tag:blogger.com,1999:blog-26107474952271837182024-03-14T07:06:13.355+02:00Βενθεσικύμηventhesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.comBlogger114125tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-68457766911533493302015-11-19T11:00:00.000+02:002015-11-19T11:00:10.519+02:00Ο Μόργκαν (β΄μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://1.bp.blogspot.com/-o7_Vx6-E8_Q/Vj04IbhK-oI/AAAAAAAAAmc/1QTd50d04SI/s1600/man_sinking.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="180" src="http://1.bp.blogspot.com/-o7_Vx6-E8_Q/Vj04IbhK-oI/AAAAAAAAAmc/1QTd50d04SI/s320/man_sinking.jpg" width="320" /></a></div>
<div style="text-align: justify;">
<br />Ο Μόργκαν τους μέτρησε με το βλέμμα σα να ήθελε να βεβαιωθεί για την τιμιότητα των λόγων τους, μα μέσα στην καρδιά του υπήρχε μόνον δυσπιστία. Θα έπρεπε όμως να περιμένει ότι θα κατέληγαν εκεί, οι συνεχείς κρούσεις για την μετεγκατάσταση του εργαστηρίου στον χώρο της Φρουράς και οι ολοένα και αυξανόμενες παραγγελίες για οπλισμό. Και αφού ως αρχιμάστορας, είχε αρνηθεί επανειλημμένα στις προτάσεις τους, είχαν σκεφτεί να τον πιέσουν με την αποστολή δύο έφιππων αξιωματικών, με σκοπό είτε να τον δελεάσουν είτε να τον εκφοβίσουν, αλλά οπωσδήποτε να εκβιάσουν μια θετική απάντηση. Δε θα τους έκανε όμως τη χάρη ικανοποιώντας την απαίτησή τους…Ούτε ο στρατιωτικός βαθμός τους, ούτε ο οπλισμός τους τον τρόμαζε. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Τα έργα μου ήταν πάντοτε ειρηνικά και ποτέ δεν ασχολήθηκα με όπλα…», του απάντησε. «Ο Άρχοντας του Μπάραντ-Ντουρ, έχει μεταλλουργούς δικούς του από τη γενιά των υπηρετών του και δεν έχει την ανάγκη ενός γέρου αποσταμένου σαν εμένα…» </div>
<div style="text-align: justify;">
«Ανήκεις στους Χαράδριμ, Μόργκαν, και μαθήτευσες κοντά σε μεγάλο δάσκαλο, όπως μάθαμε…Είναι ευκαιρία να αποδείξεις την πίστη σου στον Ανώτατο Άρχοντα της Μέσης Γης και να μας ακολουθήσεις με τη θέλησή σου…Διαφορετικά υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να αναγκαστείς να υποχωρήσεις, που καλό θα ήταν να αποφευχθούν, καθώς μπορούν να αποδειχθούν πολύ δυσάρεστοι…». </div>
<div style="text-align: justify;">
«Η διχαλωτή γλώσσα ήταν πάντοτε μία από τις μεγάλες ικανότητες των γιων σκλάβων…» του απάντησε εκείνος, με αρκετή δόση περιφρόνησης στη φωνή του. «Δε με φοβίζουν οι απειλές σας και δε μου χρειάζεται τέτοια υπηρεσία, όσο ασήμι κι αν διαθέτετε…» </div>
<div style="text-align: justify;">
«Νομίζω πως δεν κατάλαβες την σοβαρότητα της κατάστασης, Μόργκαν», του είπε πάλι ο πολεμιστής. «Δεν υπάρχει δυνατότητα άρνησης αυτού του αιτήματος, είσαι υποχρεωμένος να συνεργαστείς αλλιώς σου μένει ο θάνατος, ο δικός σου και της οικογένειάς σου…Και πρόσφατα απόχτησες εγγόνι…, δε θα ήτανε ωραίο θέαμα να το δεις σφαγμένο πριν συρθείς με τη βία στα χυτήρια της πόλης των βασανιστηρίων…» </div>
<div style="text-align: justify;">
Ο Μόργκαν ήταν πάντοτε πράος άνθρωπος. Μειλίχιος και συζητήσιμος, καθόλου ευέξαπτος, δεν ασχολούνταν ποτέ με ξένες υποθέσεις και ήταν διακριτικός στις πράξεις του. Οι κουβέντες του ήταν λίγες και σοφές, με μεγάλο βάρος, και ο γιος του ακολουθούσε το παράδειγμά του. Τους διέκρινε μια ήρεμη δύναμη στο βλέμμα, που συνήθως ήταν αρκετή ώστε να αποτρέπει τους μπελάδες. Αλλά η απειλή που εκτόξευσαν αυτοί οι κλεφτοκοτάδες ήταν πολύ μεγάλη για να την καταπιεί. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Τολμάς και με απειλείς με τη ζωή των παιδιών μου;» φώναξε αφρίζοντας από θυμό. «Ίσως ο Τύραννος που υπηρετείτε να αρέσκεται στο να καταστρέφει και να συντρίβει όσους του αντιστέκονται, αλλά εγώ δε θα τον αφήσω να καταστρέψει την αγνή ψυχή της ψυχής μου…». </div>
<div style="text-align: justify;">
Ξήλωσε το παντζούρι που όλη αυτήν την ώρα έτριζε, και κατάφερε ένα γερό χτύπημα στον ένα από τους πολεμιστές, όμως ο άλλος τον μαχαίρωσε πισώπλατα και τον έριξε στο έδαφος. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Όσοι αρνούνται, πεθαίνουν, ανόητε γέρε!» του απάντησε ο νεαρός Ανατολίτης που τον είχε χτυπήσει. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Η τιμωρία κρέμεται πάνω από το κεφάλι του Αφέντη σου και σύντομα θ’ αφήσει τον πύργο του και τη Μαύρη Γη της καταδίκης του για πάντα…», είπε ο Μόργκαν. «Τα σημάδια το δείχνουν καθαρά και δε θ’ αργήσει να ‘ρθει το τέλος του… και μαζί, και το δικό σας…», συμπλήρωσε και πέθανε, ενώ τα κύματα χτυπούσαν στα βράχια, χαμηλά στο γκρεμό, και τα χρυσά αστέρια του δρεπανιού της Βαλακίρκα, του αστερισμού της Κρίσης των Βάλαρ, έλαμπαν πάνω από το Χάραντ και το Ούμπαρ. </div>
<div style="text-align: justify;">
Τον πήραν και τον έριξαν στο γκρεμό και το σώμα του κομματιάστηκε στους βράχους πάνω από τα κύματα. Ποδοπάτησαν τα ίχνη του αίματος και τα έσβησαν, και πέταξαν το παντζούρι στη θάλασσα, μερικά μέτρα πιο πέρα από το σώμα του ιδιοκτήτη του. Αλλά ήρθαν τα θαλασσινά νερά και τον σήκωσαν από τις πέτρες και τον κατέβασαν στα αμμώδη βάθη, κι εκεί τον απόθεσαν πάνω στο μαλακό στρώμα τους, πριν ο βυθός τον απορροφήσει στο απόλυτο σκοτάδι και φύκια και θαλάσσια φυτά, φυτρώσουν και ανθίσουν πάνω από το υγρό μνήμα του.
</div>
</div>
venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-54069524954655981692015-11-06T23:49:00.000+02:002015-11-06T23:50:14.240+02:00ΑΝΓΚΕΛ ΚΑΙ ΣΟΡΟΝΟΥΜΕ- Μόργκαν (α μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://1.bp.blogspot.com/-jOPBaMGLU2c/Vj0f6gOh5xI/AAAAAAAAAmM/AT99QqT-c1k/s1600/littlehouse.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="320" src="http://1.bp.blogspot.com/-jOPBaMGLU2c/Vj0f6gOh5xI/AAAAAAAAAmM/AT99QqT-c1k/s320/littlehouse.jpg" width="213" /></a></div>
<div style="text-align: justify;">
<br />
Λόγω των αδυναμιών του β' μέρους του 3ου κεφαλαίου, το τέλος -αναγκαστικά- θα ανέβει όταν θα αναθεωρηθεί. Για τον λόγο αυτό, προχωρώ την ανάρτηση του 4ου κεφαλαίου των Παράλληλων Παραμυθιών. Ελπίζω στην κατανόησή σας!</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ </div>
<div style="text-align: justify;">
Άνγκελ και Σορονούμε
(α΄ μέρος) </div>
<div style="text-align: justify;">
Ο ΜΟΡΓΚΑΝ</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Το σπίτι του Μόργκαν ήταν χτισμένο στην Βόρεια πλευρά του φυσικού κόλπου του Ούμπαρ, στο ψηλότερο σημείο του ακρωτηρίου του Marös στο ίδιο σημείο όπου κάποτε στεκόταν ο μεγάλος λευκός πέτρινος στύλος με την κρυστάλλινη σφαίρα που είχε τοποθετηθεί εκεί, εις ανάμνηση της αποβίβασης του Αρ- Φαραζόν, πριν τον καταβαραθρώσουν, με τον δεύτερο ξεσηκωμό του Σάουρον, οι υπηρέτες του Μαύρου Άρχοντα. Κανείς δε θυμόταν πια το μνημείο των Νουμενόριαν με τη λαμπρή ξωτικόπετρα, που τραβούσε το ιερό φως του ήλιου και του φεγγαριού, και ακτινοβολούσε από μέσα του σαν αστέρι, που πλέον είχε χαθεί για πάντα. </div>
<div style="text-align: justify;">
Όμως ο Μόργκαν γνώριζε την ιστορία αυτή καλά, αλλά έκρυβε σχολαστικά τη γνώση αυτή, που είχε περάσει από γενιά σε γενιά ως εκείνον, όπως και η ιδιοκτησία αυτού του μικρού τμήματος γης που κατείχε μέσω της γυναίκας του, που κι εκείνη με τη σειρά της το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της και τους σοφούς προκατόχους του.
Από την ώρα που η Λορνάριεν είχε πεθάνει, εδώ και τέσσερα χρόνια, ζούσε μόνος του στο μικρό σπιτικό του στην άκρη του γκρεμού πάνω από τα κύματα. Δεν είχε αυλή, μόνο ένα μικρό πλακόστρωτο μπροστά στην πόρτα του, που χώριζε την είσοδο από τον ανοιχτό χώρο με τις πέτρινες αναβαθμίδες με τα άγρια αρωματικά φυτά. </div>
<div style="text-align: justify;">
Ο Άνγκελ ο μοναχογιός του, έμενε στο σπίτι στην πόλη και εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση. Τον είχε παρακαλέσει επανειλημμένα να μείνει μαζί του, ειδικά από την στιγμή που παντρεύτηκε, αλλά εκείνος αρνιόταν επειδή δεν ήθελε να γίνει βάρος στο νέο ζευγάρι. Εξάλλου ήταν ακόμα νέος και ικανός, ούτε εξήντα χρόνων, και κάθε ξημέρωμα κατέβαινε στο σιδηρουργείο και εργαζόταν μέχρι το απόγευμα, δυνατός και ενθουσιώδης σα να ήταν μόλις εικοσιπέντε ετών. Σαν τον κορυδαλλό του πρωινού χοροπηδούσε μέσα στο εργαστήριο, ακούραστος και γελαστός και οι παραγιοί που μάθαιναν τη δουλειά τον κοιτούσαν βαριεστημένα, όμως εκείνος τους τράβαγε από το αυτί και τους έλεγε ότι θέλει όρεξη η μέρα για ν’ αρχίσει. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Όρεξη και θέληση και αγώνας για να κερδίσεις αυτά που θα σε κάνουν ευτυχισμένο στη ζωή», ήταν το σύνθημά του, και ο Άνγκελ γελούσε από το διπλανό πόστο. Μόνον ο πρόωρος χαμός της γυναίκας του, σκίαζε την χαρά του, που είχε πεθάνει από ένα βαρύ κρύωμα που επέμεινε, μέχρι που μαράζωσε και έσβησε από τον πυρετό και από το βήχα. Όμως το εγγόνι του τον έκανε πάλι αισιόδοξο και λάτρευε την ώρα που το έπαιρνε στα χέρια του για να το παίξει και να το χαρεί, και η Σορονούμε η νύφη του, του το εμπιστευότανε συχνά. Γνήσια Χαράδριμ στην καταγωγή όπως εκείνος, είχε παντρευτεί τον γιο του από έρωτα και αν και διέφεραν σχεδόν σε όλα, φαίνονταν να συνεννοούνται απόλυτα. Ήταν μικροκαμωμένη και μελαχρινή, με μακριά μαύρα μαλλιά και μεγάλα αμυγδαλωτά καστανά μάτια, και ομορφιά σαν ψεύτικη για την άγρια περιοχή που ζούσαν. </div>
<div style="text-align: justify;">
Ο Άνγκελ την είχε συναντήσει τυχαία ένα χειμωνιάτικο πρωινό στην πόλη και είχε κοντέψει να χάσει το φως του και να γκρεμιστεί απ’ το άλογο, όταν τον κοίταξε με αυτά τα μάτια της για πρώτη φορά. Ρώτησε και έμαθε για την όμορφη νεοφερμένη που φιλοξενούνταν σε φιλικό της σπίτι, αφού δεν είχε πιο κοντινούς συγγενείς από μερικούς θείους και θείες στην Ούλντορ του Άπω Χάραντ, με τους οποίους δεν διατηρούσε πολλές επαφές και γι’ αυτό το είχε εγκαταλείψει. Από τότε και μέχρι να την καταφέρει να του πει το πολυπόθητο “ναι”, την πολιόρκησε επίμονα αλλά με ωραίο τρόπο, και ο Μόργκαν πιο πολύ την εκτιμούσε επειδή ο γιος του φαινόταν αποφασισμένος να κατακτήσει την καρδιά της, στα τριαντατρία του χρόνια πια, ενώ εκείνη ήταν κατά μία δεκαετία νεότερη. Ο αναπάντεχος θάνατος της γυναίκας του τον είχε λυπήσει αφάνταστα, αλλά η Σορονούμε τους συμπαραστάθηκε σαν κόρη και ο γάμος τους έγινε μετά από την πάροδο του απαραίτητου ενός χρόνου που διαρκούσε το πένθος. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Άργησες να το αποφασίσεις, αλλά τελικά το έκανες το θαύμα σου, onya nin», (“γιόκας”, στη Σινταρίν) του είπε ο πατέρας του συγκινημένος όταν του έφερε το νεογέννητο παιδί του να το δει και να το καμαρώσει, όπως το θαύμαζε κι ο ίδιος, όταν το απόχτησε δυο χρόνια μετά το γάμο του. Και κάθε ξημέρωμα ετοιμαζόταν για τη δουλειά και κατέβαινε με την χαρούμενη διάθεση νεαρού αγοριού, όλη την πλαγιά με τα θυμάρια και τις κάπαρες, και εκμηδένιζε την μεγάλη απόσταση μέχρι τις πύλες του αρχαίου τείχους που περίκλειε την πόλη του Ούμπαρ, για να συναντήσει τα παιδιά του και την εγγονή του. Όμως η ευτυχία του δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ. </div>
<div style="text-align: justify;">
Ήταν νύχτα του Φεβρουαρίου όταν του φάνηκε ότι άκουσε θόρυβο έξω από το σπίτι του. Ο καιρός ήταν μαλακός, στον μακρινό Νότο τα φθινόπωρα ήταν θερμά και οι χειμώνες ήπιοι, και μόνον ένας αλμυρός αέρας έκανε ένα παντζούρι από καιρό σκεβρωμένο, να τρίζει. Βγήκε στην πόρτα και αφουγκράστηκε την θάλασσα, πολλά μέτρα κάτω από το χείλος του γκρεμού και γύρισε να μπει μέσα στο σπίτι του. Μα μπροστά του εμφανίστηκε ένας άγνωστος και πίσω του βρισκόταν άλλος ένας, οπλισμένοι με φαρδιά σιδερένια ξίφη που είχαν περασμένα σε θηκάρια στην πλάτη τους και με καλυμμένα πρόσωπα. Τα περιγράμματα των ματιών τους ήταν βαμμένα και από τις φήμες που είχε ακούσει, κατάλαβε ότι αντίκριζε πολεμιστές των Ανατολιτών, που ήταν ντυμένοι με σκουρόχρωμα ρούχα, αγγελιοφόροι κακών ειδήσεων και αδίστακτοι μαχαιροβγάλτες. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Είσαι ο Μόργκαν, ο σιδεράς αυτής της πόλης;» τον ρώτησε ο ένας εκ των δύο. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Ποιος θέλει να μάθει;» τον ρώτησε ο Μόργκαν. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Ο Άρχοντας της Μόρντορ, στρατολογεί συμμάχους για τον αγώνα του και προσφέρει μεγάλες ανταμοιβές στους τεχνίτες των ανθρώπων που θα τον υποστηρίξουν…Εσύ, παρά τις προτάσεις της Φρουράς, αρνείσαι να εξετάσεις ακόμα και το ενδεχόμενο να συμβάλλεις με την εργασία σου στη μεγάλη νίκη του…Ήταν δύσκολο να σε εντοπίσουμε, αλλά ελπίζω ότι θα καταλήξουμε οπωσδήποτε σε κάποια ικανοποιητική λύση, εφόσον ο λόγος που διστάζεις είναι οικονομικός…», του απάντησε ο δεύτερος, και του έδειξε ένα σακούλι με μεταλλικό περιεχόμενο που κουδούνιζε.
