26/12/11

Σχετικά με την 3η ιστορία…

Η 3η ιστορία των Παράλληλων παραμυθιών, αφορά την Ρούθιελ και τον Ντένχαρ…Όταν την έγραφα πριν από 10 χρόνια, είχα διαμορφώσει μια συγκεκριμένη εικόνα σχετικά με την εξέλιξή της, όμως όταν άρχισα να δημοσιεύω τα κεφάλαια των παράλληλων παραμυθιών, και πλησίαζα σιγά-σιγά στο 3ο παραμύθι, άρχισα να ανησυχώ πώς δεν «έδωσα» την ανάλογη προσοχή στον Ντένχαρ, ο οποίος σε σύγκριση με τους άλλους άνδρες πρωταγωνιστές των παραμυθιών, γινόταν πολύ αντιπαθητικός…Έτσι αποφάσισα να του δώσω άλλη μια ευκαιρία, και για το λόγο αυτό, το συγκεκριμένο παραμύθι θα έχει μία εναλλακτική εκδοχή, την οποία θα ποστάρω επίσης, μετά το πέρας της πρώτης «επίσημης» αφήγησης…
Θα ήθελα, μετά το πέρας και των 2 εκδοχών της 3ης ιστορίας, να μου γράψετε ποια προτιμάτε: η κατάληξη είναι η ίδια, απλά το περιεχόμενο θα διαφέρει…Θα χαρώ πολύ να διαβάσω τις εντυπώσεις σας :)

Βενθεσικύμη

16/12/11

Η πτώση του Ελουρέντ (γ μέρος)



Επτά ολόκληρα χρόνια κράτησε η πολιορκία του πύργου και στο τέλος είχε γίνει τόσο στενή, που ο ίδιος ο Σάουρον αναγκάστηκε να βγει και να αντιμετωπίσει τους Δύο Βασιλείς, και με το δρεπανόσχημο δόρυ του, θέρισε την πρώτη γραμμή των επιτιθέμενων κι ο Θράντουιλ βρέθηκε απροετοίμαστος μπροστά στην οργή του, αλλά ένα σώμα κάλυψε την τελευταία στιγμή το δικό του και τον έσωσε. Με τον ίδιο τρόπο, ο Μαύρος Άρχοντας σκότωσε τον Γκιλ-Γκάλαντ και τον Έλεντιλ, και ο Νάρσιλ έσπασε, αλλά κλονίστηκε και ο ίδιος και γονάτισε στη γη, επειδή ο Άεγκλος του Ερεϊνιον (Ereinion) τον είχε πληγώσει, και ο Ισίλντουρ που στεκόταν δίπλα στον πατέρα του, σήκωσε το σπασμένο σπαθί και απέκοψε από το χέρι του Σάουρον, το δαχτυλίδι της Δύναμης: η μαύρη πανοπλία έπεσε αδειανή στο έδαφος και ο πόλεμος τελείωσε την ίδια στιγμή.
Ο Θράντουιλ έσκυψε πάνω από το κορμί του μεγαλόσωμου υπερασπιστή του και ο Νέχαρ τραυματισμένος, έφτασε κι εκείνος ασθμαίνοντας δίπλα του, αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να αναγνωρίσει το νεκρό φίλο του, που ο μεταλλικός του θώρακας, φτιαγμένος ειδικά στα μέτρα του από τον ίδιο, είχε σκιστεί από άκρη σε άκρη στο ύψος του στήθους. Ο Ελουρέντ, τον είχε απωθήσει με τρομακτική δύναμη όταν είδε τον Σάουρον να κατεβάζει τη σιδερένια αλεμπάρδα του πάνω στους επιτιθέμενους και είχε μπει μπροστά από εκείνον και τον Θράντουιλ, που τον ακολουθούσαν συνεχώς κατά πόδας. Όλα αυτά τα χρόνια είχε επιζήσει παρά τα τραύματά του σώζοντας και τον ίδιο πολλές φορές όπως και τώρα, αλλά να που εκείνος κείτονταν νεκρός, πλημμυρισμένος με το αίμα του. Όλοι γύρω τους πανηγύριζαν εκτός από αυτούς τους δυο που κοίταζαν το άψυχο σώμα του Ελουρέντ, του ωραιότερου και ευγενέστερου από όλους τους πρίγκιπες των Ξωτικών της Μέσης Γης. Τότε ο Νέχαρ γονάτισε και τράβηξε από το χέρι του το χρυσό του δαχτυλίδι, όπως του είχε ζητήσει εκείνος να κάνει, αλλά ο Θράντουιλ που δεν ήξερε τί είχε προηγηθεί, σήκωσε το σπαθί του οργισμένος και το ακούμπησε στη βάση του λαιμού του, έτοιμος να τον αποκεφαλίσει.
«Με ποιο δικαίωμα σκυλεύεις το νεκρό;» φώναξε, και τα γκρίζα μάτια του άστραψαν ασημένια από θυμό.
«Άφησε τον να το πάρει, γιε του Όροφερ!» παρενέβη ο Κίρνταν που τους πλησίασε. «Ο Μπάραν έχει αφήσει μία κόρη πίσω του, και το δαχτυλίδι του πατέρα της πρέπει να επιστρέψει στα χέρια της…»
Ο Νέχαρ αναρωτήθηκε πως το είχε μάθει, καθώς ο Θράντουιλ κατέβασε το σπαθί του παραδομένος. Κι εκείνος, τον βοήθησε να σηκωθεί από το ματωμένο χώμα.
«Δεν ξέρω πως το έμαθες Άρχοντα Κίρνταν…» του είπε ο Νέχαρ, «όμως οι υποχρεώσεις μου δε σταματούν εδώ…Το σώμα του δεν πρέπει να ταφεί όπως τα άλλα σώματα, των ανθρώπων και των Ξωτικών, αλλά να καεί, όπως το θέλησε ο ίδιος…»
«Το ξέρω, και θα σεβαστούμε την τελευταία επιθυμία του, επειδή εκείνος μας συμπαραστάθηκε ως το τέλος της ζωής του, και είναι ώρα να σταθούμε κι εμείς στο πλάι του κι ας είναι αργά για οτιδήποτε άλλο, πέρα από το στερνό χαιρετισμό…», απάντησε ο Κίρνταν και στράφηκε προς τον Ισίλντουρ, που κρατούσε το δαχτυλίδι του Σάουρον στα χέρια του και δεν έδινε σημασία στον Έλροντ που τον προέτρεπε να το καταστρέψει, μέσα στην πύρινη καρδιά του Οροντρούιν (Άμον Άμαρθ).
«Έχω δικαίωμα να το κρατήσω ως αντάλλαγμα για το θάνατο του πατέρα μου και του αδελφού μου!» τους απάντησε. «Ο Σάουρον σκοτώθηκε και δε θα μας ενοχλήσει ξανά, άρα το δαχτυλίδι αυτό μπορεί να γίνει δικό μου, αφού δεν ανήκει σε κανέναν…»
Τους αγνόησε λοιπόν παρά τις διαμαρτυρίες τους, και έδωσε όλη του την προσοχή στην κατεδάφιση του Μπάραντ-Ντουρ (Barad Dur), θέλοντας να κυνηγήσει μέχρι και τον τελευταίο από τους πολεμιστές του Σάουρον που πιθανόν να προσπαθούσαν να σωθούν μέσα στα βαθιά υπόγεια και τις στοές των θεμελίων του.
Ο Έλροντ πλησίασε και στάθηκε μπροστά στον Νέχαρ που κοιτούσε ακόμα τον όμορφο Ελουρέντ, κρατώντας σφιχτά στην παλάμη του το χρυσό του δαχτυλίδι. Φαινόταν να μην πιστεύει αυτό που είχε συμβεί, και ο Κίρνταν ήρθε κι εκείνος, εγκαταλείποντας την προσπάθεια να μεταπείσει τον Ισίλντουρ.
«Είναι ώρα να εκπληρώσω και την τελευταία του επιθυμία…» είπε ο Νέχαρ, και έψαξε με το βλέμμα να εντοπίσει κάποιον φίλο ή γνωστό συμπολεμιστή για να τον βοηθήσει στην μεταφορά.
«Αυτό είναι δουλειά δική μας…» απάντησε ο Θράντουιλ που δεν είχε απομακρυνθεί καθόλου από κοντά του, και η αστραφτερή ασημένια ματιά του δεν επέτρεπε αρνητική απάντηση.
Ο Κίρνταν, ο Έλροντ και ο Κέλεμπορν, βοήθησαν το γιο του Όροφερ να μεταφέρει το σώμα του Μπάραν, έξω από την Γκόργκοροθ και την Ντάγκορλαντ. Και μόνος του πήρε το δικαίωμα, ν’ ανάψει τη φωτιά που είχε ζητήσει ο Ελουρέντ από τον θνητό φίλο του, επειδή του φαινότανε πιο σωστό να παραδώσει ο ίδιος το σώμα του στις φλόγες, αφού δεν είχε μπορέσει να κάνει κάτι περισσότερο γι αυτόν.
Και οι Φαλάθριμ του Κίρνταν του Ναυπηγού, φρόντισαν τους νεκρούς τους και βοήθησαν στις χρονοβόρες ομαδικές ταφές, πριν πάρουν τον δρόμο της επιστροφής προς τις διαβάσεις του Ίσεν, πηγαίνοντας προς το Μίθλοντ, συνοδεύοντας και τον πρόωρα γερασμένο και ηθικά καταρρακωμένο Νέχαρ, που καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μέσα από τα εδάφη της Γκόντορ πριν στρίψει μόνος προς το Άντραστ και τη Νοτιοδυτική απόληξη των Έρεντ Νίμραϊς, αναρωτιόταν πως θα έβρισκε το κουράγιο να ανακοινώσει το θάνατο του Μπάραν Ελουρέντ, στη Γκλίνενρουθ την κόρη του, που είχε αφήσει στη φροντίδα του γιου του και της γυναίκας του στη Νέα Ντίμροστ.

