19/11/15

Ο Μόργκαν (β΄μέρος)


Ο Μόργκαν τους μέτρησε με το βλέμμα σα να ήθελε να βεβαιωθεί για την τιμιότητα των λόγων τους, μα μέσα στην καρδιά του υπήρχε μόνον δυσπιστία. Θα έπρεπε όμως να περιμένει ότι θα κατέληγαν εκεί, οι συνεχείς κρούσεις για την μετεγκατάσταση του εργαστηρίου στον χώρο της Φρουράς και οι ολοένα και αυξανόμενες παραγγελίες για οπλισμό. Και αφού ως αρχιμάστορας, είχε αρνηθεί επανειλημμένα στις προτάσεις τους, είχαν σκεφτεί να τον πιέσουν με την αποστολή δύο έφιππων αξιωματικών, με σκοπό είτε να τον δελεάσουν είτε να τον εκφοβίσουν, αλλά οπωσδήποτε να εκβιάσουν μια θετική απάντηση. Δε θα τους έκανε όμως τη χάρη ικανοποιώντας την απαίτησή τους…Ούτε ο στρατιωτικός βαθμός τους, ούτε ο οπλισμός τους τον τρόμαζε. 
«Τα έργα μου ήταν πάντοτε ειρηνικά και ποτέ δεν ασχολήθηκα με όπλα…», του απάντησε. «Ο Άρχοντας του Μπάραντ-Ντουρ, έχει μεταλλουργούς δικούς του από τη γενιά των υπηρετών του και δεν έχει την ανάγκη ενός γέρου αποσταμένου σαν εμένα…» 
«Ανήκεις στους Χαράδριμ, Μόργκαν, και μαθήτευσες κοντά σε μεγάλο δάσκαλο, όπως μάθαμε…Είναι ευκαιρία να αποδείξεις την πίστη σου στον Ανώτατο Άρχοντα της Μέσης Γης και να μας ακολουθήσεις με τη θέλησή σου…Διαφορετικά υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να αναγκαστείς να υποχωρήσεις, που καλό θα ήταν να αποφευχθούν, καθώς μπορούν να αποδειχθούν πολύ δυσάρεστοι…». 
«Η διχαλωτή γλώσσα ήταν πάντοτε μία από τις μεγάλες ικανότητες των γιων σκλάβων…» του απάντησε εκείνος, με αρκετή δόση περιφρόνησης στη φωνή του. «Δε με φοβίζουν οι απειλές σας και δε μου χρειάζεται τέτοια υπηρεσία, όσο ασήμι κι αν διαθέτετε…» 
«Νομίζω πως δεν κατάλαβες την σοβαρότητα της κατάστασης, Μόργκαν», του είπε πάλι ο πολεμιστής. «Δεν υπάρχει δυνατότητα άρνησης αυτού του αιτήματος, είσαι υποχρεωμένος να συνεργαστείς αλλιώς σου μένει ο θάνατος, ο δικός σου και της οικογένειάς σου…Και πρόσφατα απόχτησες εγγόνι…, δε θα ήτανε ωραίο θέαμα να το δεις σφαγμένο πριν συρθείς με τη βία στα χυτήρια της πόλης των βασανιστηρίων…» 
