να έρθω γι αυτό το λόγο…» απάντησε ο Νέχαρ, πειραγμένος από το σχόλιό της. «Οι δικοί μου ετοιμάζουν ένα καινούριο σπίτι στο Θάρμπαντ για να κατοικήσουνε εκεί, μετά το γάμο μου…Κάποιος έπρεπε να πηγαίνει για να επιβλέπει τις εργασίες και οι γονείς μου όπως ξέρεις, είναι μεγάλοι σε ηλικία και αποφεύγουν τις συχνές μετακινήσεις…Εξάλλου πρέπει να βρίσκομαι και στο σιδηρουργείο, και σχεδόν δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα μ’ όλες τις δουλειές που μ’ έχουνε φορτώσει! Όσο για τ’ αποσπάσματα…Από την ώρα που έφυγες, έχουμε σκορπίσει και δε βγαίνουμε περιπολίες…Ήσουν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσά μας, χωρίς εσένα να οδηγείς και να οργανώνεις, όλοι οι υπόλοιποι βαριούνται να με ακολουθήσουν…Σήμερα όμως, ήμουν αποφασισμένος να έρθω οπωσδήποτε να σε βρω…Εγώ, σου έλειψα καθόλου;» τη ρώτησε ναζιάρικα.
«Γιατί να μου λείψεις; Αφού πάντοτε καταλήγουμε τσακωμένοι και δεν μιλιόμαστε για μέρες! Ούτε στιγμή δε σε σκέφτηκα, όλους αυτούς τους μήνες!» του απάντησε ψέματα και του γέλασε κοροϊδευτικά. «Τι νομίζεις, ότι πέρασα μόνη μου όλον τον χειμώνα, χωρίς καθόλου παρέα; Οι Γιάουρ με έχουν πάρει υπό την προστασία τους και μ’ επισκέπτονται συχνά!».
«Όμως πρέπει να υπάρχει και κάποιος άλλος που ζει στο Νότιο δάσος, τα λέω σωστά;» την ξαναρώτησε. «Ο γίγαντας του Χάλαντ είναι ο ίδιος εκείνος ο άγνωστος με τα μεγάλα βέλη που σ’ έσωσε πριν μερικά χρόνια, έτσι δεν είναι; Τι συνέβη και αντέδρασε εναντίον του με τέτοιο τρόπο; Προσπάθησε να σε απομακρύνει από το δάσος με τη βία;» επέμεινε, πλησιάζοντας επικίνδυνα την αλήθεια.
«Λες ανοησίες, έλα σε παρακαλώ, σταμάτα!» τον αποπήρε.
«Σε ξέρω καλά Ελάννα, μαζί μεγαλώσαμε, μαζί ήμασταν όταν έγινε το… κακό», της είπε κομπιάζοντας, «κι εγώ σε βρήκα στη σπηλιά που είχες κρυφτεί, πάντα τα λέγαμε εμείς οι δυο, γιατί όχι και τώρα;»
«Ήμασταν παιδιά Νέχαρ, χωρίς έγνοιες, και άλλοι φρόντιζαν για μας…Μα τώρα είσαι άντρας και ‘γω δεν είμαι πια το μικρό κορίτσι που ήξερες τότε…Οι εποχές που τσακωνόμασταν και παλεύαμε μεταξύ μας και μετά φιλιώναμε ξανά, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί…Εσύ θα παντρευτείς τη γυναίκα που αγαπάς και σ’ αγαπάει κι εκείνη και σ’ ανέχεται, κι εγώ θα μείνω όπως παλιά στο δάσος, μαζί με τους φίλους μου τους Ντρούγκου…Αυτοί τουλάχιστον είναι σταθεροί και αμετακίνητοι εμπρός στις αλλαγές…»
«Δεν αλλάξαμε μόνο εμείς, άλλαξαν όλα, ίσως ακόμα και οι Γιάουρ…» της είπε, και πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της, «και νοιώθω ακόμα αρκετές τύψεις, επειδή αν δεν ήμουνα εγώ που σε παρέσυρα στην αναζήτηση του χωριού τους και στο νυχτερινό ψάρεμα στον Λέφνουι, τώρα»,
«Τώρα δε θα ήμουν ζωντανή…» τον διέκοψε. «Τι λες, πάμε μια βόλτα όπως τότε, που εσύ ήσουν δεκαέξι και ‘γω δεκατέσσερα;»
«Ας πάμε Ελάννα», της είπε και της χαμογέλασε, «να ξαναδούμε τα μέρη που πηγαίναμε τότε και σκαρφαλώναμε στους φράχτες, και γδέρναμε τα χέρια μας μαζεύοντας μήλα και φουντούκια…»
«Κι έβγαινε η μητέρα σου και φώναζε ν’ αφήσουμε τα μήλα ήσυχα, και να, που τώρα πέφτουν μόνα τους από τα δέντρα και σαπίζουν…»
Ο Νέχαρ σηκώθηκε αποφασιστικά από τη θέση του.
