10/3/12

Η αναζήτηση της Ρούθιελ (β μέρος)


Η Γκλίνενρουθ πέρασε μέσα από το δάσος και κατευθύνθηκε στις Βόρειες εγκαταστάσεις των Νουμενόριαν. Οι Φαλάθριμ τοξότες δεν την ενόχλησαν και την άφησαν να περάσει χωρίς κίνδυνο, είχαν συνηθίσει να βλέπουν νεαρούς καβαλάρηδες να περνούν, κι εκείνη, σκύβοντας περισσότερο πάνω στην πλάτη του αλόγου, ευχαρίστησε από μέσα της τον πατέρα της για την συμβουλή του μαντηλιού, καθώς τους ένιωσε ότι την παρακολουθούσαν κρυμμένοι ανάμεσα στα δέντρα. Και εξακολουθούσαν να την παρακολουθούν που ξεπέζεψε μπροστά σε ένα από τα πρώτα σπίτια και οι ηλικιωμένοι άνθρωποι που βγήκαν στην πόρτα, την κοιτούσαν σαστισμένοι και καθώς δεν έβγαζε άκρη από τα μπερδεμένα λόγια τους, στράφηκε πάλι προς τον σκοτεινό όγκο του Βουνού και τους άφησε πίσω της. Ακολουθώντας τον ίδιο σύντομο δρόμο που είχε πάρει όταν ξεκινούσε την αναζήτησή της, βρήκε τα σημάδια και κάλπασε ανάμεσα στα δέντρα, αλλά πολύ κοντά στην πόλη, το μαντήλι της, που στο μεταξύ είχε χαλαρώσει με το τρέξιμο, σκάλωσε πάνω σε ένα χαμηλό κλαδί και το έχασε, παρά το γεγονός ότι φορούσε επίσης και κράνος, όμως δε γύρισε να το πάρει επειδή την ενδιέφερε περισσότερο η κατάσταση του Ντένχαρ, που δεν την γνώριζε, παρόλο που τα ίχνη που της είχε αφήσει ο Γκόν-γκιρι που ήταν μαζί του, από κάποιο σημείο της διαδρομής και μετά, την είχαν καθησυχάσει.
Εμφανίστηκε στην πύλη με τα μακριά μαλλιά της ν’ ανεμίζουν χωρίς να σταθεί για έλεγχο ή να ρωτήσει αν ο Ντένχαρ είχε επιστρέψει και ελάχιστη ώρα μετά, πέρασε στην εσωτερική αυλή και ξεπέζεψε μπροστά στο σπίτι. Παράτησε το άλογο όπως ήταν και πετώντας το κράνος από το κεφάλι της, έτρεξε προς την πόρτα. Είχε φύγει και γυρίσει μέσα σε ελάχιστες ώρες, το φεγγάρι ήταν ακόμα ψηλά.
Ο Ντένχαρ της άνοιξε την πόρτα για να μπει, πριν προλάβει να χτυπήσει.
«Γεια σου…» της είπε, και εκείνη κοντοστάθηκε μπροστά στα μεγάλα γκρίζα μάτια του που την κοίταζαν με θέρμη. Πρώτη φορά την έβλεπε με τέτοια ρούχα και με τα δικά του όπλα φορεμένα πάνω της και τη θαύμασε, αλλά ο τρόπος που ίππευε και η παράτολμη αποφασιστικότητά της, τον είχαν κυριολεκτικά σκλαβώσει.
«Είσαι τραυματισμένος, πονάς;» τον ρώτησε και κατέβασε τα μάτια της από το χαμογελαστό πρόσωπό του, κοιτώντας το μανίκι του που ήταν σκισμένο στον ώμο και το ύφασμα είχε λεκιάσει από αίμα.
«Τώρα που σε βλέπω, νοιώθω μια χαρά…Νόμιζα ότι φοβόσουν τ’ άλογα…» της απάντησε. Ήταν ελάχιστα ψηλότερος από εκείνη και μόνο λίγα εκατοστά τους χώριζαν τον ένα από τον άλλον, και αν ήθελε να την αγκαλιάσει και να τη φιλήσει όπως είχε υποσχεθεί στον εαυτό του, τώρα ήταν η ευκαιρία του. Όμως έμεινε καρφωμένος στη θέση του.
«Καμιά φορά, όταν υπάρχει ανάγκη, ξεπερνάμε τα όριά μας, έτσι δεν είναι;» του είπε η Γκλίνενρουθ χαμογελώντας, και τον ξανακοίταξε σταθερά μέσα στα μάτια του, ανταποδίδοντας το ενδιαφέρον.
Η Μίριελ ήρθε στο άνοιγμα της πόρτας.
«Που είναι το μαντήλι σου;»
«Το έχασα όταν πιάστηκε στα κλαδιά των δέντρων καθώς επέστρεφα…» της απάντησε και προσπέρασε τον νεαρό μελαχρινό άνδρα που την κοιτούσε επίμονα, επειδή είχε δει τον Γκόν-Γκιρι και τον πλησίασε.
«Εγώ φταίω για την ταλαιπωρία σας», της είπε, «αλλά δε θα σου μιλήσω γι’ αυτό, μα για τα νέα των Γιάουρ…»
Η Γκλίνενρουθ άκουσε τη λέξη “νέα” και γύρισε προς τον Ντένχαρ που την κοιτούσε χαμογελαστός και τα λακκάκια στα μάγουλά του ήταν ολοστρόγγυλα.
«Τί έμαθες;»
«Έφτασες ως εκεί και δεν σκέφτηκες να ρωτήσεις η ίδια;» της απάντησε με ερώτηση, πιο γελαστός από πριν.
«Μετά βίας μου είπανε οι παππούδες σου ότι είχες πάει και είχες φύγει, και ολόκληρες προτάσεις με νόημα, δεν έβγαλα από το στόμα τους…» δικαιολογήθηκε, και τα μάγουλά της ρόδισαν.
«Τα νέα είναι ευχάριστα, και για τους γονείς μας και για τον Γκόν-γκιρι, αν τον αφήσεις να σου πει…» της είπε γελώντας και εκείνη στράφηκε προς τον Ντρουγκ.
«Έγινες αρχηγός!» του είπε, κι εκείνος γέλασε επειδή η φίλη του είχε μαντέψει σωστά. Και έμεινε μαζί τους μέχρι το ξημέρωμα και μετά συνόδεψε την κοπέλα, ως το λιναροχώραφο, όπου είχε ήδη αρχίσει να μαζεύει τα λουλούδια. Ο Ντένχαρ εντυπωσιάστηκε από την αντοχή τους, επειδή εκείνος ήταν κατάκοπος, και πήγε προς το δωμάτιό του ρίχνοντας τους μία τελευταία ματιά, και το βλέμμα του συναντήθηκε πάλι με το δικό της, καθώς τον κοίταξε για μια στιγμή, πριν βγει από το σπίτι.