Ο Μόργκαν ήταν πάντοτε πράος άνθρωπος. Μειλίχιος και συζητήσιμος, καθόλου ευέξαπτος, δεν ασχολούνταν ποτέ με ξένες υποθέσεις και ήταν διακριτικός στις πράξεις του. Οι κουβέντες του ήταν λίγες και σοφές, με μεγάλο βάρος, και ο γιος του ακολουθούσε το παράδειγμά του. Τους διέκρινε μια ήρεμη δύναμη στο βλέμμα, που συνήθως ήταν αρκετή ώστε να αποτρέπει τους μπελάδες. Αλλά η απειλή που εκτόξευσαν αυτοί οι κλεφτοκοτάδες ήταν πολύ μεγάλη για να την καταπιεί. 
«Τολμάς και με απειλείς με τη ζωή των παιδιών μου;» φώναξε αφρίζοντας από θυμό. «Ίσως ο Τύραννος που υπηρετείτε να αρέσκεται στο να καταστρέφει και να συντρίβει όσους του αντιστέκονται, αλλά εγώ δε θα τον αφήσω να καταστρέψει την αγνή ψυχή της ψυχής μου…». 
Ξήλωσε το παντζούρι που όλη αυτήν την ώρα έτριζε, και κατάφερε ένα γερό χτύπημα στον ένα από τους πολεμιστές, όμως ο άλλος τον μαχαίρωσε πισώπλατα και τον έριξε στο έδαφος. 
«Όσοι αρνούνται, πεθαίνουν, ανόητε γέρε!» του απάντησε ο νεαρός Ανατολίτης που τον είχε χτυπήσει. 
«Η τιμωρία κρέμεται πάνω από το κεφάλι του Αφέντη σου και σύντομα θ’ αφήσει τον πύργο του και τη Μαύρη Γη της καταδίκης του για πάντα…», είπε ο Μόργκαν. «Τα σημάδια το δείχνουν καθαρά και δε θ’ αργήσει να ‘ρθει το τέλος του… και μαζί, και το δικό σας…», συμπλήρωσε και πέθανε, ενώ τα κύματα χτυπούσαν στα βράχια, χαμηλά στο γκρεμό, και τα χρυσά αστέρια του δρεπανιού της Βαλακίρκα, του αστερισμού της Κρίσης των Βάλαρ, έλαμπαν πάνω από το Χάραντ και το Ούμπαρ. 
Τον πήραν και τον έριξαν στο γκρεμό και το σώμα του κομματιάστηκε στους βράχους πάνω από τα κύματα. Ποδοπάτησαν τα ίχνη του αίματος και τα έσβησαν, και πέταξαν το παντζούρι στη θάλασσα, μερικά μέτρα πιο πέρα από το σώμα του ιδιοκτήτη του. Αλλά ήρθαν τα θαλασσινά νερά και τον σήκωσαν από τις πέτρες και τον κατέβασαν στα αμμώδη βάθη, κι εκεί τον απόθεσαν πάνω στο μαλακό στρώμα τους, πριν ο βυθός τον απορροφήσει στο απόλυτο σκοτάδι και φύκια και θαλάσσια φυτά, φυτρώσουν και ανθίσουν πάνω από το υγρό μνήμα του.

