17/8/12

Η επιστροφή του πολεμιστή (δ' μέρος)


Με το ξημέρωμα, ο Νέχαρ και η Μίριελ ξύπνησαν και ετοιμάστηκαν για μια σύντομη περιήγηση στις γύρω περιοχές. Βγήκαν στην είσοδο του σπιτιού των γέρων γονιών του για να ζέψουν τα άλογά τους στο κάρο τους. Η ερώτηση του πατέρα του Νέχαρ, ήρθε απλώς ως ένα συμπλήρωμα στην διήγηση του γιου τους που τους είχε κρατήσει ξάγρυπνους μέχρι αργά τη νύχτα: 
«Τι κάνει εκείνο το όμορφο κορίτσι που φιλοξενείτε; Γύρισε ο πατέρας της από την Ντάγκορλαντ;». «Ο πατέρας της πέθανε…» απάντησε η Μίριελ αντί για ‘κείνον. 
«Κρίμα…» είπε η πεθερά της φανερά στεναχωρημένη, «και το ωραίο αγόρι μας, περίμενε με τόση αγωνία να πάρει την άδεια…» 
«Και που τα ξέρετε εσείς όλα αυτά, για την Γκλίνενρουθ και την άδεια του Μπάραν;» ρώτησε ο Νέχαρ απορημένος, αφού εκείνος δεν τους είχε μιλήσει ποτέ για τον Έλνταρ φίλο του, αλλά ούτε και για οτιδήποτε άλλο που να είχε σχέση με εκείνον και την κόρη του. 
«Μας έχει μιλήσει ο Ντένχαρ, την αγαπάει πολύ την ξωτικοκοπέλα, και την γνωρίσαμε κι εμείς ένα βράδυ πέρυσι το καλοκαίρι, που ήρθε μόνη της…», είπε η μητέρα του. 
«Ρωτούσε για εκείνον, επειδή είχε αργήσει να γυρίσει στην πόλη και ούτε άκουγα τι έλεγε, ούτε και θυμάμαι να της απάντησα κάτι με νόημα…», είπε ο πατέρας του παρεμβαίνοντας.
«Την κοίταζες σαν υπνωτισμένος», τον κορόιδεψε η γυναίκα του, «πού να βγάλει άκρη το κορίτσι…» «Περιμένετε για να καταλάβω», τους διέκοψε ο Νέχαρ χλομιάζοντας, «ο Ντένχαρ αγαπά την Ρούθιελ κι εκείνη εκείνον;» 
«Άστραφτε η αγωνία μες τα μάτια της, και δεν ήταν μόνο από ανησυχία…», του είπε η μητέρα του συνωμοτικά, σαν να το ήξερε μόνο εκείνη. 
«Πόσο καιρό συμβαίνει αυτό;» ρώτησε ο Νέχαρ την Μίριελ. 
«Από πάντα…» απάντησε εκείνη απορημένη, «νόμιζα πως θα το ήξερες…» 
«Πρέπει να πάμε γρήγορα πίσω, επειδή υπάρχει κάτι που δεν είπα σε κανέναν απ’ τους δυο», είπε ο Νέχαρ και ανέβηκε στο κάρο, βοηθώντας και την Μίριελ να ανεβεί. Οι γονείς του τους κοίταζαν χωρίς να καταλαβαίνουν για ποιο λόγο άλλαξαν τόσο απότομα γνώμη και έπρεπε ξαφνικά να φύγουν πάλι για τη Ντίμροστ. 
«Τι δεν τους είπες;» τον ρώτησε.
«Ότι η άδεια έχει δοθεί και είναι ελεύθεροι από την υπόσχεση», της απάντησε και άρχισαν να τρέχουν προς τον ορεινό δρόμο που διέσχιζε τα Βορινά πυκνά δάση των σφενδαμιών που ελέγχονταν από τους Φαλμάρι, χωρίς άλλες εξηγήσεις.

 Πέρασαν από τα λιναροχώραφα και η Μίριελ είδε με το έμπειρο μάτι της ότι δεν είχε αλλάξει τίποτα από την ώρα που η Γκλίνενρουθ τα είχε αφήσει για να γυρίσει στο σπίτι και να μάθει το θλιβερό νέο. Ανησύχησε πολύ, αλλά δεν είπε τίποτα στον άνδρα της που καθόταν δίπλα της. Μπήκαν στην πόλη από τις ορθάνοιχτες πύλες και καθώς η Μίριελ κατέβηκε από το κάρο πρώτη, μπήκε μέσα στο σπίτι, ενώ ο Νέχαρ, πήγε προς τα υποστατικά και το εργαστήριο για να βρει το γιο του.