4/12/10

Η μέρα της γιορτής (α' μέρος)


Ο Νέχαρ την περίμενε στη έξοδο του δάσους με το άλογο του, κι ένα ακόμα μεγάλο καφέ σελωμένο άλογο, περίμενε εκείνη για να τη μεταφέρει στη Νεν Γκίριθ, για το γάμο.
«Είσαι πολύ όμορφη, που το είχες κρυμμένο το φουστάνι;» τη ρώτησε χαμογελαστός, καθώς την είδε να έρχεται με το λινό ασημόγκριζο φόρεμά της που κούμπωνε με πολλά μικρά κοκάλινα κουμπιά, από το στήθος μέχρι το λαιμό. Είχε τα μαλλιά της ελεύθερα και στα χέρια της κρατούσε ένα καφέ σακίδιο από δέρμα με τα λιγοστά υπάρχοντά της, κυρίως ρούχα, το Έκετ με την θήκη του και το ζευγάρι μπότες που φορούσε μέσα στο δάσος.
«Το είχα εξαρχής μαζί μου, δεν άντεχα να το αποχωριστώ όταν έφυγα από την πόλη…» του απάντησε και ανέβηκε στο άλογο, με τη σιγουριά κάποιου που ήξερε καλά πώς να ιππεύει.
«Και τα πράγματα αυτά, γιατί τα πήρες μαζί σου; Ένα βράδυ δε θα μείνεις μόνο;» την ξαναρώτησε απορημένος.
«Αποφάσισα να γυρίσω πίσω και ν’ αφήσω το σπίτι στο δάσος» του είπε, και ο Νέχαρ γύρισε το κεφάλι του, κοιτώντας ανάμεσα στα δέντρα για να εντοπίσει τον άντρα που είχε δει την ημέρα των γενεθλίων της, καθώς την χαιρετούσε.
»Τι ψάχνεις;» τον ρώτησε τότε.
«Κοιτάζω για ‘κείνον…», της απάντησε, «αλλά δεν τον βλέπω πουθενά…»
Η Ελάννα, δεν τον είχε δει ούτε και ‘κείνη, όλη αυτή την εβδομάδα που είχε περάσει από τη μέρα που είχε έρθει να την επισκεφτεί μαζί με τον Γκόν-γκιρι, κι αναρωτιόταν αν είχε ήδη φύγει όπως της είχε πει, αλλά νόμιζε ότι ο φίλος της αστειευόταν θέλοντας να την πειράξει, όμως ο Νέχαρ απορούσε με τη στάση της, αφού όταν της το είχε προτείνει μερικούς μήνες νωρίτερα, εκείνη είχε αρνηθεί.
«Θα πάμε λοιπόν;» τον ρώτησε ανυπόμονα, και ο Νέχαρ δε θέλησε να την πιέσει περισσότερο επειδή φοβήθηκε ότι εκείνη θα άλλαζε γνώμη, και ξεκίνησαν να τρέχουν προς την κατεύθυνση της πόλης. Θα προσπαθούσε να μάθει αργότερα τί συνέβη, συζητώντας μαζί της, αν και έλπιζε ότι εκείνη θα του εξηγούσε μόνη της την αλλαγή της απόφασής της.
Όμως η Ελάννα δεν του μιλούσε καθώς έτρεχαν δίπλα-δίπλα όλη αυτή την απόσταση και η σκέψη της ήταν στραμμένη στον Ελουρέντ. Είχε αποφασίσει να γυρίσει κοντά στους δικούς της και του το είχε πει σχεδόν από την πρώτη μέρα που είχε έρθει ο Νέχαρ να τη βρει, αλλά τώρα, κι ενώ πλησίαζαν ήδη στο τέλος της διαδρομής, μια δειλία την κυρίευσε και ευχήθηκε να μην είχε πάρει αυτή την απόφαση τόσο αψήφιστα, επειδή εκείνος είχε δίκιο όταν της είχε προτείνει να το ξανασκεφτεί, αλλά το πάθος της και ο εγωισμός δεν την είχανε αφήσει. Όμως, αν το ήθελε τόσο πολύ να γυρίσει στην πόλη, γιατί δεν το έκανε μόνη της τόσον καιρό, παρά περίμενε να φτάσει η μέρα που της είχε πει ο Νέχαρ ότι θα ‘ρχόταν να τη συνοδεύσει ο ίδιος με το άλογο; Σε τί ήλπιζε, ή τί πρόσμενε να συμβεί ανάμεσα σε ‘κείνη και τον Χρυσοκάστανο Ξωτικό; Τότε ξαφνικά, κι ενώ ξεχώριζαν κιόλας τα ξύλινα τείχη της πόλης και η πέτρινη γέφυρα πάνω από τον Λέφνουι, της πέρασε από το μυαλό ότι ίσως εκείνος να είχε κιόλας φύγει μακριά και ανησύχησε πραγματικά επειδή φοβήθηκε ότι δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ και σταμάτησε το άλογο, και ο Νέχαρ που την είδε με την άκρη του ματιού του, ενώ την είχε προσπεράσει, σταμάτησε κι εκείνος το άλογο του από το τρέξιμο και ήρθε κοντά της.
«Τον έχεις συνεχώς μέσα στο μυαλό σου, Ελάννα, και δε σε αδικώ…», της είπε και της χαμογέλασε. «Το έχω καταλάβει ότι τον αγαπάς, και δε θα σου κρατήσω κακία αν δε θελήσεις να με ακολουθήσεις ως την πόλη…»
Η Ελάννα τον κοίταξε με απορία, επειδή ο Νέχαρ φαινότανε να γνωρίζει περισσότερα απ’ όσα νόμιζε εκείνη.
«Τον έχεις δει;» τον ρώτησε, όπως τα άλογά τους στεκόντουσαν αντικριστά.
«Τον είδα από μακριά, όταν είχα έρθει να σε βρω, την Άνοιξη, γι’ αυτό δεν ξαναήρθα από τότε, επειδή ήξερα πως δε με χρειαζόσουν πραγματικά...Δε σε άφηνε στιγμή από τα μάτια του, Ελάννα…Είμαι σίγουρος ότι βρισκότανε πάντα κοντά σου, από την νύχτα εκείνη που είχες τραυματιστεί και σε βοήθησε…»
»Είπες πως θες να φύγεις από το δάσος, αλλά η σκέψη σου βρίσκεται ακόμα εκεί, γι’ αυτό και δεν μπορείς να συνεχίσεις…Μην υποφέρεις άδικα και γύρισε πίσω με το άλογο», της ξαναείπε, «θα φτάσεις πιο γρήγορα …»
Εκείνη όμως ξεπέζεψε και του έδωσε να κρατήσει τα γκέμια.
«Σου εύχομαι να είσαι ευτυχισμένος, φίλε μου και αδελφέ μου, και να έρχεσαι να με επισκέπτεσαι», του είπε χαμογελώντας και του γύρισε την πλάτη της, καθώς άρχισε να τρέχει πεζή μέσα στο δάσος, επειδή προτιμούσε να αφήσει τους άλλους να νομίζουν ότι είχε αρνηθεί να επιστρέψει, ακόμα και για το γάμο των αγαπημένων της φίλων, του Νέχαρ και της Μίριελ.