6/11/15

ΑΝΓΚΕΛ ΚΑΙ ΣΟΡΟΝΟΥΜΕ- Μόργκαν (α μέρος)


Λόγω των αδυναμιών του β' μέρους του 3ου κεφαλαίου, το τέλος -αναγκαστικά- θα ανέβει όταν θα αναθεωρηθεί. Για τον λόγο αυτό, προχωρώ την ανάρτηση του 4ου κεφαλαίου των Παράλληλων Παραμυθιών. Ελπίζω στην κατανόησή σας!

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ 
Άνγκελ και Σορονούμε (α΄ μέρος) 
Ο ΜΟΡΓΚΑΝ

Το σπίτι του Μόργκαν ήταν χτισμένο στην Βόρεια πλευρά του φυσικού κόλπου του Ούμπαρ, στο ψηλότερο σημείο του ακρωτηρίου του Marös στο ίδιο σημείο όπου κάποτε στεκόταν ο μεγάλος λευκός πέτρινος στύλος με την κρυστάλλινη σφαίρα που είχε τοποθετηθεί εκεί, εις ανάμνηση της αποβίβασης του Αρ- Φαραζόν, πριν τον καταβαραθρώσουν, με τον δεύτερο ξεσηκωμό του Σάουρον, οι υπηρέτες του Μαύρου Άρχοντα. Κανείς δε θυμόταν πια το μνημείο των Νουμενόριαν με τη λαμπρή ξωτικόπετρα, που τραβούσε το ιερό φως του ήλιου και του φεγγαριού, και ακτινοβολούσε από μέσα του σαν αστέρι, που πλέον είχε χαθεί για πάντα. 
Όμως ο Μόργκαν γνώριζε την ιστορία αυτή καλά, αλλά έκρυβε σχολαστικά τη γνώση αυτή, που είχε περάσει από γενιά σε γενιά ως εκείνον, όπως και η ιδιοκτησία αυτού του μικρού τμήματος γης που κατείχε μέσω της γυναίκας του, που κι εκείνη με τη σειρά της το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της και τους σοφούς προκατόχους του. Από την ώρα που η Λορνάριεν είχε πεθάνει, εδώ και τέσσερα χρόνια, ζούσε μόνος του στο μικρό σπιτικό του στην άκρη του γκρεμού πάνω από τα κύματα. Δεν είχε αυλή, μόνο ένα μικρό πλακόστρωτο μπροστά στην πόρτα του, που χώριζε την είσοδο από τον ανοιχτό χώρο με τις πέτρινες αναβαθμίδες με τα άγρια αρωματικά φυτά. 
Ο Άνγκελ ο μοναχογιός του, έμενε στο σπίτι στην πόλη και εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση. Τον είχε παρακαλέσει επανειλημμένα να μείνει μαζί του, ειδικά από την στιγμή που παντρεύτηκε, αλλά εκείνος αρνιόταν επειδή δεν ήθελε να γίνει βάρος στο νέο ζευγάρι. Εξάλλου ήταν ακόμα νέος και ικανός, ούτε εξήντα χρόνων, και κάθε ξημέρωμα κατέβαινε στο σιδηρουργείο και εργαζόταν μέχρι το απόγευμα, δυνατός και ενθουσιώδης σα να ήταν μόλις εικοσιπέντε ετών. Σαν τον κορυδαλλό του πρωινού χοροπηδούσε μέσα στο εργαστήριο, ακούραστος και γελαστός και οι παραγιοί που μάθαιναν τη δουλειά τον κοιτούσαν βαριεστημένα, όμως εκείνος τους τράβαγε από το αυτί και τους έλεγε ότι θέλει όρεξη η μέρα για ν’ αρχίσει. 