«Έλα και πάμε αυτή τη βόλτα, και ίσως θελήσεις να φωνάξεις και το φίλο σου να τον γνωρίσω, και δεν εννοώ τους Ντρούγκου…» σχολίασε με νόημα και κατέβηκε από τη στέγη.
«Σταμάτα πια!» τον αποπήρε εκείνη και γέλασε, και κατέβηκε με τη σειρά της.
Περπάτησαν για πολλή ώρα μέσα στο δάσος σιωπηλοί. Ο Ελουρέντ τους παρακολούθησε και του έκανε εντύπωση που ένας νέος άντρας όπως ο Νέχαρ, φερόταν μόνο φιλικά απέναντι στην ωραία κοπέλα που πήγαινε δίπλα του με αργό βήμα. Φαίνονταν να είναι πολύ δεμένοι μεταξύ τους παρόλο που δεν είχε έρθει να την επισκεφτεί όλον αυτό τον καιρό που ήταν μόνη της, και θυμήθηκε που του είχε πει ότι εξαιτίας του είχε μπει στο έφιππο απόσπασμα. Αν αυτό που τους ένωνε ήταν φιλία, τότε ήταν μια πολύ ξεχωριστή σχέση, μια σχέση αδελφικής στοργής επειδή δεν θυμόταν ποτέ να έχει δει κάτι παρόμοιο, ανάμεσα σε δύο άτομα διαφορετικού φύλου.
«Λέγαμε κάποτε ότι θα παντρευόμασταν την ίδια μέρα, όπως ταιριάζει σε δύο αδέλφια, όπως ο Γκάλντορ των Χάντορ παντρεύτηκε στις αρχαίες μέρες, τη Χάρεθ των Χάλαντιν, και ο Χάλντιρ ο αδελφός της, την Γκλόρεδελ, όμως η ζωή τα έφερε αλλιώς…Θέλω να έρθεις στο γάμο μου Ελάννα» της είπε, «που θα γίνει το μεσοκαλόκαιρο, με το μεγάλο φεγγάρι…Άφησε πίσω σου τις διαφορές σου και έλα να χαρείς μαζί με μένα και τη Μίριελ…»
«Είναι νωρίς ακόμα για τέτοιες αποφάσεις, Νέχαρ, όμως σου υπόσχομαι να το σκεφτώ…» του απάντησε με αινιγματικό χαμόγελο.
Είχαν φτάσει στο άλογό του και ο Νέχαρ ετοιμάστηκε να φύγει.
«Αν τελικά έρθεις, θα φέρεις μαζί σου κι εκείνον;» την ρώτησε με διάθεση για πείραγμα.
«Ε, λοιπόν αν το θέλει, ναι, θα τον φέρω για να ησυχάσεις!», του είπε σοβαρά σα να το εννοούσε.
«Και είναι ωραίος;»
«Άμα τον δει η Μίριελ, θα σε ξεχάσει αμέσως, φτωχέ μου Νέχαρ…», του απάντησε, χωρίς ν’ αλλάξει έκφραση, μα ήδη η άκρη των χειλιών της τρεμόπαιξε, καθώς συγκρατούνταν να μη γελάσει.