5/12/11

Η πτώση του Ελουρέντ (β μέρος)


Από το Ρίβεντελ, διέσχισαν τα Ομιχλιασμένα βουνά από πολλά περάσματα και ενώθηκαν με τον κύριο όγκο του στρατού του Όροφερ και του μικρότερου σε μέγεθος του Λόριεν και βάδιζαν δίπλα στο ποταμό Άντουιν, όταν οι Νάνοι της Μόρια (Μαύρο χάσμα, Κάζαντ Ντουμ), η γενιά του Ντούριν, ενώθηκε μαζί τους. Διέσχισαν το Ροβάνιον και τις Βόρειες περιοχές της Γκόντορ και τελικά ήρθαν αντιμέτωποι με το στρατό του Σάουρον, στη Ντάγκορλαντ, το πεδίο της Μάχης, απέραντο και απλωμένο μπροστά στις πύλες της Μόρντορ. Οι δύο στρατοί, έμειναν αντιμέτωποι για πολλές ώρες, χωρίς να κονταροχτυπηθούν. Ο Γκιλ- Γκάλαντ, «το ακτινοβόλο αστέρι» των Νόλντορ της Μέσης Γης, τους είχε ζητήσει να είναι ολόκληροι καλυμμένοι με το γκρι ύφασμα των ρούχων των Σίνταρ και να μη φανεί καθόλου ατσάλι από τους θώρακες και τα δυνατά τους όπλα. Μ’ αυτές τις κάπες λοιπόν και σιωπηλοί, στάθηκαν απέναντι στους Ορκ τους Ανατολίτες και τους Χαράδριμ (Νότιους,), αν και υπήρχαν και αρκετά μέλη αυτής της φυλής των Άπιστων Νουμενόριαν του Νότου που προσχώρησαν στις τάξεις της Συμμαχίας.
Και καθώς ο Γκιλ-Γκάλαντ σήκωσε ψηλά τον Άεγκλος (χιονάγκαθο) το δόρυ του, που το μέταλλό του έλαμπε σαν κρυστάλλινο κάτω από το φως του ήλιου, όλοι άνοιξαν την ίδια στιγμή τα γκρίζα ρούχα τους και οι πανοπλίες τους έλαμψαν από άκρη σε άκρη στους λόφους δημιουργώντας την εντύπωση ενός καθρέφτη που τύφλωσε προσωρινά τους σκοτεινούς πολεμιστές. Όμως ο Όροφερ δεν περίμενε ν’ ακούσει τον Ερεϊνιον (γόνος Βασιλέων) να δίνει το σύνθημα για την επίθεση, και όρμησε μπροστά, επικεφαλής μίας ομάδας από τους ισχυρότερους πολεμιστές του από το Έρυν Γκάλεν. Τα Ξωτικά του μεγάλου Βασιλείου του ήταν δυνατά και σκληραγωγημένα, αλλά συγκριτικά με τα Ξωτικά της Δύσης (πέραν των Ομιχλιασμένων Βουνών), υστερούσαν σε βαρύ οπλισμό και επίσης ήταν πολύ ανεξάρτητα για να δεχτούν τον Γκιλ-Γκάλαντ ως απόλυτο Βασιλιά. Έτσι ο απερίσκεπτος Όροφερ έπεσε, και ήταν ο πρώτος νεκρός της Ντάγκορλαντ, όμως ο Ελουρέντ, αποσπάστηκε από τις γραμμές των μαχητών και έτρεξε μπροστά, καθώς τα ξωτικά επιτέθηκαν αμέσως, και πολεμώντας με οργή, μπόρεσε να τραβήξει το σώμα του Όροφερ που ήταν τρυπημένο από τις εχθρικές λόγχες.
Ο γιος του ο Θράντουιλ, δεν είχε τραυματιστεί και κοιτάζοντας τον Ελουρέντ που είχε πληγωθεί επιπόλαια στο μπράτσο και κουβαλούσε το σώμα του πατέρα του έξω από τη μάχη, ξαναεπιτέθηκε, ακολουθώντας την πρώτη γραμμή των πολεμιστών του, που μόλις τον είχαν προσπεράσει. Το μένος του στρατού του ήταν τέτοιο, που γρήγορα μπήκαν στην κορυφή της γραμμής κρούσης και οι μαύρες πύλες (Morannon) της Μόρντορ, έπεσαν ξηλωμένες από το βουνό με πάταγο, καθώς η πρώτη μάχη κερδίσθηκε από τη Συμμαχία. Ο Ελουρέντ, βρήκε το Νέχαρ ανάμεσα στους Νουμενόριαν, ευτυχώς, εκείνος τουλάχιστον, ήταν σώος και αβλαβής.
«Τραυματίστηκες…» του είπε.
«Δεν είναι παρά μόνον μία γρατσουνιά…» του απάντησε εκείνος, όμως το βλέμμα του φανέρωνε πολύ πόνο.
«Δε θα μου πεις τί σου συμβαίνει;» τον ρώτησε καθώς είχαν αρχίσει να βαδίζουν στην κοιλάδα της Γκόργκοροθ, όπου οι μάχες ήδη μαίνονταν.
Στην κορυφή της πορείας, βρίσκονταν ο Γκιλ-Γκάλαντ με τον Άεγκλος και ο Έλεντιλ ο Νουμενόριαν με το σπαθί του που λεγόταν Νάρσιλ. Πολύ κοντά τους βρίσκονταν ο Έλροντ και ο Κίρνταν, ο Άμντιρ, ο βασιλιάς του Λόριεν μαζί με τον Κέλεμπορν, τον πρίγκιπα του Ντόριαθ, που γύρισε και τον κοίταξε κι εκείνος μιας και τον είχε αναγνωρίσει, καθώς και ο Θράντουιλ. Από τη μεριά των Ανθρώπων, συνοδοί του Έλεντιλ ήταν ο Ισίλντουρ και ο Ανάριον με τους γιους τους.
Ο Ελουρέντ, ακολουθούσε από κοντά τους Ξωτικοάρχοντες και περισσότερο απ’ όλους τον Θράντουιλ. Ο Νέχαρ, είχε ακούσει τη συζήτηση και είχε προσέξει την αναφορά του φίλου του σε ένα χρέος που είχε απέναντι στον Όροφερ.
«Χρωστούσα μια χάρη στον Όροφερ από παλιά…», του είπε αποφασίζοντας ξαφνικά να του μιλήσει κι ενώ ο Πύργος του Μπάραντ-Ντουρ ήταν κοντά. «Όμως δεν μπόρεσα να την ξεπληρώσω στον ίδιο… Σκοπεύω να σταθώ δίπλα στο γιο του, γι’ αυτό να’ σαι προετοιμασμένος, γιατί αν πεθάνω πολεμώντας, τότε θα χρειαστεί να πάρεις το δαχτυλίδι μου και να το παραδόσεις στην κόρη μου, κι αν αγαπά το γιο σου, ας το περάσει στο χέρι του…Αλλά το σώμα μου θα το κάψεις, επειδή δε θέλω να θαφτεί στη γη…Προτιμώ τον τρόπο της Ελάννα…»
Του είχε πει αυτά τα λόγια όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε, προσπαθώντας να κρατήσει μυστική την ύπαρξη του μονάκριβου παιδιού του από τους Ξωτικούς, όμως ο Ελδέμαρ, ο ακόλουθος του Κίρνταν βρισκότανε πολύ κοντά τους, και άκουσε τα λόγια αυτά και τα μετέφερε στον Άρχοντά του. Κι ευτυχώς που πρόλαβε, επειδή σκοτώθηκε στη πολιορκία του Μαύρου πύργου του Σάουρον, μαζί με πολλούς και σημαντικούς πολεμιστές της Συμμαχίας, όπως ο Ανάριον της Γκόντορ και ο Άμντιρ του Λόριεν, που χτυπήθηκαν στις σφοδρές αντεπιθέσεις με δηλητηριασμένα βέλη και φλεγόμενα βλήματα του εχθρού.


