17/9/12

ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΤΡΟΥΓΚΟΥ ΠΡΟΣ ΤΑ ΝΙΜΡΑΪΣ (α' μέρος)


ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΤΡΟΥΓΚΟΥ ΠΡΟΣ ΤΑ ΝΙΜΡΑΪΣ
Η Ρούθιελ τον είχε κοιτάξει που κοιμόταν ειρηνικά, πριν τραβήξει την πόρτα πίσω της, βγαίνοντας από το δωμάτιο. Είχε πάρει μαζί της τον σάκο της και είχε βγει έξω από το σπίτι πριν χαράξει. Ένοιωθε το σώμα της βαρύ, με μια γλυκιά κούραση που όμοιά της δεν είχε ξαναζήσει, αλλά βιάστηκε να απομακρυνθεί από την πόλη, τρέχοντας προς το χωριό των Ντρούγκου, μεσ’ από τα μονοπάτια που ανοίγονταν μπροστά στα πόδια της, χωρίς κόπο. Κανένα άλογο δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσει γρηγορότερα από την ίδια, από τους μυστικούς δρόμους που γνώριζε τόσο καλά, παρά τα οκτώ χρόνια που είχε περάσει στην πόλη, μαζί με τη Μίριελ και το Ντένχαρ. Ο Ντένχαρ…
Είχε καταβάλει απίστευτη προσπάθεια μέχρι να καταφέρει να κλείσει την πόρτα του δωματίου της και να τον αφήσει πίσω της, παρά την αγάπη που ένοιωθε για εκείνον, αλλά η ενοχή που βάραινε την καρδιά της και η έγνοια για το μέλλον των Γιάουρ, αποδείχτηκαν δυνατότερες, αν και σχεδίαζε να επιστρέψει κοντά του, μόλις τελείωναν όλα. Τουλάχιστον του είχε αφήσει το χρυσό δαχτυλίδι, το ταίρι του δικού της δαχτυλιδιού από ασήμι, που φορούσε στο χέρι της. 
Έφτασε στο χωριό των Ντρουάνταν και οι φρουροί που την είδαν ξαφνικά, απόρησαν με την ταχύτητα που τους προσπέρασε και βρήκε τον Γκόν-γκιρι που μόλις είχε επιστρέψει από το βραδινό κυνήγι.
 «Τι κάνεις εδώ; Πως κι είσαι έξω από την πόλη τέτοια ώρα;» την ρώτησε απορημένος. 
«Ο πατέρας μου σας είχε υποσχεθεί να σας οδηγήσει στο Ανόριεν, όταν θα γυρνούσε από την Ντάγκορλαντ», του είπε λαχανιασμένη. «Ήρθα να το κάνω εγώ αντί για εκείνον…» 
«Πως σ’ άφησε ο Ντένχαρ να φύγεις έξω από την πύλη; Και γιατί να φύγουμε χωρίς τον Ελουρέντ;» την ξαναρώτησε.
 «Δε θα ‘ρθει ξανά πίσω, Γκόν-γκιρι», του απάντησε, «ο Νέχαρ γύρισε μόνος του πριν τρεις ημέρες και μου ‘πε ότι πέθανε στη μάχη…» 
Ο Γιάουρ την κοίταζε σαν να μην την πιστεύει. Στεκότανε μπροστά του ντυμένη με ρούχα εκστρατείας, τα αναγνώριζε γιατί την είχε ξαναδεί μ’ αυτά, ήταν τα ρούχα της Ελάννα και ο σάκος της, ακόμα και το Έκετ φορούσε στον αριστερό μηρό αντί για το δεξί της μητέρας της, επειδή ήτανε αμφιδέξια. Στην πλάτη της φορούσε το τόξο και τα βέλη του Ντένχαρ μαζί με τον σάκο που είχε περάσει διαγώνια στο σώμα της για να μην την εμποδίζει καθώς έτρεχε. Όμως τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα και τυλιγμένα στο γκρίζο μαντήλι από λινάρι.