«Αλήθεια;» έκανε εκείνος χωρίς να ξέρει αν πρέπει να την πιστέψει ή όχι, και εκείνη δεν του απάντησε και δεν γέλασε, επειδή του είχε πει την αλήθεια.
»Πρέπει να φύγω», της είπε και ανέβηκε στο άλογο. «Τι να τους πω αν με ρωτήσουν αν σε βρήκα;» τη ρώτησε. «Η Θίμελ με είδε που έφευγα και κατάλαβε ότι ερχόμουν για σένα, και θα περιμένει να μάθει τα νέα σου…».
«Καταλαβαίνω το ενδιαφέρον της αλλά θα προτιμούσα να της πεις πως δε με βρήκες, όσο κι αν έψαξες… Έχω τους λόγους μου γι’ αυτό που σου ζητώ, και θα ήθελα να τους σεβαστείς…» του απάντησε.
«Θα έρθω όμως να σε πάρω για το γάμο μου, Ελάννα, θα φέρω και δεύτερο άλογο για σένα…Έχεις φουστάνι να φορέσεις;»
«Μην ανησυχείς, κι αν αποφασίσω να έρθω, θα είμαι έτοιμη! Μόνο πήγαινε, μην τυχόν και βλέποντας οι Χάλαντιν ότι αργείς, νομίσουν ότι σε σκότωσε ο γίγαντας και βρουν άλλο γαμπρό για τη Μίριελ!» του είπε γελώντας.
«Να προσέχεις Ελάννα, και να μου χαιρετήσεις το φίλο σου», της είπε και γέλασε κι εκείνος, και τη χαιρέτησε. Όμως, ενώ ήδη απομακρυνόταν, γύρισε το κεφάλι του για να την ξανακοιτάξει και είδε φευγαλέα σε αρκετή απόσταση πίσω από τη φίλη του, τον ψηλό άντρα που παρακολουθούσε από μακριά και χάθηκε στο δάσος, σαν σκιά.

15/9/10

ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΣ (α' μέρος)


O Γκόν-γκιρι έμεινε μαζί της μέχρι το πρωί, όμως ο Ελουρέντ δεν ξαναήρθε να τη δει, αλλά και εκείνη ήταν πολύ απασχολημένη με το σπάρσιμο των σπόρων που είχε κρατήσει για τον εαυτό της και δεν είχε προλάβει να τον επιθυμήσει. Όμως μερικές ημέρες αργότερα, καθώς τριγύριζε στο δάσος, άκουσε να φωνάζουν το όνομά της και έτρεξε προς την κατεύθυνση εκείνη και έκπληκτη είδε το Νέχαρ και τον φώναξε. Και καθώς συναντήθηκαν, την σήκωσε στη αγκαλιά του και την στριφογύρισε κρατώντας την από τη μέση, ενώ εκείνη είχε περάσει τα χέρια της γύρω από το λαιμό του.
«Τι γυρεύεις εδώ;» τον ρώτησε μόλις την άφησε.
«Μου έλειψες» της απάντησε, «έχω σχεδόν ένα χρόνο να σε δω και σήμερα έχεις τα γενέθλιά σου, το ξέχασες;»
«Πόσο έχουμε σήμερα;» τον ρώτησε.
«6 Απριλίου, ανήμερα η πρωτοχρονιά των Ξωτικών, την Yestare, την παραμονή της tuile (της Άνοιξης)…, έχεις χάσει τις μέρες εντελώς Ελάννα! Και ‘γω που περίμενα κέρασμα!»
«Κέρασμα; Έχω όσο κέρασμα αντέχει το στομάχι σου» του είπε. «Έλα, θα σε πάω στο σπίτι, το θυμάσαι το σπίτι που έμενα τότε;»
«Το θυμάμαι», της απάντησε και κοντοστάθηκε, καθώς θυμήθηκε το τρομαχτικό θέαμα των γονιών της, που τους είχαν βρει σφαγμένους στην αυλή, και το σπίτι λεηλατημένο.
