19/3/12

Μια προσβολή


Όλο το πρωί η Γκλίνενρουθ έφτιαχνε δεμάτια και σχεδόν είχε κιόλας τελειώσει με τα λινάρια για την ύφανση, όταν αργά το απόγευμα, ο Χίραν εμφανίστηκε πάνω στο άλογο, με το λινό σκούρο μαντήλι της που είχε χάσει τη νύχτα, περασμένο γύρω απ’ το λαιμό του. Εκείνη τον κοίταξε και το βλέμμα της άστραψε, όμως δεν είπε τίποτα, ούτε και σταμάτησε να ξεριζώνει τα φυτά και να τα δένει σε αγκαλιές. Ο Χίραν της γέλασε και μπήκε στο ανθισμένο λιβάδι με το άλογο που τσαλαπάτησε τα λουλούδια και έφαγε και μερικά, κάνοντάς την να θυμώσει περισσότερο.
«Δικό σου δεν είναι αυτό;» τη ρώτησε και έβγαλε το μαντήλι από το λαιμό του κουνώντας το επιδεικτικά, αλλά εκείνη δεν απάντησε, και εκείνος αναγκάστηκε να κάνει μερικά μέτρα ακόμα προς το μέρος της.
»Βλέπω πως φοράς άλλο μαντήλι σήμερα, και φαίνεται πως δεν σ’ ενδιαφέρει αυτό εδώ που έχασες την νύχτα, καθώς έτρεχες σαν άλλη Χάλεθ με το άλογο…»
«Και ‘γω βλέπω ότι σήμερα τον βρήκες τον δρόμο που δεν ήξερες εχθές, από δειλία και αδιαφορία για το φίλο σου!» του απάντησε καυστικά, και το πρόσωπο του Χίραν χλόμιασε και το χαμόγελό του έσβησε.
«Είχα σκοπό να σου το δώσω πίσω, ξωτικοκόριτσο», της είπε θυμωμένος, «μα τώρα μετάνιωσα και λέω να το κρατήσω, εκτός κι αν μου ζητήσεις συγγνώμη!»
Η Μίριελ που είχε φύγει το ξημέρωμα, μετά από τη Ρούθιελ και τον Ντρουγκ, για να πάει στην Βόρεια εγκατάσταση να επισκεφτεί τα πεθερικά της και να τους ενημερώσει ότι ο Ντένχαρ είχε επιστρέψει ασφαλής για να μην ανησυχούν, ερχόταν με το κάρο για να πάρει τα δεμάτια του λιναριού, και τον είδε που μιλούσε στο κορίτσι σε έντονο ύφος και σχεδόν στεκόταν από πάνω της με το άλογο, πατώντας στα λουλούδια.
«Συγγνώμη ζητούν μόνον αυτοί που έφταιξαν, και ’γω είμαι εντάξει απέναντι σε όλους! Όσο για το κομμάτι το πανί, να το κρατήσεις, αφού το λέρωσες με τα χέρια σου, κι αν θες να ξέρεις, δεν πρόκειται να μου λείψει καθόλου!» του απάντησε στον ίδιο επιθετικό τόνο, και έκανε μια κυκλική κίνηση με το ένα χέρι της, δείχνοντας προς τα δέματα που είχε όμορφα σωριασμένα πίσω της.
Ο Χίραν έκανε ένα βήμα μπροστά με το άλογο, σχεδόν απειλητικά, αλλά καθώς είδε τη Μίριελ να πλησιάζει, το έστρεψε προς την αντίθετη κατεύθυνση και έφυγε καλπάζοντας.
«Τί συμβαίνει, και γιατί κρατούσε το μαντήλι σου;» τη ρώτησε η Μίριελ που την έφτασε.
Όμως η Ρούθιελ δεν της απάντησε και τοποθέτησε αμίλητη τα λουλούδια στην ξύλινη καρότσα. Και γύρισε στην πόλη πεζή, επειδή δεν θέλησε να ξαναπλησιάσει το άλογο, παρά την νυχτερινή ιππασία. Ο Ντένχαρ που ήταν στο εργαστήριο, την είδε που πέρασε τρεχάτη από την αυλή και κάτι φαινόταν να την απασχολεί, και το βλέμμα της ήταν σκοτεινό. Και το βράδυ δεν ήρθε να καθίσει στο τραπέζι μαζί τους που την περίμεναν, αλλά πήγε στα υποστατικά και άρχισε μόνη της να μουλιάζει το λινάρι, μεσ’ το σκοτάδι.