</div>
</div>
venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-35113038906360038362015-06-09T00:18:00.002+03:002015-06-09T00:18:42.073+03:00Η πτώση της Γκλίνενρουθ (α' μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://2.bp.blogspot.com/-zfHYDR5E5pY/VXYFedeIYeI/AAAAAAAAAl4/-5vYd_iHfd4/s1600/Orcs%252BInvade%252BForest.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="219" src="http://2.bp.blogspot.com/-zfHYDR5E5pY/VXYFedeIYeI/AAAAAAAAAl4/-5vYd_iHfd4/s320/Orcs%252BInvade%252BForest.jpg" width="320" /></a></div>
<br />
Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΚΛΙΝΕΝΡΟΥΘ<br />
<br />
<div style="text-align: justify;">
«Δε θ’ απαλλαγούμε ποτέ από αυτά τα πλάσματα», μουρμούρισε ο Γκόν-γκιρι, όταν έμαθε τα άσχημα νέα. «Δεν μας μένει να κάνουμε τίποτε άλλο, από το να περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει, και αν εμφανιστεί κανένας τους, θα τον καταδιώξουμε…»</div>
<div style="text-align: justify;">
Ο Ντένχαρ ετοιμαζότανε να φύγουνε από τα Νίμραϊς και να γυρίσουν επιτέλους στην Ντίμροστ. Όλο το χειμώνα έφτιαχνε το σχέδιό του στο μυαλό του και κατάστρωνε το πλάνο του ταξιδιού της επιστροφής, με όλες τις απαραίτητες προμήθειες. Ο καιρός δεν είχε ανοίξει ακόμα, αλλά η Ρούθιελ τον παρακολουθούσε που όσο περνούσαν οι μέρες γινόταν όλο και περισσότερο ανυπόμονος και πήγαινε τον μικρό Τουίλιον κοντά στο άλογό του, που το είχε κρατήσει όλους αυτούς τους μήνες προφυλαγμένο σε άλλη σπηλιά, σε κοντινή απόσταση από τη δική τους. Ήθελε να μάθει στο παιδί να μην το φοβάται για να είναι ευκολότερη η μετακίνησή τους κατά την επιστροφή τους. </div>
<div style="text-align: justify;">
Ο μικρός γιος τους δεν συμμεριζότανε τον φόβο που ένοιωθε εκείνη κοντά σ’ αυτά τα μεγαλόσωμα ζώα, και διασκέδαζε πολύ με το άλογο που συχνά ρουθούνιζε μέσα στον παιδικό λαιμό του και τον έκανε να γελά. Ο Γκόν-γκιρι καταλάβαινε τον σκεπτικισμό της Γκλίνενρουθ, που φαινόταν επιφυλακτική μπροστά στην σιγουριά του Ντένχαρ και την απόφασή του να φύγουν μόλις θα έμπαινε η Άνοιξη.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Δεν έχει τελειώσει ακόμα αυτή η ιστορία…» είπε η Ρούθιελ στον Γκόν-γκιρι όταν εκείνος ήρθε να τους επισκεφτεί, μια μέρα του Απριλίου, κι ενώ είχε μάθει ότι ο Ντένχαρ είχε τελειώσει με τις προετοιμασίες του ταξιδιού.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Όμως ο Ντένχαρ είναι έτοιμος» της απάντησε, «για ποιο λόγο να καθυστερήσει κι άλλο;»
«Δεν μπορώ να σας αφήσω ακόμα, τουλάχιστον όχι όσο δεν ξεκαθαρίζει η κατάσταση με τους Ορκ…Θα το συζητήσω με τον Ντένχαρ και ελπίζω να το καταλάβει ότι πρέπει να περιμένετε, εξάλλου θα είναι επικίνδυνο και για το ταξίδι σας, να υπάρχουν αυτά τα πλάσματα και να κυκλοφορούν ελεύθερα μέσα στο δάσος Ντρουάνταν…» </div>
<div style="text-align: justify;">
«Τί συμβαίνει με το δάσος Ντρουάνταν;» ρώτησε ο Ντένχαρ που μπήκε εκείνη τη στιγμή μέσα στη σπηλιά κρατώντας τον Τουίλιον αγκαλιά και τους βρήκε να συνομιλούν.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Έχουμε εντοπίσει τα ίχνη από τουλάχιστον οκτώ Ορκ, αλλά ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να τους ξετρυπώσουμε…», του απάντησε ο Γκόν-γκιρι. «Τους αναζητούμε νύχτα –μέρα, αλλά έχουν τον τρόπο να μας ξεφεύγουν κάθε φορά…Φαίνεται ότι είναι πολύ σκληραγωγημένοι, αλλά βρίσκονται μέσα στο δάσος και όλες οι πιθανές μετακινήσεις είναι επικίνδυνες…»</div>
<div style="text-align: justify;">
«Ας είναι…» έκανε ο Ντένχαρ ανυπόμονα, «εγώ έχω κάνει όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες και μου φαίνεται περίεργο που δεν μπορούν να εντοπίσουν μερικούς Ορκ, οι σκληρότεροι διώκτες τους…» </div>
<div style="text-align: justify;">
«Μας αποκαλείς ψεύτες;» τον ρώτησε ο Γιάουρ.
«Απλώς λέω ότι έχετε βρει τον τρόπο να μας κρατάτε εδώ, ή μάλλον θα έπρεπε να πω ότι σας ενδιαφέρει να κρατήσετε τη Ρούθιελ κοντά σας, χρησιμοποιώντας την αγάπη που νοιώθει για σας, γιατί στην πραγματικότητα, λίγο σας νοιάζει για μένα και τον Τουίλιον…»</div>
<div style="text-align: justify;">
«Παραφέρεσαι» του είπε η Ρούθιελ αυστηρά. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Α, ναι;» έκανε ξανά ο Ντένχαρ. «Είναι ψέμα ότι πάνω που είμαστε έτοιμοι, βγαίνει μια καινούρια δικαιολογία για να μας καθυστερήσει;» </div>
<div style="text-align: justify;">
«Ό,τι κάνουν, το κάνουν από καθαρό ενδιαφέρον», του απάντησε ξανά. «Και δεν λένε ποτέ ψέματα οι Ντρούγκου και αν ήθελαν να μας κρατήσουν, εμένα και τον Τουίλιον, θα έβρισκαν άλλους τρόπους να το πετύχουν …» </div>
<div style="text-align: justify;">
«Είμαι σίγουρος» της απάντησε και ο τόνος της φωνής του φανέρωνε θυμό.
</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
</div>
venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-5224539340610465842015-03-15T12:30:00.000+02:002015-03-15T12:30:01.169+02:00Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΝΤΕΝΧΑΡ (4ο μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://3.bp.blogspot.com/-h9B2Ub4cwU8/VPnDb6MGIzI/AAAAAAAAAlY/t0d2kiAspN8/s1600/105727-isildur-killed.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="http://3.bp.blogspot.com/-h9B2Ub4cwU8/VPnDb6MGIzI/AAAAAAAAAlY/t0d2kiAspN8/s1600/105727-isildur-killed.jpg" height="206" width="320" /></a></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="font-family: "Bookman Old Style";"><br /> Ο
χειμώνας ήρθε νωρίς και με πάρα πολλά χιόνια. Έφτιαξαν μία ξύλινη πόρτα για να
κρατούν την κακοκαιρία έξω από το υποτυπώδες σπίτι τους και πέρασαν πολλές
συνεχόμενες μέρες κλεισμένοι μέσα στη μικρή σπηλιά. Κάπου –κάπου έβγαιναν έξω
στο χιόνι και διασκέδαζαν κυνηγώντας τις χιονονιφάδες που στροβιλίζονταν από
τον αέρα, όμως η μεγαλύτερη χαρά τους ήταν να παρακολουθούν τον μικρό γιο τους,
τον Τουίλιον, που μεγάλωνε και άρχισε να
κάνει τα πρώτα του αβέβαια βήματα. Πολύ σύντομα, πιο γρήγορα από τα άλλα
παιδιά, άρχισε να λέει και τις πρώτες
του κουβέντες, φωνάζοντας πρώτα τον πατέρα του που λάτρευε, κυρίως επειδή η Ρούθιελ
ήταν αρκετά αυστηρή και μάλωνε και τον πατέρα και το γιο, που είχαν
δημιουργήσει συμμαχία και παραβγαίνανε ο ένας τον άλλον στην σκανδαλιά. Εκείνη
έβγαινε πιο συχνά στο χιονισμένο ύπαιθρο, πηγαίνοντας να ελέγξει και τους
Ντρούγκου που ανησυχούσε αν είναι καλά, με όλη αυτή τη χιονόπτωση που
συνεχιζόταν, και που πολλές φορές έθαβε τον πρόχειρο καταυλισμό τους και
κάλυπτε τις εισόδους των αποθηκών τους. Μα εκείνοι την κοιτούσαν καθώς ερχόταν
με τα μαλλιά της πασπαλισμένα με χιόνι και την κορόιδευαν που δεν έλεγε να
συνηθίσει την επιμονή τους να στέκονται έξω με τόσο κρύο, και συχνά τη
συνόδευαν πίσω στην μικρή σπηλιά λέγοντας στον Ντένχαρ που τους άνοιγε κάθε φορά:<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="font-family: "Bookman Old Style";"> «Χιόνισε πρόωρα στο κεφάλι της…» υπονοώντας
ότι τα χρόνια (και τα γηρατειά) τη βρήκανε νωρίτερα από το αναμενόμενο, και
γελούσαν σκασμένοι από την έκφραση που έπαιρνε το πρόσωπό της. Ακόμα και ο
μικρός Τουίλιον έμαθε αυτήν την πρόταση και την έλεγε με τα παιδικά του λογάκια
και ο Ντένχαρ τον προέτρεπε να τη λέει και του την μάθαινε κρυφά από την μητέρα
του που καμωνότανε την θυμωμένη. Και ο χειμώνας πέρασε, και ο γιος τους έκλεισε
τον πρώτο του χρόνο, στα τέλη του Φεβρουαρίου.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="font-family: "Bookman Old Style";"> Δεν είχε μπει καλά -καλά ο μήνας
Σούλιμε (Μάρτιος), όταν καβαλάρηδες πέρασαν από τον δρόμο πηγαίνοντας Δυτικά.
Πολύ σύντομα ξαναπέρασαν επιστρέφοντας, και για αρκετό καιρό ακόμα η αναταραχή
συνεχιζόταν και οι Ντρούγκου που παραφύλαξαν τους φύλακες, έμαθαν ότι ο
Ισίλντουρ, οι τρεις από τους τέσσερις γιους του (Ελέντουρ, Αράντουρ και Κίρυον,
ο Βαλαντίλ είχε γεννηθεί κατά τη διάρκεια του πόλεμου στο Ρίβεντελ, όπου ζούσε
μαζί με τη μητέρα του) και η ακολουθία του που αποτελούνταν από διακόσιους
πολεμιστές, έπεσαν σε ενέδρα Ορκ στα </span><span lang="EN-US" style="font-family: "Bookman Old Style"; mso-ansi-language: EN-US;">Gladden</span><span lang="EN-US" style="font-family: "Bookman Old Style";"> </span><span lang="EN-US" style="font-family: "Bookman Old Style"; mso-ansi-language: EN-US;">fields</span><span style="font-family: "Bookman Old Style";"> και σκοτώθηκαν, αν και το σώμα του
Βασιλιά της Άρνορ (αφού στην Γκόντορ είχε αφήσει τον Μένελντιλ, τον γιο του
αδελφού του, του Ανάριον που είχε πεθάνει στην Ντάγκορλαντ) δεν βρέθηκε ποτέ.
Τρεις στρατιώτες είχαν μόνο σωθεί, που μετέφεραν τα νέα, και τα κομμάτια του
Νάρσιλ, στο Ίμλαντρις. Ο Θράντουιλ, με τους τοξότες του, είχαν κυνηγήσει τους Ορκ
και είχαν σκοτώσει αρκετούς, και οι Νουμενόριαν είχαν λάβει και εκείνοι μέρος
στις έρευνες, τόσο για τον Ισίλντουρ, όσο και για τους δολοφόνους του. Τα Ξωτικά
τους είχαν αποκόψει από τα Ομιχλιασμένα Βουνά
και αρκετοί από τους πολεμιστές του Σάουρον που δεν κατάφεραν να
περάσουν τον πλημμυρισμένο Άντουιν και να διαφύγουν στην Ανατολή, αποφεύγοντας
τα μαγεμένα δάση του Λόριεν και του Φάνγκορν, διέσχισαν το Αρντ Γκάλεν και
μπήκαν στον ορεινό όγκο των Νίμραϊς από το Ανόριεν, προσπαθώντας να σωθούν.<o:p></o:p></span></div>
</div>
venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-7803318879127779202015-03-06T16:34:00.001+02:002015-03-11T00:43:02.618+02:00Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΝΤΕΝΧΑΡ (3ο μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://1.bp.blogspot.com/-iYQDyOFuUqI/VPm9oitaKlI/AAAAAAAAAlI/-t1dA37LGzg/s1600/autumn_Threehirn_view.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="http://1.bp.blogspot.com/-iYQDyOFuUqI/VPm9oitaKlI/AAAAAAAAAlI/-t1dA37LGzg/s1600/autumn_Threehirn_view.jpg" height="200" width="320" /></a></div>
<span style="font-family: "Bookman Old Style";"><br /> Θα
ήθελε αν μπορούσε, να έφευγαν αμέσως για την Ντίμροστ. Με ελάχιστο ψάξιμο είχε
βρει το άλογό του που είχε διασωθεί ευτυχώς από την μάχη με τους Ορκ, και αν δεν υπήρχε ο αστάθμητος παράγοντας του
παιδιού τους, θα την έπαιρνε αμέσως και θα έφευγαν για να γυρίσουν στους γονείς
του. Το καλοκαίρι τελείωνε και σύντομα θα έμπαινε ο χειμώνας και δεν
προλάβαιναν να περάσουν το Θρίχαϊρν με τους πάγους του, ειδικά με ένα τόσο
μικρό μωρό στα χέρια, πήρε λοιπόν την απόφαση να μείνουν για τον χειμώνα κοντά
στους Ντρούγκου ή Ρόγκιν, όπως αποκαλούσαν οι Γιάουρ του Ανόριεν τους εαυτούς
τους. Έπρεπε να κάνει αυτήν την υποχώρηση για χάρη της γυναίκας που αγαπούσε
και του παιδιού τους, και σύντομα συνήθισε και στην ιδέα της πατρότητας. Θα
συνέβαινε βέβαια κάποτε, αφού ο σκοπός του ήταν να την παντρευτεί, αλλά ακόμα
κι έτσι, η ζωή μαζί της ήταν όμορφη όπως τη φανταζόταν, και η ευτυχία του ολοκληρωμένη,
παρόλο που βρισκόντουσαν τόσο μακριά από το σπίτι του και τους δικούς του. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-family: "Bookman Old Style";">Το δάσος ήταν άγριο και παρθένο, και
πολλά όμορφα και μοναδικά πράγματα υπήρχαν γύρω για να τα δει κανείς: Λουλούδια
και φυτά με ζωηρά χρώματα και θεραπευτική χρήση, και η θέα από τα ψηλότερα
σημεία του δάσους Ντρουάνταν προς τις ασημοχιονισμένες κορυφές του Θρίχαϊρν ήταν
μαγευτική. Η Ρούθιελ έδενε τον Τουίλιον στο στήθος με ένα περίεργο σύστημα που
κρατούσε το παιδί στερεωμένο πάνω στο σώμα της μητέρας του, (ήταν κι αυτό
ανακάλυψη των Γιάουρ) και βγαίνανε στο δάσος μαζί για να συλλέξουνε τροφές,
όπως μανιτάρια, φρούτα και ρίζες, και εκείνος τόξευε πουλιά και ζώα, και
συγκεντρώσανε αρκετές προμήθειες για τον χειμώνα των Νίμραϊς. Τα ζεστά βράδια κάθονταν μόνοι τους
ή και μαζί με τους Ντρούγκου και λέγανε ιστορίες από το Άντραστ και γελούσαν
τόσο δυνατά, που οι Γιάουρ ξεστρίβονταν χωρίς ανάσα από τα χαχανητά. Όταν
γυρνούσαν στο μικρό τους καταφύγιο, έβαζαν το παιδί τους να ξαπλώσει μέσα στην
μικρή κούνια που του έφτιαξε ο πατέρας του για να μην το ενοχλούν και να μπορεί
να ξανακοιμηθεί εύκολα, και εκείνοι έμεναν ξάγρυπνοι και αγκαλιασμένοι,
εξερευνώντας ο ένας το σώμα του άλλου, και μετά, ο Ντένχαρ ακουμπούσε το κεφάλι
του στο στήθος της, στο μέρος της καρδιάς και την αφουγκραζόταν που χτυπούσε,
και αποκοιμιόταν ακούγοντας την φωνή της να του τραγουδά. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="font-family: "Bookman Old Style";"> </span></div>
</div>
venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-77629087094075379592014-06-17T01:32:00.000+03:002015-03-11T00:44:08.236+02:00Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΝΤΕΝΧΑΡ (α μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://4.bp.blogspot.com/-3O_ijr-D9Qw/U59v1pSzRzI/AAAAAAAAAkQ/erh60yp2Pl0/s1600/horsemanintheforest.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="http://4.bp.blogspot.com/-3O_ijr-D9Qw/U59v1pSzRzI/AAAAAAAAAkQ/erh60yp2Pl0/s1600/horsemanintheforest.jpg" height="320" width="256" /></a></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<br /></div>
Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΝΤΕΝΧΑΡ<br />
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Ο Ντένχαρ δεν έμεινε για παραπάνω από δύο μέρες στο οροπέδιο των αγαλμάτων... Το καλοκαίρι τελείωνε και ήθελε να βρει τον μεγάλο δυτικό δρόμο. Μπροστά του έβλεπε τις κορυφές του Θρίχαϊρν και τα αγάλματα Ντρούγκου με την διάταξή τους, του φαινόταν ότι του έδειχναν προς εκείνη την κατεύθυνση. Η ανάβαση ήταν δύσκολη και καθώς σκαρφάλωνε τις ακόμα χιονισμένες πλαγιές του Θρίχαϊρν, το ένα από τα δύο άλογά του, πάτησε σε πάγο που ξεκόλλησε, και γκρεμίστηκε σε βάραθρο αγνώστου βάθους. Δεν μπόρεσε να το συγκρατήσει και να το σώσει, ήταν φορτωμένο και το βάρος του είχε πολλαπλασιαστεί, και εκείνος έμεινε ξαπλωμένος στο χιόνι πάνω από το χάσμα, όμως, από το σημείο που βρισκόταν είδε τη διαφορά του χρώματος των δασών από την νότια και τη βόρεια πλευρά των Έρεντ Νίμραϊς και με μεγαλύτερο πάθος άρχισε να κατεβαίνει από την πλευρά της Αρντ Γκάλεν.</div>
<div style="text-align: justify;">
