14/1/12

Ένα ξωτικοκόριτσο στη Ντίμροστ (β μέρος)


Το άλλο πρωί η Ρούθιελ ήταν στο πόδι από νωρίς, το πιο πιθανό ήταν ότι στριφογυρνούσε όλη τη νύχτα μέσα στο δωμάτιό της περιμένοντας να περάσουν οι ώρες του ύπνου της Μίριελ και του Ντένχαρ και να πάνε επιτέλους έξω από την πόλη. Δεν ήξερε πως ήταν το λινάρι επειδή, όποτε είχε πάει με τον πατέρα της στη Νέα Ντίμροστ -τις λιγοστές φορές που είχε γίνει αυτό- δεν ήτανε ποτέ ανθισμένο και είχε δει μόνο τα πράσινα στελέχη με τα λεπτά φύλλα που γέμιζαν τα γειτονικά λιβάδια. Η Μίριελ της έδωσε το ανοιχτό γκρίζο ύφασμα που ταίριαζε με το φαρδύ φουστάνι της και τύλιξε μόνη της τα μακριά μαλλιά της, αφήνοντας τις δύο άκρες του μαντηλιού να κρέμονται στην πλάτη της κομποδεμένες στον αυχένα. Ο Ντένχαρ τις συνόδευσε πάνω στ’ άλογο, ως το λιβάδι όπου εκείνες πήγαν πεζές, και κράτησε το άλογό του μακριά από τα γαλάζια λουλούδια, παρακολουθώντας με ενδιαφέρον τις αντιδράσεις του κοριτσιού.
«Είναι πολύ ωραία!» φώναξε γελώντας, και μπήκε μέσα στο χωράφι σχεδόν χορεύοντας κάτω από τον ήλιο. Πολλές μικρές γαλάζιες και λευκές πεταλούδες που βρίσκονταν πάνω στα λουλούδια του λιναριού που λύγιζαν στο πέρασμά της, πέταξαν σαν μαδημένα πέταλα που τα παίρνει ο άνεμος και εκείνη απόμεινε να κοιτάζει εκστατικά την γαλάζια έκταση που απλωνόταν μπροστά της.
«Θα τα ξεριζώσουμε για να φτιάξουμε νήμα», της φώναξε η Μίριελ από την άκρη του ολάνθιστου αγρού όπου είχε μείνει.
«Είναι κρίμα», της απάντησε, «είναι τόσο όμορφα, γιατί πρέπει να τα χαλάσουμε;»
«Θα φτιάξουμε ύφασμα σαν αυτό που φοράς, καθώς και φάρμακα, με τους σπόρους του λιναριού που θα αφήσουμε να ωριμάσει», της ξαναφώναξε, αλλά η Ρούθιελ δεν την άκουγε, επειδή έμεινε ακίνητη με ανοιχτά τα χέρια κάτω από τον ήλιο και τον ελαφρό αέρα, και έγειρε πίσω το κεφάλι της και τότε το μαντήλι έπεσε ανάμεσα στα λουλούδια και τα μαλλιά της με τις μακριές πλεξίδες, κυμάτισαν και άστραψαν με χρυσές φλόγες, πέφτοντας ελεύθερα και μακριά.
Κι ο Ντένχαρ υπνωτίστηκε από αυτήν την εικόνα και μέθυσε από το χρυσό φως και ο πόθος του μέσα στην καρδιά του τον έκαψε. Όμως εκείνη μάζεψε αμέσως το μαντήλι και κάλυψε το κεφάλι της, αλλά για ‘κείνον δεν είχε σημασία πια, επειδή το μυαλό του είχε αδειάσει από έγνοιες και υποχρεώσεις, όμως, άκουσε τα λόγια της μητέρας του που στεκόταν δίπλα στ’ άλογό του και μουρμούρισε:
»Αυτό το κορίτσι είναι σίγουρα κόρη της Ελάννα και του Ξωτικού του δάσους, αλλά δεν ξέρω για πόσο θα μπορέσουμε ν’ αντέξουμε αυτήν την ομορφιά τόσο κοντά μας…»
Ο Ντένχαρ διαφωνούσε μ’ αυτή την άποψη αλλά δεν της το είπε. Ο Μπάραν του είχε πει ότι το ζήτημά του θα το εξέταζε μόλις θα γύριζαν από τον πόλεμο, αλλά αυτό δεν του ήταν αρκετό: Θα κρατούσε το κορίτσι αυτό με όποιον τρόπο, και θα την έκανε να τον αγαπήσει πάση θυσία, γι’ αυτό έπρεπε να καταφέρει να συγκρατήσει τον εαυτό του, εξάλλου ήταν μόνο δεκαπέντε χρόνων και το αντικείμενο του πόθου του ήταν μόλις μισό χρόνο μικρότερη από εκείνον. Κράτησε τις σκέψεις του για τον εαυτό του και απομακρύνθηκε από το λιβάδι χωρίς να πει τίποτα, αν και ησύχασε που η Γκλίνενρουθ είχε μαζέψει πάλι τα μαλλιά της και δεν την άφηνε μόνη της, αλλά με την μητέρα του. Είχε δει με την άκρη του ματιού του τους νεαρούς που ήρθαν από την πόλη και στέκονταν πιο μακριά παρατηρώντας κι εκείνοι τo νεαρό κορίτσι.