Η Μίριελ την πλησίασε ξανά και τη ρώτησε για τη συνάντηση με το Χίραν και το μαντήλι της, και η κοπέλα, αυτή τη φορά, δεν αρνήθηκε να της εξηγήσει τι είχε γίνει, και της είπε ότι αισθανόταν σα να την είχαν κλέψει και χλευάσει κατάμουτρα, μ’ αυτήν την συμπεριφορά που δεν άξιζε. Αλλά δε δέχτηκε να πάει στο τραπέζι μαζί της και συνέχισε με τη δουλειά στο λαναριστήριο και εκείνη, θυμωμένη και η ίδια, τα μετέφερε στον Ντένχαρ (αν και η Ρούθιελ την είχε ορκίσει να μην του το πει), που η ματιά του αγρίεψε μεμιάς, και μες τη νύχτα, πήγε στο σπίτι του Χίραν και απέσπασε με τη βία το λινό μαντήλι, μα δεν της το ‘δωσε αμέσως, παρά το έπλυνε μόνος του και το κρέμασε κοντά στην φωτιά, στο εργαστήριο του, για να στεγνώσει.
Ενώ όμως ήθελε πραγματικά να της το δώσει, δεν το έκανε, και όλο καθυστερούσε να το αποφασίσει, και μία μέρα του φθινοπώρου, η Γκλίνενρουθ μπήκε απροειδοποίητα μέσα στο μεταλλουργείο και το είδε που κρεμόταν σε ασφαλές σημείο, μακριά από τη βρωμιά και τη στάχτη, αν και κατά γενική ομολογία, δεν υπήρχε καθαρότερο εργαστήριο πουθενά. Και στάθηκε και τον κοίταξε πληγωμένη, επειδή η κλειστή καρδιά της τον είχε εμπιστευτεί και ήδη τον αγαπούσε, και μες στα μάτια της άστραφταν οι φλόγες από δυο φωτιές, η φωτιά που ένιωθε η ίδια, και η φωτιά του σιδεράδικου.
«Το πήρα αμέσως απ’ τα χέρια του, μόλις το έμαθα ότι το είχε, αλλά δεν είχα την καρδιά να σου το δώσω πίσω, κι όλο ανέβαλα να το κάνω…» της εξήγησε απολογούμενος, και άπλωσε το χέρι του να την αγγίξει, αλλά εκείνη πετάχτηκε έξω από το εργαστήριο, χωρίς να του μιλήσει καθόλου.
Και από τότε προσπαθούσε να τον αποφεύγει, αν και αισθανόταν να σκιρτά η αγάπη μέσα της όποτε τον ένιωθε κοντά της ή όταν τον άκουγε να μιλά, και ο Ντένχαρ υπέφερε κι εκείνος, βλέποντάς την να απομακρύνεται διακριτικά, όποτε την πλησίαζε. Οι μέρες και οι εβδομάδες περνούσαν και η λύπη του αυξανόταν, επειδή η γυναίκα που αγαπούσε, άνθιζε με την ανέγγιχτη ομορφιά ενός αγριολούλουδου, αλλά εκείνος δεν μπορούσε ούτε να την κοιτάξει, χωρίς τα μάτια του να καψαλιστούν από τη μορφή της και την άρνηση. Όμως δεν τολμούσε και να της μιλήσει καθαρά, επειδή δεν είχε το θάρρος να παραβεί την υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα του, αφού ο λόγος προς τους γονείς, είχε πάντα μεγάλη αξία και για τους ανθρώπους και για τα Ξωτικά. Ο Γκόν-γκιρι δεν προσπάθησε να του δώσει συμβουλές, επειδή ήξερε για τον όρο που είχε επιβάλει ο Ελουρέντ, αφού ήταν παρών και ο ίδιος, εφτά χρόνια από την τελευταία αναμέτρηση στο Δάσος, όταν τους είχε διαιτητεύσει. Μα έλπιζε να τα βρούνε μεταξύ τους, επειδή είχε αισθανθεί από πολύ νωρίς τον μαγνητισμό ανάμεσα τους, παρά τον αρχικό ανταγωνισμό και την φαινομενική απόσταση των δύο χαρακτήρων.
Αλλά η Μίριελ που επίσης γνώριζε τα αισθήματα του γιου της, καταλάβαινε ότι η κάθε μέρα που περνούσε γινότανε μαρτύριο για αυτόν, καθώς ο πόθος του για ‘κείνη τον είχε κυριέψει, όμως παρόλη την αγάπη που του είχε, αγαπούσε επίσης και τη Ρούθιελ και δεν ήθελε να φανεί ότι μεροληπτούσε υπέρ του ενός ή του άλλου, και απείχε διακριτικά.