25/11/11

H πτώση του Ελουρέντ (α μέρος)


Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΟΥΡΕΝΤ

Έφυγαν μερικούς μήνες μετά. Ο Σάουρον είχε επιτεθεί στη Μίνας Ίθιλ, της Γκόντορ και κατέστρεψε το λευκό δέντρο του Ισίλντουρ που είχε φέρει από το Νούμενορ με κίνδυνο της ζωής του, πριν τον καταποντισμό. Ο ίδιος ο Ισίλντουρ, μόλις που πρόλαβε να σωθεί, παίρνοντας μαζί του ένα βλασταράκι και κατέβηκε τον Άντουιν μαζί με την έγκυο γυναίκα του και τους τρεις γιους του, αναζητώντας τον πατέρα του, τον Έλεντιλ. Όμως ο αδελφός του ο Ανάριον, κράτησε την Οσγκίλιαθ και ανάγκασε το Μαύρο Εχθρό να υποχωρήσει, μέσα στα βουνά της Μόρντορ. Αλλά ο Σάουρον ανασυντασσόταν ταχύτατα και η άμυνα δεν θα κρατούσε για πολύ σε μία νέα επίθεση.
Ο Έλεντιλ Βορόνγουε (Πιστός) και ο Γκιλ-Γκάλαντ, ο γιος του Φίνγκον, ο ανώτατος βασιλιάς των Ξωτικών, κατάλαβαν εγκαίρως ότι η δύναμη του Σάουρον είχε μεγαλώσει πάρα πολύ και ήταν ζήτημα χρόνου να αρχίσει να λυγίζει ένα-ένα όλα τα βασίλεια, των Ανθρώπων και των Ξωτικών, και ίδρυσαν την Ομοσπονδία που ονομάστηκε Τελευταία Συμμαχία. Στις δυνάμεις τους, ήρθαν και ενώθηκαν όλα τα ξωτικά των βασιλείων της Μέσης Γης αδιάσπαστα, και οι Άνθρωποι από το Νούμενορ και οι Ξωτικόφιλοι, και ανάμεσά τους ο Ελουρέντ με τον Νέχαρ. Και ο Ενωμένος στρατός τους πέρασε και στάθηκε για λίγο στο Ίμλαντρις και δεν υπήρξε ωραιότερη και λαμπρότερη στρατιά σε όπλα και ομορφιά από αυτή, και μεγαλύτερή της δεν είχε στρατολογηθεί από τότε που οι δυνάμεις των Βάλαρ εκστράτευσαν εναντίον της Άνγκμπαντ.
Ο Έλρoντ αναγνώρισε αμέσως τον Ελουρέντ, παρά την γκρίζα βαριά κάπα που τον κάλυπτε ολόκληρο και που η κουκούλα της έπεφτε χαμηλά στα φωτεινά μάτια του. Τον είχε βοηθήσει στις μάχες του Ερίαντορ, μετά από τη σφαγή του Κελεμπρίμπορ που είχε κατασκευάσει τα δαχτυλίδια της Δύναμης και την ολική καταστροφή του Ερέγκιον, όταν τον είχε ειδοποιήσει τρέχοντας στο Λίντον με κίνδυνο της ζωής του, και είχε πολεμήσει στο πλάι του, βάζοντας το σώμα του ανάμεσα σε ‘κείνον και στα εχθρικά σπαθιά που τον τραυμάτισαν πολύ σοβαρά, αλλά είχε διαφύγει πριν του προσφέρουνε κάποια βοήθεια. Τότε νόμισε ότι είχε χαθεί, αφού όσο κι αν ψάξανε με τον Κέλεμπορν, δεν τον βρήκαν πουθενά, αλλά τώρα τον έβλεπε ξανά, ανάμεσα στους συγκεντρωμένους πολεμιστές, και κάλεσε τον Κίρνταν που είχε πάρει κι εκείνος μέρος στις μάχες και την καταδίωξη του Σάουρον να του το επιβεβαιώσει.
«Συστήθηκε ως “Μπάραν” στον Ελδέμαρ, τον ακόλουθό μου», του είπε. «Τον συνάντησε στο Άντραστ, αλλά είναι αυτός που υποπτεύεσαι, ο γιος του Ντίορ και της Νίμλοθ…Είναι ο αδελφός της Έλγουϊνγκ, δεν υπάρχει αμφιβολία…»

16/11/11

Επαφές με Ξωτικά κι ανθρώπους (δ' μέρος)


«Προτιμώ να μείνω με τους Γιάουρ», είπε η Ρούθιελ στον Ελουρέντ, καθώς επέστρεφαν στο χωριό των Ντρούγκου.
«Σου είπα ότι οι Falathrim περιπολούν σ’ αυτές τις περιοχές και δε θέλω να σε δουν…Θα είναι επικίνδυνο ακόμα και να βγεις έξω από την πόλη…Θα αφήσουν πίσω τους αρκετούς φρουρούς και μ’ ενδιαφέρει να νομίζουν ότι δεν υπάρχει κάποιος άλλος χρυσοκάστανος, εκτός από μένα…Μέχρι τώρα, μπορούσα να τους απομακρύνω από τις περιοχές που ήξερα ότι βρισκόσουνα, από δω και πέρα όμως δεν θα μπορώ να το κάνω, γι’ αυτό σ’ αφήνω με τη Μίριελ στην πόλη…Παρά τις καλές σχέσεις που είχανε παλιά οι Χάλαντιν με τους Έλνταρ, τώρα τους αποφεύγουν, κι ας σταθούνε δίπλα μας στη μάχη…Έτσι δεν θ’ ανησυχώ για το αν είσαι ασφαλής…».
«Και τι θα γίνει με τον Γκόν-γκιρι και τους άλλους;»
«Τους έχω πει, όποιος θέλει ας έρχεται να σε βλέπει…Όμως εσύ, δεν θα ξαναπάς στο βουνό και το χωριό τους…», της απάντησε. «Κι αν χρειαστεί για κάποιο λόγο να βγεις έξω από την πύλη, να φροντίσεις το κεφάλι σου να είναι καλυμμένο καλά, και τα μαλλιά σου να μη φαίνονται καθόλου», συμπλήρωσε και χάιδεψε τον χρυσοκάστανο καταρράχτη με τις μακριές κοτσίδες που της έπλεκε ο ίδιος, με τον τρόπο των ξωτικών που δεν είχε υιοθετήσει ποτέ για τον εαυτό του, και που στόλιζε τους ώμους και την πλάτη της.
«Μα γιατί;»
«Σε παρακαλώ Ρούθιελ, έχε μου εμπιστοσύνη, κι όταν γυρίσω, θ’ αποφασίσω αν θα σε πάω να γνωρίσεις τα μέλη της φυλής μου, αφού οδηγήσουμε μαζί τους Γιάουρ στα Έρεντ Νίμραϊς, στα ανατολικά… Επειδή έχω δει στο παρελθόν, στο Ανόριεν, ένα δάσος από σημύδες που τόσο αγαπούν και που κατοικείται ακόμα από το λαό τους που δεν είχε ακολουθήσει τους Χάλαντιν στα Δυτικά, και ‘κει θα είναι ασφαλείς…», της απάντησε. 
»Τους το έχω υποσχεθεί πως θα το κάνω και το υπόσχομαι και σε σένα…»

7/10/11

Επαφές με Ξωτικά κι ανθρώπους (γ' μέρος)