 «Όρεξη και θέληση και αγώνας για να κερδίσεις αυτά που θα σε κάνουν ευτυχισμένο στη ζωή», ήταν το σύνθημά του, και ο Άνγκελ γελούσε από το διπλανό πόστο. Μόνον ο πρόωρος χαμός της γυναίκας του, σκίαζε την χαρά του, που είχε πεθάνει από ένα βαρύ κρύωμα που επέμεινε, μέχρι που μαράζωσε και έσβησε από τον πυρετό και από το βήχα. Όμως το εγγόνι του τον έκανε πάλι αισιόδοξο και λάτρευε την ώρα που το έπαιρνε στα χέρια του για να το παίξει και να το χαρεί, και η Σορονούμε η νύφη του, του το εμπιστευότανε συχνά. Γνήσια Χαράδριμ στην καταγωγή όπως εκείνος, είχε παντρευτεί τον γιο του από έρωτα και αν και διέφεραν σχεδόν σε όλα, φαίνονταν να συνεννοούνται απόλυτα. Ήταν μικροκαμωμένη και μελαχρινή, με μακριά μαύρα μαλλιά και μεγάλα αμυγδαλωτά καστανά μάτια, και ομορφιά σαν ψεύτικη για την άγρια περιοχή που ζούσαν. 
Ο Άνγκελ την είχε συναντήσει τυχαία ένα χειμωνιάτικο πρωινό στην πόλη και είχε κοντέψει να χάσει το φως του και να γκρεμιστεί απ’ το άλογο, όταν τον κοίταξε με αυτά τα μάτια της για πρώτη φορά. Ρώτησε και έμαθε για την όμορφη νεοφερμένη που φιλοξενούνταν σε φιλικό της σπίτι, αφού δεν είχε πιο κοντινούς συγγενείς από μερικούς θείους και θείες στην Ούλντορ του Άπω Χάραντ, με τους οποίους δεν διατηρούσε πολλές επαφές και γι’ αυτό το είχε εγκαταλείψει. Από τότε και μέχρι να την καταφέρει να του πει το πολυπόθητο “ναι”, την πολιόρκησε επίμονα αλλά με ωραίο τρόπο, και ο Μόργκαν πιο πολύ την εκτιμούσε επειδή ο γιος του φαινόταν αποφασισμένος να κατακτήσει την καρδιά της, στα τριαντατρία του χρόνια πια, ενώ εκείνη ήταν κατά μία δεκαετία νεότερη. Ο αναπάντεχος θάνατος της γυναίκας του τον είχε λυπήσει αφάνταστα, αλλά η Σορονούμε τους συμπαραστάθηκε σαν κόρη και ο γάμος τους έγινε μετά από την πάροδο του απαραίτητου ενός χρόνου που διαρκούσε το πένθος. 