Προσπαθούσε να μην παρεκκλίνει από την πορεία του και όταν επιτέλους συνάντησε τον δρόμο που έψαχνε, καβάλησε το άλογο που μέχρι τώρα συνόδευε πεζός και κάλπασε προς τα ανατολικά, συναντώντας σε κάθε στροφή αγάλματα Ντρούγκου. Προσπέρασε την πρώτη φρυκτωρία, τρέχοντας με απίστευτη ταχύτητα όλη την πρώτη μέρα και συνέχισε χωρίς να σταματήσει πουθενά για πολλή ξεκούραση. Μέσα στο επόμένο δεκαήμερο προσπέρασε και τις υπόλοιπες τέσσερις και δεν είδε με το δωδέκατο ξημέρωμα την μικρή κρυστάλλινη λίμνη που ήταν μέσα στο δάσος πέρα από τον δρόμο. Όμως οι Ντρούγκου που ήταν κρυμμένοι εκεί τον άκουσαν να περνάει με το άλογο, και δεν προσπάθησαν να τον εμποδίσουν να πλησιάσει. Εκείνοι ήξεραν ακόμα πιο σύντομο δρόμο από τον δρόμο τον δικό του και γύρισαν να ειδοποιήσουν τους ομοφύλους τους ότι ένας τοξότης ιππέας ερχόταν μετά από πολύ καιρό στα μέρη τους. Ο Γκόν-γκιρι που άκουσε την περιγραφή του άντρα που ερχόταν με το άλογο, μάντεψε ποιος ήταν και έβαλε να προετοιμάσουν ένα μικρό κατάλυμα, αλλά δεν γνώριζε ότι το βράδυ αυτό θα γινόταν μάχη μπροστά του, ανάμεσα σε Ορκ και εκείνους, και τα βέλη θα έπεφταν σαν βροχή από όλες τις κατευθύνσεις, βάζοντας την ζωή του φίλου του σε κίνδυνο.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Ο Ντένχαρ έπεσε πάνω στους Ορκ που υποχωρούσαν και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το άλογο και να το διώξει, για να μην το χάσει κι εκείνο, και οχυρώθηκε πίσω από τα δέντρα, που δεν του προσέφεραν ιδιαίτερη κάλυψη. Η νύχτα είχε ρίξει τα σκοτάδια της πάνω στο δάσος από σημύδες και ο κίνδυνος έκανε τα μηνίγγια του να χτυπούν και τα δάχτυλά του να μουδιάζουν, όμως δεν υπήρχε άλλος τρόπος να προχωρήσει πέρα από το να πολεμήσει και κείνος, και θεωρούσε ότι και τα όπλα του και οι ικανότητες του, ήταν αρκετές για να τα καταφέρει. Έριξε όλα του τα βέλη, στοχεύοντας μόνον όσους ξεχώριζε καθαρά κάτω από το λιγοστό φεγγάρι και οι Ορκ τον εντόπισαν και του επιτέθηκαν, παρατώντας τους Γιάουρ που πλησίαζαν απ’ όλες τις πλευρές του βουνού, με κόκκινες τις κόρες των μαύρων ματιών τους. Πως θα μπορούσε όμως να αντισταθεί σε τόσους μεγαλόσωμους και βαριά οπλισμένους πολεμιστές; </div>
</div>
venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-65106572980034986942014-01-28T16:50:00.003+02:002015-03-11T00:44:43.625+02:00ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΤΡΟΥΓΚΟΥ ΠΡΟΣ ΤΑ ΝΙΜΡΑΪΣ (6ο μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://1.bp.blogspot.com/-WgZo1BnpzWA/UufDoouCwMI/AAAAAAAAAkA/YFlsH1qmQH8/s1600/routhiellake.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="http://1.bp.blogspot.com/-WgZo1BnpzWA/UufDoouCwMI/AAAAAAAAAkA/YFlsH1qmQH8/s1600/routhiellake.jpg" height="212" width="320" /></a></div>
<br />
<div style="text-align: justify;">
Είχε περάσει ένας χρόνος από το βράδυ εκείνο που έφυγαν από το Άντραστ και μόλις είχαν φτάσει σε μια μικρή κρυστάλλινη λίμνη, απ’ όπου ξεκινούσε ένας παγωμένος χείμαρρος. Οι σημύδες κατέβαιναν ως τις όχθες αυτής της λίμνης και τα λεπτά φύλλα των κλαδιών τους, τρεμούλιαζαν από τον αέρα και τη γλυκιά ζέστη του Ιούνη, όταν ξαφνικά η Γκλίνενρουθ που κρατούσε το παιδί της στα χέρια της, αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν μόνη της και έμεινε ακίνητη στην θέση της, επειδή πρόσωπα Ντρούγκου που δεν αναγνώριζε, την παρατηρούσαν από τις σκιές των δέντρων. Ο γιος της ήταν μόλις πέντε μηνών όταν έγινε αυτή η πρώτη γνωριμία από μακριά, αλλά οι Ντρουάνταν δεν ήταν διατεθειμένοι να πλησιάσουν τους νεοφερμένους περισσότερο, παρά το γεγονός ότι αναγνώριζαν την συγγένεια που υπήρχε ανάμεσά τους. </div>
<div style="text-align: justify;">
Ο Γκόν-γκιρι που καταλάβαινε τον σκεπτικισμό τους και τις προφυλάξεις που έπαιρναν, έψαχνε να βρει έναν τρόπο να τους κάνει να εμπιστευτούν την φυλή του, αλλά η λύση στο πρόβλημα, ήρθε από εκεί που δεν την περίμενε κανείς: ο μικρός Τουίλιον, με τις πρώτες από τις κινήσεις που έκανε με τα μικρά του χέρια, έπιασε την άκρη του μαντηλιού της Ρούθιελ που δεν έβγαζε από το κεφάλι της παρά μόνο για να λουστεί, και καθώς εκείνο ξετυλίχθηκε, ένας χείμαρρος από χρυσοκάστανα μαλλιά απελευθερώθηκαν στην πλάτη της, και έλαμψαν με χρυσές φλόγες κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο. </div>
<div style="text-align: justify;">
Οι Ντρούενταϊν βγήκαν από τις κρυψώνες τους και την πλησίασαν χωρίς φόβο και άγγιξαν τα μαλλιά της σαν για να βεβαιωθούν ότι ήταν αληθινά και την ρώτησαν αν γνώριζε τον Ελουρέντ, που είχαν γνωρίσει και εκείνοι στο παρελθόν, όταν τους είχε επισκεφτεί πολύ παλιά. Με δυσκολία καταλάβαινε την γλώσσα τους αλλά προσπάθησε να τους εξηγήσει ότι ήταν κόρη του Ξωτικού που η ύπαρξή του είχε περάσει στους μύθους τους και από εκείνη τη στιγμή, οι δύο λαοί έγιναν ένας μεγάλος λαός και σύντομα άρχισαν να ανταλλάσσουν τις ιστορίες αυτές που αλληλοσυμπληρώνονταν. Τους είπαν ότι βρίσκονταν ακόμα σε εμπόλεμη κατάσταση, επειδή όλοι οι Ορκ δεν είχαν εξοντωθεί, αν και τους φοβόντουσαν αρκετά και δεν τους πλησίαζαν, επειδή ήταν ικανοί τοξότες και χρησιμοποιούσαν δηλητηριασμένα βέλη. Είχαν μάθει ότι ο Σάουρον είχε ηττηθεί και δεν καταλάβαιναν πως οι πολεμιστές του εξακολουθούσαν να τριγυρνούν ελεύθεροι, αλλά εκείνοι έκαναν ό,τι ήταν δυνατό ώστε να μην ξεφύγει κανείς τους. </div>
<div style="text-align: justify;">
Το δάσος στο οποίο είχαν φτάσει, ονομαζόταν Δάσος Φίριεν από τους ανθρώπους, όμως εκείνοι το θεωρούσαν δικό τους και το ονόμαζαν Δάσος Ντρουάνταν, και η ψηλότερη κορυφή του ήταν η κορυφή της αρχαίας φρυκτωρίας Έιλεναχ. Στην Γκόντορ γνώριζαν την ύπαρξή τους και οι φύλακες των φρυκτωριών που ζούσαν σε μικρά σπίτια γύρω από τους λόφους, τους σέβονταν αρκετά, επειδή ήταν πολεμιστές με αρχές και ατρόμητοι φρουροί. Δεν ενοχλούνταν οι μεν από τους δε και λίγο καιρό νωρίτερα, πάνω στην καταπράσινη κορυφή του Άμον Άνγουαρ, του Λόφου του Δέους, ο Ισίλντουρ είχε μεταφέρει μυστικά, τα απομεινάρια του πατέρα του και τα είχε θάψει. Τον σέβονταν τον Βασιλιά της Γκόντορ επειδή είχε απαγορεύσει την κοπή των δέντρων σε όλο το βουνό και επιτρεπόταν μόνο η κοπή εκείνων που χρειάζονταν οι φύλακες της ισχυρής φρουράς της συγκεκριμένης Φρυκτωρίας και των λατομείων που λειτουργούσαν στη γειτονική περιοχή. Μόνο τα δέντρα που κατά καιρούς δυσχέραιναν την πρόσβαση στον δρόμο και των μονοπατιών που οδηγούσαν στις κορυφές της φρυκτωριών, επιτρεπόταν να κοπούν από τους φρουρούς. </div>
<div style="text-align: justify;">
Εκτός από την Εϊλενάερ (Χαλιφίριεν) στην οποία κατοικοέδρευε μεγάλος αριθμός πολεμιστών, το Κάλενχαντ, το Μιν-Ρίμμον και το Έρελας, το Νάρντολ, η Έιλεναχ, και το Άμον Ντιν, διατηρούσαν ένα ή δύο μόνο φρουρούς, οι οποίοι θα άναβαν τις συνθηματικές φωτιές σε περίπτωση κινδύνου, καλώντας τους υπηκόους της Γκόντορ να συσπειρωθούν και να αποκρούσουν τους εχθρούς, παρόλο που μια τέτοια άχαρη υπηρεσία φαινόταν άχρηστη, μετά από την ολοκληρωτική ήττα του Σάουρον. Τους ένοιωθαν όμως που μαζεύονταν ανήσυχοι τα βράδια εξαιτίας ενός φόβου αδιευκρίνιστου που ακολουθούσε την ύπαρξή τους στο Ψιθυριστό Δάσος, αφού ενώ γνώριζαν καλά ότι εκείνοι βρίσκονταν παντού τριγύρω, παρόλα αυτά δεν τους έβλεπαν ποτέ. </div>
<div style="text-align: justify;">
Οδήγησαν τους νεοφερμένους στο χωριό τους, που ήταν αρκετά μακριά από το σημείο εκείνο που τους είχαν συναντήσει και δεν ενοχλήθηκαν από την παρουσία της Γκλίνενρουθ, επειδή εκτιμούσαν τον πατέρα της που είχε ζήσει μαζί τους στο παρελθόν, το διάστημα που είχε περάσει μακριά από τους Ντρούγκου του Άντραστ, πριν τους αφήσει ξανά, για να επιστρέψει στη φυλή του Γκόν-γκιρι. Τους άρεσε ν’ αγγίζουν τα μαλλιά της και αγαπούσαν πολύ το όμορφο παιδί της που όταν γελούσε, μικρά στρόγγυλα λακκάκια εμφανίζονταν στα μάγουλά του. Και τα βράδια όταν έβαζε το γιο της να κοιμηθεί, κάθονταν κρυμμένοι ν’ ακούσουν το τραγούδι χωρίς λόγια που του έλεγε για να το καθησυχάσει, και σιγά-σιγά, το έμαθαν κι εκείνοι. Η δική τους διασκέδαση μεταφραζόταν σε γέλιο που παρέσυρε σε χαχανητά οποιονδήποτε είχε την τύχη να τους ακούσει, και πολλές φορές οι φύλακες των φρυκτωριών γελούσαν κι εκείνοι έντρομοι, μ’ αυτήν την υπερφυσική τους ικανότητα, καθώς δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν. </div>
<div style="text-align: justify;">
Μια απίστευτη ευτυχία φαινόταν να έχει αγγίξει το Ψιθυριστό Δάσος, αλλά ο Ντένχαρ δεν είχε έρθει ακόμα και καθώς το Φθινόπωρο πλησίαζε, η Ρούθιελ πείστηκε ότι εκείνος δεν είχε ξεκινήσει να την ψάξει, αν και ο Γκόν-γκιρι που μάντευε την στεναχώρια της ήταν αισιόδοξος. Ακόμα κι αν ήθελε να γυρίσει πίσω μόνη της δε θα μπορούσε να την αφήσει, παρά την δύναμή της και την αποφασιστικότητά της, επειδή ο Τουίλιον ήταν πολύ μικρός για τέτοιο ταξίδι και απλώς περίμενε να δει αν ο Ντένχαρ που είχε καθυστερήσει, θα τους έβρισκε.</div>
</div>
venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-24962903770524166862013-07-04T15:30:00.000+03:002014-01-28T16:16:41.618+02:00Με τους Ντρούγκου προς τα Νίμραϊς (5ο μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://1.bp.blogspot.com/-Uo0Znu8Kwcs/Ucdi0geYaiI/AAAAAAAAAjY/w1RXAlUiMJ8/s1600/druadanpassage2.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="http://1.bp.blogspot.com/-Uo0Znu8Kwcs/Ucdi0geYaiI/AAAAAAAAAjY/w1RXAlUiMJ8/s320/druadanpassage2.jpg" height="320" width="240" /></a></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-family: "Bookman Old Style";">Ίσα που είχαν προλάβει να στήσουν τον
καταυλισμό τους και έπεσε το πρώτο χιόνι. Ο Χειμώνας είχε έρθει νωρίτερα απ’
ότι τον υπολόγιζαν αλλά οι προμήθειες που είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν ήταν
παραπάνω από αρκετές. Οι εγκαταστάσεις τους είχαν σχεδόν αποκλειστικά
αποθηκευτικό χαρακτήρα, επειδή αισθάνονταν ότι περιορίζονταν μέσα στα κτίσματα
όλων των τύπων και μόνον τα πολύ μικρά παιδιά προτιμούσαν να κρατούν
προφυλαγμένα και όταν η κακοκαιρία ήταν μεγάλη. Όμως η Γκλίνενρουθ περνούσε
άσχημες στιγμές και ο Γκόν-γκιρι την είχε από κοντά γιατί φοβόταν για εκείνη, επειδή
θυμόταν την μητέρα της που δεν είχε αντέξει στην γέννα, και τα προβλήματα της
φίλης του, του φαίνονταν παρόμοια με της Ελάννα. Εκείνη όμως δεν δεχότανε
βοήθεια από κανέναν εκτός από τη γριά Ούρμια και στα τέλη Φεβρουαρίου, γέννησε
τον χρυσοκάστανο γιο της και οι Ντρούγκου που άκουσαν το κλάμα του μωρού,
άρχισαν να γελάνε με αγνή χαρά όταν βεβαιώθηκαν πως και οι δύο τους ήταν καλά
στην υγεία τους και την παρέσυραν και εκείνη στα γέλια, παρά την εξάντληση που
αισθανόταν και την μεγάλη ανάγκη που είχε για ξεκούραση.<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-family: "Bookman Old Style";">Ήταν αρχές Απρίλη, παραμονές της
Άνοιξης όταν ξεκίνησαν να φύγουν από το οροπέδιο των οξιών, και έκπληκτη είδε
γύρω της, σχεδόν σε κάθε ορατό βράχο, σκαλισμένες μορφές Γιάουρ με χοντρές
κοιλιές και όπλα, και γύρισε και κοίταξε τον Γκόν-γκιρι που την είχε
προειδοποιήσει για τα σημάδια που θα άφηνε στην περιοχή, αν και δεν της είχε
αποκαλύψει τα σχέδιά του. Η εικόνα των δέντρων με τα πρώτα φρεσκοανοιγμένα
φυλλαράκια την έκαναν ν’ αποφασίσει χωρίς πολλή σκέψη ότι το καταλληλότερο όνομα
για τον γιο της ήταν το ξωτικίσιο δεύτερο όνομα του πατέρα του, και τον ονόμασε
Τουίλιον, όπως εκείνον, αν και είχε γεννηθεί κατά την διάρκεια του Χειμώνα. Κρατούσε
στην αγκαλιά της το όμορφο μωρό της και οι Ντρούγκου την παρακολουθούσαν από
διακριτική απόσταση για να της προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια χρειαζόταν, αλλά
μόλις πέρασαν από την πλευρά του </span><i><span lang="EN-US" style="font-family: "Bookman Old Style"; mso-ansi-language: EN-US;">Kalenardon</span></i><span style="font-family: "Bookman Old Style";">, κάτω από τις κορυφές του Θρίχαϊρν, σε
κάθε στροφή του μεγάλου Δυτικού δρόμου που ακολούθησαν με μεγάλες προφυλάξεις,
σκάλισαν παρόμοιες μορφές υπερφυσικών Γιάουρ πάνω στους βράχους.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-family: "Bookman Old Style";"> Είχαν συναντήσει επιτέλους τα δάση από
σημύδες, αλλά δεν είχαν φτάσει ακόμα στον τελικό τους προορισμό, στο Ανόριεν,
όπου ο Ελουρέντ είχε συναντήσει στο παρελθόν τους Ρόγκιν. Ταξίδευαν νύχτα και
πριν απ’ όλα τα άλλα, αυτό που τους ενδιέφερε ήταν να εντοπίζουν και να
ξεχωρίζουν τις εδώδιμες τροφές από τις άλλες, και κυρίως να συλλέγουν τα βότανα
και τους καρπούς που περιείχαν δηλητήριο. Υπήρχαν πολλά χρήσιμα φυτά και
δέντρα, λιμπούρνα και ιπποκαστανιές, καθώς και υπεραιωνόβιοι ίταμοι. Οι
περιοχές που περνούσαν ήταν άγνωστες και δεν ήξεραν ποιοι πιθανοί κίνδυνοι
ελλόχευαν κατά την διάρκεια του ταξιδιού τους, αν και οι νόμοι των Ντρούγκου
τους απαγόρευαν να κάνουν κακό σε οποιονδήποτε,
εκτός βέβαια από τους Ορκ. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-family: "Bookman Old Style";">Στο Άντραστ δεν είχαν κινδυνεύσει ποτέ από αυτά τα
πλάσματα, και στις υποθέσεις του Σάουρον και των ανθρώπων δεν είχαν εμπλακεί,
πέρα από το ένα περιστατικό της σφαγής της οικογένειας της Ελάννα και της
κατοπινής ανάμειξής τους στην διάσωσή της από τον Ελουρέντ. Είχαν ελάχιστες
σχέσεις με τους εναπομείναντες Χάλαντιν και Μπέορ που είχανε συστήσει μία κοινή
ομάδα μετά την μεγάλη μάχη της Άνγκμπαντ και δεν πλησίαζαν την Ντίμροστ ή Νέα
Νεν Γκίριθ, όπως αποκαλούσαν την μικρή πόλη τους με τα ξύλινα τείχη, σε
ανάμνηση άλλων εποχών, που είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-family: "Bookman Old Style";">Μόνο ο Γκόν-γκιρι ήξερε
πως έμοιαζε αυτή η πόλη, αν και στο παρελθόν είχαν βοηθήσει και οι Γιάουρ στο
χτίσιμό της, παρά τη μεγάλη αγάπη που είχαν για τα δέντρα των σημύδων. </span><span lang="EN-US" style="font-family: "Bookman Old Style"; mso-ansi-language: EN-US;"><o:p></o:p></span></div>
</div>
venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-68648232576736815412013-06-23T23:43:00.002+03:002013-06-23T23:45:12.412+03:00Με τους Ντρούγκου προς τα Νίμραϊς (4ο μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://4.bp.blogspot.com/-zxFh4vnNotU/Ucdd8Y_WG0I/AAAAAAAAAjA/-UwmiRAevtI/s1600/druadanpassage3.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="320" src="http://4.bp.blogspot.com/-zxFh4vnNotU/Ucdd8Y_WG0I/AAAAAAAAAjA/-UwmiRAevtI/s320/druadanpassage3.jpg" width="213" /></a></div>
<span style="font-family: "Bookman Old Style";">Ο Ντένχαρ είχε ξεκινήσει σχεδόν αμέσως
από την Νέα Νεν Γκίριθ για να τους βρει, ακολουθώντας την κοίτη του ποταμού.
Είχε πάρει μαζί του αρκετά τρόφιμα και ρούχα, που είχε φορτωμένα σε δύο άλογα.