 »Ξέρω πως δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να το μάθεις», ξαναείπε η Ρούθιελ, «αλλά αυτό είναι μόνο το ένα απ’ όλα τα άσχημα νέα…Οι Φαλάθριμ ξέρουν ότι είμαι εδώ, παρά την προσπάθεια που κατέβαλλε εκείνος να τους το κρύψει και ίσως με αναζητήσουν σύντομα…Δεν ξέρω τι σκοπούς μπορεί να έχουν, και αφού ο πατέρας μου τους απέφευγε, τότε πιστεύω ότι είναι καλύτερα να κάνω κι εγώ το ίδιο…Το έχω πάρει απόφαση να φύγω, απλώς θέλω να μάθω αν θα έρθετε μαζί μου ή θα αναγκαστώ να φύγω μόνη μου προς το Θρίχαϊρν και τα ανατολικά Νίμραϊς…» 
«Ακόμα κι αν δεχόμασταν να σε συνοδεύσουμε, θα έπρεπε να κάνουμε προετοιμασίες και όχι να φύγουμε έτσι…Έχουμε γυναίκες μαζί μας και παιδιά, και δεν θα μπορούμε να πάμε όσο θα θέλαμε γρήγορα, επειδή αποκλείεται να προχωρούμε κατά τη διάρκεια της μέρας μέσα σε άγνωστα εδάφη…Θα πρέπει να σταματήσουμε για τον χειμώνα, σε κάποιο ασφαλές σημείο μακριά από τους ανθρώπους, και να υπάρχει στερεό έδαφος με πολλά δέντρα και βράχια για να καλυπτόμαστε από τους εχθρούς, όποιοι κι αν είναι αυτοί…» 
«Θα τα βρούμε όλ’ αυτά σου το υπόσχομαι, μόνον αποφασίστε γρήγορα, γιατί είμαι σκαστή από την πόλη και δεν θέλω να έρθω αντιμέτωπη με τον Ντένχαρ, που ίσως προσπαθήσει να με κρατήσει παρά τη θέλησή μου…Όσο για προμήθειες, είναι ακόμα καλοκαίρι και τα κυνήγια είναι πολλά και ο Λέφνουι έχει πολλά ψάρια…Αν ακολουθήσουμε την κοίτη του αντίστροφα, θα φτάσουμε μια ώρα αρχύτερα στον κύριο όγκο των Βουνών και θα εγκατασταθούμε εκεί πριν να έρθει ο χειμώνας, και θα έχουμε μπροστά μας αρκετό καιρό για να προετοιμαστούμε για τα χιόνια…» 
Ο Ντρουγκ την κοίταξε δύσπιστα, του φάνηκε ότι η φίλη του κάτι του έκρυβε που δεν του το έλεγε. Το σχέδιο της ήταν αρκετά καλό αν και βιαστικό, εξάλλου γνώριζε τις ιστορίες της πρώτης μετανάστευσης, όταν είχαν φτάσει στο Άντραστ με την βοήθεια του Ελουρέντ, διασχίζοντας τεράστιες εκτάσεις από δέντρα, το κατακερματισμένο Μπελέριαντ, τα Λίντον και το Έρυν Βορν στο Μινχίριαθ και τα μεγάλα ποτάμια του Ένεντγουαϊθ, με τελευταίο τον χερσότοπό τους, στο Ντρούγουαϊθ. Ίσως πραγματικά να χρειάζονταν αυτήν την αλλαγή στη ζωή τους, και θα ήταν η ευκαιρία να ξανασυναντήσουν τους ομόφυλούς τους, που δεν είχαν πάρει μέρος στην πρώτη εκστρατεία προς τα δυτικά, και να ανανεώσουν το αίμα της φυλής τους, καθώς είχαν καταλήξει να είναι όλοι λίγο-πολύ συγγενείς μεταξύ τους…Αν τα κατάφερναν, θα αποφάσιζε να αποχτήσει επιτέλους την οικογένεια που τόσο επιθυμούσε…
 «Μ’ ενδιαφέρει το σχέδιο αυτό», της απάντησε, και κάλεσε τους Γιάουρ να μαζευτούν.