«Αυτά πέρασαν», του είπε μαντεύοντας τις σκέψεις του και τον τράβηξε από το χέρι. «Για να δούμε, τον θυμάσαι τον δρόμο ως εκεί; Έλα, πήγαινέ με εσύ στο σπίτι μου, εμπρός Νέχαρ!»
Ο Νέχαρ την πήρε από το χέρι και άρχισαν να περπατούν στο δάσος ανάμεσα στα σφεντάμια και ο Ελουρέντ που τους παρακολουθούσε από μακριά, αισθάνθηκε δυστυχισμένος. Ο άντρας που τη συνόδευε ήταν γεροδεμένος και ενήλικος, τα σκούρα καστανά μαλλιά του ήταν κομμένα κοντά και τα μάτια του ήταν σκούρα καστανά κι αυτά, και έμοιαζαν όμορφο και ταιριαστό ζευγάρι οι δυο τους, οπτικά τουλάχιστον. Περπατούσαν χαμογελαστοί με αργό βήμα και αβέβαιο για το νέο άντρα που δεν ήταν σίγουρος ότι ακολουθούσε το σωστό δρόμο για το σπίτι της, αλλά εξακολουθούσε να την οδηγεί ανάμεσα στα σφεντάμια που πύκνωναν, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά σαν να προσπαθεί να αναγνωρίσει το μέρος.
«Ξέρω γιατί έφυγες» της είπε σοβαρά καθώς περπατούσαν. «Ήθελαν να σε παντρέψουν, έτσι δεν είναι; Αν όμως το πρόβλημά σου ήταν τόσο σοβαρό, θα μπορούσες να μου το πεις, και τότε, ίσως σε παντρευόμουν εγώ!»
«Α, ναι; Κι εμένα με ρώτησες αν ήθελα να σε παντρευτώ;» έκανε η Ελάννα γελώντας. «Και πως θα έλεγες στη Μίριελ που σε κοιτάει σαν να είσαι ο μοναδικός άντρας στον κόσμο, ότι λυπάσαι, και ότι θα αθετήσεις την υπόσχεσή σου απέναντί της; Πως θα αντίκριζες ξανά τα γκρίζα μάτια της χωρίς τύψεις;»
«Ξέρεις» της είπε τότε ο Νέχαρ, «θα την παντρευτώ το καλοκαίρι…»
Η Ελάννα σταμάτησε να περπατά και τον κοίταξε σοβαρά και μετά, άρχισε να γελάει πιο δυνατά από πριν.
«Τρελόπαιδο, χαίρομαι πολύ για σένα, επιτέλους αποφάσισες να σοβαρευτείς! Και γιατί δεν μου το λες από την αρχή και με κοροϊδεύεις με ανοησίες; Μα άσε με να σε πάω εγώ στο σπίτι γιατί αν περιμένω από σένα, θα νυχτώσουμε!» του είπε και τον τράβηξε από το χέρι, και άρχισαν να τρέχουν μέσα στο δάσος, όμως κάποια στιγμή εκείνος άφησε το χέρι της και άρχισε να τρέχει μόνος του.
«Στοίχημα ένα φιλί ότι θα φτάσω πρώτος!» της είπε και αύξησε την ταχύτητά του προσπερνώντας την.
«Αποκλείεται!» φώναξε εκείνη και έβαλε τα δυνατά της να τον φτάσει αλλά στάθηκε αδύνατο, παρόλο που τον ακολουθούσε από κοντά. Τον βρήκε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της, λαχανιασμένο και ιδρωμένο από την προσπάθεια, το ίδιο ήταν κι αυτή.
«Μου χρωστάς ένα φιλί» της είπε και της έδειξε το μάγουλό του και ‘κείνη έκανε μια κίνηση με το χέρι ότι αρνείται.