Μία αμοιβαία αντιπάθεια γεννήθηκε ανάμεσα στα δυο παιδιά, με το που η Ρούθιελ και ο Ντένχαρ αντίκρισαν αλλήλους και έκτοτε, και όποτε συναντιόντουσαν, ακόμα και κάτω από την επίβλεψη των γονιών τους, κυρίως όμως όταν βρισκόντουσαν στην πόλη, η αντιπαράθεση ήταν σίγουρη, σε τέτοιο βαθμό, που πολλές φορές αναγκάζονταν να τους χωρίσουν, καθώς πάλευαν χωρίς να υποχωρούν, ούτε εκείνος, ούτε εκείνη. Η Γκλίνενρουθ είχε μάθει να χειρίζεται σπαθί, όπως και ο Ντένχαρ, και συχνά μονομαχούσαν, όταν δηλαδή κατάφερναν να εντοπίσουν τα κρυμμένα όπλα που καταχώνιαζε σε διάφορες μεριές η Μίριελ, από φόβο μήπως κάποια μέρα χτυπήσουν πραγματικά. Όμως τον υπόλοιπο καιρό, αντί για όπλα χρησιμοποιούσαν μακριά ξύλινα ραβδιά και έτσι έβγαζαν το άχτι τους, και οι πατεράδες τους παρακολουθούσαν όσο το δυνατόν αμέτοχοι. 
Περήφανοι και ορκισμένοι αντίπαλοι (μέχρι το τέλος του κόσμου, όπως διατείνονταν), και πνεύματα αντιλογίας και οι δυο τους, με τη νεαρή κόρη του Μπάραν να κερδίζει σε εντυπώσεις, αφού και η κοφτερή της γλώσσα ήταν προσεκτική, και οι κινήσεις της άψογα ζυγισμένες, ένας δύσκολος αντίπαλος για τον μελαχρινό γιο του Νέχαρ. Όσοι την είχαν δει, κατά τη διάρκεια των εξαιρετικά σύντομων επισκέψεων τους στην πόλη, τους έκανε εντύπωση πόσο όμορφη ήταν, και τη θεωρούσαν γνήσια ξωτικοκόρη, αφού έμοιαζε τόσο πολύ στον πατέρα της, μιας και κανείς σχεδόν δεν γνώριζε την ταυτότητα της μητέρας της, εκτός από το Νέχαρ και τη γυναίκα του.
Αλλά δύο ακόμα χρόνια είχαν περάσει και το μίσος δεν έλεγε να καταλαγιάσει, και σύντομα ο Ελουρέντ θα έπρεπε να την αφήσει πίσω του, μαζί με την οικογένεια του Νέχαρ στη Ντίμροστ, γι’ αυτό προσπαθούσε να την πείσει ότι οι συγκρούσεις ανάμεσα σε ‘κείνη και τον Ντένχαρ, έπρεπε να σταματήσουν. Ο ίδιος ο Νέχαρ θα ερχότανε μαζί του για να ενωθούν με το στρατό των Ξωτικών και των ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι ελάχιστοι είναι αλήθεια, Νουμενόριαν που ονόμαζαν τους εαυτούς τους “Χάλαντιν”. Έδωσαν λοιπόν υπόσχεση για μία τελευταία μάχη, χωρίς βεβαίως όπλα, που θα γινόταν στο δάσος, με διαιτητή τον Γκόν-γκιρι, που και οι δύο τον θεωρούσαν αμερόληπτο και πιο αξιόπιστο από τους γονιούς τους.
Η Ρούθιελ είχε καλύτερη τεχνική και αρκετή ταχύτητα, ενώ ο Ντένχαρ ήταν πιο ανεπτυγμένος σωματικά -ως αγόρι- και είχε περισσότερη αντοχή, και η άμυνα με την επίθεση ήταν μοιρασμένες το ίδιο και στους δύο. Όμως η Ρούθιελ ήτανε αμφιδέξια και όταν το δικό της κοντάρι έσπασε, χρησιμοποίησε ταυτόχρονα και τα δύο κομμάτια του, αλλά μόνο για λίγο είχε τον έλεγχο της μάχης, επειδή μόλις εκείνος αντεπιτέθηκε, άρχισε να υποχωρεί, ψάχνοντας να βρει το χρόνο και τον κατάλληλο χώρο να αντιδράσει, αν και ο πιο δυνατός από εκείνη Ντένχαρ, δεν της άφηνε περιθώριο… Τη στρίμωξε λοιπόν, ανάμεσα στα δέντρα και παρόλο που οι γονείς τους ήταν μπροστά, δεν δίστασε να τη φιλήσει στην άκρη των χειλιών, καθώς την κρατούσε ακινητοποιημένη, αλλά την επόμενη στιγμή, με τρομερό θυμό, το νεαρό κορίτσι, απελευθέρωσε το ένα χέρι με το μισό ξύλο που κρατούσε, και τον χτύπησε στο πρόσωπο, πάνω από το αριστερό του μάτι, στο φρύδι, και του το έσκισε, φωνάζοντας οργισμένα:
«Ποτέ χωρίς την άδειά μου!»
Κι ενώ ο Γκόν-γκιρι που διαιτήτευε τους κοιτούσε αποσβολωμένος, ο Ντένχαρ μισοζαλισμένος από το χτύπημα, επιτέθηκε ξανά, χωρίς να δίνει σημασία στο αίμα που έτρεχε στο πλάι του προσώπου του.
«Μια μέρα θα σε νικήσω και τότε θα σε αποκτήσω, ξωτικοκόριτσο!» της φώναξε, ενώ τα ραβδιά τους είχαν διασταυρωθεί ακόμα μία φορά.
«Αυτή η μέρα δε θα έρθει ποτέ, επειδή θα σε έχω σκοτώσει νωρίτερα!» του απάντησε αγριεμένη και αντεπιτέθηκε, όμως ο πατέρας της την είχε πλησιάσει χωρίς να τον έχει καταλάβει και την σήκωσε στον αέρα, πιάνοντάς την από την μέση για να την απομακρύνει, και ο Νέχαρ από την άλλη πλευρά τράβηξε τον γιο του από το χέρι.
«Δε σας γεννήσαμε για να σας δούμε να σκοτώνεστε…», τους είπε αυστηρά ο Ελουρέντ, όταν τα νεαρά παιδιά στάθηκαν μπροστά του, ενώ ο Νέχαρ κρυφογελούσε με την απίστευτη τροπή που είχε πάρει η αναμέτρηση…Δεν ήταν αντιπάθεια λοιπόν αυτό που ένιωθε ο γιος του αλλά έρωτας, μόνο που δεν είχε αντιληφθεί με τι είδους πλάσμα πήγαινε να μπλέξει, επειδή αυτό το κορίτσι δεν έμοιαζε με τ’ άλλα κορίτσια της Νέας Ντίμροστ, αλλά είχε αίμα από δύο πολεμιστές μέσα της, και ξαφνικά η Ελάννα ξαναζούσε στα μάτια του.
»Πρόσεξε καλά τί θα σου πω Γκλίνενρουθ…», της ξαναείπε ο Ελουρέντ στον ίδιο αυστηρό τόνο, «όταν θα φύγω -και αυτό θα γίνει σύντομα-, ίσως χρειαστεί να αμυνθείς με αληθινό όπλο, αλλά μόνο τότε θα χτυπήσεις με σκοπό να βλάψεις, κι όχι νωρίτερα…»
»Όσο για σένα νεαρέ…», είπε στον Ντένχαρ, «ένα σκισμένο φρύδι είναι καλή πληρωμή για ένα φιλί που κλάπηκε χωρίς κανένα σεβασμό…»
»Από αυτή τη στιγμή σας απαγορεύω να τσακωθείτε ξανά, και φροντίστε να βρείτε έναν τρόπο να συνυπάρξετε, επειδή σύντομα θα ενωθούμε με τις δυνάμεις του Κίρνταν και του Έλροντ και θέλουμε να είμαστε ήσυχοι ότι όλα είναι σωστά τακτοποιημένα πίσω μας… Κι αν μετά από αυτόν τον πόλεμο είσαι ακόμα ερωτευμένος, Ντένχαρ, τότε θα ξανασυζητήσουμε το θέμα που σε ενδιαφέρει, αλλά μόνο τότε, κι εφόσον το θέλει και η Ρούθιελ…»
«Επειδή αν ήσουν μεγαλύτερος, θα ερχόσουν μαζί μας στη μάχη, αλλά τώρα, είσαι αναγκασμένος να μείνεις πίσω, είτε σ’ αρέσει, είτε όχι και δεν ανέχομαι αντιρρήσεις… Κι αυτό που θα κάνεις, πέρα από το να φροντίσεις την μητέρα σου και το εργαστήριο, είναι να σεβαστείς το Χρυσό κορίτσι και τον πατέρα του που μας το εμπιστεύεται…», είπε ο Νέχαρ στον γιο του.
Ο Ντένχαρ, έσκυψε το κεφάλι και για πρώτη φορά, άγγιξε με το χέρι του το πληγωμένο του φρύδι, χωρίς να δεχτεί να του το καθαρίσουν ή να το φροντίσουν με κάποιο βότανο, και γύρισε στη πόλη, με το αίμα ξεραμένο στο πρόσωπό του, κι ούτε η Μίριελ δεν μπόρεσε να τον μεταπείσει. Όμως ο Νέχαρ ήξερε ότι ο νεαρός γιος του θα υπάκουε στις εντολές του και η Γκλίνενρουθ θα ήταν ασφαλής μαζί του και για όσο καιρό θα χρειαζόταν να λείψουν.

23/7/11

Επαφές με Ξωτικά κι ανθρώπους (β' μέρος)


Κατευθύνθηκε στο χωριό των Ντρούγκου, για να βρει την κόρη του, που καθότανε μαζί με τον Γκόν-γκιρι, που τώρα είχε γίνει ένας νεαρός άντρας και σύντομα και αρχηγός της φυλής του. Είχαν περάσει δώδεκα ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που η Ελάννα είχε σβήσει φέρνοντάς την στον κόσμο. Η Ρούθιελ ήταν όμορφη και αρκετά δυνατή για την ηλικία της και της είχε μεγάλη αδυναμία, επειδή του θύμιζε πολύ την γυναίκα του, παρόλο που ήταν χρυσοκάστανη όπως εκείνος. Την πήρε λοιπόν από το χέρι και μαζί διέσχισαν το βουνό και έφτασαν στην άλλη πλευρά, που βρισκόταν το πατρικό σπίτι της μητέρας της. Ο Νέχαρ ήταν εκεί (τον είχε ειδοποιήσει ο Ελουρέντ με το Γκόν-γκιρι) αλλά δεν ήταν μόνος του, καθώς συνοδευόταν από το Ντένχαρ, το γιο του. Το μελαχρινό αγόρι με τα μεγάλα γκρίζα μάτια, την κοίταξε με απορία μιας και την έβλεπε για πρώτη φορά, αν και ήξερε απ’ ότι του είχαν πει οι δικοί του, ότι ο Έλνταρ φίλος του πατέρα του, είχε μια κόρη που του έμοιαζε πάρα πολύ.
Ο Ελουρέντ είχε επισκεφτεί τη Νέα Ντίμροστ, λίγο καιρό νωρίτερα, και είχε γνωριστεί με την οικογένειά του Νέχαρ, αν και είχε προτιμήσει να μην πάρει μαζί του την κόρη του. Δεν νοιάστηκε να κρυφτεί από τα μάτια των άλλων ανθρώπων που θαύμασαν το παράστημά του και την ομορφιά του, μιας και ήταν κοινό μυστικό ότι ένας Ξωτικός ζούσε στο δάσος, αν και δεν τον είχε δει κανείς, εκτός του Χάλαντ, που είχε νοιώσει και τον θυμό του. Ούτε και γνώριζαν ότι είχε αποκτήσει ένα παιδί με μια γυναίκα της φυλής τους, και η αλήθεια είναι ότι τον φοβόντουσαν και λιγάκι, επειδή διέφερε πάρα πολύ από εκείνους, και οι σχέσεις ανάμεσα στους δύο λαούς δεν είχαν την ίδια δύναμη όπως την 1η εποχή. Δεν άφησε όμως το Νέχαρ να αναφέρει το πραγματικό όνομά του που το γνώριζε, σε κανέναν Εντάιν, αλλά όταν έδωσε το ψεύτικο όνομα στον Φαλμάρι του Κίρνταν, αποφάσισε ότι ήταν αρκετά καλό ώστε να το καθιερώσει αντί για το παλιό του προσωνύμιο “Κυνηγός”, ή το αληθινό του. Κι έτσι τον γνώρισαν όλοι.
Η κόρη του είχε μεγαλώσει μαζί του και είχε όλες τις ξωτικές συνήθειες τις δικές του, τώρα όμως δεν είχε πια την πολυτέλεια να την κρύβει από τα ανθρώπινα μάτια, επειδή ο καιρός που θα μπορούσε ακόμα να μένει μαζί της λιγόστευε, αφού η συνάντηση με τον Τελέρι του Κίρνταν δεν ήταν και τόσο τυχαία, μιας και στην ουσία, την είχε επιδιώξει: θα μπορούσε να έχει εξαφανιστεί από την περιοχή μέσα στην οποία κινούνταν και οι δύο τους, αλλά δεν το είχε κάνει. 
Ίσως ο Κίρνταν, -αν ήτανε παρών σ’ αυτήν τη συνάντηση-, να τον θυμότανε, από τότε που είχαν πολεμήσει μαζί κατά την Ένδοξη Μάχη του Ερίαντορ, όμως, καθώς ο κλοιός έσφιγγε γύρω από τον Ελουρέντ, εκείνος είχε αντιληφθεί πως πρώτα απ’ όλα, έπρεπε να φροντίσει για την ασφάλεια της κόρης του και να την φέρει σε επαφή με τη φυλή της μητέρας της. Η Θίμελ είχε φύγει μαζί με τον Χάλαντ για το Θάρμπαντ στο Μινχίριαθ και αυτό τον εξυπηρετούσε πολύ στο σκοπό του, αλλά ο Νέχαρ είχε παραμείνει στην μικρή πόλη και εφοδίαζε τους υπόλοιπους κατοίκους, με όπλα και εργαλεία από το σιδηρουργείο που διατηρούσε από την ώρα που παντρεύτηκε τη Μίριελ.