Παρόλο που προσπαθούσε να καλύψει με το φως της ημέρας μεγάλες αποστάσεις για
να προλάβει τους Ντρούενταϊν, το ποτάμι δεν ακολουθούσε μια εύκολη πορεία και
συχνά αναγκάστηκε να αλλάξει δρόμο για ξεπεράσει τα βράχια και τις ρεματιές που
σημεία-σημεία γινόντουσαν χαράδρες. Τα άλογα, αντί να τον διευκολύνουν τον
δυσκόλευαν και έπρεπε να τα φροντίζει και αυτά, διαφορετικά θα πέθαιναν και
τότε κάθε ελπίδα του να συναντήσει τους Γιάουρ και την Ρούθιελ πριν τον
χειμώνα, θα ήταν χαμένη. Όμως παρά την σκληρή του προσπάθεια, δεν κατάφερε να
εντοπίσει κανένα ίχνος τους, και γύρισε στις νότιες παρυφές, του δάσους των
οξιών, στην δυτική άκρη του Λεμπέννιν. Είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι το Έρεχ,
το βαλτοτόπι του Μόρθοντ. Αρκετές φορές μέχρι τότε είχε σκεφτεί να γυρίσει πίσω,
και καθώς ο χειμώνας ήρθε τελικά νωρίτερα από ότι υπολόγιζε, αναγκάστηκε να
επιστρέψει στην Ντίμροστ για να ξαναφύγει μόλις ο καιρός θα το επέτρεπε ξανά. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-family: "Bookman Old Style";">Οι γονείς του προσπάθησαν να τον
παρηγορήσουν και να τον πείσουν να μην ξαναφύγει, αλλά εκείνος ένιωθε σαν το
θηρίο μέσα στο κλουβί και αναθεμάτιζε την κακοκαιρία που είχε ανακόψει την
πορεία του στα Έρεντ Νίμραϊς. Θέλησε όμως να κάνει μία τελευταία βόλτα προς το
Άντραστ και ενώ ήδη ανηφόριζε προς το χωριό των Γιάουρ, ήρθε αντιμέτωπος με
έναν από αυτούς, που βγήκε από τις σκιές των δέντρων, οπλισμένος με τόξο. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-family: "Bookman Old Style";">«Γύρνα πίσω όπως ήρθες!» του είπε
απειλώντας τον, και την ίδια στιγμή και άλλοι Ντρούγκου τον περικύκλωσαν, όμως
ανάμεσά τους δεν ήτανε ο φίλος του.<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-family: "Bookman Old Style";">«Που είναι ο Γκόν-γκιρι και η Ρούθιελ;»
τους ρώτησε και εκείνοι κατέβασαν τα τόξα τους.<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-family: "Bookman Old Style";">«Έφυγαν, πηγαίνουν στα Νίμραϊς του
Ανόριεν. Εκείνη τους οδηγεί, αλλά εμείς γυρίσαμε πίσω», του απάντησαν.<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-family: "Bookman Old Style";">«Και οι Φαλμάρι μας ρώτησαν για εκείνη…»
του είπε κάποιος άλλος, «αλλά δεν τους απαντήσαμε…Μας παρακολουθούσαν αρκετό
καιρό πριν μας πλησιάσουν, και τώρα είμαστε αναγκασμένοι να φύγουμε από το
χωριό μας καθώς απ’ ότι φαίνεται, δεν το γνωρίζουν μόνο αυτοί, αλλά και εσύ…»<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-family: "Bookman Old Style";">Γύρισε στην πόλη με την καρδιά γεμάτη
ελπίδα. Τουλάχιστον τώρα είχε σιγουρευτεί για τον δρόμο που έπρεπε να
ακολουθήσει, καθώς αποδεικνυόταν ότι είχε κάνει λάθος στην εκλογή της
κατεύθυνσης που είχε πάρει. Έτσι, με τον πρώτο ήλιο του Μαρτίου ξαναέφυγε, με
περισσότερες προμήθειες από πριν και μεγαλύτερη την επιθυμία να βρει τη Ρούθιελ
και τον Γκόν-γκιρι. Ακολούθησε την ίδια πορεία που είχε πάρει και το
προηγούμενο καλοκαίρι μόνο που αυτή τη φορά συνέχισε προς τα Βόρεια,
προσπερνώντας τις πηγές του Λέφνουι, προσπαθώντας να εντοπίσει τον Μεγάλο
Δυτικό Δρόμο για τον οποίον είχε μόνο ακούσει να γίνεται λόγος, και δεν ήξερε
πώς να τον βρει. Αναρωτιόταν αν είχε πάρει τη σωστή κατεύθυνση, όταν βρέθηκε
στο οροπέδιο των οξιών και είδε γύρω του τις υπερφυσικές μορφές Ντρούγκου,
σκαλισμένες πάνω σε κάθε ορατό βράχο και του φάνηκε ότι αυτό ήταν ένα σημάδι
αποκλειστικά για εκείνον, φτιαγμένο από τα χέρια των φίλων του, που μάντεψαν οτι θα τους αναζητούσε.</span><span lang="EN-US" style="font-family: "Bookman Old Style"; mso-ansi-language: EN-US;"><o:p></o:p></span></div>
</div>
venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-22127363884796896342013-06-07T00:19:00.000+03:002013-06-07T00:19:00.586+03:00Με τους Ντρούγκου προς τα Νίμραϊς (γ' μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://1.bp.blogspot.com/-Simr1ja9Px8/UaPN8aWAvSI/AAAAAAAAAic/72QJK38MQpc/s1600/waiting.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="213" src="http://1.bp.blogspot.com/-Simr1ja9Px8/UaPN8aWAvSI/AAAAAAAAAic/72QJK38MQpc/s320/waiting.jpg" width="320" /></a></div>
<br />
<div style="text-align: justify;">
Τότε μία ομάδα από τους Γιάουρ που είχαν ξεκινήσει όλοι μαζί, δείλιασε και αποσπάστηκε με σκοπό να γυρίσει πίσω στις πετρώδεις ακτές του Ένεντγουαϊθ. Ο Γκόν-γκιρι αν και προσπάθησε να τους μεταπείσει, δεν επέμεινε για πολύ, και έστρεψε την προσοχή του προς τις συστάδες των δέντρων, τις οποίες προτίμησαν να διασχίσουν πάλι νύχτα, παίρνοντας μεγάλες προφυλάξεις, καθώς εκεί ήταν το φυσικό σύνορο, πέρα από το οποίο δεν είχανε τολμήσει ποτέ να προχωρήσουν. </div>
<div style="text-align: justify;">
Ήταν τέλη Αυγούστου όταν πέρασαν επιτέλους στις νότιες παρυφές του κυρίου όγκου των Έρεντ Νίμραϊς, και ο καιρός ήταν καλός και βοηθούσε στην μετακίνηση της μικρόσωμης αλλά στιβαρής φυλής των Γιάουρ του Άντραστ. Ανέβαιναν προς το Θρίχαϊρν ακολουθώντας τον ρου του Λέφνουι και τρέφονταν με ψάρια και κυνήγια που βρήκαν άφθονα, ευτυχώς για το σχέδιο της Γκλίνενρουθ, που άρχισαν να τη σέβονται ακόμα περισσότερο οι Ντρούγκου.</div>
<div style="text-align: justify;">
Όμως εκείνη δεν φαινόταν ευχαριστημένη επειδή ένοιωθε την καρδιά της να βαραίνει ακόμα περισσότερο μέσα της, όσο απομακρυνόταν από τον Ντένχαρ. Είχαν περάσει δυο μήνες από την ώρα που τον είχε αφήσει, και αναρωτιόταν τι να είχε συμβεί στην Ντίμροστ, μετά από την αναχώρησή τους. </div>
<div style="text-align: justify;">
Συνέχισαν να ανεβαίνουν προσπερνώντας τις πηγές του ποταμού, αν και έμειναν αρκετά σε εκείνη την περιοχή, κάνοντας προμήθειες, και αρχές Οκτωβρίου, σταμάτησαν σε ένα πετρώδες οροπέδιο με οξιές, ενώ βλέπανε μπροστά τους τις κορυφές του Θρίχαϊρν.
Σ’ αυτήν την περιοχή ανακάλυψε ξαφνικά ότι ήταν έγκυος στο παιδί του Ντένχαρ και ο Γκόν-γκιρι που κατάλαβε χωρίς να χρειάζεται άλλες εξηγήσεις τί είχε συμβεί, και ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που την είχε αναγκάσει να φύγει, δεν θέλησε να προχωρήσουν άλλο, ήταν αρκετά νωρίς για να προλάβουν το χειμώνα που σ’ αυτά τα βουνά ερχόταν με πολλά χιόνια, αλλά και να προστατεύσει τη φίλη του που σύντομα θα γινόταν μητέρα. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Φεύγεις μακριά από ‘κείνον, αλλά δε μπορείς να ξεφύγεις από τον ίδιο σου τον εαυτό…» της είπε, και ακούμπησε το χέρι του στην κοιλιά της. Το παιδί της αναδεύτηκε μέσα της, αλλά εκείνη δεν του απάντησε.</div>
<div style="text-align: justify;">
»Φαντάζομαι πως δεν το ξέρει ότι θα γίνει πατέρας, αλλά και εγώ και εσύ, ξέρουμε καλά πως σ’ αγαπάει υπερβολικά και όποιος αγαπάει όπως εκείνος, αγαπάει για πάντα…»</div>
<div style="text-align: justify;">
»Να περιμένεις να τον δεις, γιατί δεν θα σ’ αφήσει έτσι απλά μετά από τόσα χρόνια που αγαπιέστε, όμως να θυμάσαι, ότι αν το ήξερα πως βρεθήκατε τόσο κοντά, θ’ αρνιόμουνα να φύγουμε απ’ το Άντραστ, τώρα όμως είναι αργά και για μπρος και για πίσω…» </div>
<div style="text-align: justify;">
«Έγινε χωρίς να έχουμε την έγκριση, αλλά δεν είναι μόνος εκείνος υπεύθυνος γι’ αυτό το παιδί…και υπήρχαν και οι άλλοι λόγοι για τους οποίους έφυγα και τους γνωρίζεις...Είναι καλύτερα που δεν το ξέρει, επειδή η καταπόνηση αυτού του ταξιδιού θα ήτανε δυσβάσταχτη για εκείνον…Ό,τι και να ‘χει γίνει μεταξύ μας, εγώ παραμένω πιστή στο αρχικό σχέδιο, και το παιδί μου, μου δίνει περισσότερο κουράγιο να το πετύχουμε… Μη με πιέσεις να επιστρέψω, επειδή είναι αδύνατο προς το παρόν να γίνει, αν θέλει εκείνος να ‘ρθει, ας το κάνει, αν και ‘γω ελπίζω πως δε θα ξεκινήσει καθόλου, για το καλό το δικό του…», του απάντησε.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Τον αγαπάς και τον αρνιέσαι, αλλά εγώ δε θ’ αφήσω το φίλο μου με την αμφιβολία, κι αυτό το παιδί χρειάζεται και τους δυο γονείς του, αφού υπάρχουν στη ζωή…» της είπε και την άφησε για να προετοιμάσει τα σημάδια που ήθελε να αφήσει στον Ντένχαρ, που υποψιαζόταν ότι τους είχε ακολουθήσει.</div>
</div>
venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-65478982705878496042013-05-27T17:19:00.000+03:002013-05-28T00:55:46.453+03:00Με τους Ντρούγκου προς τα Νίμραϊς (β' μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<div style="text-align: justify;">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://2.bp.blogspot.com/-oLHR4DRlJvY/UaPWV5GGCkI/AAAAAAAAAis/w2F67DErHSw/s1600/druadancounsil.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="320" src="http://2.bp.blogspot.com/-oLHR4DRlJvY/UaPWV5GGCkI/AAAAAAAAAis/w2F67DErHSw/s320/druadancounsil.jpg" width="213" /></a></div>
<br />
Η μέρα είχε χαράξει όταν όλοι οι Ντρούγκου, μικροί και μεγάλοι, συγκεντρώθηκαν για να αποφασίσουν αν θα έφευγαν ή όχι, από την νοτιοδυτική απόληξη των Έρεντ Νίμραϊς. Παρά όμως το γενικό πανδαιμόνιο που ακολούθησε την αναγγελία του θανάτου του Μπάραν Ελουρέντ, η συντριπτική πλειοψηφία των Ντρουάνταν αποφάσισε να αρχίσουν πάραυτα τις προετοιμασίες και να φύγουν αμέσως μόλις νύχτωνε. Αναζητούσανε καιρό την περιπέτεια και το ενδιαφέρον τους να μείνουν κι άλλο σ’ αυτήν την περιοχή που την είχανε παραγνωρίσει, είχε μετατεθεί προς την γη των μακρινών τους συγγενών. </div>
<div style="text-align: justify;">
Η Γκλίνενρουθ, τους παρατηρούσε που μόλις συγκρατούνταν να μην αρχίσουν ακόμα και με το φως της ημέρας να ξεχύνονται προς τις κορυφογραμμές, πάνω από το χωριό τους. Όλη τη μέρα μάζευαν τα πράγματά τους και τα μάτια τους έλαμπαν, και για πρώτη φορά έβλεπε αυτή τη παράξενη λάμψη στα μαύρα μάτια τους, μέχρι τώρα ήξερε μόνο την κόκκινη φλόγα του θυμού τους. Αλλά αυτό το φως της επιθυμίας και της προσμονής για μεγάλες κατακτήσεις και ανακαλύψεις ήταν πρωτόγνωρο για ‘κείνη και ξεπερνούσε ακόμα και την χαρά που τους έκανε να γελούν και να τραντάζονται από χαχανητά, που παρέσερναν σε γέλια όποιον είχε την τύχη να τους ακούσει. Αν υπήρχε κάτι που τους απασχολούσε περισσότερο από τις πιθανές δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν, ήταν το θέμα του αλατιού, αν και υπήρχαν κι άλλοι τρόποι να διατηρήσουν τα τρόφιμά τους… </div>
<div style="text-align: justify;">
Ξεκίνησαν να φύγουν το βράδυ, πριν καλά- καλά το φεγγάρι σηκωθεί στον ουρανό, και δεν κατέβηκαν δίπλα στο ποτάμι, αλλά ακολούθησαν την κορυφογραμμή μέχρι εκεί που ήταν δυνατό, και μετά κατηφόρισαν προς τις πλαγιές, ακολουθώντας το ίδιο μονοπάτι που είχε πάρει η ίδια φεύγοντας από την πόλη. Ο Γκόν-γκιρι την πλησίασε κάποια στιγμή, και άρχισαν να περπατάνε δίπλα-δίπλα. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Ο Ντένχαρ είναι στο δάσος», της είπε. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Σου το είπα ότι θα με αναζητούσε», του απάντησε. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Θα τον αφήσεις έτσι;» την ρώτησε ξανά.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Δεν θ’ αντέξει την καταπόνηση αυτού του ταξιδιού, και ο πατέρας μου δεν έδωσε την έγκρισή του, πριν πεθάνει», του απάντησε αποκαλύπτοντας τον φόβο της, αλλά όχι την πραγματική αιτία που κρυβόταν απ’ αυτόν.</div>
<div style="text-align: justify;">
Ο Γκόν-γκιρι δεν της μίλησε ξανά. Περπάτησαν από τα μυστικά μονοπάτια που μόνο οι ίδιοι γνώριζαν, με αργό ρυθμό, επειδή ήταν φορτωμένοι με πράγματα και το πρωί είχανε φτάσει μέχρι την Νεν Γκίριθ, αλλά έμειναν στο βουνό, καλυμμένοι ανάμεσα στις ψηλές σημύδες, σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο που φύτρωναν πολλές τσουκνίδες και που έρχονταν να μαζέψουν όταν χρειάζονταν να φτιάξουν ύφασμα.