«Φοράς παντελόνια και ‘γω φουστάνι…, είναι άδικο…, δε σε φιλάω…, αυτή είναι δουλειά της Μίριελ…», του απάντησε λαχανιασμένη.
«Καλά…» είπε εκείνος και κρέμασε τα χέρια του.
«Ανέβα στη στέγη και θα ‘ρθω και ‘γω», του είπε και άνοιξε την πόρτα του σπιτιού.
«Μην ξεχάσεις το κέρασμα!» της είπε και καθώς έκανε να φύγει, εκείνη ήρθε από πίσω του και του έδωσε ένα ανάλαφρο φιλί στο μάγουλο, και μετά μπήκε τρέχοντας μέσα στο σπίτι και βρόντηξε πίσω της την πόρτα.
Ο Νέχαρ, έκανε το γύρο του σπιτιού και βρίσκοντας τα πατήματα που χρησιμοποιούσαν από όταν ήταν ακόμη παιδιά, ανέβηκε στη στέγη. Σε λίγο ήρθε και ‘κείνη και του φώναξε να πάρει τα δύο κουπάκια που είχε φέρει, με το γλυκό που ετοίμαζε για τον Γκόν-γκιρι. Σκαρφάλωσε με τη σειρά της και του έδωσε το μοναδικό της ξύλινο κουτάλι.
«Είναι από τις μηλιές του κήπου σας» του είπε. «Θυμάσαι που σκαρφαλώναμε στα κλωνάρια και τρώγαμε σχεδόν όλα τα μήλα;»
Οι γονείς του Νέχαρ έμεναν στη γειτονική ιδιοκτησία, αλλά όταν έγινε η επίθεση μετακόμισαν στην ασφάλεια της πόλης, μακριά από το δάσος με τα σφεντάμια. Ακόμα όμως και στη Ντίμροστ, τα σπίτια τους ήτανε γειτονικά, και οι αντιζηλίες τους και οι προσβολές που αντάλλασσαν μεταξύ τους κατά την διάρκεια των φιλονικιών τους, είχαν μεταφερθεί πολλές φορές στην αυλή του σπιτιού του, όπου συχνά την προκαλούσε σε μονομαχίες και ανταγωνισμούς. Και η συμμετοχή της Ελάννα στα αποσπάσματα και τις επικίνδυνες αποστολές τους, παρά τις αντιρρήσεις της αδελφής της για το ανεπίτρεπτο του συγχρωτισμού ενός κοριτσιού με τα πολεμοχαρή και απερίσκεπτα αγόρια, και το νεαρό της ηλικίας της (από τα δεκάξι της), οφειλόταν στο πείσμα της να του αποδείξει ότι ήταν ισάξια σε πολεμικές ικανότητες με εκείνον.
Ήταν όμως οι καλύτεροι φίλοι μεταξύ τους, και όταν η καρδιά του Νέχαρ στράφηκε προς την συνομήλική του Μίριελ, που ήταν τόσο διαφορετική από την Ελάννα, εκείνη ήταν η πρώτη που χάρηκε και υποσχέθηκε στην μελαχρινή κοπέλα ότι θα τον πρόσεχε πάντα, επειδή τον θεωρούσε αδελφό της (αν και κακοαναθρεμμένο). Όμως από τότε που ξεκίνησαν τις περιπολίες, και παρά το γεγονός ότι ο δρόμος τους, τους έφερνε συχνά έξω από το δάσος, ούτε εκείνος, ούτε εκείνη δεν είχαν πλησιάσει ξανά τα μέρη στα οποία είχαν μεγαλώσει.
Το σπίτι του Νέχαρ στο δάσος είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά από τα χρόνια, επειδή ήταν ξύλινο και όχι πέτρινο όπως της Ελάννα (και οι Ντρούγκου συχνά απομάκρυναν μέρη από τους ξύλινους τοίχους του ή τη στέγη, επειδή τα χρειάζονταν για δική τους χρήση, αφού δεν έκοβαν ποτέ ζωντανά δέντρα), ενώ η επίθεση και η δολοφονία των γονιών της είχε συμβεί μόλις λίγους μήνες πριν επιστρέψει ο Ελουρέντ από τη μακρόχρονη απουσία του.