7/9/12

Η αναζήτηση του Ντένχαρ (β' μέρος)


Έφυγε ελάχιστη ώρα μετά, με το άλογο, καλπάζοντας προς τον Νότο. Όλο το απόγευμα και το βράδυ, γυρνούσε μέσα στο δάσος χωρίς να μπορεί να τη βρει πουθενά. Το βουνό ήταν αφύσικα ήσυχο, σαν να είχε ερημώσει ξαφνικά, και δεν βρήκε κανένα ίχνος, ούτε δικό της ούτε των Ντρούγκου. Το επόμενο ξημέρωμα εντόπισε το ρημαγμένο σπίτι της μητέρας της, αλλά και πάλι δεν βρήκε κάτι που θα τον έπειθε ότι εκείνη είχε περάσει από ‘κει. Και συνέχισε να ψάχνει χωρίς να γυρνά πίσω στην πόλη, και κάποια στιγμή εγκατέλειψε το άλογο, επειδή το έδαφος δεν εξυπηρετούσε σε τέτοιου είδους αναζήτηση. 
 Οι μέρες και οι νύχτες διαδέχονταν η μία την άλλη και την τρίτη ημέρα, κατάφερε να ανακαλύψει το χωριό των Γιάουρ, προφυλαγμένο στην κορυφή μίας δασωμένης λόχμης που κοίταζε προς το Ντούργουαϊθ Γιάουρ. 
Όμως ο καταυλισμός ήταν άδειος και κανείς Γιάουρ δεν εμφανίστηκε, αν και η εμμονή των Ντρούγκου να μην αφήνουν κανένα ξένο ακόμα και φίλο, να πλησιάσει τις εγκαταστάσεις τους, ήταν παροιμιώδης. Έμεινε στο χωριό τους για ένα βράδυ και το επόμενο πρωί, διέσχισε πάλι το βουνό περνώντας από την άλλη πλευρά και έψαξε να βρει το άλογό του. Ο πατέρας του ήταν εκεί και τον περίμενε, επειδή είχε ανησυχήσει με την αργοπορία του και είχε πάει να τον βρει. 
«Λοιπόν;» ρώτησε ο Νέχαρ. 
«Δεν υπάρχει ίχνος της πουθενά», απάντησε ο Ντένχαρ, «και οι Γιάουρ λείπουν κι εκείνοι. Αν έχουν φύγει, τότε θα είναι μαζί της…Εσείς είχατε κανένα νέο;» Δεν ήξερε όμως και εκείνος τίποτα, και το μόνο που του είπε ήταν ότι η Μίριελ κόντευε να τρελαθεί από την ανησυχία. Πήραν τον δρόμο της επιστροφής μαζί, και νόμισε ότι όλοι όσοι συνάντησαν στο δρόμο, τον κοίταζαν σαν να ήξεραν τι είχε συμβεί.
»Δεν θα μπορέσω να ζήσω χωρίς εκείνη…» είπε ο Ντένχαρ, όταν ο πατέρας του τον ρώτησε τι θα έκανε. «Θα ψάξω να τη βρω και θα γυρίσω πίσω μόνον όταν θα το καταφέρω… Έφυγε από δικό μου φταίξιμο και αυτό δεν μπορώ να το συγχωρήσω στον εαυτό μου...Θα μαζέψω τις αναγκαίες προμήθειες και θα φύγω μόλις θα είμαι έτοιμος…» 
«Που θα πας;» τον ρώτησε η Μίριελ. 
«Με τον Γκόν-γκιρι μιλούσαν συχνά για ένα ταξίδι που θα γινόταν προς τα Ανατολικά Νίμραϊς, μετά τον πόλεμο…» της απάντησε. «Έλπιζα να μου προτείνουν να τους συνοδεύσω κι εγώ, αλλά μπορώ να πάω και μόνος μου…Θα ακολουθήσω τον Λέφνουι πηγαίνοντας προς τα Βόρεια και ελπίζω κάπου να τους πετύχω και να τη φέρω πίσω…».