Το ίδιο βράδυ ξεκίνησαν ξανά και συνέχισαν μ’ αυτόν το ρυθμό, μέχρι που βγαίνοντας από τον ορεινό όγκο, συνάντησαν την μικρή κοιλάδα στο άνοιγμα των Έρεντ Νίμραϊς, όπου ο Λέφνουι, κυλούσε χωρίς να προσφέρει άλλη προστασία πέρα από τις συστάδες από λεύκες.</div>
<div style="text-align: justify;">
</div>
</div>
venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-77053197664463795462012-09-17T01:42:00.000+03:002013-05-25T09:08:08.527+03:00ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΤΡΟΥΓΚΟΥ ΠΡΟΣ ΤΑ ΝΙΜΡΑΪΣ (α' μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: justify;">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://2.bp.blogspot.com/-XCj1KEkabOc/UaBVPtgkwPI/AAAAAAAAAhk/moScct-sy-g/s1600/nimrais.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="180" src="http://2.bp.blogspot.com/-XCj1KEkabOc/UaBVPtgkwPI/AAAAAAAAAhk/moScct-sy-g/s320/nimrais.jpg" width="320" /></a></div>
<br />
ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΤΡΟΥΓΚΟΥ ΠΡΟΣ ΤΑ ΝΙΜΡΑΪΣ</div>
<div style="text-align: justify;">
Η Ρούθιελ τον είχε κοιτάξει που κοιμόταν ειρηνικά, πριν τραβήξει την πόρτα πίσω της, βγαίνοντας από το δωμάτιο. Είχε πάρει μαζί της τον σάκο της και είχε βγει έξω από το σπίτι πριν χαράξει. Ένοιωθε το σώμα της βαρύ, με μια γλυκιά κούραση που όμοιά της δεν είχε ξαναζήσει, αλλά βιάστηκε να απομακρυνθεί από την πόλη, τρέχοντας προς το χωριό των Ντρούγκου, μεσ’ από τα μονοπάτια που ανοίγονταν μπροστά στα πόδια της, χωρίς κόπο. Κανένα άλογο δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσει γρηγορότερα από την ίδια, από τους μυστικούς δρόμους που γνώριζε τόσο καλά, παρά τα οκτώ χρόνια που είχε περάσει στην πόλη, μαζί με τη Μίριελ και το Ντένχαρ. Ο Ντένχαρ…</div>
<div style="text-align: justify;">
Είχε καταβάλει απίστευτη προσπάθεια μέχρι να καταφέρει να κλείσει την πόρτα του δωματίου της και να τον αφήσει πίσω της, παρά την αγάπη που ένοιωθε για εκείνον, αλλά η ενοχή που βάραινε την καρδιά της και η έγνοια για το μέλλον των Γιάουρ, αποδείχτηκαν δυνατότερες, αν και σχεδίαζε να επιστρέψει κοντά του, μόλις τελείωναν όλα. Τουλάχιστον του είχε αφήσει το χρυσό δαχτυλίδι, το ταίρι του δικού της δαχτυλιδιού από ασήμι, που φορούσε στο χέρι της. </div>
<div style="text-align: justify;">
Έφτασε στο χωριό των Ντρουάνταν και οι φρουροί που την είδαν ξαφνικά, απόρησαν με την ταχύτητα που τους προσπέρασε και βρήκε τον Γκόν-γκιρι που μόλις είχε επιστρέψει από το βραδινό κυνήγι.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Τι κάνεις εδώ; Πως κι είσαι έξω από την πόλη τέτοια ώρα;» την ρώτησε απορημένος. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Ο πατέρας μου σας είχε υποσχεθεί να σας οδηγήσει στο Ανόριεν, όταν θα γυρνούσε από την Ντάγκορλαντ», του είπε λαχανιασμένη. «Ήρθα να το κάνω εγώ αντί για εκείνον…» </div>
<div style="text-align: justify;">
«Πως σ’ άφησε ο Ντένχαρ να φύγεις έξω από την πύλη; Και γιατί να φύγουμε χωρίς τον Ελουρέντ;» την ξαναρώτησε.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Δε θα ‘ρθει ξανά πίσω, Γκόν-γκιρι», του απάντησε, «ο Νέχαρ γύρισε μόνος του πριν τρεις ημέρες και μου ‘πε ότι πέθανε στη μάχη…» </div>
<div style="text-align: justify;">
Ο Γιάουρ την κοίταζε σαν να μην την πιστεύει. Στεκότανε μπροστά του ντυμένη με ρούχα εκστρατείας, τα αναγνώριζε γιατί την είχε ξαναδεί μ’ αυτά, ήταν τα ρούχα της Ελάννα και ο σάκος της, ακόμα και το Έκετ φορούσε στον αριστερό μηρό αντί για το δεξί της μητέρας της, επειδή ήτανε αμφιδέξια. Στην πλάτη της φορούσε το τόξο και τα βέλη του Ντένχαρ μαζί με τον σάκο που είχε περάσει διαγώνια στο σώμα της για να μην την εμποδίζει καθώς έτρεχε. Όμως τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα και τυλιγμένα στο γκρίζο μαντήλι από λινάρι.</div>
<div style="text-align: justify;">
»Ξέρω πως δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να το μάθεις», ξαναείπε η Ρούθιελ, «αλλά αυτό είναι μόνο το ένα απ’ όλα τα άσχημα νέα…Οι Φαλάθριμ ξέρουν ότι είμαι εδώ, παρά την προσπάθεια που κατέβαλλε εκείνος να τους το κρύψει και ίσως με αναζητήσουν σύντομα…Δεν ξέρω τι σκοπούς μπορεί να έχουν, και αφού ο πατέρας μου τους απέφευγε, τότε πιστεύω ότι είναι καλύτερα να κάνω κι εγώ το ίδιο…Το έχω πάρει απόφαση να φύγω, απλώς θέλω να μάθω αν θα έρθετε μαζί μου ή θα αναγκαστώ να φύγω μόνη μου προς το Θρίχαϊρν και τα ανατολικά Νίμραϊς…» </div>
<div style="text-align: justify;">
«Ακόμα κι αν δεχόμασταν να σε συνοδεύσουμε, θα έπρεπε να κάνουμε προετοιμασίες και όχι να φύγουμε έτσι…Έχουμε γυναίκες μαζί μας και παιδιά, και δεν θα μπορούμε να πάμε όσο θα θέλαμε γρήγορα, επειδή αποκλείεται να προχωρούμε κατά τη διάρκεια της μέρας μέσα σε άγνωστα εδάφη…Θα πρέπει να σταματήσουμε για τον χειμώνα, σε κάποιο ασφαλές σημείο μακριά από τους ανθρώπους, και να υπάρχει στερεό έδαφος με πολλά δέντρα και βράχια για να καλυπτόμαστε από τους εχθρούς, όποιοι κι αν είναι αυτοί…» </div>
<div style="text-align: justify;">
«Θα τα βρούμε όλ’ αυτά σου το υπόσχομαι, μόνον αποφασίστε γρήγορα, γιατί είμαι σκαστή από την πόλη και δεν θέλω να έρθω αντιμέτωπη με τον Ντένχαρ, που ίσως προσπαθήσει να με κρατήσει παρά τη θέλησή μου…Όσο για προμήθειες, είναι ακόμα καλοκαίρι και τα κυνήγια είναι πολλά και ο Λέφνουι έχει πολλά ψάρια…Αν ακολουθήσουμε την κοίτη του αντίστροφα, θα φτάσουμε μια ώρα αρχύτερα στον κύριο όγκο των Βουνών και θα εγκατασταθούμε εκεί πριν να έρθει ο χειμώνας, και θα έχουμε μπροστά μας αρκετό καιρό για να προετοιμαστούμε για τα χιόνια…» </div>
<div style="text-align: justify;">
Ο Ντρουγκ την κοίταξε δύσπιστα, του φάνηκε ότι η φίλη του κάτι του έκρυβε που δεν του το έλεγε. Το σχέδιο της ήταν αρκετά καλό αν και βιαστικό, εξάλλου γνώριζε τις ιστορίες της πρώτης μετανάστευσης, όταν είχαν φτάσει στο Άντραστ με την βοήθεια του Ελουρέντ, διασχίζοντας τεράστιες εκτάσεις από δέντρα, το κατακερματισμένο Μπελέριαντ, τα Λίντον και το Έρυν Βορν στο Μινχίριαθ και τα μεγάλα ποτάμια του Ένεντγουαϊθ, με τελευταίο τον χερσότοπό τους, στο Ντρούγουαϊθ. Ίσως πραγματικά να χρειάζονταν αυτήν την αλλαγή στη ζωή τους, και θα ήταν η ευκαιρία να ξανασυναντήσουν τους ομόφυλούς τους, που δεν είχαν πάρει μέρος στην πρώτη εκστρατεία προς τα δυτικά, και να ανανεώσουν το αίμα της φυλής τους, καθώς είχαν καταλήξει να είναι όλοι λίγο-πολύ συγγενείς μεταξύ τους…Αν τα κατάφερναν, θα αποφάσιζε να αποχτήσει επιτέλους την οικογένεια που τόσο επιθυμούσε…</div>
<div style="text-align: justify;">
«Μ’ ενδιαφέρει το σχέδιο αυτό», της απάντησε, και κάλεσε τους Γιάουρ να μαζευτούν.</div>
</div>
venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-28411146077392547792012-09-07T18:30:00.000+03:002013-05-25T08:42:48.130+03:00Η αναζήτηση του Ντένχαρ (β' μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: justify;">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://4.bp.blogspot.com/-nWo-xdOObJE/UaBPTkamxgI/AAAAAAAAAhU/TX1v7ozC_Tg/s1600/horsemanintheforest.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="320" src="http://4.bp.blogspot.com/-nWo-xdOObJE/UaBPTkamxgI/AAAAAAAAAhU/TX1v7ozC_Tg/s320/horsemanintheforest.jpg" width="256" /></a></div>
<br />Έφυγε ελάχιστη ώρα μετά, με το άλογο, καλπάζοντας προς τον Νότο. Όλο το απόγευμα και το βράδυ, γυρνούσε μέσα στο δάσος χωρίς να μπορεί να τη βρει πουθενά. Το βουνό ήταν αφύσικα ήσυχο, σαν να είχε ερημώσει ξαφνικά, και δεν βρήκε κανένα ίχνος, ούτε δικό της ούτε των Ντρούγκου. Το επόμενο ξημέρωμα εντόπισε το ρημαγμένο σπίτι της μητέρας της, αλλά και πάλι δεν βρήκε κάτι που θα τον έπειθε ότι εκείνη είχε περάσει από ‘κει. Και συνέχισε να ψάχνει χωρίς να γυρνά πίσω στην πόλη, και κάποια στιγμή εγκατέλειψε το άλογο, επειδή το έδαφος δεν εξυπηρετούσε σε τέτοιου είδους αναζήτηση. </div>
<div style="text-align: justify;">
Οι μέρες και οι νύχτες διαδέχονταν η μία την άλλη και την τρίτη ημέρα, κατάφερε να ανακαλύψει το χωριό των Γιάουρ, προφυλαγμένο στην κορυφή μίας δασωμένης λόχμης που κοίταζε προς το Ντούργουαϊθ Γιάουρ. </div>
<div style="text-align: justify;">
Όμως ο καταυλισμός ήταν άδειος και κανείς Γιάουρ δεν εμφανίστηκε, αν και η εμμονή των Ντρούγκου να μην αφήνουν κανένα ξένο ακόμα και φίλο, να πλησιάσει τις εγκαταστάσεις τους, ήταν παροιμιώδης. Έμεινε στο χωριό τους για ένα βράδυ και το επόμενο πρωί, διέσχισε πάλι το βουνό περνώντας από την άλλη πλευρά και έψαξε να βρει το άλογό του. Ο πατέρας του ήταν εκεί και τον περίμενε, επειδή είχε ανησυχήσει με την αργοπορία του και είχε πάει να τον βρει. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Λοιπόν;» ρώτησε ο Νέχαρ. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Δεν υπάρχει ίχνος της πουθενά», απάντησε ο Ντένχαρ, «και οι Γιάουρ λείπουν κι εκείνοι. Αν έχουν φύγει, τότε θα είναι μαζί της…Εσείς είχατε κανένα νέο;»
Δεν ήξερε όμως και εκείνος τίποτα, και το μόνο που του είπε ήταν ότι η Μίριελ κόντευε να τρελαθεί από την ανησυχία. Πήραν τον δρόμο της επιστροφής μαζί, και νόμισε ότι όλοι όσοι συνάντησαν στο δρόμο, τον κοίταζαν σαν να ήξεραν τι είχε συμβεί.</div>
<div style="text-align: justify;">
»Δεν θα μπορέσω να ζήσω χωρίς εκείνη…» είπε ο Ντένχαρ, όταν ο πατέρας του τον ρώτησε τι θα έκανε. «Θα ψάξω να τη βρω και θα γυρίσω πίσω μόνον όταν θα το καταφέρω… Έφυγε από δικό μου φταίξιμο και αυτό δεν μπορώ να το συγχωρήσω στον εαυτό μου...Θα μαζέψω τις αναγκαίες προμήθειες και θα φύγω μόλις θα είμαι έτοιμος…» </div>
<div style="text-align: justify;">
«Που θα πας;» τον ρώτησε η Μίριελ. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Με τον Γκόν-γκιρι μιλούσαν συχνά για ένα ταξίδι που θα γινόταν προς τα Ανατολικά Νίμραϊς, μετά τον πόλεμο…» της απάντησε. «Έλπιζα να μου προτείνουν να τους συνοδεύσω κι εγώ, αλλά μπορώ να πάω και μόνος μου…Θα ακολουθήσω τον Λέφνουι πηγαίνοντας προς τα Βόρεια και ελπίζω κάπου να τους πετύχω και να τη φέρω πίσω…».</div>
</div>
venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-45047383624628367382012-08-27T16:00:00.000+03:002012-08-27T16:00:16.591+03:00Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΤΕΝΧΑΡ (α' μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://3.bp.blogspot.com/-eztvPoMxnMk/UCgwMk_z7NI/AAAAAAAAAfY/PpRJihV_SPo/s1600/Denhar_asleep.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="320" src="http://3.bp.blogspot.com/-eztvPoMxnMk/UCgwMk_z7NI/AAAAAAAAAfY/PpRJihV_SPo/s320/Denhar_asleep.jpg" width="228" /></a></div>
<br />
<div style="text-align: justify;">
Η Μίριελ, είδε το άνοιγμα που δεν ήταν παρά μόνο μια χαραμάδα, στην πόρτα της Γκλίνενρουθ και την έσπρωξε ν’ ανοίξει κι άλλο, όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα για να μην την ανησυχήσει, αν βρισκόταν ακόμα μέσα στο δωμάτιο. Όμως στο κρεβάτι βρισκότανε ο γιος της κοιμισμένος, και στ’ ανακατεμένα σκεπάσματα, μπορούσε να διακρίνει τα σημάδια της νύχτας που είχε προηγηθεί.
«Ντένχαρ Τουίλιον!» φώναξε με τρόμο και έσκυψε από πάνω του, «τί έκανες;!»</div>
<div style="text-align: justify;">
Ο Ντένχαρ τινάχτηκε από τον ύπνο του, ήταν εντελώς απροετοίμαστος μπροστά στην αντίδραση αυτή, η σπασμένη πόρτα τον είχε προδώσει. Ο ήλιος ήταν πολύ ψηλά και η Ρούθιελ δεν βρισκόταν κοντά του, και ο σάκος της έλειπε. Δίπλα στο μαξιλάρι του ήταν ακουμπισμένο το δαχτυλίδι του πατέρα της και εκείνος, πριν να κάνει οτιδήποτε άλλο, το πήρε και το φόρεσε στο δεξί του χέρι. Σηκώθηκε τραβώντας το λινό σεντόνι μαζί του και έτρεξε προς το πιο κοντινό παράθυρο που έβλεπε προς την αυλή, προσπερνώντας την μητέρα του που τον ακολούθησε, όμως, όλα τα άλογα βρίσκονταν στη θέση τους επειδή εκείνη είχε προτιμήσει να φύγει πεζή, όπως πάντα. Ο πατέρας του μόλις τώρα έμπαινε στο σπίτι.</div>
<div style="text-align: justify;">
»Πως μπόρεσες Ντένχαρ;» του ξαναείπε η Μίριελ, «πως μπόρεσες μετά απ’ όσα πέρασε;»</div>
<div style="text-align: justify;">
Ο Νέχαρ είδε την Μίριελ που έκλαιγε.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Τί έγινε;» τους ρώτησε, και η Μίριελ έπιασε το δεξί χέρι του γιου της και του έδειξε το χρυσό δαχτυλίδι του Μπάραν.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Το πήρε μόνος του» του απάντησε, και ο Νέχαρ σωριάστηκε σε μια καρέκλα.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Έφυγε;» την ξαναρώτησε μονολεκτικά, αλλά η Μίριελ έτρεξε κλαίγοντας προς το δωμάτιο τους.
»Ήταν κλειδωμένη στο δωμάτιο…» είπε ο Νέχαρ στο γιο του, «πως μπήκες, σου άνοιξε η ίδια;»
«Έσπασα την πόρτα…» του απάντησε και τον κοίταξε που είχε μείνει άναυδος και σοκαρισμένος.
»Ανησυχούσα, ήθελα να δω τι κάνει, αν είναι καλά!» ξέσπασε ο Ντένχαρ. «Εσείς την αφήνατε έτσι, όμως εγώ δεν μπορούσα να το αντέξω, κι έψαχνα να βρω την ευκαιρία να ελέγξω μόνος μου την κατάσταση! Μόνον ένας σύρτης με εμπόδιζε να μπω, κι εκείνη ήταν εκεί, μόνη και απελπισμένη…»
«Την εκμεταλλεύτηκες!» φώναξε ο πατέρας του.
«Όχι!» διαμαρτυρήθηκε ο Ντένχαρ.
«Ναι, το έκανες!» του απάντησε εκείνος, «επειδή αν η Ρούθιελ ήθελε να μπεις μέσα στο δωμάτιό της, δε θα ήταν τσακισμένος ο σύρτης ούτε εκείνη θα είχε φύγει, γιατί έφυγε Ντένχαρ, και σ’ αυτό έφταιξες εσύ!»
Τώρα ήταν σειρά του ίδιου να σωριαστεί σε μια καρέκλα πίσω του, κι έφερε τα χέρια του και έκρυψε το πρόσωπό του καθώς έσκυψε μπροστά.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Την είδες…» του είπε, «και σε είδα και ‘γω, που την κοιτούσες με μάτια ορθάνοιχτα, και δεν ήταν μόνο εξαιτίας του νέου που της έφερνες…Όμως όλα αυτά τα χρόνια που έλειπες, εγώ την ζούσα που ανέπνεε και κινούνταν μέσα σ’ αυτό το σπίτι, και μπροστά στα μάτια μου έγινε από κορίτσι που ήταν, γυναίκα…Αλλά ούτε εσύ, ούτε ο Μπάραν επιστρέφατε και η άδεια του πατέρα της δεν ερχόταν…Κι ένιωθα σαν το δεμένο λαγωνικό που οσμίζεται την αλεπού, και παλεύει να κόψει τον ανελέητο κόμπο που το κρατά, για να την αρπάξει…»
Ο Νέχαρ λυπήθηκε τον γιο του. Ήταν αλήθεια ότι είχε μείνει εκστατικός καθώς την είδε για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια απουσίας και κατάλαβε την αγωνία του νέου άνδρα που καθόταν σκυφτός μπροστά του.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Σας έδωσε όμως την άδεια, να σας την μεταφέρω…» του είπε σιγανά, «και το δαχτυλίδι που φοράς, είπε να σου το φορέσει εκείνη, αν σ’ αγαπούσε…»</div>
<div style="text-align: justify;">
Ο Ντένχαρ σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε σαν να τον είχε χτυπήσει αστροπελέκι.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Γιατί δεν το είπες εξαρχής!» φώναξε. «Θα ήμουν ήσυχος και δεν θα έψαχνα να βρω τρόπους να την κρατήσω, και δεν θα γινόταν αυτό που έγινε, αλλά ακόμα κι αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, εκείνη δεν θα είχε τύψεις ή ενοχές και θα ήταν τώρα εδώ, μαζί μου…»</div>
<div style="text-align: justify;">
«Την είδα που ετοίμαζε τα πράγματά της το πρώτο βράδυ και η Μίριελ ήταν που την συγκράτησε κι όχι εσύ…»</div>
<div style="text-align: justify;">
Ο Ντένχαρ έσκυψε πάλι το κεφάλι του απελπισμένος και κοίταζε το χρυσό δαχτυλίδι που φορούσε στον παράμεσο του δεξιού του χεριού και γυάλιζε.
«Δεν την ανάγκασα να κάνει κάτι ενάντια στην θέλησή της, αν και δεν της άφησα πολλά περιθώρια να μου αρνηθεί, επειδή επιθυμούσα να την αγγίξω, με ή χωρίς την άδεια του Μπάραν…» είπε συντετριμμένος. «Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου όταν μπήκα με τη βία στο δωμάτιό της, ήθελα μόνο να της πω ότι την αγαπούσα κι αν ένοιωθε κι εκείνη το ίδιο, θα μπορούσαμε να περιμένουμε μέχρι να έρθει η ώρα που θα ήμασταν ελεύθεροι από μόνοι μας, όμως παρασύρθηκα από τον πόθο μου γι’ αυτήν, πρώτη φορά την πλησίαζα τόσο πολύ…Που να ‘χει πάει τώρα, και δεν έχει ιδέα για όλ’ αυτά…»</div>
<div style="text-align: justify;">
«Οι Γιάουρ δεν το ξέρουνε ακόμα για τον θάνατο του πατέρα της…» είπε ο Νέχαρ, και ο γιος του πετάχτηκε όρθιος από την καρέκλα που καθότανε και έτρεξε να ντυθεί.</div>
</div>
venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-40274035749926234482012-08-17T01:31:00.000+03:002012-08-17T06:41:27.452+03:00Η επιστροφή του πολεμιστή (δ' μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://1.bp.blogspot.com/-w306-EHmuSA/UChwZPysSGI/AAAAAAAAAfs/AzAqMkKv45Q/s1600/Nehar&Miriel_coming_home.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="213" src="http://1.bp.blogspot.com/-w306-EHmuSA/UChwZPysSGI/AAAAAAAAAfs/AzAqMkKv45Q/s320/Nehar&Miriel_coming_home.jpg" width="320" /></a></div>
<br />
<div style="text-align: justify;">
Με το ξημέρωμα, ο Νέχαρ και η Μίριελ ξύπνησαν και ετοιμάστηκαν για μια σύντομη περιήγηση στις γύρω περιοχές. Βγήκαν στην είσοδο του σπιτιού των γέρων γονιών του για να ζέψουν τα άλογά τους στο κάρο τους. Η ερώτηση του πατέρα του Νέχαρ, ήρθε απλώς ως ένα συμπλήρωμα στην διήγηση του γιου τους που τους είχε κρατήσει ξάγρυπνους μέχρι αργά τη νύχτα: </div>
<div style="text-align: justify;">
«Τι κάνει εκείνο το όμορφο κορίτσι που φιλοξενείτε; Γύρισε ο πατέρας της από την Ντάγκορλαντ;».