16/7/11

Επαφές με Ξωτικά κι ανθρώπους (α' μέρος)


Όταν το ασημόξανθο ξωτικό τον συνάντησε για πρώτη φορά, βρισκόταν στο Άντραστ, σκαρφαλωμένος πάνω στον τελευταίο βράχο που ξεπρόβαλλε πάνω από τη θάλασσα, και ατένιζε τον μακρινό ορίζοντα. Είχε ρίζα από Τελέρι μέσα του και τον τραβούσε ο ήχος της από πάντα, οι δικοί του είχαν ταξιδέψει με μεγάλα και όμορφα καράβια στη Δύση, τις Αρχαίες μέρες, κι επιθυμούσε να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν όλα, αν και μετά την Μάχη του Μεγάλου Θυμού της Άνγκμπαντ είχε απορρίψει την ιδέα αυτή και είχε κρυφτεί από τον Όροφερ που τον είχε σώσει με την ασπίδα του, αφού εκείνος ήταν ελαφρά οπλισμένος. Όμως αυτός ο πολεμιστής τον πλησίασε και του μίλησε, παρόλο που δεν τον αναγνώριζε, αλλά είχε μαντέψει προφανώς ότι υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα στον ίδιο και τον άγνωστο που στεκότανε μπροστά του.
«Glor-Baran Eldar» τον προσφώνησε με σεβασμό, καθώς στάθηκε απέναντί του, «σε αναζητούμε πολύ καιρό και πάντα ξέφευγες από τους διώκτες σου, αν και θεωρούμαστε οι καλύτεροι ιχνηλάτες...Νομίζαμε ότι ήσουν ένα πνεύμα κι όχι πραγματικός, ώστε πολλοί από εμάς, εγκατέλειψαν την προσπάθεια να σε βρούνε από φόβο και δέος…»
»Ίσως γνωρίζεις πως ετοιμαζόμαστε για πόλεμο, και πως ο Γκιλ-Γκάλαντ και οι Άρχοντες των Ξωτικών, συγκεντρώνουνε δυνάμεις απ’ όλα τα βασίλεια των Ξωτικών της Μέσης Γης, και κάτω από την εντολή του Κίρνταν, του άρχοντα των Λιμανιών, παίρνω το θάρρος να σε ρωτήσω αν θα συμμετάσχεις στη μάχη, μόνος σου ή με τους ομοίους σου, αν υπάρχουν…»
«Είμαι μόνος, αλλά θα σταθώ στο πλάι σας», του απάντησε, «μαζί με όσους ανθρώπους καταφέρω να συγκεντρώσω από τους Χάλαντιν που έχουν απομείνει στο Νότιο Δάσος και δεν έχουν μετακινηθεί προς τα μέρη σας, για να ενωθούν με τους Νουμενόριαν του Λίντον…»
«Οι Νουμενόριαν του Βορρά είναι μαζί μας» του απάντησε χαμογελώντας ο Ελδέμαρ, «θα είναι χαρά μας να έχουμε έναν ικανό πολεμιστή σαν εσένα ανάμεσά μας, όμως δεν ξέρουμε το όνομά σου…»
«Το είπες μόνος σου νωρίτερα, είμαι ο Μπάραν (καστανός) από το Μπρέθιλ», του απάντησε χωρίς να διστάσει μπροστά στο ψέμα που μόλις είχε επινοήσει, θέλοντας να κρύψει την ταυτότητά του από τον άγνωστο πολεμιστή των Falathrim.
»Τώρα όμως σε χαιρετώ, ξένε Falmari» (ξωτικό της Θάλασσας) συμπλήρωσε, και σκαρφαλώνοντας τους βράχους της ακτογραμμής, χάθηκε προς τις δασωμένες πλαγιές του βουνού.

7/5/11

Η πικρή γεύση της πραγματικότητας (γ' μέρος)


Η Ελάννα είχε υποσχεθεί στο Νέχαρ, την τελευταία φορά που είχε έρθει, ότι θα καλούσε τη Μίριελ να τη βοηθήσει όταν θα ερχόταν η ώρα να γεννήσει. Οι Ντρούγκου είχαν ένα πολύ σύντομο δρομολόγιο μέχρι τη Ντίμροστ, και είχαν ενημερωθεί ότι ίσως χρειαστεί να τρέξουν ως την πόλη, για να ειδοποιήσουν τον Νέχαρ και τη γυναίκα του ώστε να σπεύσουν στο Νότιο Δάσος. 
Όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά απ’ ότι τα περίμεναν και ο τοκετός ξεκίνησε νωρίτερα, και παρά το γεγονός ότι ο Ελουρέντ βρισκόταν πάντα κοντά της, δεν κατάφερε να της προσφέρει σχεδόν καμιά βοήθεια, πέρα από ηθική συμπαράσταση, την ώρα των ωδίνων. Πολεμίστρια ως το τέλος, δεν τον άφησε να καλέσει κανέναν, αφού ούτως ή άλλως δεν θα προλάβαιναν να έρθουν εν καιρώ από την πόλη και το παιδί θα κινδύνευε αν περίμεναν κι άλλο, και γέννησε μόνο με τη βοήθεια της Ούρμια, της μητέρας του Γκόν-γκιρι.
Αλλά ο καταπονημένος από την εγκυμοσύνη οργανισμός της, δεν άντεξε την εξάντληση και την αιμορραγία που ακολούθησε τη γέννα, και πέθανε, αφήνοντάς τον με ένα όμορφο μωρό, που σχεδόν αμέσως άνοιξε τα χρυσά του μάτια και τον κοίταξε με θυμό, -αν θα μπορούσε ποτέ ένα νεογέννητο να θυμώσει με τον γεννήτορά του-, όμως του Ελουρέντ έτσι του φάνηκε, πως τον έκρινε υπεύθυνο για τον χαμό της μάνας του, και τότε το ονόμασε Γκλίνενρουθ (Glin-en-routh), Βλέμμα της Οργής. 
Και πέρασε τη νύχτα συντετριμμένος, αμίλητος δίπλα στο άψυχο σώμα της γυναίκας του, και το ξημέρωμα, τράβηξε από το χέρι της το δαχτυλίδι από μίθριλ που της είχε φορέσει ο ίδιος την πρώτη νύχτα της σύντομης κοινής ζωής τους, και αφήνοντας την κόρη του για λίγο στην φροντίδα του Γκόν-γκιρι και της μητέρας του, άναψε τη μεγάλη φωτιά που είχε υποσχεθεί η ίδια στην αδελφή της, σα να ήξερε ότι θα πέθαινε νωρίτερα από ‘κείνη. Και η Θίμελ σωριάστηκε αναίσθητη στη θέση που στεκότανε, δίπλα στο παράθυρο, με το που είδε τον πυκνό μαύρο καπνό που ανέβαινε από την άλλη άκρη του Δάσους.
Η φωτιά που είχε αφανίσει το σώμα της Ελάννα, είχε καταλαγιάσει όταν ο Νέχαρ έφτασε στο σπίτι τους, με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, και βρήκε τον Ελουρέντ μπροστά στ’ αποκαΐδια, με το μωρό παιδί του στην αγκαλιά του και τα μάτια του σκοτεινά, σα να είχαν σβήσει οι ήλιοι μέσα τους. Η θλίψη των ξωτικών μπορεί να τα σκοτώσει, κι αυτός ο Έλνταρ ήταν πολύ κοντά στο θάνατο, γι’ αυτό, νίκησε τη δική του λύπη και με λόγια παρηγοριάς τον γύρισε πίσω στο φως της μέρας, για χάρη του όμορφου παιδιού του που μόλις είχε ‘ρθει στον κόσμο. Κι ο Ελουρέντ έκλαψε τότε, για πρώτη φορά από την μέρα που ανακάλυψε τα άθαφτα απομεινάρια των γονιών του και των υπερασπιστών τους, στο Μένεγκροθ του Εσγκάλντουϊν, στις χίλιες σπηλιές, όταν τους είχε αναγνωρίσει μόνο από αυτά τα δαχτυλίδια που φορούσαν, το χρυσό δαχτυλίδι του Ντίορ Ελουχίλ και το ασημένιο της μητέρας του, της Νίμλοθ του Ντόριαθ .
Τώρα, η γυναίκα που είχε αγαπήσει και παγιδεύσει με τόσο κόπο στον έρωτά του, είχε χαθεί για πάντα, όμως στο σώμα του παιδιού τους, είχε αφήσει ένα μέρος του εαυτού της. Γι αυτό εκτίμησε περισσότερο τον Νέχαρ που ενώ πονούσε και ο ίδιος για την απώλεια της φίλης του, του συμπαραστεκόταν μ’ αυτόν τον τρόπο, επειδή του είχε δώσει έναν λόγο πολύ πιο ισχυρό να τον κρατήσει στη ζωή, πιο δυνατό από την απελπισία... Και δεν δέχτηκε την βοήθεια που του προσέφερε ο φίλος του στο μεγάλωμα της Γκλίνενρουθ, προτείνοντάς του να την πάρει μαζί του, παρά του απάντησε ότι στο μέλλον θα χρειαζόταν αυτή την εξυπηρέτηση (καθώς ήξερε ότι σύντομα θα έπρεπε να εγκαταλείψει το δάσος, για να πάρει μέρος στην μάχη που πλησίαζε).
Και μεγάλωσε μόνος του την κόρη του που τόσο του έμοιαζε, και συχνά της τραγουδούσε ένα νανούρισμα που του έλεγε η μητέρα του, αν και δεν θυμότανε τα λόγια πια. Και σύντομα το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη του, καθώς ανακάλυπτε ξανά την άδολη παιδική ηλικία μες απ’ τα μάτια της Ρούθιελ (όπως άρχισε να τη φωνάζει ο ίδιος χαϊδευτικά, επειδή το άλλο όνομα του φαινόταν πολύ βαρύ για ένα τόσο όμορφο και χαρούμενο παιδί), όπου όλα φάνταζαν φρέσκα και μυστηριώδη και η ζωή ήταν γεμάτη χρώματα και μυστικά που περιμένουν να εξερευνηθούν.