8/9/10

Ένα ωραίο σχέδιο (ε' μέρος)

Αυτή ήταν η καλύτερη ευκαιρία που είχε ως τώρα για να τη συγκινήσει και να τη φέρει κοντά του, και καθώς τα ξωτικά κατέχουν καλύτερα από τον καθένα την τέχνη του λόγου, της διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τη ζωή του, χωρίς να προσπαθήσει να ωραιοποιήσει ή να δραματοποιήσει περισσότερο τα γεγονότα, ή να προσθέσει οτιδήποτε στην περιγραφή.
Και η διήγησή του ξεκίνησε σαν μικρή δροσερή πηγή στο βουνό -από τις πρώτες ξέγνοιαστες μέρες στο Λάνθιρ Λάμαθ,  και γρήγορα, μόλις άρχισε να της περιγράφει τους αδελφοκτόνους πολέμους στο Μένεγκροθ και το Λίσγκαρθ, ο λόγος του έγινε χείμαρρος και ρεύμα ορμητικό που παράσερνε και παράδερνε κορμιά και εικόνες πολέμου και καταστροφής, και μέσα στις δίνες του που στριφογύριζαν ασταμάτητα, βογκώντας με το ήχο της θύελλας- και τελείωσαν με τη Ντάγκορ Ντάγκοραθ και την τελική πτώση του Μέλκωρ...
Και μετά καινούριες εικόνες και οράματα ειρήνης και ηρεμίας ξεδιπλώθηκαν, -η ζωή του κοντά στους Ντρούγκου και τα ταξίδια του- όπως ένα γυαλιστερό ύφασμα που αφήνει τις πτυχές του να πέσουν με κρότο καθώς ξετυλίγεται, και τα πολύχρωμα και γεμάτα με φως σχέδιά του αποκαλύπτονται στα κουρασμένα μάτια που περιμένουν να το θαυμάσουν...
Μα δεν τελείωσε εκεί, επειδή η ιστορία συνέχισε να εξελίσσεται και να προχωρά, και μετά από μια σύντομη πορεία που διέτρεξε στις λουλουδιασμένες κοιλάδες της γης, άρχισε πάλι να κατρακυλά  σαν αγριεμένο ποτάμι, μέσα από βράχους που συντρίβονταν και απότομα ανοίγματα που έχασκαν απειλητικά κάτω από την κοίτη του- της διηγήθηκε τις πρώτες μάχες κατά του Σάουρον και η ηττα του από τον στρατό του Νούμενορ, και την μοναχική ζωή του, κοντά στους Ντρούγκου που τον αγαπούσαν με όλη τους την καρδιά, όπως άλλωστε τους αγαπούσε κι εκείνος, στο Νότιο Δάσος των σφενδαμιών, και φωνή του βάθυνε ασυναίσθητα από την συγκίνηση, σα να είχε φτάσει επιτέλους στον προορισμό του... Και ενώ η αφήγησή του είχε ξεκινήσει  με την καταιγιστική της δράση που στην σκέψη του παρομοίαζε με την ακατανίκητη δύναμη ενός ποταμού, που η ευμετάβολη στάθμη του και η ορμητικότητά του έμοιαζαν με την ανάσα ενός γαλανόγκριζου δράκου που αναδεύει τα λέπια του κροταλίζοντας, ολοκληρώθηκε, σαν ψίθυρος, ένας ήρεμος φλοίσβος στην αλμυρή αγκαλιά μιας σχεδόν ακύμαντης και ανεξερεύνητης θάλασσας… 
Έτσι τελείωσε την διήγηση, κι εκείνη που τον άκουγε αμίλητη, έκλαψε ξανά με λυγμούς και ο Ελουρέντ την τράβηξε πάλι πάνω του και την ακούμπησε στον ώμο του αγκαλιάζοντάς την.
