23/6/13

Με τους Ντρούγκου προς τα Νίμραϊς (4ο μέρος)

Ο Ντένχαρ είχε ξεκινήσει σχεδόν αμέσως από την Νέα Νεν Γκίριθ για να τους βρει, ακολουθώντας την κοίτη του ποταμού. Είχε πάρει μαζί του αρκετά τρόφιμα και ρούχα, που είχε φορτωμένα σε δύο άλογα. Παρόλο που προσπαθούσε να καλύψει με το φως της ημέρας μεγάλες αποστάσεις για να προλάβει τους Ντρούενταϊν, το ποτάμι δεν ακολουθούσε μια εύκολη πορεία και συχνά αναγκάστηκε να αλλάξει δρόμο για ξεπεράσει τα βράχια και τις ρεματιές που σημεία-σημεία γινόντουσαν χαράδρες. Τα άλογα, αντί να τον διευκολύνουν τον δυσκόλευαν και έπρεπε να τα φροντίζει και αυτά, διαφορετικά θα πέθαιναν και τότε κάθε ελπίδα του να συναντήσει τους Γιάουρ και την Ρούθιελ πριν τον χειμώνα, θα ήταν χαμένη. Όμως παρά την σκληρή του προσπάθεια, δεν κατάφερε να εντοπίσει κανένα ίχνος τους, και γύρισε στις νότιες παρυφές, του δάσους των οξιών, στην δυτική άκρη του Λεμπέννιν. Είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι το Έρεχ, το βαλτοτόπι του Μόρθοντ. Αρκετές φορές μέχρι τότε είχε σκεφτεί να γυρίσει πίσω, και καθώς ο χειμώνας ήρθε τελικά νωρίτερα από ότι υπολόγιζε, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ντίμροστ για να ξαναφύγει μόλις ο καιρός θα το επέτρεπε ξανά.
Οι γονείς του προσπάθησαν να τον παρηγορήσουν και να τον πείσουν να μην ξαναφύγει, αλλά εκείνος ένιωθε σαν το θηρίο μέσα στο κλουβί και αναθεμάτιζε την κακοκαιρία που είχε ανακόψει την πορεία του στα Έρεντ Νίμραϊς. Θέλησε όμως να κάνει μία τελευταία βόλτα προς το Άντραστ και ενώ ήδη ανηφόριζε προς το χωριό των Γιάουρ, ήρθε αντιμέτωπος με έναν από αυτούς, που βγήκε από τις σκιές των δέντρων, οπλισμένος με τόξο.
«Γύρνα πίσω όπως ήρθες!» του είπε απειλώντας τον, και την ίδια στιγμή και άλλοι Ντρούγκου τον περικύκλωσαν, όμως ανάμεσά τους δεν ήτανε ο φίλος του.
«Που είναι ο Γκόν-γκιρι και η Ρούθιελ;» τους ρώτησε και εκείνοι κατέβασαν τα τόξα τους.
«Έφυγαν, πηγαίνουν στα Νίμραϊς του Ανόριεν. Εκείνη τους οδηγεί, αλλά εμείς γυρίσαμε πίσω», του απάντησαν.
«Και οι Φαλμάρι μας ρώτησαν για εκείνη…» του είπε κάποιος άλλος, «αλλά δεν τους απαντήσαμε…Μας παρακολουθούσαν αρκετό καιρό πριν μας πλησιάσουν, και τώρα είμαστε αναγκασμένοι να φύγουμε από το χωριό μας καθώς απ’ ότι φαίνεται, δεν το γνωρίζουν μόνο αυτοί, αλλά και εσύ…»

Γύρισε στην πόλη με την καρδιά γεμάτη ελπίδα. Τουλάχιστον τώρα είχε σιγουρευτεί για τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει, καθώς αποδεικνυόταν ότι είχε κάνει λάθος στην εκλογή της κατεύθυνσης που είχε πάρει. Έτσι, με τον πρώτο ήλιο του Μαρτίου ξαναέφυγε, με περισσότερες προμήθειες από πριν και μεγαλύτερη την επιθυμία να βρει τη Ρούθιελ και τον Γκόν-γκιρι. Ακολούθησε την ίδια πορεία που είχε πάρει και το προηγούμενο καλοκαίρι μόνο που αυτή τη φορά συνέχισε προς τα Βόρεια, προσπερνώντας τις πηγές του Λέφνουι, προσπαθώντας να εντοπίσει τον Μεγάλο Δυτικό Δρόμο για τον οποίον είχε μόνο ακούσει να γίνεται λόγος, και δεν ήξερε πώς να τον βρει. Αναρωτιόταν αν είχε πάρει τη σωστή κατεύθυνση, όταν βρέθηκε στο οροπέδιο των οξιών και είδε γύρω του τις υπερφυσικές μορφές Ντρούγκου, σκαλισμένες πάνω σε κάθε ορατό βράχο και του φάνηκε ότι αυτό ήταν ένα σημάδι αποκλειστικά για εκείνον, φτιαγμένο από τα χέρια των φίλων του, που μάντεψαν οτι θα τους αναζητούσε.