«Ο πατέρας της πέθανε…» απάντησε η Μίριελ αντί για ‘κείνον. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Κρίμα…» είπε η πεθερά της φανερά στεναχωρημένη, «και το ωραίο αγόρι μας, περίμενε με τόση αγωνία να πάρει την άδεια…» </div>
<div style="text-align: justify;">
«Και που τα ξέρετε εσείς όλα αυτά, για την Γκλίνενρουθ και την άδεια του Μπάραν;» ρώτησε ο Νέχαρ απορημένος, αφού εκείνος δεν τους είχε μιλήσει ποτέ για τον Έλνταρ φίλο του, αλλά ούτε και για οτιδήποτε άλλο που να είχε σχέση με εκείνον και την κόρη του. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Μας έχει μιλήσει ο Ντένχαρ, την αγαπάει πολύ την ξωτικοκοπέλα, και την γνωρίσαμε κι εμείς ένα βράδυ πέρυσι το καλοκαίρι, που ήρθε μόνη της…», είπε η μητέρα του. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Ρωτούσε για εκείνον, επειδή είχε αργήσει να γυρίσει στην πόλη και ούτε άκουγα τι έλεγε, ούτε και θυμάμαι να της απάντησα κάτι με νόημα…», είπε ο πατέρας του παρεμβαίνοντας.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Την κοίταζες σαν υπνωτισμένος», τον κορόιδεψε η γυναίκα του, «πού να βγάλει άκρη το κορίτσι…»
«Περιμένετε για να καταλάβω», τους διέκοψε ο Νέχαρ χλομιάζοντας, «ο Ντένχαρ αγαπά την Ρούθιελ κι εκείνη εκείνον;» </div>
<div style="text-align: justify;">
«Άστραφτε η αγωνία μες τα μάτια της, και δεν ήταν μόνο από ανησυχία…», του είπε η μητέρα του συνωμοτικά, σαν να το ήξερε μόνο εκείνη. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Πόσο καιρό συμβαίνει αυτό;» ρώτησε ο Νέχαρ την Μίριελ. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Από πάντα…» απάντησε εκείνη απορημένη, «νόμιζα πως θα το ήξερες…» </div>
<div style="text-align: justify;">
«Πρέπει να πάμε γρήγορα πίσω, επειδή υπάρχει κάτι που δεν είπα σε κανέναν απ’ τους δυο», είπε ο Νέχαρ και ανέβηκε στο κάρο, βοηθώντας και την Μίριελ να ανεβεί. Οι γονείς του τους κοίταζαν χωρίς να καταλαβαίνουν για ποιο λόγο άλλαξαν τόσο απότομα γνώμη και έπρεπε ξαφνικά να φύγουν πάλι για τη Ντίμροστ. </div>
<div style="text-align: justify;">
«Τι δεν τους είπες;» τον ρώτησε.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Ότι η άδεια έχει δοθεί και είναι ελεύθεροι από την υπόσχεση», της απάντησε και άρχισαν να τρέχουν προς τον ορεινό δρόμο που διέσχιζε τα Βορινά πυκνά δάση των σφενδαμιών που ελέγχονταν από τους Φαλμάρι, χωρίς άλλες εξηγήσεις.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Πέρασαν από τα λιναροχώραφα και η Μίριελ είδε με το έμπειρο μάτι της ότι δεν είχε αλλάξει τίποτα από την ώρα που η Γκλίνενρουθ τα είχε αφήσει για να γυρίσει στο σπίτι και να μάθει το θλιβερό νέο. Ανησύχησε πολύ, αλλά δεν είπε τίποτα στον άνδρα της που καθόταν δίπλα της. Μπήκαν στην πόλη από τις ορθάνοιχτες πύλες και καθώς η Μίριελ κατέβηκε από το κάρο πρώτη, μπήκε μέσα στο σπίτι, ενώ ο Νέχαρ, πήγε προς τα υποστατικά και το εργαστήριο για να βρει το γιο του.
</div>
</div>
venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-59227519198899161682012-08-06T04:14:00.000+03:002013-05-27T23:57:57.346+03:00Η επιστροφή του πολεμιστή (γ μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://1.bp.blogspot.com/-Du-UsVt1tDU/UaPIxM4ww-I/AAAAAAAAAiM/uBELpwbRUvc/s1600/kiss_her_______.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="213" src="http://1.bp.blogspot.com/-Du-UsVt1tDU/UaPIxM4ww-I/AAAAAAAAAiM/uBELpwbRUvc/s320/kiss_her_______.jpg" width="320" /></a></div>
<br />
<div style="text-align: justify;">
Ο Ντένχαρ κοίταξε την κλειστή πόρτα. Η Ρούθιελ ήταν δύο ολόκληρες μέρες κλεισμένη στο δωμάτιο και η μητέρα του ήδη ανησυχούσε αρκετά. Είχε απομονωθεί εκεί και δεν απαντούσε όταν τη φώναζαν, ούτε και ακουγόταν κάτι από μέσα, κι εκείνος απλά, δεν άντεχε άλλο. Είχε μείνει στο σπίτι τους, με την εντολή να κοιτάξει τις δουλειές του και να προσέχει την κοπέλα που έμενε κλειδωμένη στα σκοτεινά, χωρίς να την ενοχλήσει. Εκείνος όμως ήταν αποφασισμένος να μην υπακούσει, επειδή ήθελε να ελέγξει μόνος του την κατάσταση, και δεν ασχολήθηκε ούτε με το σιδηρουργείο, ούτε και με τα λινάρια, επειδή προσπαθούσε να βρει το θάρρος να πραγματοποιήσει το σχέδιό του. Ήταν αργά το απόγευμα, όταν ακούμπησε στην πόρτα της με τον δεξί του ώμο και είπε τ’ όνομά της, αλλά δεν πήρε απάντηση. Τότε, με μια δυνατή σπρωξιά που έδωσε στο κατάλληλο σημείο, τσάκισε τον ξύλινο σύρτη και μπήκε στο δωμάτιό της. Ήταν εκεί, καθισμένη στο κρεβάτι της και τον κοίταζε.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Έσπασες την πόρτα…» του είπε σαστισμένη.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Είσαι δυο μέρες κλειδωμένη και δε δίνεις απάντηση παρά τις εκκλήσεις μας, και ανησυχείς για μια πόρτα;!» τη ρώτησε σχεδόν θυμωμένος.</div>
<div style="text-align: justify;">
Όμως εκείνη δεν του απάντησε και τα μάτια της ήταν σκοτεινά, και ο Ντένχαρ που την πλησίασε, ένοιωσε τα γόνατά του να κόβονται μπροστά στη λύπη της, και ξεχνώντας τα λόγια που ήθελε να της πει, αρκέστηκε στο να καθίσει δίπλα της. Την κοίταζε για αρκετή ώρα χωρίς να της μιλάει, αλλά η Ρούθιελ δεν έδειξε να ενδιαφέρεται που το σκούρο γκρίζο βλέμμα του ήταν στυλωμένο πάνω της και έμεινε ακίνητη, με τα μάτια καρφωμένα στο κενό. Ακόμα και η ανάσα της ήταν αθόρυβη και το πρόσωπό της ξεχώριζε χλωμό στο μισοσκόταδο, αλλά η ομορφιά της δεν έδειχνε κακοποιημένη, από τη θλίψη και την απομόνωση στο μικρό δωμάτιο. Άπλωσε το χέρι του και την άγγιξε ελαφρά στο μάγουλο και χάιδεψε τις μακριές πλεξίδες των μαλλιών της.</div>
<div style="text-align: justify;">
»Πόσο θ’ αντέξεις ακόμα;» τη ρώτησε σπάζοντας την σιωπή. «Έχεις αφεθεί, κι ’συ δεν ήσουν ποτέ έτσι…»</div>
<div style="text-align: justify;">
«Ίσως δεν είμαι τόσο δυνατή όσο νόμιζες…» του απάντησε.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Σχεδόν δε σε αναγνωρίζω πια…» της είπε σιγανά. «Στο παρελθόν, αν σε άγγιζα όπως τώρα, θ’ αντιστεκόσουν…»</div>
<div style="text-align: justify;">
«Έχω κουραστεί να σου αντιστέκομαι Ντένχαρ…» του είπε χωρίς να τον κοιτάξει, «και δεν έχω άλλες αντοχές…»</div>
<div style="text-align: justify;">
«Τότε δεν θα ’πρεπε να συνεχίσεις να το κάνεις…» της απάντησε, και στη φωνή του υπήρχε θρίαμβος. </div>
<div style="text-align: justify;">
Εκείνη όμως λύγισε μπροστά και η ανάσα της που μέχρι τώρα δεν ακουγόταν, έγινε ξαφνικά βαθιά, σαν να προσπαθούσε να αναπνεύσει με κόπο.</div>
<div style="text-align: justify;">
«Δεν έχουμε πάρει την άδεια και ούτε θα την πάρουμε, τώρα πια…» του είπε ξανά, και σκύβοντας το κεφάλι της, έφερε το αριστερό της χέρι στο μέτωπό της.</div>
<div style="text-align: justify;">
Μα ο Ντένχαρ δεν νοιαζόταν πια ούτε για την άδεια του Μπάραν, ούτε για την αδυναμία της. Και τα λόγια της, παρά την απαγορευτική τους σημασία, του έδωσαν να καταλάβει ότι τον αγαπούσε και νοιαζόταν γι’ αυτόν, και βρήκε ξαφνικά την δύναμη και την ελευθερία να πράξει αυτό που ήθελε να πετύχει πάνω απ’ όλα: Με το χέρι που την άγγιζε, κατέβασε το δικό της από το πρόσωπό της και την τράβηξε πάνω του, κι εκείνη δεν του αντιστάθηκε καθόλου, αντίθετα, παρασύρθηκε από το θερμό αγκάλιασμά του και ανταπέδωσε τα φιλιά του, και ο πόθος του για εκείνη, ξέσπασε σα χειμωνιάτικη θύελλα και ανταριασμένη θάλασσα και γύρισε σε καλοκαιρινό φλοίσβο πάνω σε ξανθή άμμο, καθώς η νύχτα τελείωνε. Και η Γκλίνενρουθ, τον κράτησε στη λευκή αγκαλιά της και του τραγούδησε το παλιό νανούρισμα χωρίς λόγια και μόλις εκείνος αποκοιμήθηκε, σηκώθηκε απ’ το πλάι του και καθώς ντύθηκε, άφησε το χρυσό δαχτυλίδι του πατέρα της δίπλα στο μαξιλάρι του. Κι έφυγε αθόρυβα, παίρνοντας μαζί της τον σάκο της, που είχε ετοιμάσει από το πρώτο απόγευμα.</div>
</div>
venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-19742096259146935442012-04-08T00:11:00.000+03:002012-04-08T00:11:00.204+03:00Η επιστροφή του πολεμιστή (β μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://1.bp.blogspot.com/-iw1nq5lU3To/Ts38cAONXrI/AAAAAAAAAeE/F7dmPsAwyso/s1600/empty-room-3.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="300" src="http://1.bp.blogspot.com/-iw1nq5lU3To/Ts38cAONXrI/AAAAAAAAAeE/F7dmPsAwyso/s400/empty-room-3.jpg" width="400" /></a></div><div style="text-align: justify;"><br />
</div><div style="text-align: justify;">Θα ήθελε να μπορούσε εκείνος να την συγκρατήσει. Να είχε περισσότερο θάρρος και να την πάρει αγκαλιά, να την βοηθήσει να ξεσπάσει και να την παρηγορήσει για τον χαμό του πατέρα της. Όμως δεν περίμενε ότι το νέο θα ήταν τόσο άσχημο και σκληρό, ώστε να μην προλάβει καν να της πει μια κουβέντα συμπαράστασης! Ούτε ο πατέρας του δεν είχε καταφέρει να της πει καθαρά τι είχε συμβεί στο τέλος, κι ενώ όλα τα νέα που είχανε πάρει μέχρι τότε από την μάχη, ήταν καλά και ενθαρρυντικά. Πως ήταν δυνατό να έχει περάσει τόσος καιρός από την ώρα που η Μόρντορ είχε ηττηθεί και να μην έχουν μάθει τίποτα; Γιατί κανείς δεν θέλησε να τους πει τι είχε συμβεί ή έστω να τους προετοιμάσει; Είναι δυνατό να μην ήξερε κανείς; Ο πατέρας του είχε έρθει τελευταίος από όλους, πίσω στη Ντίμροστ, σχεδόν ένα ολόκληρο χρόνο μετά τη λήξη της πολιορκίας του Μπάραντ-Ντουρ. Η αλήθεια όμως ήταν ότι ενώ ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του, όλο και λιγότεροι άνθρωποι είχαν μείνει στην πρώτη γραμμή που αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από ξωτικά, και ο πατέρας του ήταν ένας από αυτούς τους ελάχιστους ανθρώπους, ήταν φυσικό λοιπόν να μην γνωρίζουν ότι ο Μπάραν είχε χαθεί, καθώς η πολιορκία τελείωνε.</div><div style="text-align: justify;"><br />
</div><div style="text-align: justify;">Ο Νέχαρ χτύπησε την πόρτα της μαλακά μερικές φορές, αλλά δεν πήρε απάντηση.</div><div style="text-align: justify;">«Πρέπει να σου πω πως έγινε, Ρούθιελ, άνοιξε μου σε παρακαλώ…» της είπε, όμως ούτε η πόρτα άνοιξε, ούτε και εκείνη του μίλησε. «Ρούθιελ…», επέμεινε, αλλά η σιωπή ήταν το μόνο πράγμα που υπήρχε πίσω από την πόρτα της.</div><div style="text-align: justify;">Τότε τράβηξε μία καρέκλα και κάθισε απ’ έξω και της διηγήθηκε την ιστορία του πατέρα της από την αρχή, σχεδόν από την ώρα που τον πρωτογνώρισε στο πλευρό της μητέρας της, μέχρι και την μάχη και το θάνατό του, όμως απ’ όλη την αφήγηση, διάλεξε να παραλείψει την μικρή λεπτομέρεια της άδειας και την χρήση του δακτυλιδιού του, επειδή θεώρησε ότι τίποτα δεν ένωνε τον γιο του με εκείνη, από την εσφαλμένη εντύπωση που είχε μετά την επέμβαση της Μίριελ που την συγκράτησε. Ο γιος του που ακόμα έτρεφε ελπίδες, ένοιωσε να του τσακίζονται τα φτερά και η αμφιβολία για το αν εκείνη τελικά θα έμενε κοντά τους, ειδικά μετά απ’ αυτό το νέο, τον κυρίεψε.</div><div style="text-align: justify;">Η ιστορία όμως που άκουσε από το στόμα του πατέρα του, ήταν αντάξια ενός μεγάλου ήρωα και δεν σκέφτηκε ν’ αντιταχτεί στην επιθυμία του Μπάραν, αλλά αποφάσισε ότι έπρεπε να το παλέψει και να βρει την ευκαιρία να πλησιάσει την Ρούθιελ για να της μιλήσει καθαρά για τα αισθήματά του. Στο κάτω-κάτω, θα μπορούσαν να κάνουν υπομονή μέχρι να ενηλικιωθούν και οι δυο, και τότε δεν θα χρειάζονταν πια την άδεια κανενός για να ενωθούν, φτάνει κι εκείνη να τον αγαπούσε (όπως υποπτευόταν) και να τον ήθελε. Και τη βρήκε την ευκαιρία που αναζητούσε, συντομότερα από όσο περίμενε, όταν ο πατέρας του, του είπε για την επίσκεψη στους γονείς του, στην Βόρεια εγκατάσταση και τον ρώτησε αν ήθελε να πάει μαζί του. Θα έμεναν για δύο βράδια εκεί, στο σπίτι των παππούδων του και θα γυρνούσαν πίσω την μεθεπόμενη, αλλά ο Ντένχαρ του μίλησε για την δουλειά στο σιδηρουργείο που τον περίμενε, και το λιβάδι με το λινάρι που είχε μείνει αφρόντιστο, αφού η Ρούθιελ που το είχε αναλάβει, πενθούσε, αποκλεισμένη από τον κόσμο, πίσω από ένα ξύλινο σύρτη. Ο Νέχαρ τότε πρότεινε στην Μίριελ να τον ακολουθήσει και εκείνη δέχτηκε, αν και μία αδιόρατη υποψία πέρασε από το μυαλό της για την προθυμία του γιου της να αναλάβει μόνος του τόσες δουλειές. Έφυγαν όμως, το πρωί της τρίτης μέρας από την επιστροφή του από την Ντάγκορλαντ.</div></div>venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-81569653804393936352012-03-31T10:08:00.001+03:002012-03-31T10:08:00.157+03:00Η επιστροφή του πολεμιστή (α μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://1.bp.blogspot.com/-AFCjBbbG6G8/Ts33zrzLH9I/AAAAAAAAAd4/mAJiudwnffA/s1600/dark_girl2.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="320" src="http://1.bp.blogspot.com/-AFCjBbbG6G8/Ts33zrzLH9I/AAAAAAAAAd4/mAJiudwnffA/s400/dark_girl2.jpg" width="400" /></a></div><br />
<div style="text-align: justify;">Τα νέα από τον πόλεμο έρχονταν πια με συχνότητα απίστευτη και πολύ σύντομα έμαθαν ότι η πολιορκία είχε τελειώσει και η Συμμαχία είχε νικήσει. Όλοι περιμένανε να δούνε τους ανθρώπους τους να γυρίζουν, και κάμποσο καιρό μετά, ο Νέχαρ εμφανίστηκε στη πύλη, τελευταίος απ’ όλους τους Νουμενόριαν του Άντραστ που επέστρεψε σπίτι του. Η Μίριελ τον αναγνώρισε αμέσως, αλλά ο Ντένχαρ δίστασε να τον πλησιάσει επειδή η εικόνα που είχε από τον πατέρα του όταν έφευγε, διέφερε πάρα πολύ από αυτόν τον άνθρωπο που έβλεπε μπροστά του. Τον έβαλαν να καθίσει επειδή φαινόταν εξαντλημένος και τον άφησαν να τους κοιτάξει πιο προσεκτικά, και ο γιος του τότε τον πλησίασε και τον αγκάλιασε. Τα καστανά μαλλιά του που είχαν γκριζάρει πια, ήταν μακριά και απεριποίητα και τα μάτια του υγρά, και ο νέος άνδρας που τον είχε αγκαλιάσει ήταν ο μικρός του Ντένχαρ, που τον είχε αφήσει πίσω του μόλις δεκαπέντε χρονών, με ένα σωρό ευθύνες πάνω στις παιδικές του πλάτες και τώρα ήταν κιόλας εικοσιτριών ετών και τα γκρίζα μάτια του μόλις που τα αναγνώριζε και εκείνος.</div><div style="text-align: justify;">«Και ο Μπάραν;» ρώτησε ξαφνικά η Μίριελ.</div><div style="text-align: justify;">«Η κόρη του που είναι;» έκανε εκείνος.</div><div style="text-align: justify;">«Που είναι ο Μπάραν, πατέρα;» ρώτησε ο Ντένχαρ ανήσυχος.</div><div style="text-align: justify;">«Εκείνη πρέπει να μάθει πρώτη», του απάντησε. «Πήγαινε να την βρεις και να της πεις να έρθει», του είπε με φωνή σχεδόν σβησμένη και εκείνος έτρεξε να πάρει ένα από τ’ άλογα και έφυγε καλπάζοντας.</div><div style="text-align: justify;"><br />