«Άργησες να το αποφασίσεις, αλλά τελικά το έκανες το θαύμα σου, onya nin», (“γιόκας”, στη Σινταρίν) του είπε ο πατέρας του συγκινημένος όταν του έφερε το νεογέννητο παιδί του να το δει και να το καμαρώσει, όπως το θαύμαζε κι ο ίδιος, όταν το απόχτησε δυο χρόνια μετά το γάμο του. Και κάθε ξημέρωμα ετοιμαζόταν για τη δουλειά και κατέβαινε με την χαρούμενη διάθεση νεαρού αγοριού, όλη την πλαγιά με τα θυμάρια και τις κάπαρες, και εκμηδένιζε την μεγάλη απόσταση μέχρι τις πύλες του αρχαίου τείχους που περίκλειε την πόλη του Ούμπαρ, για να συναντήσει τα παιδιά του και την εγγονή του. Όμως η ευτυχία του δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ. 
Ήταν νύχτα του Φεβρουαρίου όταν του φάνηκε ότι άκουσε θόρυβο έξω από το σπίτι του. Ο καιρός ήταν μαλακός, στον μακρινό Νότο τα φθινόπωρα ήταν θερμά και οι χειμώνες ήπιοι, και μόνον ένας αλμυρός αέρας έκανε ένα παντζούρι από καιρό σκεβρωμένο, να τρίζει. Βγήκε στην πόρτα και αφουγκράστηκε την θάλασσα, πολλά μέτρα κάτω από το χείλος του γκρεμού και γύρισε να μπει μέσα στο σπίτι του. Μα μπροστά του εμφανίστηκε ένας άγνωστος και πίσω του βρισκόταν άλλος ένας, οπλισμένοι με φαρδιά σιδερένια ξίφη που είχαν περασμένα σε θηκάρια στην πλάτη τους και με καλυμμένα πρόσωπα. Τα περιγράμματα των ματιών τους ήταν βαμμένα και από τις φήμες που είχε ακούσει, κατάλαβε ότι αντίκριζε πολεμιστές των Ανατολιτών, που ήταν ντυμένοι με σκουρόχρωμα ρούχα, αγγελιοφόροι κακών ειδήσεων και αδίστακτοι μαχαιροβγάλτες. 
«Είσαι ο Μόργκαν, ο σιδεράς αυτής της πόλης;» τον ρώτησε ο ένας εκ των δύο. 
«Ποιος θέλει να μάθει;» τον ρώτησε ο Μόργκαν. 
«Ο Άρχοντας της Μόρντορ, στρατολογεί συμμάχους για τον αγώνα του και προσφέρει μεγάλες ανταμοιβές στους τεχνίτες των ανθρώπων που θα τον υποστηρίξουν…Εσύ, παρά τις προτάσεις της Φρουράς, αρνείσαι να εξετάσεις ακόμα και το ενδεχόμενο να συμβάλλεις με την εργασία σου στη μεγάλη νίκη του…Ήταν δύσκολο να σε εντοπίσουμε, αλλά ελπίζω ότι θα καταλήξουμε οπωσδήποτε σε κάποια ικανοποιητική λύση, εφόσον ο λόγος που διστάζεις είναι οικονομικός…», του απάντησε ο δεύτερος, και του έδειξε ένα σακούλι με μεταλλικό περιεχόμενο που κουδούνιζε.