13/4/11

Η πικρή γεύση της πραγματικότητας (β' μέρος)


Ο Ελουρέντ τα ήξερε αυτά και είχε νοιώσει ότι πλησίαζε η ώρα της δεύτερης και μεγαλύτερης αναμέτρησης, όμως δεν ήθελε να σκέφτεται τι θα συνέβαινε αν έπρεπε να ενωθεί με τις δυνάμεις των Ξωτικών. Κι εκείνους τους είχε νοιώσει, που τον πλησίαζαν για να τον παρατηρήσουν πριν τον χάσουν ξανά, πιστοί στο αέναο παιχνίδι της αναζήτησης απαντήσεων, από την εποχή της Μεγάλης μάχης στην Άνγκμπαντ. Τους είχε εντοπίσει, ήταν ναυτικοί Τελέρι από το Μίθλοντ, το ήξερε ότι ήταν ζήτημα χρόνου να τον ανακαλύψουν, αλλά προς το παρόν τους έκανε τη ζωή δύσκολη, επειδή είχε μάθει καλά πώς να προφυλάσσει τον εαυτό του.
Μα ο Νέχαρ ήταν χαρούμενος και υπήρχε ελπίδα μέσα του παρά τα άσχημα νέα, και η ύπαρξη του χρυσοκάστανου Έλνταρ στο Δάσος των σφενδαμιών που τόσο έμοιαζε με το Νίμπρεθιλ των μύθων και των τραγουδιών, ήταν καλό σημάδι για τους ανθρώπους που είχαν επιζήσει από την καταστροφή του, αφού αποδείκνυε περίτρανα ότι η παλιά φιλία των δύο λαών ίσχυε. Αν ανησυχούσε για την κατάληξη της σχέσης του με την αδελφική του φίλη δεν το έδειχνε, όμως η Ελάννα ήταν πάντοτε ξεχωριστή και ιδιαίτερη, και αυτός ο Ξωτικός, πέρα από τα βασικά του χαρακτηριστικά, τα αστραφτερά μάτια με τις υπερμεγέθεις κόρες και τα μυτερά αυτιά, δεν έμοιαζε σε τίποτε άλλο με τα υπερήφανα και ίσως και υπεροπτικά, ξανθά πλάσματα των ξωτικολιμανιών του Βορρά. Η αγάπη αυτού του άντρα, ήταν κάτι το πρωτόφαντο για τα χρονικά, και στο παρελθόν μόνο ξωτικογυναίκες διάλεγαν να ενώσουν τη ζωή τους με τα νεώτερα παιδιά του Έρου, τους ανθρώπους. Του ζήτησαν να κρατήσει κρυφό το μυστικό τους και ο Νέχαρ συμφώνησε ότι δε θα μιλούσε πουθενά, εκτός ίσως από τη Μίριελ και μόνο, που την εμπιστευόταν απόλυτα. Έτσι κι αλλιώς, δε θα τον πίστευε κανείς άλλος εκτός από εκείνη...
Και από εκείνη την ημέρα επισκεπτόταν πιο συχνά τους φίλους του και μόλις ο γιος του γεννήθηκε, την πρώτη μέρα του Loa (του ηλιακού έτους των ξωτικών) ακριβώς την ημέρα Yestare, (την ίδια μέρα με την γέννηση της Ελάννα, εικοσιπέντε χρόνια νωρίτερα), τους είπε ότι θα έδινε δύο ονόματα στο γιο του, ένα Χάλαντιν και ένα ξωτικίσιο, και τον είπε Ντένχαρ Τουίλιον (ανοιξιάτικος). Όμως και οι φίλοι του είχαν νέα να του πουν, επειδή και η Ελάννα περίμενε το δικό τους το μωρό, που θα γεννιόταν στα μέσα του Φθινοπώρου. 
Ήδη ο Ελουρέντ, από την ημέρα της γέννησης του Ντένχαρ, έψαχνε να βρει ένα ταιριαστό όνομα για το πρώτο παιδί του, και είχε καταλήξει σε μερικά που θα του ταίριαζαν, όπως Ρανάριον (Γιος της σελήνης) ή Μενέλιαν (ουράνια) ή ακόμα και Έλδελοθ (ξωτικολούλουδο). Επειδή και η Ελάννα είχε ξωτικίσιο όνομα που σήμαινε Δώρο των Αστεριών, και του φαινότανε πιο όμορφο τα ονόματά τους να θυμίζουν τα αστέρια και τα άλλα ουράνια σώματα που φώτιζαν τις πολύπαθες φυλές των Ανθρώπων και των Ξωτικών και τους έδιναν κουράγιο, με το χλωμό τρεμούλιασμά τους στον αψεγάδιαστο νυχτερινό ουρανό.
Το σπίτι της στην άκρη του δάσους των σφενδαμιών τους στέγασε, και τώρα, η οικογενειακή θαλπωρή που τόσο είχε λείψει από τον Ελουρέντ, του ανταποδιδόταν με την δημιουργία της δικής του οικογένειας. Όμως η εγκυμοσύνη της Ελάννα δεν ήτανε καλή και υπέφερε ακόμα από το μεσοκαλόκαιρο, αλλά εκείνη τον ηρεμούσε με την αισιόδοξη στάση της και δεν τον άφηνε να ανησυχεί. Δεν μπορούσε ούτε καν να κινηθεί, από τις κράμπες και την αδυναμία, και παρακολούθησε τον πολυαναμενόμενο θερισμό, καθηλωμένη στο κρεβάτι της, με τους Ντρούγκου να στοιβάζουν τα δέματα από το σιτάρι, και τον Γκόν-γκιρι να χοροπηδάει γύρω από τον Ελουρέντ, που πραγματικά είχε πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο του θεριστή και αναγκαζόταν να σταματάει κάθε τόσο, πνιγμένος από τα γέλια, αφού ο μικρός Ντρουγκ φώναζε ρυθμικά τη μαγική λέξη «Με-λό-πι-τα! Με-λό-πι-τα!», σα να μην είχε φάει καθόλου μελόπιτες, όλον τον χρόνο που είχε περάσει.

«Ήσουν πολεμιστής και σ’ έκανα αγρότη! Ούτε που θα υποψιαζόσουν τέτοια ατίμωση όταν έμπλεκες μαζί μου…» του είπε εκείνο το βράδυ, όταν ήρθε να πλαγιάσει δίπλα της, στο μυρωμένο στρώμα τους.
«Όχι, τέτοια κατάντια, δεν τη περίμενα!» την κορόιδεψε τρυφερά. »Όμως εμένα μου φαίνεται ότι τα καταφέρνω εξίσου καλά στην κηπουρική…Πήρα ένα κλειστό ανοιξιάτικο μπουμπούκι και το έκανα ν’ ανθίσει, και τώρα αυτό το λουλούδι θα μου δώσει τον ωραιότερο καρπό που θα υπάρξει ποτέ, μετά από τη Λούθιεν…»
«Α eldarion…» μονολόγησε η Ελάννα.
«Έτσι με φώναξαν οι Γιάουρ όταν με βρήκαν…» της απάντησε σα να θυμήθηκε ξαφνικά τα παλιά. «Ένα ξωτικόπαιδο; ή μήπως ένα Μισοξωτικό, όπως ήταν ο πατέρας μου; Ντίορ ο Αράνελ! Μα θα είναι ένα ευτυχισμένο παιδί, χαρούμενο και γελαστό, και θα μάθει ν’ αγαπά τα φυτά και τα ζώα, και οι Ντρούγκου θα είναι φίλοι του, όπως είναι δικοί μου και δικοί σου φίλοι…»
«Έχει ολόγιομο φεγγάρι έξω, ο καταρράχτης μας θα είναι ασημένιος, και η Γυάλινη σπηλιά ολόφωτη…» είπε η Ελάννα, φέρνοντάς τον πίσω στην πραγματικότητα. «Οι Ντρούγκου, θ’ αρχίσουν να φεύγουν προς το Άντραστ, η θάλασσα θα καθρεφτίζει τ’ αστέρια…Δε θα ‘θελες να πας κι εσύ μαζί τους; Ο Γκόν-Γκιρι θα χαρεί να μείνει μαζί μου αν του το ζητήσω, δεν θα είμαι μόνη μου...»
«Ο Γκόν-Γκιρι είναι σωστό ν’ αρχίσει να μαθαίνει τον τρόπο ζωής της φυλής του…Κάποια μέρα θα διεκδικήσει την αρχηγία, όσο για μένα, έχω πάει πολλές φορές μαζί τους και θα υπάρξουν κι άλλα τέτοια βράδια, στο μέλλον…Όμως οι Γιάουρ τα καταφέρνουν μια χαρά και χωρίς εμένα, εξάλλου εδώ είμαι πολύ πιο χρήσιμος και δεν σκοπεύω να λείψω από κοντά σου ούτε στιγμή! Τώρα μην ανησυχείς για μένα και κλείσε τα μάτια σου…, είναι αργά και πρέπει να κοιμηθείς…»