</div><div style="text-align: justify;">Η Γκλίνενρουθ ήταν στο λιναροχώραφο. Οκτώ ολόκληρα χρόνια είχαν περάσει από την πρώτη φορά που είχε σταθεί στη μέση αυτού του λιβαδιού, όταν είχε πρωτοδεί τα λυγερά φυτά του λιναριού, και ο κύκλος της καλλιέργειας είχε κλείσει πάλι στο ίδιο λιβάδι. Είχε τα μαλλιά της μαζεμένα και τυλιγμένα στο γκρίζο μαντήλι της. Τα μανίκια της ήταν διπλωμένα στους αγκώνες της και το φαρδύ λινό φουστάνι της, στο ίδιο χρώμα του μαντηλιού, φούσκωνε από τον αέρα που φυσούσε και πλάγιαζε τα γαλάζια λινάρια που τόσο αγαπούσε. Είχε μαζέψει ήδη αρκετές αγκαλιές που είχε δέσει σε χαλαρά δέματα, με χοντρό αυτοσχέδιο χορτάρινο κορδόνι. Ο Ντένχαρ ήρθε με το άλογο κοντά, και εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Υπήρχε τόσο πολύ φως μέσα σ’ αυτά τα μάτια, που αισθανόταν ότι γινόταν διάφανος στο βλέμμα της και έχανε το κουράγιο του όταν τον κοίταζε, όποτε γινόταν αυτό.</div><div style="text-align: justify;">«Γύρισε ο πατέρας μου…» της είπε μοναχά, και εκείνη παράτησε το μάτσο που έφτιαχνε μαζί με τ’ άλλα που είχε ετοιμάσει, και διασχίζοντας τη γαλάζια θάλασσα από λουλούδια λιναριού, άρχισε να τρέχει προς την πόλη.</div><div style="text-align: justify;">Από τα στενά δρομάκια, έφτασε ως το σπίτι, και μπήκε μέσα σχεδόν την ίδια στιγμή με τον Ντένχαρ που είχε έρθει με το άλογο από άλλο δρόμο από αυτόν που είχε πάρει εκείνη, και που παραμέρισε στο άνοιγμα της πόρτας, αφήνοντάς την να περάσει πρώτη. Έριξε μια ανυπόμονη ματιά γύρω της και στάθηκε μπροστά στον ώριμο άντρα που καθόταν στην καρέκλα και σηκώθηκε άναυδος μόλις την είδε. Η όμορφη νεαρή γυναίκα που τον κοίταζε χαμογελαστή, έμοιαζε με ξωτικό όνειρο, μα ήταν το ίδιο κορίτσι που είχε έρθει να μείνει με την οικογένειά του πριν τον πόλεμο.</div><div style="text-align: justify;">«Γεια σου Νέχαρ, καλωσόρισες…» του είπε καθώς την κοίταζε άφωνος. «Που είναι ο πατέρας μου;»</div><div style="text-align: justify;">Αλλά εκείνος δεν της μίλησε.</div><div style="text-align: justify;">»Που είναι λοιπόν;» τον ξαναρώτησε ελαφρά λαχανιασμένη από το τρέξιμο, αλλά χαμογελαστή. «Πήγε πρώτα στους Γιάουρ, αντί να έρθει να δει εμένα;»</div><div style="text-align: justify;">Ο Νέχαρ άνοιξε το στόμα του για να της απαντήσει αλλά δεν έβγαλε λέξη, και η Ρούθιελ ξανακοίταξε για μια στιγμή γύρω της και το χαμογελαστό της πρόσωπο σοβάρεψε σταδιακά και η ανάσα της δεν ακουγόταν πια. Και τότε άπλωσε το αριστερό της χέρι χωρίς να του μιλήσει ξανά και εκείνος ακούμπησε το χρυσό δαχτυλίδι του Ελουρέντ μέσα στην ανοιχτή παλάμη της και εκείνη έμεινε για λίγο να τον κοιτά, και μετά κατέβασε τα μάτια της και κοίταξε το λαμπερό κόσμημα που έκλεισε σφιχτά στη χούφτα της. Του γύρισε την πλάτη της και μπήκε στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε όλον αυτόν τον καιρό και βάλθηκε να μαζεύει τα πράγματά της μέσα στον καφέ δερμάτινο σάκο της. Ο Ντένχαρ που παρακολουθούσε αμίλητος από μια γωνιά, πρόλαβε να τη δει που τράβηξε το γκρίζο ύφασμα από το κεφάλι της και τα μαλλιά της με τις μακριές κοτσίδες χύθηκαν ελεύθερα μέχρι τη μέση της. Επειδή τότε, η Μίριελ που έκλαιγε σιωπηλά κρυμμένη πίσω από τον αργαλειό του λιναριού, έτρεξε στο δωμάτιό της για να την εμποδίσει να φύγει και έκλεισε την πόρτα πίσω της.</div><div style="text-align: justify;">«Μη φεύγεις…» άκουσε την μητέρα του να της λέει, και μετά οι ομιλίες δεν ξεχώριζαν. Κι έμειναν εκεί κλεισμένες για πολλή ώρα και όταν η Μίριελ βγήκε, άκουσαν τη Γκλίνενρουθ που κατέβασε τον ξύλινο σύρτη και η πόρτα της σφάλισε από μέσα.</div><div style="text-align: justify;"><br />
</div></div>venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-69238708501281150292012-03-19T20:56:00.000+02:002012-03-19T20:56:00.255+02:00Μια προσβολή<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://1.bp.blogspot.com/-DJe_ySk_9cI/Ts3sdtkzxMI/AAAAAAAAAds/hItLBitxSns/s1600/Iron-Man-Blacksmith.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="266" src="http://1.bp.blogspot.com/-DJe_ySk_9cI/Ts3sdtkzxMI/AAAAAAAAAds/hItLBitxSns/s400/Iron-Man-Blacksmith.jpg" width="400" /></a></div><br />
<div style="text-align: justify;">Όλο το πρωί η Γκλίνενρουθ έφτιαχνε δεμάτια και σχεδόν είχε κιόλας τελειώσει με τα λινάρια για την ύφανση, όταν αργά το απόγευμα, ο Χίραν εμφανίστηκε πάνω στο άλογο, με το λινό σκούρο μαντήλι της που είχε χάσει τη νύχτα, περασμένο γύρω απ’ το λαιμό του. Εκείνη τον κοίταξε και το βλέμμα της άστραψε, όμως δεν είπε τίποτα, ούτε και σταμάτησε να ξεριζώνει τα φυτά και να τα δένει σε αγκαλιές. Ο Χίραν της γέλασε και μπήκε στο ανθισμένο λιβάδι με το άλογο που τσαλαπάτησε τα λουλούδια και έφαγε και μερικά, κάνοντάς την να θυμώσει περισσότερο.</div><div style="text-align: justify;">«Δικό σου δεν είναι αυτό;» τη ρώτησε και έβγαλε το μαντήλι από το λαιμό του κουνώντας το επιδεικτικά, αλλά εκείνη δεν απάντησε, και εκείνος αναγκάστηκε να κάνει μερικά μέτρα ακόμα προς το μέρος της.</div><div style="text-align: justify;">»Βλέπω πως φοράς άλλο μαντήλι σήμερα, και φαίνεται πως δεν σ’ ενδιαφέρει αυτό εδώ που έχασες την νύχτα, καθώς έτρεχες σαν άλλη Χάλεθ με το άλογο…»</div><div style="text-align: justify;">«Και ‘γω βλέπω ότι σήμερα τον βρήκες τον δρόμο που δεν ήξερες εχθές, από δειλία και αδιαφορία για το φίλο σου!» του απάντησε καυστικά, και το πρόσωπο του Χίραν χλόμιασε και το χαμόγελό του έσβησε.</div><div style="text-align: justify;">«Είχα σκοπό να σου το δώσω πίσω, ξωτικοκόριτσο», της είπε θυμωμένος, «μα τώρα μετάνιωσα και λέω να το κρατήσω, εκτός κι αν μου ζητήσεις συγγνώμη!» </div><div style="text-align: justify;">Η Μίριελ που είχε φύγει το ξημέρωμα, μετά από τη Ρούθιελ και τον Ντρουγκ, για να πάει στην Βόρεια εγκατάσταση να επισκεφτεί τα πεθερικά της και να τους ενημερώσει ότι ο Ντένχαρ είχε επιστρέψει ασφαλής για να μην ανησυχούν, ερχόταν με το κάρο για να πάρει τα δεμάτια του λιναριού, και τον είδε που μιλούσε στο κορίτσι σε έντονο ύφος και σχεδόν στεκόταν από πάνω της με το άλογο, πατώντας στα λουλούδια.</div><div style="text-align: justify;">«Συγγνώμη ζητούν μόνον αυτοί που έφταιξαν, και ’γω είμαι εντάξει απέναντι σε όλους! Όσο για το κομμάτι το πανί, να το κρατήσεις, αφού το λέρωσες με τα χέρια σου, κι αν θες να ξέρεις, δεν πρόκειται να μου λείψει καθόλου!» του απάντησε στον ίδιο επιθετικό τόνο, και έκανε μια κυκλική κίνηση με το ένα χέρι της, δείχνοντας προς τα δέματα που είχε όμορφα σωριασμένα πίσω της.</div><div style="text-align: justify;">Ο Χίραν έκανε ένα βήμα μπροστά με το άλογο, σχεδόν απειλητικά, αλλά καθώς είδε τη Μίριελ να πλησιάζει, το έστρεψε προς την αντίθετη κατεύθυνση και έφυγε καλπάζοντας.</div><div style="text-align: justify;">«Τί συμβαίνει, και γιατί κρατούσε το μαντήλι σου;» τη ρώτησε η Μίριελ που την έφτασε.</div><div style="text-align: justify;">Όμως η Ρούθιελ δεν της απάντησε και τοποθέτησε αμίλητη τα λουλούδια στην ξύλινη καρότσα. Και γύρισε στην πόλη πεζή, επειδή δεν θέλησε να ξαναπλησιάσει το άλογο, παρά την νυχτερινή ιππασία. Ο Ντένχαρ που ήταν στο εργαστήριο, την είδε που πέρασε τρεχάτη από την αυλή και κάτι φαινόταν να την απασχολεί, και το βλέμμα της ήταν σκοτεινό. Και το βράδυ δεν ήρθε να καθίσει στο τραπέζι μαζί τους που την περίμεναν, αλλά πήγε στα υποστατικά και άρχισε μόνη της να μουλιάζει το λινάρι, μεσ’ το σκοτάδι.</div><div style="text-align: justify;">Η Μίριελ την πλησίασε ξανά και τη ρώτησε για τη συνάντηση με το Χίραν και το μαντήλι της, και η κοπέλα, αυτή τη φορά, δεν αρνήθηκε να της εξηγήσει τι είχε γίνει, και της είπε ότι αισθανόταν σα να την είχαν κλέψει και χλευάσει κατάμουτρα, μ’ αυτήν την συμπεριφορά που δεν άξιζε. Αλλά δε δέχτηκε να πάει στο τραπέζι μαζί της και συνέχισε με τη δουλειά στο λαναριστήριο και εκείνη, θυμωμένη και η ίδια, τα μετέφερε στον Ντένχαρ (αν και η Ρούθιελ την είχε ορκίσει να μην του το πει), που η ματιά του αγρίεψε μεμιάς, και μες τη νύχτα, πήγε στο σπίτι του Χίραν και απέσπασε με τη βία το λινό μαντήλι, μα δεν της το ‘δωσε αμέσως, παρά το έπλυνε μόνος του και το κρέμασε κοντά στην φωτιά, στο εργαστήριο του, για να στεγνώσει.</div><div style="text-align: justify;">Ενώ όμως ήθελε πραγματικά να της το δώσει, δεν το έκανε, και όλο καθυστερούσε να το αποφασίσει, και μία μέρα του φθινοπώρου, η Γκλίνενρουθ μπήκε απροειδοποίητα μέσα στο μεταλλουργείο και το είδε που κρεμόταν σε ασφαλές σημείο, μακριά από τη βρωμιά και τη στάχτη, αν και κατά γενική ομολογία, δεν υπήρχε καθαρότερο εργαστήριο πουθενά. Και στάθηκε και τον κοίταξε πληγωμένη, επειδή η κλειστή καρδιά της τον είχε εμπιστευτεί και ήδη τον αγαπούσε, και μες στα μάτια της άστραφταν οι φλόγες από δυο φωτιές, η φωτιά που ένιωθε η ίδια, και η φωτιά του σιδεράδικου.</div><div style="text-align: justify;">«Το πήρα αμέσως απ’ τα χέρια του, μόλις το έμαθα ότι το είχε, αλλά δεν είχα την καρδιά να σου το δώσω πίσω, κι όλο ανέβαλα να το κάνω…» της εξήγησε απολογούμενος, και άπλωσε το χέρι του να την αγγίξει, αλλά εκείνη πετάχτηκε έξω από το εργαστήριο, χωρίς να του μιλήσει καθόλου.</div><div style="text-align: justify;">Και από τότε προσπαθούσε να τον αποφεύγει, αν και αισθανόταν να σκιρτά η αγάπη μέσα της όποτε τον ένιωθε κοντά της ή όταν τον άκουγε να μιλά, και ο Ντένχαρ υπέφερε κι εκείνος, βλέποντάς την να απομακρύνεται διακριτικά, όποτε την πλησίαζε. Οι μέρες και οι εβδομάδες περνούσαν και η λύπη του αυξανόταν, επειδή η γυναίκα που αγαπούσε, άνθιζε με την ανέγγιχτη ομορφιά ενός αγριολούλουδου, αλλά εκείνος δεν μπορούσε ούτε να την κοιτάξει, χωρίς τα μάτια του να καψαλιστούν από τη μορφή της και την άρνηση. Όμως δεν τολμούσε και να της μιλήσει καθαρά, επειδή δεν είχε το θάρρος να παραβεί την υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα του, αφού ο λόγος προς τους γονείς, είχε πάντα μεγάλη αξία και για τους ανθρώπους και για τα Ξωτικά. Ο Γκόν-γκιρι δεν προσπάθησε να του δώσει συμβουλές, επειδή ήξερε για τον όρο που είχε επιβάλει ο Ελουρέντ, αφού ήταν παρών και ο ίδιος, εφτά χρόνια από την τελευταία αναμέτρηση στο Δάσος, όταν τους είχε διαιτητεύσει. Μα έλπιζε να τα βρούνε μεταξύ τους, επειδή είχε αισθανθεί από πολύ νωρίς τον μαγνητισμό ανάμεσα τους, παρά τον αρχικό ανταγωνισμό και την φαινομενική απόσταση των δύο χαρακτήρων.</div><div style="text-align: justify;">Αλλά η Μίριελ που επίσης γνώριζε τα αισθήματα του γιου της, καταλάβαινε ότι η κάθε μέρα που περνούσε γινότανε μαρτύριο για αυτόν, καθώς ο πόθος του για ‘κείνη τον είχε κυριέψει, όμως παρόλη την αγάπη που του είχε, αγαπούσε επίσης και τη Ρούθιελ και δεν ήθελε να φανεί ότι μεροληπτούσε υπέρ του ενός ή του άλλου, και απείχε διακριτικά.</div></div>venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-3526090454642261332012-03-10T12:01:00.001+02:002012-03-10T12:01:00.152+02:00Η αναζήτηση της Ρούθιελ (β μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://1.bp.blogspot.com/-QdHcDnAaJsw/Ts3qCg5PpuI/AAAAAAAAAdg/LvR2Y8EKMRU/s1600/greyscarf.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="400" src="http://1.bp.blogspot.com/-QdHcDnAaJsw/Ts3qCg5PpuI/AAAAAAAAAdg/LvR2Y8EKMRU/s400/greyscarf.jpg" width="267" /></a></div><div style="text-align: justify;"><br />
</div><div><div style="text-align: justify;">Η Γκλίνενρουθ πέρασε μέσα από το δάσος και κατευθύνθηκε στις Βόρειες εγκαταστάσεις των Νουμενόριαν. Οι Φαλάθριμ τοξότες δεν την ενόχλησαν και την άφησαν να περάσει χωρίς κίνδυνο, είχαν συνηθίσει να βλέπουν νεαρούς καβαλάρηδες να περνούν, κι εκείνη, σκύβοντας περισσότερο πάνω στην πλάτη του αλόγου, ευχαρίστησε από μέσα της τον πατέρα της για την συμβουλή του μαντηλιού, καθώς τους ένιωσε ότι την παρακολουθούσαν κρυμμένοι ανάμεσα στα δέντρα. Και εξακολουθούσαν να την παρακολουθούν που ξεπέζεψε μπροστά σε ένα από τα πρώτα σπίτια και οι ηλικιωμένοι άνθρωποι που βγήκαν στην πόρτα, την κοιτούσαν σαστισμένοι και καθώς δεν έβγαζε άκρη από τα μπερδεμένα λόγια τους, στράφηκε πάλι προς τον σκοτεινό όγκο του Βουνού και τους άφησε πίσω της. Ακολουθώντας τον ίδιο σύντομο δρόμο που είχε πάρει όταν ξεκινούσε την αναζήτησή της, βρήκε τα σημάδια και κάλπασε ανάμεσα στα δέντρα, αλλά πολύ κοντά στην πόλη, το μαντήλι της, που στο μεταξύ είχε χαλαρώσει με το τρέξιμο, σκάλωσε πάνω σε ένα χαμηλό κλαδί και το έχασε, παρά το γεγονός ότι φορούσε επίσης και κράνος, όμως δε γύρισε να το πάρει επειδή την ενδιέφερε περισσότερο η κατάσταση του Ντένχαρ, που δεν την γνώριζε, παρόλο που τα ίχνη που της είχε αφήσει ο Γκόν-γκιρι που ήταν μαζί του, από κάποιο σημείο της διαδρομής και μετά, την είχαν καθησυχάσει.</div><div style="text-align: justify;">Εμφανίστηκε στην πύλη με τα μακριά μαλλιά της ν’ ανεμίζουν χωρίς να σταθεί για έλεγχο ή να ρωτήσει αν ο Ντένχαρ είχε επιστρέψει και ελάχιστη ώρα μετά, πέρασε στην εσωτερική αυλή και ξεπέζεψε μπροστά στο σπίτι. Παράτησε το άλογο όπως ήταν και πετώντας το κράνος από το κεφάλι της, έτρεξε προς την πόρτα. Είχε φύγει και γυρίσει μέσα σε ελάχιστες ώρες, το φεγγάρι ήταν ακόμα ψηλά. </div><div style="text-align: justify;">Ο Ντένχαρ της άνοιξε την πόρτα για να μπει, πριν προλάβει να χτυπήσει.</div><div style="text-align: justify;">«Γεια σου…» της είπε, και εκείνη κοντοστάθηκε μπροστά στα μεγάλα γκρίζα μάτια του που την κοίταζαν με θέρμη. Πρώτη φορά την έβλεπε με τέτοια ρούχα και με τα δικά του όπλα φορεμένα πάνω της και τη θαύμασε, αλλά ο τρόπος που ίππευε και η παράτολμη αποφασιστικότητά της, τον είχαν κυριολεκτικά σκλαβώσει.</div><div style="text-align: justify;">«Είσαι τραυματισμένος, πονάς;» τον ρώτησε και κατέβασε τα μάτια της από το χαμογελαστό πρόσωπό του, κοιτώντας το μανίκι του που ήταν σκισμένο στον ώμο και το ύφασμα είχε λεκιάσει από αίμα.</div><div style="text-align: justify;">«Τώρα που σε βλέπω, νοιώθω μια χαρά…Νόμιζα ότι φοβόσουν τ’ άλογα…» της απάντησε. Ήταν ελάχιστα ψηλότερος από εκείνη και μόνο λίγα εκατοστά τους χώριζαν τον ένα από τον άλλον, και αν ήθελε να την αγκαλιάσει και να τη φιλήσει όπως είχε υποσχεθεί στον εαυτό του, τώρα ήταν η ευκαιρία του. Όμως έμεινε καρφωμένος στη θέση του.</div><div style="text-align: justify;">«Καμιά φορά, όταν υπάρχει ανάγκη, ξεπερνάμε τα όριά μας, έτσι δεν είναι;» του είπε η Γκλίνενρουθ χαμογελώντας, και τον ξανακοίταξε σταθερά μέσα στα μάτια του, ανταποδίδοντας το ενδιαφέρον.</div><div style="text-align: justify;">Η Μίριελ ήρθε στο άνοιγμα της πόρτας.</div><div style="text-align: justify;">«Που είναι το μαντήλι σου;» </div><div style="text-align: justify;">«Το έχασα όταν πιάστηκε στα κλαδιά των δέντρων καθώς επέστρεφα…» της απάντησε και προσπέρασε τον νεαρό μελαχρινό άνδρα που την κοιτούσε επίμονα, επειδή είχε δει τον Γκόν-Γκιρι και τον πλησίασε.</div><div style="text-align: justify;">«Εγώ φταίω για την ταλαιπωρία σας», της είπε, «αλλά δε θα σου μιλήσω γι’ αυτό, μα για τα νέα των Γιάουρ…»</div><div style="text-align: justify;">Η Γκλίνενρουθ άκουσε τη λέξη “νέα” και γύρισε προς τον Ντένχαρ που την κοιτούσε χαμογελαστός και τα λακκάκια στα μάγουλά του ήταν ολοστρόγγυλα.</div><div style="text-align: justify;">«Τί έμαθες;»</div><div style="text-align: justify;">«Έφτασες ως εκεί και δεν σκέφτηκες να ρωτήσεις η ίδια;» της απάντησε με ερώτηση, πιο γελαστός από πριν.</div><div style="text-align: justify;">«Μετά βίας μου είπανε οι παππούδες σου ότι είχες πάει και είχες φύγει, και ολόκληρες προτάσεις με νόημα, δεν έβγαλα από το στόμα τους…» δικαιολογήθηκε, και τα μάγουλά της ρόδισαν.</div><div style="text-align: justify;">«Τα νέα είναι ευχάριστα, και για τους γονείς μας και για τον Γκόν-γκιρι, αν τον αφήσεις να σου πει…» της είπε γελώντας και εκείνη στράφηκε προς τον Ντρουγκ.</div><div style="text-align: justify;">«Έγινες αρχηγός!» του είπε, κι εκείνος γέλασε επειδή η φίλη του είχε μαντέψει σωστά. Και έμεινε μαζί τους μέχρι το ξημέρωμα και μετά συνόδεψε την κοπέλα, ως το λιναροχώραφο, όπου είχε ήδη αρχίσει να μαζεύει τα λουλούδια. Ο Ντένχαρ εντυπωσιάστηκε από την αντοχή τους, επειδή εκείνος ήταν κατάκοπος, και πήγε προς το δωμάτιό του ρίχνοντας τους μία τελευταία ματιά, και το βλέμμα του συναντήθηκε πάλι με το δικό της, καθώς τον κοίταξε για μια στιγμή, πριν βγει από το σπίτι.</div><br />