9/6/15

Η πτώση της Γκλίνενρουθ (α' μέρος)


Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΚΛΙΝΕΝΡΟΥΘ

       «Δε θ’ απαλλαγούμε ποτέ από αυτά τα πλάσματα», μουρμούρισε ο Γκόν-γκιρι, όταν έμαθε τα άσχημα νέα. «Δεν μας μένει να κάνουμε τίποτε άλλο, από το να περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει, και αν εμφανιστεί κανένας τους, θα τον καταδιώξουμε…»
         Ο Ντένχαρ ετοιμαζότανε να φύγουνε από τα Νίμραϊς και να γυρίσουν επιτέλους στην Ντίμροστ. Όλο το χειμώνα έφτιαχνε το σχέδιό του στο μυαλό του και κατάστρωνε το πλάνο του ταξιδιού της επιστροφής, με όλες τις απαραίτητες προμήθειες. Ο καιρός δεν είχε ανοίξει ακόμα, αλλά η Ρούθιελ τον παρακολουθούσε που όσο περνούσαν οι μέρες γινόταν όλο και περισσότερο ανυπόμονος και πήγαινε τον μικρό Τουίλιον κοντά στο άλογό του, που το είχε κρατήσει όλους αυτούς τους μήνες προφυλαγμένο σε άλλη σπηλιά, σε κοντινή απόσταση από τη δική τους. Ήθελε να μάθει στο παιδί να μην το φοβάται για να είναι ευκολότερη η μετακίνησή τους κατά την επιστροφή τους. 
    Ο μικρός γιος τους δεν συμμεριζότανε τον φόβο που ένοιωθε εκείνη κοντά σ’ αυτά τα μεγαλόσωμα ζώα, και διασκέδαζε πολύ με το άλογο που συχνά ρουθούνιζε μέσα στον παιδικό λαιμό του και τον έκανε να γελά. Ο Γκόν-γκιρι καταλάβαινε τον σκεπτικισμό της Γκλίνενρουθ, που φαινόταν επιφυλακτική μπροστά στην σιγουριά του Ντένχαρ και την απόφασή του να φύγουν μόλις θα έμπαινε η Άνοιξη.
        «Δεν έχει τελειώσει ακόμα αυτή η ιστορία…» είπε η Ρούθιελ στον Γκόν-γκιρι όταν εκείνος ήρθε να τους επισκεφτεί, μια μέρα του Απριλίου, κι ενώ είχε μάθει ότι ο Ντένχαρ είχε τελειώσει με τις προετοιμασίες του ταξιδιού.
         «Όμως ο Ντένχαρ είναι έτοιμος» της απάντησε, «για ποιο λόγο να καθυστερήσει κι άλλο;» «Δεν μπορώ να σας αφήσω ακόμα, τουλάχιστον όχι όσο δεν ξεκαθαρίζει η κατάσταση με τους Ορκ…Θα το συζητήσω με τον Ντένχαρ και ελπίζω να το καταλάβει ότι πρέπει να περιμένετε, εξάλλου θα είναι επικίνδυνο και για το ταξίδι σας, να υπάρχουν αυτά τα πλάσματα και να κυκλοφορούν ελεύθερα μέσα στο δάσος Ντρουάνταν…» 
         «Τί συμβαίνει με το δάσος Ντρουάνταν;» ρώτησε ο Ντένχαρ που μπήκε εκείνη τη στιγμή μέσα στη σπηλιά κρατώντας τον Τουίλιον αγκαλιά και τους βρήκε να συνομιλούν.
         «Έχουμε εντοπίσει τα ίχνη από τουλάχιστον οκτώ Ορκ, αλλά ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να τους ξετρυπώσουμε…», του απάντησε ο Γκόν-γκιρι. «Τους αναζητούμε νύχτα –μέρα, αλλά έχουν τον τρόπο να μας ξεφεύγουν κάθε φορά…Φαίνεται ότι είναι πολύ σκληραγωγημένοι, αλλά βρίσκονται μέσα στο δάσος και όλες οι πιθανές μετακινήσεις είναι επικίνδυνες…»
         «Ας είναι…» έκανε ο Ντένχαρ ανυπόμονα, «εγώ έχω κάνει όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες και μου φαίνεται περίεργο που δεν μπορούν να εντοπίσουν μερικούς Ορκ, οι σκληρότεροι διώκτες τους…» 
          «Μας αποκαλείς ψεύτες;» τον ρώτησε ο Γιάουρ. «Απλώς λέω ότι έχετε βρει τον τρόπο να μας κρατάτε εδώ, ή μάλλον θα έπρεπε να πω ότι σας ενδιαφέρει να κρατήσετε τη Ρούθιελ κοντά σας, χρησιμοποιώντας την αγάπη που νοιώθει για σας, γιατί στην πραγματικότητα, λίγο σας νοιάζει για μένα και τον Τουίλιον…»
          «Παραφέρεσαι» του είπε η Ρούθιελ αυστηρά. 
       «Α, ναι;» έκανε ξανά ο Ντένχαρ. «Είναι ψέμα ότι πάνω που είμαστε έτοιμοι, βγαίνει μια καινούρια δικαιολογία για να μας καθυστερήσει;» 
      «Ό,τι κάνουν, το κάνουν από καθαρό ενδιαφέρον», του απάντησε ξανά. «Και δεν λένε ποτέ ψέματα οι Ντρούγκου και αν ήθελαν να μας κρατήσουν, εμένα και τον Τουίλιον, θα έβρισκαν άλλους τρόπους να το πετύχουν …» 
          «Είμαι σίγουρος» της απάντησε και ο τόνος της φωνής του φανέρωνε θυμό.