7/6/13

Με τους Ντρούγκου προς τα Νίμραϊς (γ' μέρος)


Τότε μία ομάδα από τους Γιάουρ που είχαν ξεκινήσει όλοι μαζί, δείλιασε και αποσπάστηκε με σκοπό να γυρίσει πίσω στις πετρώδεις ακτές του Ένεντγουαϊθ. Ο Γκόν-γκιρι αν και προσπάθησε να τους μεταπείσει, δεν επέμεινε για πολύ, και έστρεψε την προσοχή του προς τις συστάδες των δέντρων, τις οποίες προτίμησαν να διασχίσουν πάλι νύχτα, παίρνοντας μεγάλες προφυλάξεις, καθώς εκεί ήταν το φυσικό σύνορο, πέρα από το οποίο δεν είχανε τολμήσει ποτέ να προχωρήσουν. 
 Ήταν τέλη Αυγούστου όταν πέρασαν επιτέλους στις νότιες παρυφές του κυρίου όγκου των Έρεντ Νίμραϊς, και ο καιρός ήταν καλός και βοηθούσε στην μετακίνηση της μικρόσωμης αλλά στιβαρής φυλής των Γιάουρ του Άντραστ. Ανέβαιναν προς το Θρίχαϊρν ακολουθώντας τον ρου του Λέφνουι και τρέφονταν με ψάρια και κυνήγια που βρήκαν άφθονα, ευτυχώς για το σχέδιο της Γκλίνενρουθ, που άρχισαν να τη σέβονται ακόμα περισσότερο οι Ντρούγκου.
Όμως εκείνη δεν φαινόταν ευχαριστημένη επειδή ένοιωθε την καρδιά της να βαραίνει ακόμα περισσότερο μέσα της, όσο απομακρυνόταν από τον Ντένχαρ. Είχαν περάσει δυο μήνες από την ώρα που τον είχε αφήσει, και αναρωτιόταν τι να είχε συμβεί στην Ντίμροστ, μετά από την αναχώρησή τους. 
Συνέχισαν να ανεβαίνουν προσπερνώντας τις πηγές του ποταμού, αν και έμειναν αρκετά σε εκείνη την περιοχή, κάνοντας προμήθειες, και αρχές Οκτωβρίου, σταμάτησαν σε ένα πετρώδες οροπέδιο με οξιές, ενώ βλέπανε μπροστά τους τις κορυφές του Θρίχαϊρν. Σ’ αυτήν την περιοχή ανακάλυψε ξαφνικά ότι ήταν έγκυος στο παιδί του Ντένχαρ και ο Γκόν-γκιρι που κατάλαβε χωρίς να χρειάζεται άλλες εξηγήσεις τί είχε συμβεί, και ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που την είχε αναγκάσει να φύγει, δεν θέλησε να προχωρήσουν άλλο, ήταν αρκετά νωρίς για να προλάβουν το χειμώνα που σ’ αυτά τα βουνά ερχόταν με πολλά χιόνια, αλλά και να προστατεύσει τη φίλη του που σύντομα θα γινόταν μητέρα. 
 «Φεύγεις μακριά από ‘κείνον, αλλά δε μπορείς να ξεφύγεις από τον ίδιο σου τον εαυτό…» της είπε, και ακούμπησε το χέρι του στην κοιλιά της. Το παιδί της αναδεύτηκε μέσα της, αλλά εκείνη δεν του απάντησε.
 »Φαντάζομαι πως δεν το ξέρει ότι θα γίνει πατέρας, αλλά και εγώ και εσύ, ξέρουμε καλά πως σ’ αγαπάει υπερβολικά και όποιος αγαπάει όπως εκείνος, αγαπάει για πάντα…»
 »Να περιμένεις να τον δεις, γιατί δεν θα σ’ αφήσει έτσι απλά μετά από τόσα χρόνια που αγαπιέστε, όμως να θυμάσαι, ότι αν το ήξερα πως βρεθήκατε τόσο κοντά, θ’ αρνιόμουνα να φύγουμε απ’ το Άντραστ, τώρα όμως είναι αργά και για μπρος και για πίσω…» 
«Έγινε χωρίς να έχουμε την έγκριση, αλλά δεν είναι μόνος εκείνος υπεύθυνος γι’ αυτό το παιδί…και υπήρχαν και οι άλλοι λόγοι για τους οποίους έφυγα και τους γνωρίζεις...Είναι καλύτερα που δεν το ξέρει, επειδή η καταπόνηση αυτού του ταξιδιού θα ήτανε δυσβάσταχτη για εκείνον…Ό,τι και να ‘χει γίνει μεταξύ μας, εγώ παραμένω πιστή στο αρχικό σχέδιο, και το παιδί μου, μου δίνει περισσότερο κουράγιο να το πετύχουμε… Μη με πιέσεις να επιστρέψω, επειδή είναι αδύνατο προς το παρόν να γίνει, αν θέλει εκείνος να ‘ρθει, ας το κάνει, αν και ‘γω ελπίζω πως δε θα ξεκινήσει καθόλου, για το καλό το δικό του…», του απάντησε.
 «Τον αγαπάς και τον αρνιέσαι, αλλά εγώ δε θ’ αφήσω το φίλο μου με την αμφιβολία, κι αυτό το παιδί χρειάζεται και τους δυο γονείς του, αφού υπάρχουν στη ζωή…» της είπε και την άφησε για να προετοιμάσει τα σημάδια που ήθελε να αφήσει στον Ντένχαρ, που υποψιαζόταν ότι τους είχε ακολουθήσει.