Τα δάκρυά της τον λύπησαν περισσότερο από τις πικρές μνήμες που χρειάστηκε να ανακαλέσει από το βάθος της σκέψης του, γι’ αυτό, την ανασήκωσε ελαφρά από πάνω του και πήρε το κλαμένο πρόσωπό της μες τα χέρια του, και έφερε τα χείλια του στα μάγουλά της και στέγνωσε τα δάκρυά της, και καθώς τα γεύτηκε, σκέφτηκε χωρίς να της το πει, ότι ήταν αλμυρά, σαν το θαλασσινό νερό.
Και η Ελάννα τράβηξε το ένα του χέρι από το πρόσωπό της και έφερε τη λεία παλάμη του στο στόμα της, κι εκείνος άντεξε για δεύτερη φορά το φιλί της, καθώς σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί από την επιθυμία του για εκείνη, για να μην εκβιάσει καταστάσεις που ίσως δε θα εξελίσσονταν όπως θα ήθελε. Αν η καρδιά της ήταν αδέσμευτη, τότε θα την κατακτούσε, αν δεν το είχε κιόλας καταφέρει, μ’ αυτή τη διήγηση.
»Πέρασα όλη μου τη ζωή, με τις ημέρες μου να αναβοσβήνουν όπως οι πυγολαμπίδες στα σκοτάδια των αιώνων, μόνο με την παρέα των Ντρούγκου και μακριά από τις απογοητεύσεις των Έλνταρ, παρά την αγάπη που τους έχω… Όμως μη λυπάσαι  για αυτά που συνέβησαν στο παρελθόν, επειδή το μέλλον είναι ακόμα νέο, Ελάννα, όπως κι εσύ, και θα τολμήσω να πω ότι και ‘γω, νέος αισθάνομαι μαζί σου, και αδαής μπροστά στη γνώση της ζωής της δικής σου και των ανθρώπων…», της είπε και σηκώθηκε όρθιος μπροστά της, και άπλωσε το χέρι του για να τη βοηθήσει να σηκωθεί, όπως είχε κάνει κι εκείνη για εκείνον, το πρωί, δίπλα στο ποτάμι.
»Είναι αργά και θα είσαι κουρασμένη, με συγχωρείς για το πρωί που σ’ έριξα μες το νερό, στον Λέφνουι, και μάλιστα δύο φορές, όμως μην με παρεξηγείς…Ελπίζω να σου πέρασαν τα ρίγη», συμπλήρωσε χαμογελαστός και πήγε ως τη πόρτα της, και την ίδια στιγμή, ο Γκόν-γκιρι στριμώχτηκε στο άνοιγμα προσπαθώντας να μπει, αλλά καθώς τους είδε μαζί, γύρισε να φύγει, όμως ο Ελουρέντ τον έπιασε μαλακά από το χέρι και τον τράβηξε μέσα στο σπίτι και έσκυψε από πάνω του, λέγοντας:
»Φεύγω, αλλά εσύ να καθίσεις κοντά της, επειδή ίσως να χρειαστεί την προστασία σου» του είπε και του έκλεισε το μάτι συνωμοτικά, και η Ελάννα του γέλασε καθώς εκείνος έφευγε.

3/9/10

Oι τόποι του LOTR



Mount Sunday: Edoras
Dart river: Amon Hen
Dart river: Amon Hen battle
 Kawarau river, Bungy bridge: Leaving LothLorien
Castle Hills: Orc pursuit
Castle Hills: Orc pursuit
Tongariro National Park- Desert road: Mordor
Kawarau gorge: River Anduin
Δυστυχώς οι συνθήκες δεν ήταν κατάλληλες σε όλες τις επισκέψεις, ώστε να καταφέρω να βγάλω καλές φωτό, αλλά υπόσχομαι να ξαναπροσπαθήσω, με την πρώτη ευκαιρία, τουλάχιστον σε ό,τι έχει να κάνει με τα ηφαίστεια  Ruapehu και Tongariro, την μαύρη γη της Μόρντορ :)
Καλημέρα από τις Νότιες θάλασσες...