15/3/15

Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΝΤΕΝΧΑΡ (4ο μέρος)


        Ο χειμώνας ήρθε νωρίς και με πάρα πολλά χιόνια. Έφτιαξαν μία ξύλινη πόρτα για να κρατούν την κακοκαιρία έξω από το υποτυπώδες σπίτι τους και πέρασαν πολλές συνεχόμενες μέρες κλεισμένοι μέσα στη μικρή σπηλιά. Κάπου –κάπου έβγαιναν έξω στο χιόνι και διασκέδαζαν κυνηγώντας τις χιονονιφάδες που στροβιλίζονταν από τον αέρα, όμως η μεγαλύτερη χαρά τους ήταν να παρακολουθούν τον μικρό γιο τους, τον  Τουίλιον, που μεγάλωνε και άρχισε να κάνει τα πρώτα του αβέβαια βήματα. Πολύ σύντομα, πιο γρήγορα από τα άλλα παιδιά,  άρχισε να λέει και τις πρώτες του κουβέντες, φωνάζοντας πρώτα τον πατέρα του που λάτρευε, κυρίως επειδή η Ρούθιελ ήταν αρκετά αυστηρή και μάλωνε και τον πατέρα και το γιο, που είχαν δημιουργήσει συμμαχία και παραβγαίνανε ο ένας τον άλλον στην σκανδαλιά. Εκείνη έβγαινε πιο συχνά στο χιονισμένο ύπαιθρο, πηγαίνοντας να ελέγξει και τους Ντρούγκου που ανησυχούσε αν είναι καλά, με όλη αυτή τη χιονόπτωση που συνεχιζόταν, και που πολλές φορές έθαβε τον πρόχειρο καταυλισμό τους και κάλυπτε τις εισόδους των αποθηκών τους. Μα εκείνοι την κοιτούσαν καθώς ερχόταν με τα μαλλιά της πασπαλισμένα με χιόνι και την κορόιδευαν που δεν έλεγε να συνηθίσει την επιμονή τους να στέκονται έξω με τόσο κρύο, και συχνά τη συνόδευαν πίσω στην μικρή σπηλιά λέγοντας στον Ντένχαρ που τους άνοιγε κάθε φορά:
          «Χιόνισε πρόωρα στο κεφάλι της…» υπονοώντας ότι τα χρόνια (και τα γηρατειά) τη βρήκανε νωρίτερα από το αναμενόμενο, και γελούσαν σκασμένοι από την έκφραση που έπαιρνε το πρόσωπό της. Ακόμα και ο μικρός Τουίλιον έμαθε αυτήν την πρόταση και την έλεγε με τα παιδικά του λογάκια και ο Ντένχαρ τον προέτρεπε να τη λέει και του την μάθαινε κρυφά από την μητέρα του που καμωνότανε την θυμωμένη. Και ο χειμώνας πέρασε, και ο γιος τους έκλεισε τον πρώτο του χρόνο, στα τέλη του Φεβρουαρίου.

          Δεν είχε μπει καλά -καλά ο μήνας Σούλιμε (Μάρτιος), όταν καβαλάρηδες πέρασαν από τον δρόμο πηγαίνοντας Δυτικά. Πολύ σύντομα ξαναπέρασαν επιστρέφοντας, και για αρκετό καιρό ακόμα η αναταραχή συνεχιζόταν και οι Ντρούγκου που παραφύλαξαν τους φύλακες, έμαθαν ότι ο Ισίλντουρ, οι τρεις από τους τέσσερις γιους του (Ελέντουρ, Αράντουρ και Κίρυον, ο Βαλαντίλ είχε γεννηθεί κατά τη διάρκεια του πόλεμου στο Ρίβεντελ, όπου ζούσε μαζί με τη μητέρα του) και η ακολουθία του που αποτελούνταν από διακόσιους πολεμιστές, έπεσαν σε ενέδρα Ορκ στα Gladden fields και σκοτώθηκαν, αν και το σώμα του Βασιλιά της Άρνορ (αφού στην Γκόντορ είχε αφήσει τον Μένελντιλ, τον γιο του αδελφού του, του Ανάριον που είχε πεθάνει στην Ντάγκορλαντ) δεν βρέθηκε ποτέ. Τρεις στρατιώτες είχαν μόνο σωθεί, που μετέφεραν τα νέα, και τα κομμάτια του Νάρσιλ, στο Ίμλαντρις. Ο Θράντουιλ, με τους τοξότες του, είχαν κυνηγήσει τους Ορκ και είχαν σκοτώσει αρκετούς, και οι Νουμενόριαν είχαν λάβει και εκείνοι μέρος στις έρευνες, τόσο για τον Ισίλντουρ, όσο και για τους δολοφόνους του. Τα Ξωτικά τους είχαν αποκόψει από τα Ομιχλιασμένα Βουνά  και αρκετοί από τους πολεμιστές του Σάουρον που δεν κατάφεραν να περάσουν τον πλημμυρισμένο Άντουιν και να διαφύγουν στην Ανατολή, αποφεύγοντας τα μαγεμένα δάση του Λόριεν και του Φάνγκορν, διέσχισαν το Αρντ Γκάλεν και μπήκαν στον ορεινό όγκο των Νίμραϊς από το Ανόριεν, προσπαθώντας να σωθούν.

