16/7/11

Επαφές με Ξωτικά κι ανθρώπους (α' μέρος)


Όταν το ασημόξανθο ξωτικό τον συνάντησε για πρώτη φορά, βρισκόταν στο Άντραστ, σκαρφαλωμένος πάνω στον τελευταίο βράχο που ξεπρόβαλλε πάνω από τη θάλασσα, και ατένιζε τον μακρινό ορίζοντα. Είχε ρίζα από Τελέρι μέσα του και τον τραβούσε ο ήχος της από πάντα, οι δικοί του είχαν ταξιδέψει με μεγάλα και όμορφα καράβια στη Δύση, τις Αρχαίες μέρες, κι επιθυμούσε να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν όλα, αν και μετά την Μάχη του Μεγάλου Θυμού της Άνγκμπαντ είχε απορρίψει την ιδέα αυτή και είχε κρυφτεί από τον Όροφερ που τον είχε σώσει με την ασπίδα του, αφού εκείνος ήταν ελαφρά οπλισμένος. Όμως αυτός ο πολεμιστής τον πλησίασε και του μίλησε, παρόλο που δεν τον αναγνώριζε, αλλά είχε μαντέψει προφανώς ότι υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα στον ίδιο και τον άγνωστο που στεκότανε μπροστά του.
«Glor-Baran Eldar» τον προσφώνησε με σεβασμό, καθώς στάθηκε απέναντί του, «σε αναζητούμε πολύ καιρό και πάντα ξέφευγες από τους διώκτες σου, αν και θεωρούμαστε οι καλύτεροι ιχνηλάτες...Νομίζαμε ότι ήσουν ένα πνεύμα κι όχι πραγματικός, ώστε πολλοί από εμάς, εγκατέλειψαν την προσπάθεια να σε βρούνε από φόβο και δέος…»
»Ίσως γνωρίζεις πως ετοιμαζόμαστε για πόλεμο, και πως ο Γκιλ-Γκάλαντ και οι Άρχοντες των Ξωτικών, συγκεντρώνουνε δυνάμεις απ’ όλα τα βασίλεια των Ξωτικών της Μέσης Γης, και κάτω από την εντολή του Κίρνταν, του άρχοντα των Λιμανιών, παίρνω το θάρρος να σε ρωτήσω αν θα συμμετάσχεις στη μάχη, μόνος σου ή με τους ομοίους σου, αν υπάρχουν…»
«Είμαι μόνος, αλλά θα σταθώ στο πλάι σας», του απάντησε, «μαζί με όσους ανθρώπους καταφέρω να συγκεντρώσω από τους Χάλαντιν που έχουν απομείνει στο Νότιο Δάσος και δεν έχουν μετακινηθεί προς τα μέρη σας, για να ενωθούν με τους Νουμενόριαν του Λίντον…»
«Οι Νουμενόριαν του Βορρά είναι μαζί μας» του απάντησε χαμογελώντας ο Ελδέμαρ, «θα είναι χαρά μας να έχουμε έναν ικανό πολεμιστή σαν εσένα ανάμεσά μας, όμως δεν ξέρουμε το όνομά σου…»
«Το είπες μόνος σου νωρίτερα, είμαι ο Μπάραν (καστανός) από το Μπρέθιλ», του απάντησε χωρίς να διστάσει μπροστά στο ψέμα που μόλις είχε επινοήσει, θέλοντας να κρύψει την ταυτότητά του από τον άγνωστο πολεμιστή των Falathrim.
»Τώρα όμως σε χαιρετώ, ξένε Falmari» (ξωτικό της Θάλασσας) συμπλήρωσε, και σκαρφαλώνοντας τους βράχους της ακτογραμμής, χάθηκε προς τις δασωμένες πλαγιές του βουνού.