9/4/11

Η πικρή γεύση της πραγματικότητας (α' μέρος)


Οι επόμενες εβδομάδες πέρασαν με μεγάλη χαρά για τον Ελουρέντ και την Ελάννα. Ο χρόνος κυλούσε σαν να μην τους άγγιζε, στο Νότιο άκρο των Έρεντ Νίμραϊς, κοντά στο ακρωτήρι Άντραστ όπου τους άρεσε να πηγαίνουν και να κοιτούν τη θάλασσα από ψηλά. Οι γλάροι που τόσο αγαπούσε ο λαός της μητέρας του, έκρωζαν πλησιάζοντας την ξηρά, ιδιαίτερα τις ημέρες που ο καιρός ήταν καλός και δεν υπήρχε ίχνος κύματος και τους παρακολουθούσαν που εφορμούσαν σαν λευκά και ασημένια βέλη, για να τραφούν από τα ψάρια που βρίσκονταν κοντά στην επιφάνεια του νερού. Ή ακούγανε τον παφλασμό από τα στιλπνά σώματα των δελφινιών που χαίρονταν τον ήλιο και τον ελαφρό αλμυρό αέρα, πριν χαθούν προς τα βαθύτερα νερά. Οι Ντρούγκου, τους έβλεπαν που περιφέρονταν στις μυστικές τους περιοχές χωρίς να ενοχλούνται.
Ο Ελουρέντ που τους είχε συνοδεύσει στη μεγάλη μετανάστευση της 2ης Εποχής, από τις ίδιες περιοχές που καταποντίστηκαν μετά την καταστροφή του Νούμενορ και των δυτικών ακτών της Μέσης Γης, φαινότανε για πρώτη φορά ευτυχισμένος στα μάτια τους και μαζί του χαίρονταν και κείνοι. Τον είχαν αγαπήσει και κατανοούσαν την ανάγκη του για μία σύντροφο, και η συνύπαρξη μαζί του ήταν ωφέλιμη γι’ αυτούς: Ήταν σοφός και πολύτιμος σαν φίλος, μια σταθερή αξία για τους Ντρούενταϊν που η διάρκεια της ζωής τους ήταν πολύ σύντομη, ενώ η δική του μακροημέρευση, τους έμοιαζε με θεόσταλτο δώρο που τους προστάτευε και τους φρόντιζε. Και η παρουσία της Ελάννα στην περιοχή, εδραίωνε τις σχέσεις τους με την αρχαία φυλή της Χάλεθ που θα είχε σβήσει χωρίς τους Νουμενόριαν που είχαν επιστρέψει πολλές γενιές δικές τους νωρίτερα, αν και οι ελάχιστοι Χάλαντιν που είχαν παραμείνει στο Μπρέθιλ του Μπελέριαντ, είχαν επιζήσει μόνον επειδή τους είχαν ακολουθήσει στη πορεία τους προς το Νοτιά. Και η νεαρή γυναίκα ήταν η μόνη από τους Ατάνι που είχε δει με τα μάτια της το κρυμμένο χωριό τους και τα περίφημα σιδηρουργεία τους, που έβλεπαν προς το Ντρούγουαϊθ Γιάουρ, τον έρημο χερσότοπο των Ντρούγκου, από τη Βορειοδυτική πλευρά του βουνού.
Αρχές του Φθινοπώρου, ο Νέχαρ επέστρεψε. Ήταν πανευτυχής επειδή η Μίριελ ήταν κιόλας έγκυος, αλλά έμεινε άναυδος βλέποντας τον ψηλό Έλνταρ, και για λίγη ώρα δεν έβγαζε κουβέντα από το στόμα του. Ο Ελουρέντ του συστήθηκε και έμεινε για λίγο μαζί τους, πριν τους αφήσει διακριτικά μόνους, για να συζητήσουν, και η Ελάννα τον ρώτησε τότε, πώς περνούσε ο καιρός στη Ντίμροστ, καθώς αρκετοί κάτοικοί της μετακινούνταν ξανά προς τα βορειοδυτικά, στις περιοχές των Ξωτικών που ήτανε καλύτερα προφυλαγμένες και οι φρουροί τους ήταν δυνατοί σαν μαχητές και αόρατοι καθώς κυνηγούσαν μέσα στα δάση. Εκατό χρόνια είχαν περάσει από την άφιξη των Νουμενόριαν και την ίδρυση των Βασιλείων τους, και το κακό είχε σηκωθεί ξανά.
Η Άρνορ, το βασίλειο του Ελεντίλ στο Βορρά είχε καταρρεύσει προ πολλού, και η Αννούμινας στις όχθες της λίμνης Νενούιαλ είχε εγκαταλειφθεί, ενώ το κέντρο των επιχειρήσεων είχε μεταφερθεί στο πανίσχυρο Φόρνοστ Εράιν, στα Βόρεια οροπέδια ανάμεσα στα όρη Έβεντιμ και το Άμον Σουλ. Η Γκόντορ με τον Ισίλντουρ και τον Ανάριον στο Νότο κινδύνευε κι αυτή, επειδή ο Μάϊα Σάουρον, ο υπηρέτης του Μέλκορ, που είχε επιστρέψει στη Μαύρη Γη της Μόρντορ, απειλούσε όλα τα ζωντανά πλάσματα και ήδη είχαν γίνει μάχες έξω από τα τείχη του, όμως χωρίς σπουδαία αποτελέσματα. (Και οι Μπάλκχοθ είχαν αποθρασυνθεί).
Οι Ντάνλεντινγκς που ζούσαν στις εσωτερικές κοιλάδες του Μόρθροντ στο Λέμπεννιν, ανέχονταν την ολοένα και αυξανόμενη δύναμή του και έλπιζαν σ’ αυτόν, ότι θα κέρδιζαν τις πλούσιες περιοχές της Γκόντορ, απαλλαγμένοι από τους Νουμενόριαν που τις κατοικούσαν και τις εκμεταλλεύονταν, ενώ από καιρό υποπτεύονταν ότι οι Easterlings (Ανατολίτες) υποστηρίζονταν στις επιθέσεις τους από αυτούς (οι οποίοι προφανώς τους παρείχαν και καταλύματα). Η περιοχή αυτή είχε αποκλειστεί σχεδόν για όλους, εκτός από αυτούς τους ίδιους, και το μικρό ξωτικολιμάνι που υπήρχε από την εποχή της αρχαιότητας της Μέσης Γης στο Μπελ Φάλας, είχε τώρα εγκαταλειφθεί εντελώς, από το φόβο των επιδρομών των Ορκ και των πρωτοεμφανιζόμενων Νάζγκουλ, τρεις από τους οποίους ήταν άπιστοι Νουμενόριαν -στην καταγωγή- Βασιλίσκοι του Χάραντ (Νότος), που περιφέρονταν παντού ανεμπόδιστοι, σκορπώντας τον τρόμο και το θάνατο. Τους είχε παγιδεύσει ο Σάουρον Γκορθάουρ (εξαναγκαστής), προσφέροντας τους τα δαχτυλίδια εκείνα που είχαν κατασκευαστεί στο Ερέγκιον, επειδή ήθελε να σκλαβώσει τη θέληση των Ανθρώπων, όπως και των ξωτικών, που όμως του είχαν αντισταθεί.

