13/10/10

Μια απόφαση που αλλάζει τα δεδομένα...


Η Ελάννα γύρισε στο σπίτι της και ανέβηκε στη στέγη. Ήταν χαρούμενη αλλά και σκεπτική. Η μέρα ήταν ζεστή και η βραδιά που ακολούθησε ήταν γλυκιά, όμως η διάθεσή της είχε αλλάξει. Ήταν μόνη μέσα στο δάσος και η οικογένειά της όπως την θυμόταν από τα παιδικά της χρόνια δεν υπήρχε πια. Όλα είχαν καταστραφεί, αυτό το παραδεχόταν και η ίδια, όμως η αδελφή της υπήρχε ακόμα και δεν μπορούσε να την απορρίψει, και μετά από τα λόγια του Νέχαρ που την αφορούσαν, είχε αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά να ξαναγυρίσει, κι ας υπήρχε ο Χάλαντ που το πεινασμένο βλέμμα του την αηδίαζε, κι ας εμφανιζόντουσαν επίδοξοι μνηστήρες όπου πήγαινε… Και οι σκέψεις της που πριν ήταν ξεκάθαρες, τώρα θάμπωναν, και το πρόσωπο του Ξωτικού ξεθώριαζε, καθώς η ανασφάλεια την κυρίευε. Ένιωσε εξουθενωμένη και τα βλέφαρά της έκλεισαν και οι εικόνες και τα όνειρα που είδε ενώ κοιμόταν, για πρώτη φορά, δεν συμπεριλάμβαναν τον Ελουρέντ.
Ξύπνησε καθώς ένα λείο χέρι ακούμπησε ελαφρά το σαγόνι της, και όπως άνοιξε τα μάτια της, είδε εκείνον, που τη σκέπαζε με την κουβέρτα της, επειδή τις μικρές ώρες τις νύχτας είχε αρχίσει να ψυχραίνει, αλλά δεν του μίλησε και ο Ελουρέντ αισθάνθηκε την αβεβαιότητα των συναισθημάτων της, επειδή το βλέμμα της ήταν σκοτεινό, σαν τη νύχτα που είχε τυλίξει το δάσος. Σκέφτηκε ότι παρά τη χαρά που είχε δείξει μπροστά στο φίλο της, κατά βάθος λυπόταν για την επιλογή της συντρόφου που είχε κάνει, όμως έκανε λάθος, επειδή εκείνη ένοιωθε νοσταλγία και όχι ζήλια ή φθόνο.
«Έπιασε ψύχρα», της είπε, «φοβήθηκα να μη κρυώσεις και σε σκέπασα…»
«Ήρθε ο Νέχαρ σήμερα στο δάσος, να με βρει», του είπε. «Παντρεύεται το καλοκαίρι και με κάλεσε να πάω…»
«Θα πας;» τη ρώτησε ελπίζοντας ότι εκείνη θα αρνιόταν την πρόσκληση με την ίδια ευκολία που την είχε απορρίψει όταν της την είχε προτείνει ο φίλος της.
«Μου έχουν λείψει οι φίλοι μου και η αδελφή μου», του είπε διαψεύδοντας τις ελπίδες του, «και θα ‘θελα να τους ξαναδώ, αν όχι να επιστρέψω κοντά τους…Ήμουν πολύ σκληρή στο παρελθόν και δεν έπρεπε να απορρίψω την αγάπη της, επειδή απλά δεν συμφωνούσαμε, ούτε και ήτανε σωστό να το βάλω στα πόδια, μπροστά στην εμμονή του Χάλαντ, επειδή δεν ήταν δικό μου το φταίξιμο, αλλά δικό του… Έπρεπε να αντιδράσω με άλλο τρόπο και όχι με τη φυγή…»
«Έχεις δίκιο σ’ αυτά που λες, αλλά υπάρχει ακόμα χρόνος να αποφασίσεις αν θέλεις να γυρίσεις, μόνιμα ή όχι», της απάντησε. «Μην λάβεις μία βιαστική απόφαση που ίσως δεν είναι η πιο συνετή, αλλά περίμενε να ηρεμήσεις και μετά ζύγισε ψύχραιμα τα υπέρ και τα κατά, και πράξε όπως νομίζεις εσύ καλύτερα», τη συμβούλεψε, χωρίς να της δείξει την απογοήτευσή του.
Η Ελάννα σηκώθηκε αμίλητη και παίρνοντας μαζί της την κουβέρτα της, πήγε μέχρι την άκρη της στέγης. Υπολόγισε στο περίπου, που βρίσκονταν τα πατήματα που χρησιμοποιούσε και κατέβηκε στο έδαφος. Μπήκε στο σπίτι της κλείνοντας την πόρτα πίσω της, χωρίς να του ρίξει ούτε μία τελευταία ματιά, χωρίς να του ξαναμιλήσει ή να τον ρωτήσει για τον λόγο που καθόταν δίπλα της στη στέγη τόσο αργά, αφού δεν το συνήθιζε…
Κι ο Ελουρέντ ένιωσε ότι την έχανε μέσα από τα χέρια του, την στιγμή που την είχε φέρει τόσο πολύ κοντά του, αλλά ήξερε πια, ότι δεν έφταιγε ο Νέχαρ, ούτε όμως κι ο ίδιος…Η μοναξιά είχε λυγίσει την Ελάννα, η καρδιά της είχε κουραστεί στη σιωπή, η παρουσία η δική του ή του Γκόν-γκιρι δεν της έφτανε, επειδή είχε μάθει να ζει αλλιώς, κι αν μέχρι τώρα είχε αντέξει, ήταν επειδή η θέλησή της ήταν ισχυρή και δεν την άφηνε να υποχωρήσει.
Κατέβηκε από τη στέγη της και πήρε το δρόμο προς το ποτάμι και τη μικρή σπηλιά πίσω από τον καταρράχτη, αφού από τη στιγμή που την είχε πρωτοδεί εκεί, είχε αγαπήσει το μέρος αυτό, και η νερένια κουρτίνα κάτω από το φεγγαρόφωτο, γέμιζε με ασημένιες αντανακλάσεις τον γυαλισμένο βράχο, θυμίζοντάς του τα πρώτα παιδικά του χρόνια στο Λάνθιρ Λάμαθ. Ήθελε να σκεφτεί τις επόμενες κινήσεις του και έκρινε ότι έπρεπε να σταματήσει να την επισκέπτεται για λίγο καιρό, ώστε να αφήσει τα αισθήματά της να ωριμάσουν με το χρόνο, ελπίζοντας ότι τελικά θα στρεφόταν σε εκείνον και η υπομονή του και οι υπολογισμένες του ενέργειες θα είχαν το ποθητό αποτέλεσμα.