6/3/15

Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΝΤΕΝΧΑΡ (3ο μέρος)


       Θα ήθελε αν μπορούσε, να έφευγαν αμέσως για την Ντίμροστ. Με ελάχιστο ψάξιμο είχε βρει το άλογό του που είχε διασωθεί ευτυχώς από την μάχη με τους Ορκ, και αν δεν υπήρχε ο αστάθμητος παράγοντας του παιδιού τους, θα την έπαιρνε αμέσως και θα έφευγαν για να γυρίσουν στους γονείς του. Το καλοκαίρι τελείωνε και σύντομα θα έμπαινε ο χειμώνας και δεν προλάβαιναν να περάσουν το Θρίχαϊρν με τους πάγους του, ειδικά με ένα τόσο μικρό μωρό στα χέρια, πήρε λοιπόν την απόφαση να μείνουν για τον χειμώνα κοντά στους Ντρούγκου ή Ρόγκιν, όπως αποκαλούσαν οι Γιάουρ του Ανόριεν τους εαυτούς τους. Έπρεπε να κάνει αυτήν την υποχώρηση για χάρη της γυναίκας που αγαπούσε και του παιδιού τους, και σύντομα συνήθισε και στην ιδέα της πατρότητας. Θα συνέβαινε βέβαια κάποτε, αφού ο σκοπός του ήταν να την παντρευτεί, αλλά ακόμα κι έτσι, η ζωή μαζί της ήταν όμορφη όπως τη φανταζόταν, και η ευτυχία του ολοκληρωμένη, παρόλο που βρισκόντουσαν τόσο μακριά από το σπίτι του και τους δικούς του.
Το δάσος ήταν άγριο και παρθένο, και πολλά όμορφα και μοναδικά πράγματα υπήρχαν γύρω για να τα δει κανείς: Λουλούδια και φυτά με ζωηρά χρώματα και θεραπευτική χρήση, και η θέα από τα ψηλότερα σημεία του δάσους Ντρουάνταν προς τις ασημοχιονισμένες κορυφές του Θρίχαϊρν ήταν μαγευτική. Η Ρούθιελ έδενε τον Τουίλιον στο στήθος με ένα περίεργο σύστημα που κρατούσε το παιδί στερεωμένο πάνω στο σώμα της μητέρας του, (ήταν κι αυτό ανακάλυψη των Γιάουρ) και βγαίνανε στο δάσος μαζί για να συλλέξουνε τροφές, όπως μανιτάρια, φρούτα και ρίζες, και εκείνος τόξευε πουλιά και ζώα, και συγκεντρώσανε αρκετές προμήθειες για τον χειμώνα των  Νίμραϊς. Τα ζεστά βράδια κάθονταν μόνοι τους ή και μαζί με τους Ντρούγκου και λέγανε ιστορίες από το Άντραστ και γελούσαν τόσο δυνατά, που οι Γιάουρ ξεστρίβονταν χωρίς ανάσα από τα χαχανητά. Όταν γυρνούσαν στο μικρό τους καταφύγιο, έβαζαν το παιδί τους να ξαπλώσει μέσα στην μικρή κούνια που του έφτιαξε ο πατέρας του για να μην το ενοχλούν και να μπορεί να ξανακοιμηθεί εύκολα, και εκείνοι έμεναν ξάγρυπνοι και αγκαλιασμένοι, εξερευνώντας ο ένας το σώμα του άλλου, και μετά, ο Ντένχαρ ακουμπούσε το κεφάλι του στο στήθος της, στο μέρος της καρδιάς και την αφουγκραζόταν που χτυπούσε, και αποκοιμιόταν ακούγοντας την φωνή της να του τραγουδά.