12/2/11

Από τον Άρχοντα, στην Ιλιάδα

Εδώ και αρκετά χρόνια, τουλάχιστον από το 1992, κυκλοφορεί στην Αγγλία σαν σκέψη, και τελικά με τη μορφή διαλέξεων και μελέτης που εκδόθηκε σε βιβλίο για πρώτη φορά το 1999, και 10 χρόνια μετά σε νέα συμπληρωμένη έκδοση, η υπόθεση ότι η Τροία δεν βρισκόταν στην περιοχή της σημερινής Τουρκίας, αλλά στην Βρετανία…Έχοντας διαβάσει οτιδήποτε αφορά τον μύθο, τις αρχαιολογικές έρευνες και τις οποιεσδήποτε μελέτες γύρω από την Τροία, τον Μυκηναϊκό πολιτισμό και τα Χετιτικά κείμενα, μου φαίνεται σίγουρα πολύ περίεργη και απολύτως αναληθής η σύγκριση ανάμεσα στην Τροία του Ομήρου και της πεδιάδας του Cambridge και των λόφων του Gog Magog…
Το Αγγλικό βιβλίο δεν το έχω διαβάσει, για την ακρίβεια δεν γνώριζα καν την ύπαρξή του, μέχρι πριν από λίγους μήνες, ωστόσο απ’ ό,τι φαίνεται είναι μία προσεγμένη έκδοση, με πολλούς χάρτες, φωτογραφίες, απεικονίσεις και πίνακες…
Από την άλλη συντάσσομαι με την άποψη ότι η πραγματική Τροία δεν βρισκόταν στην περιοχή του λόφου του Χισαρλίκ που ανασκάφηκε από τον Σλήμαν, αλλά στο βουνό του Μπάλι- νταγ, όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο ιστορικός Βαγγέλης Πανταζής, θεωρία με την οποία προφανώς συμφωνεί και ο Πέδρο Ολάγια…
Ωστόσο είναι ενδιαφέρον να ανακαλύψουμε και τις άλλες ιστορίες γύρω από την Τροία, και πού την τοποθετούν οι διάφοροι «ειδικοί»…
Είναι γεγονός πάντως, πώς τόσο η θεωρία του Iman J. Wilkens, που τοποθετεί την μυθική πόλη στην Αγγλία όσο και η αντίστοιχη θεωρία του καθηγητή Felice Vinci, που την τοποθετεί στη νότια Φιλανδία, δεν γίνονται σε καμία περίπτωση δεκτές από τους κλασικιστές…

Μπορεί να φαίνεται άσχετο το συγκεκριμένο ποστ ανάμεσα στα υπόλοιπα αυτού του μπλογκ, ο λόγος όμως που έγινε αυτή η ανάρτηση είναι η έμπνευση που έδωσε στον συγγραφέα της τριλογίας του Άρχοντα και των υπολοίπων ιστοριών της Μέσης γης, η βαθιά γνώση του μύθου της Τροίας και των υπόλοιπων αρχαίων μύθων, Ελληνικών και Ρωμαϊκών…

16/1/11

Η μέρα της γιορτής (γ' μέρος)


Κάθισε στο λείο βράχο και την τράβηξε κοντά του. Το φως του φεγγαριού, περνούσε μέσα από τη λεπτή κουρτίνα του νερού και φώτιζε την μικρή εσοχή όπου καθόντουσαν απομονωμένοι.
«Δεν είχα και την καλύτερη διάθεση τον τελευταίο καιρό και ξέρω καλά ότι σε πλήγωσα με τη συμπεριφορά μου…», ξεκίνησε να του λέει παίρνοντας πρώτη το λόγο.
»Ήθελα να σου πω πως είχες δίκιο εκείνο το βράδυ πάνω στη στέγη και θα ‘πρεπε να σ’ ευχαριστήσω που με νοιάστηκες, αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα μου…Όμως όταν μου είπες ότι θα έφευγες και ‘συ, ένοιωσα ότι ήμουν εγώ υπεύθυνη γι’ αυτό, αλλά δεν το κατάλαβα το λάθος μου πριν από σήμερα…»
«Και νόμισες ότι έφυγα;» τη ρώτησε, καθώς σκέφτηκε ότι αν και καθυστερημένα, τα λόγια που της είχε πει όταν είχε πάει να την επισκεφτεί και να τη χαιρετήσει για τελευταία φορά, την είχανε αγγίξει πραγματικά.
«Έτσι μου είχες πει, αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω ότι το άκουσα…Και τώρα που γύριζα τρέχοντας μέσα στο δάσος για να σε προλάβω, δε σε είδα πουθενά και φοβήθηκα ότι έφτασα αργά και δε θα είχα την ευκαιρία να σου μιλήσω…» του απάντησε.
«Γιατί δε με φώναξες; Θα ερχόμουν αμέσως…» της είπε, και η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμισε ότι ακουγόταν έξω από το στήθος του. «Από την πρώτη στιγμή που μιλήσαμε, σου το είχα πει: Να με φωνάξεις όποτε με ήθελες…»
«Με ποιο δικαίωμα να το κάνω;» τον ρώτησε και τον κοίταξε βουρκωμένη, κι εκείνος σάστισε μ’ αυτή την αντίδραση, επειδή δεν την περίμενε.
»Είσαι ξωτικό και είμαι άνθρωπος…Είσαι αθάνατος κι εγώ θνητή, απόλυτα ελεύθερος, ενώ εγώ είμαι σκλαβωμένη σ’ ένα κορμί που φθείρεται…Γιατί να σε σκλαβώσω κι εσένα; Ακόμα κι αν το ήθελες, τι θα μπορούσε να σου προσφέρει η αγάπη μου πέρα από λύπη; Κι αν ήταν μόνον όνειρο ή απατηλός πόθος της καρδιάς μου το ενδιαφέρον σου, είναι καλύτερα να μη δεσμεύω πια τη σκέψη μου στη μαγική σου υπόσταση, και να το πάρω απόφαση πως οι μοίρες των λαών μας είναι χωριστές και στη ζωή και στο θάνατο, άρα και οι δικές μας είναι αταίριαστες…»
Τα λόγια της ήταν μια αποκάλυψη, αλλά παρόλο που δε συμφωνούσε, αναγνώριζε ότι η σκέψη της ήταν ορθή και οι φόβοι της δικαιολογημένοι. Του είχε μιλήσει καθαρά, χωρίς περιστροφές και εγωπάθεια, επειδή ήταν μια ατρόμητη πολεμίστρια σαν τις Αρχαίες Αμαζόνες της Χάλεθ που δεν προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της που κυλούσαν στα μάγουλά της, μια δυνατή γυναίκα με τρυφερή καρδιά, λεπτή και όμορφη σαν εύθραυστο ξωτικοκόριτσο. Ήθελε να της γελάσει, αλλά εκείνη έκλαιγε. Άπλωσε το χέρι του να σκουπίσει τα δάκρυά της όμως εκείνη αρνήθηκε να τον αφήσει ν’ αγγίξει το πρόσωπό της.
«Αν με ένοιαζαν αυτές οι μοίρες…», της είπε και πήρε τα χέρια της στα χέρια του παρά την αντίδρασή της, «δε θα σου επέτρεπα ποτέ να με δεις, μετά από το βράδυ της επίθεσης έξω από το δάσος…Θα σε βοηθούσα μόνον και μετά θα χανόμουν και δε θα σε πλησίαζα ξανά! Όμως εγώ σε περίμενα να επιστρέψεις, από το πρωί εκείνο που με χαιρέτισες με ένα νεύμα σου χωρίς να με ξέρεις, όταν έφυγες πριν από τέσσερα χρόνια, με τη βοήθεια της αδελφής σου…Και πάντα παρακολουθούσα τις περιπολίες σου και αναρωτιόμουν πότε ο άνεμος θα σ’ έφερνε ξανά, στο λιμάνι μου…»
»Νοιώθω για σένα όπως κανένας Ξωτικός δεν ένιωσε ποτέ για καμιά θνητή γυναίκα, αλλά τώρα καταλαβαίνω την αγάπη της γιαγιάς μου της Λούθιεν για τον άντρα της τον Μπέρεν που ήταν άνθρωπος, και τον κόπο που κατέβαλαν οι δυο τους προσπαθώντας να λυγίσουν την βουλή του πατέρα της και να τους δώσει την ευχή του…Αλλά εγώ είμαι μόνος μου και δεν έχω κανένα δικό μου στη ζωή για να υπολογίζω τη γνώμη του στις αποφάσεις μου, όμως, υπολογίζω στη δική σου γνώμη και θα ‘θελα να ξέρω αν θέλεις να μου ανήκεις, ώστε να μπορώ και ‘γω ν’ ανήκω σε σένα…»
Την κοιτούσε μέσα στα μάτια και κρατούσε τα χέρια της σφιχτά, όμως εκείνη τα τράβηξε από τα δικά του και προς στιγμήν ο Ελουρέντ φοβήθηκε ότι θα σηκωνόταν και θα έφευγε, αλλά η Ελάννα έφερε τα χέρια της στο πρόσωπό του και το χάιδεψε, κι εκείνος θέλησε να φέρει τα δικά του χέρια στο δικό της αλλά εκείνη αμίλητη απέκρουσε ξανά το άγγιγμα του. Κι αφού άγγιξε το πρόσωπό του όσο ήθελε, και πείστηκε από το βλέμμα του ότι εννοούσε κάθε λέξη που της είχε πει, τότε άνοιξε μόνη της και τα υπόλοιπα κουμπιά του φουστανιού της και το έβγαλε από πάνω της, και παραδίδοντας τον εαυτό της στα χέρια του, λύγισε σαν τόξο, όταν εκείνος κάλυψε τη γύμνια της με το δικό του σώμα.
Όταν ξύπνησε το πρωί, τον είδε που την κράταγε ακόμα στην αγκαλιά του, όμως εκείνος της έδειξε το ασημένιο δαχτυλίδι που της είχε φορέσει την ώρα που κοιμόταν και καθώς τον κοιτούσε σαστισμένη, παρατήρησε στο δικό του χέρι, ένα ίδιο δαχτυλίδι από χρυσάφι.
«Είναι τα δαχτυλίδια των γονιών μου», της είπε. «Δεν έχω τίποτε άλλο να σου προσφέρω πέρα από το ταίρι του δικού μου δαχτυλιδιού μαζί με την υπόσχεσή μου στο όνομα του Έρου: Μέχρι να τελειώσουν οι ζωές μας, αυτά τα betrothal rings θα μας έχουν ενωμένους, για πάντα…».