23/7/11

Επαφές με Ξωτικά κι ανθρώπους (β' μέρος)


Κατευθύνθηκε στο χωριό των Ντρούγκου, για να βρει την κόρη του, που καθότανε μαζί με τον Γκόν-γκιρι, που τώρα είχε γίνει ένας νεαρός άντρας και σύντομα και αρχηγός της φυλής του. Είχαν περάσει δώδεκα ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που η Ελάννα είχε σβήσει φέρνοντάς την στον κόσμο. Η Ρούθιελ ήταν όμορφη και αρκετά δυνατή για την ηλικία της και της είχε μεγάλη αδυναμία, επειδή του θύμιζε πολύ την γυναίκα του, παρόλο που ήταν χρυσοκάστανη όπως εκείνος. Την πήρε λοιπόν από το χέρι και μαζί διέσχισαν το βουνό και έφτασαν στην άλλη πλευρά, που βρισκόταν το πατρικό σπίτι της μητέρας της. Ο Νέχαρ ήταν εκεί (τον είχε ειδοποιήσει ο Ελουρέντ με το Γκόν-γκιρι) αλλά δεν ήταν μόνος του, καθώς συνοδευόταν από το Ντένχαρ, το γιο του. Το μελαχρινό αγόρι με τα μεγάλα γκρίζα μάτια, την κοίταξε με απορία μιας και την έβλεπε για πρώτη φορά, αν και ήξερε απ’ ότι του είχαν πει οι δικοί του, ότι ο Έλνταρ φίλος του πατέρα του, είχε μια κόρη που του έμοιαζε πάρα πολύ.
Ο Ελουρέντ είχε επισκεφτεί τη Νέα Ντίμροστ, λίγο καιρό νωρίτερα, και είχε γνωριστεί με την οικογένειά του Νέχαρ, αν και είχε προτιμήσει να μην πάρει μαζί του την κόρη του. Δεν νοιάστηκε να κρυφτεί από τα μάτια των άλλων ανθρώπων που θαύμασαν το παράστημά του και την ομορφιά του, μιας και ήταν κοινό μυστικό ότι ένας Ξωτικός ζούσε στο δάσος, αν και δεν τον είχε δει κανείς, εκτός του Χάλαντ, που είχε νοιώσει και τον θυμό του. Ούτε και γνώριζαν ότι είχε αποκτήσει ένα παιδί με μια γυναίκα της φυλής τους, και η αλήθεια είναι ότι τον φοβόντουσαν και λιγάκι, επειδή διέφερε πάρα πολύ από εκείνους, και οι σχέσεις ανάμεσα στους δύο λαούς δεν είχαν την ίδια δύναμη όπως την 1η εποχή. Δεν άφησε όμως το Νέχαρ να αναφέρει το πραγματικό όνομά του που το γνώριζε, σε κανέναν Εντάιν, αλλά όταν έδωσε το ψεύτικο όνομα στον Φαλμάρι του Κίρνταν, αποφάσισε ότι ήταν αρκετά καλό ώστε να το καθιερώσει αντί για το παλιό του προσωνύμιο “Κυνηγός”, ή το αληθινό του. Κι έτσι τον γνώρισαν όλοι.
Η κόρη του είχε μεγαλώσει μαζί του και είχε όλες τις ξωτικές συνήθειες τις δικές του, τώρα όμως δεν είχε πια την πολυτέλεια να την κρύβει από τα ανθρώπινα μάτια, επειδή ο καιρός που θα μπορούσε ακόμα να μένει μαζί της λιγόστευε, αφού η συνάντηση με τον Τελέρι του Κίρνταν δεν ήταν και τόσο τυχαία, μιας και στην ουσία, την είχε επιδιώξει: θα μπορούσε να έχει εξαφανιστεί από την περιοχή μέσα στην οποία κινούνταν και οι δύο τους, αλλά δεν το είχε κάνει. 
Ίσως ο Κίρνταν, -αν ήτανε παρών σ’ αυτήν τη συνάντηση-, να τον θυμότανε, από τότε που είχαν πολεμήσει μαζί κατά την Ένδοξη Μάχη του Ερίαντορ, όμως, καθώς ο κλοιός έσφιγγε γύρω από τον Ελουρέντ, εκείνος είχε αντιληφθεί πως πρώτα απ’ όλα, έπρεπε να φροντίσει για την ασφάλεια της κόρης του και να την φέρει σε επαφή με τη φυλή της μητέρας της. Η Θίμελ είχε φύγει μαζί με τον Χάλαντ για το Θάρμπαντ στο Μινχίριαθ και αυτό τον εξυπηρετούσε πολύ στο σκοπό του, αλλά ο Νέχαρ είχε παραμείνει στην μικρή πόλη και εφοδίαζε τους υπόλοιπους κατοίκους, με όπλα και εργαλεία από το σιδηρουργείο που διατηρούσε από την ώρα που παντρεύτηκε τη Μίριελ.