</div></div>venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-77611773186927827652012-02-27T07:52:00.007+02:002012-02-27T07:52:00.662+02:00Η αναζήτηση της Ρούθιελ (α μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://2.bp.blogspot.com/-SwvSTz4d-GU/Ts3dfVTFfpI/AAAAAAAAAdU/rbcFfa6H3V8/s1600/nightforest-path.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="314" src="http://2.bp.blogspot.com/-SwvSTz4d-GU/Ts3dfVTFfpI/AAAAAAAAAdU/rbcFfa6H3V8/s400/nightforest-path.jpg" width="400" /></a></div><br />
<div style="text-align: justify;">Οι ώρες στην Ντίμροστ περνούσαν και ο Ντένχαρ δεν εμφανιζόταν, και καινούριος φόβος πλάκωσε την καρδιά της Μίριελ που τον περίμενε να επιστρέψει, αν και υποπτευόταν ότι θα είχε επισκεφτεί τους ηλικιωμένους γονείς του πατέρα του, παρόλο που δεν την είχε ενημερώσει για κάποια τέτοια πρόθεση. Όμως το άλογο γύρισε μόνο του και κανείς από τους φρουρούς δε φαινόταν διατεθειμένος να τον αναζητήσει, ούτε καν εκείνοι που θεωρούσε φίλους του.</div><div style="text-align: justify;">Η Ρούθιελ βλέποντας ότι κανείς δεν ξεκινούσε να πάει και η Μίριελ ήταν έτοιμη να καταρρεύσει από την αγωνία, κλείστηκε στο δωμάτιο της και όταν βγήκε δεν φορούσε το φαρδύ φουστάνι της πια, αλλά τα καφέ ρούχα της μητέρας της, που τα είχε μαζί της, και μόνο από το σκούρο γκρίζο μαντήλι που ήταν τυλιγμένο στο κεφάλι της και τα χρυσά της μάτια, ξεχώριζε από εκείνη. Στον αριστερό μηρό της ήταν δεμένο το Έκετ της, και τρέχοντας στο εργαστήριο, πήρε ένα από τα τόξα, μαζί με φαρέτρα και βέλη. Μίλησε στην Μίριελ μόνο για να ρωτήσει και να μάθει πως θα έβρισκε το σπίτι των ηλικιωμένων πεθερικών της, και δεν είπε τίποτα άλλο στην γυναίκα που την κοιτούσε κατάπληκτη, ενώ, παρά τον φόβο που ένιωθε πάντα μπροστά στα άλογα, δε δίστασε ν’ ανέβει πάνω σε ένα απ’ αυτά και να καλπάσει προς την πύλη, ψιθυρίζοντας στο αυτί του αλόγου οδηγίες, στην γλώσσα των Ξωτικών. Οι φρουροί που προσπάθησαν να ελέγξουν τον ιππέα που έτρεχε καταπάνω τους, την είδανε εμβρόντητοι να περνά σαν σίφουνας ανάμεσά τους και να απομακρύνεται προς το βορρά. Ο Χίραν που την είδε κι εκείνος, σκέφτηκε προς στιγμή να την ακολουθήσει, αλλά δείλιασε ξανά και δεν τόλμησε να το κάνει.</div><div style="text-align: justify;">Το φεγγάρι ήταν ακόμα πολύ ψηλά όταν ο Γκόν-γκιρι και ο Ντένχαρ, πεζοί, διέσχιζαν το βουνίσιο μονοπάτι των Γιάουρ, για να επιστρέψουν στην πόλη. Όμως άκουσαν άλογο και το είδανε κιόλας από μακριά, που περνούσε ανάμεσα στα δέντρα πιο χαμηλά στην πλαγιά και ήδη απομακρυνόταν, με τον τοξότη αναβάτη του πλαγιασμένο πάνω στο λαιμό του, ντυμένο με σκούρα ρούχα, ενώ η μακριά αλογοουρά του ανέμιζε. </div><div style="text-align: justify;">«Έρχεται από την πόλη», είπε ο Ντένχαρ, «αλλά δεν αναγνωρίζω ποιος είναι…»</div><div style="text-align: justify;">«Έχει μάτια που αστράφτουν και φορά γκρίζο μαντήλι στο κεφάλι της», απάντησε ο Γκόν-γκιρι και κοίταξε τον Ντένχαρ που είχε μείνει άφωνος από την περιγραφή. «Μάλλον σε ψάχνει», συμπλήρωσε.</div><div style="text-align: justify;">«Μα δεν ιππεύει», του είπε εκείνος, «και ποτέ δεν θέλησε να ανεβεί σε άλογο όλ’ αυτά τα χρόνια, ούτε ήξερα ότι θα νοιαζόταν τόσο πολύ ώστε να ψάξει να με βρει η ίδια…»</div><div style="text-align: justify;">«Πολλά δεν ξέρεις, και ακόμα περισσότερα δεν βλέπεις…», του απάντησε αινιγματικά και άρχισε να βάζει σημάδια γύρω από το μονοπάτι που ακολουθούσαν για να τα δει εκείνη όταν θα επέστρεφε και να μην ανησυχεί.</div><div style="text-align: justify;">Δεν άργησαν να φτάσουν στην Ντίμροστ και όταν ο νέος άνδρας είδε όλους αυτούς που πάνω στα τείχη υποτίθεται ότι έκαναν σκοπιά αλλά όπλισαν τα ελαφρά τόξα τους καθώς τους είδαν να έρχονται από το πουθενά, επειδή στην πραγματικότητα χαζολογούσαν, κατάλαβε αμέσως για ποιο λόγο η Γκλίνενρουθ αποφάσισε να τον αναζητήσει η ίδια. Αν την είχε μπροστά του αυτή τη στιγμή, ορκιζόταν στον εαυτό του ότι θα την άρπαζε στη αγκαλιά του και θα τη φιλούσε οπωσδήποτε, κι ας αντιδρούσε με όποιον τρόπο ήθελε, δεν τον ένοιαζε καθόλου…</div><div style="text-align: justify;">«Μην τυχόν και ρίξετε κανένα βέλος στην Ρούθιελ όταν θα ‘ρθει, γενναίοι μου φρουροί», τους είπε ειρωνικά καθώς τους προσπερνούσαν, και μαζί με τον Γκόν-γκιρι ανηφόρισαν προς το σπίτι του. Η Μίριελ που περίμενε στην πόρτα, αγκάλιασε τον γιο της και καλωσόρισε τον Γιάουρ, αλλά κοίταξε να δει και για την νεαρή κοπέλα, νομίζοντας ότι εκείνη τους είχε βρει και τους είχε συνοδεύσει πίσω.</div><div style="text-align: justify;">«Δε σας βρήκε η Ρούθιελ;» </div><div style="text-align: justify;">«Την είδαμε που πέρασε πιο μακριά από μας, αλλά δεν προλάβαμε να τη φωνάξουμε…Έτρεχε σαν τον άνεμο», της απάντησε ο Ντένχαρ και τα μάτια του έλαμπαν.</div><div style="text-align: justify;">«Ξέρει όλους τους δρόμους και θα επιστρέψει ασφαλής από τον πιο σύντομο», της είπε και ο Ντρουγκ και την καθησύχασε. </div><div style="text-align: justify;"><br />
</div></div>venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-47516594470864132072012-02-14T19:08:00.006+02:002012-02-23T20:56:42.656+02:00Ένα ξωτικοκόριτσο στη Ντίμροστ (ε μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://1.bp.blogspot.com/-ejh-ZE_CMFA/Ts3aqQ9Q-9I/AAAAAAAAAdI/E-BkcYiYKyU/s1600/dark-horse.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="266" src="http://1.bp.blogspot.com/-ejh-ZE_CMFA/Ts3aqQ9Q-9I/AAAAAAAAAdI/E-BkcYiYKyU/s400/dark-horse.jpg" width="400" /></a></div><br />
<div style="text-align: justify;">Και ο καιρός περνούσε χωρίς νέα. Είχαν περάσει κιόλας εφτά χρόνια σαν νερό, από την μέρα που είχαν φύγει ο Νέχαρ και ο Ελουρέντ, και σιωπή γύρω από τις εξελίξεις της πολιορκίας είχε πέσει, καθώς κανείς άλλος Χάλαντιν δεν πέρασε από τα μέρη τους, και η αγωνία τους ήταν μεγάλη για τους δικούς τους που έλειπαν μακριά. Οι άνθρωποι παντού επαγρυπνούσαν, επειδή ανησυχούσαν μήπως ο Σάουρον ως κακό πνεύμα διαφύγει προσωρινά από τον στενό κλοιό και επιτεθεί στις πόλεις τους, αν και η μικρή Ντίμροστ δεν κινδύνευε όσο η Οσγκίλιαθ που είχε κρατήσει στο παρελθόν.</div><div style="text-align: justify;">Τότε του Ντένχαρ του πέρασε από το μυαλό να πάει ο ίδιος ως τη Μόρντορ, παρόλο που δεν είχε ενηλικιωθεί ακόμα (ώστε να ακολουθήσει και άλλους νεαρούς Νουμενόριαν που έκαναν το ίδιο) και η σκέψη αυτή και η έγνοια ωρίμαζε μέσα του, επειδή ένιωθε την αγωνία της μητέρας του, αλλά και της Γκλίνενρουθ, που τις νύχτες έβγαινε κρυφά από την Μίριελ στην αυλή, και ανέβαινε στη στέγη και κοιτούσε προς την Ανατολή όπου η μάχη μαινόταν. Κι ενώ ήδη κατάστρωνε το σχέδιο να φύγει και εκείνος, έμαθε ότι στις εγκαταστάσεις του Βορρά, είχε επιστρέψει ένας Χάλαντιν που τον ήξερε από παλιά, και πήρε το άλογο τα ξημερώματα, για να πάει να ρωτήσει νέα για τους δυο άντρες. Όμως πήγε να επισκεφτεί και τους παππούδες του, που ζούσαν εκεί κοντά, και έμεινε μαζί τους όλο το απόγευμα , ξεχνώντας ότι η μητέρα του περίμενε, μέχρι που νύχτωσε και τότε μόνο ξεκίνησε να φύγει βιαστικά, αφού από τη χαρά του για τα νέα που πήρε, είχε καθυστερήσει. Γυρνούσε πίσω, όταν ξαφνικά μία σκιά πετάχτηκε μπροστά του και το άλογό του που τρόμαξε, τον έριξε από την πλάτη του και έφυγε καλπάζοντας προς την κατεύθυνση της πόλης.</div><div style="text-align: justify;">«Τρελό άλογο», μουρμούρισε ο Ντένχαρ και σηκώθηκε κρατώντας τον ώμο του, όμως στράφηκε προς τον Γιάουρ που τον κοιτούσε.</div><div style="text-align: justify;">»Και τώρα πως γυρνάμε πίσω;» τον ρώτησε. «Η Μίριελ θα σηκώσει ολόκληρη την πόλη στο πόδι αν το δει να γυρνά χωρίς τον αναβάτη…»</div><div style="text-align: justify;">«Θα σε οδηγήσω εγώ πιο γρήγορα απ’ ότι αν γυρνούσες μόνος», του απάντησε ο Γκόν-γκιρι , «εξάλλου θέλω να δω τη Γκλίνενρουθ…»</div></div>venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-45421121755505478752012-02-03T06:09:00.000+02:002012-02-03T06:09:00.470+02:00Ένα ξωτικοκόριτσο στη Ντίμροστ (δ μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://4.bp.blogspot.com/-SmKpKV1M-xc/Ts3QmBhsb4I/AAAAAAAAAc8/Icw7JGoHKlY/s1600/routhiel%2B_waiting.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="400" src="http://4.bp.blogspot.com/-SmKpKV1M-xc/Ts3QmBhsb4I/AAAAAAAAAc8/Icw7JGoHKlY/s400/routhiel%2B_waiting.jpg" width="298" /></a></div><br />
<div style="text-align: justify;">Την επόμενη το πρωί, η Μίριελ του έκοψε τα μαλλιά του όπως ήθελε, και πραγματικά, της φάνηκε ότι το μικρό της αγόρι είχε μεγαλώσει πρόωρα και είχε γίνει ένας νεαρός άνδρας, και πολλοί που τον είδανε στο εργαστήριο, απορήσανε με την μελαχρινή του ωριμότητα που απόχτησε ξαφνικά. Και η Γκλίνενρουθ που τον είδε κι εκείνη, σάστισε για λίγο και τον κοίταξε σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά και ο Ντένχαρ χάρηκε μέσα του, επειδή της είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον, και από τη μέρα εκείνη, το βλέμμα της στράφηκε πολλές φορές προς εκείνον. </div><div style="text-align: justify;">Ο Χίραν δεν επανήλθε στο σπίτι αν και τριγυρνούσε στη γειτονιά, αλλά φρόντισε να διορθώσει τις σχέσεις του μαζί του, όμως παρά τις προσπάθειές του, δεν μπόρεσε να ξαναδεί το χρυσοκάστανο κορίτσι επειδή κι εκείνη σταμάτησε να βγαίνει στην πόλη. Ένα φθινοπωρινό βράδυ όμως, η πόρτα χτύπησε και στο άνοιγμα φάνηκε ένας από τους φρουρούς της πύλης που συνόδευε τον Γκόν-γκιρι που είχε έρθει να τους δει, και ενώ ήξερε ποιο είναι το σπίτι, δε θέλησαν να τον αφήσουν να πάει μόνος του ως εκεί. Ο νεαρός φρουρός όλο και προσπαθούσε να ρίξει κρυφές ματιές από την είσοδο που στεκότανε, θέλοντας προφανώς κι εκείνος να δει τη Ρούθιελ, αλλά η Μίριελ δεν τον άφησε να περάσει μέσα και τον ευχαρίστησε ευγενικά, κλείνοντάς του την πόρτα.</div><div style="text-align: justify;">Κάθισαν όλοι γύρω από το τραπέζι σε μια παρέα, όπως πολύ παλιά συνήθιζαν να κάθονται οι Χάλαντιν με τους Γιάουρ, και η Μίριελ θέλησε να του προσφέρει κρασί, αλλά η Ρούθιελ που έλαμπε ολόκληρη, τη σταμάτησε.</div><div style="text-align: justify;">«Μόνο νερό πίνουν οι Ντρούγκου και τίποτ’ άλλο», της είπε ξέροντας ακόμα κι αυτήν την μικρή λεπτομέρεια, αφού είχε ζήσει μαζί τους όλα της τα χρόνια, μέχρι την αναχώρηση του πατέρα της.</div><div style="text-align: justify;">Κι από ‘κείνο το βράδυ, ο Γκόν-γκιρι ερχόταν σχετικά συχνά να την επισκεφτεί, μόνο βραδινές ώρες, και η Ρούθιελ χαιρόταν πολύ που τον έβλεπε και ζητούσε να μαθαίνει τα νέα της φυλής του και τα κυνήγια, και ο Ντένχαρ κατάλαβε ότι τον αγαπούσε πολύ, επειδή αρκετά βράδια, περίμενε σιωπηλή να τον δει να έρχεται. </div><div style="text-align: justify;">Οι νεαροί φρουροί σχεδόν τσακώνονταν για το ποιος θα τον συνοδεύσει ως την πόρτα του σπιτιού, ελπίζοντας ότι θα κατάφερναν να την δουν, αλλά εκείνη έμενε απομονωμένη απ’ όλους εκτός από την Μίριελ και εκείνον, και όσες φορές στάθηκε και ο ίδιος πάνω στο Ξύλινο τείχος, τον κοιτούσαν με φθόνο. Δεν ασχολούνταν πια μαζί τους και δεν έδινε καμιά σημασία στα πικρόχολα σχόλιά τους, αφού ήξερε καλά ότι πολύ λίγο ενδιαφέρονταν για τα αισθήματα του κοριτσιού, και τον θεωρούσαν υπεύθυνο που εκείνη δεν εμφανιζόταν πουθενά. Φαίνονταν σίγουροι ότι την κρατούσε εκείνος κρυμμένη από τα διψασμένα μάτια τους, και πίστευαν ότι την φυλούσε μόνο για τον εαυτό του. Πάνω σ’ αυτό το τελευταίο δεν είχαν και τόσο άδικο, και δε στεναχωριόταν ιδιαίτερα που η Γκλίνενρουθ έμενε μέσα στο σπίτι, όμως αυτό που του έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, ήταν ότι δεν εξέφρασε ποτέ την επιθυμία να επισκεφτεί το δάσος στο Άντραστ και τα εδάφη των Ντρούγκου, και είχε μονίμως καλυμμένα τα μαλλιά της με το μαντήλι, και ελάχιστες φορές την ξαναείδε να τα έχει ελεύθερα στην πλάτη της.</div><div style="text-align: justify;">Όμως ομόρφαινε συνεχώς και οι νεαροί θαυμαστές της συγκεντρώνονταν σαν τις μέλισσες γύρω από το μέλι όταν και όπου μαθαίνανε ότι πήγαινε ή υπήρχε περίπτωση να πάει, και όταν ερχόταν η ώρα να μαζευτεί το λινάρι, η πόλη άδειαζε και μεταφερόταν στους αγρούς γύρω από τα τείχη και η Μίριελ χαμογελούσε αμήχανα με την επιμονή των νεαρών ανδρών και την ευρηματικότητά τους. Αλλά η Ρούθιελ δεν ενδιαφερόταν για κανέναν και κοίταζε μόνο τη δουλειά της και εξαφανιζόταν στο σπίτι μόλις τελείωνε, και ποτέ δεν πήρε μέρος σε καμία γιορτή που γινόταν στην πόλη. </div><div style="text-align: justify;">Δεν είχε φιλίες ούτε με κορίτσια, επειδή οι αδελφοί τους προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τις σχέσεις τους μαζί της, και μετά από τις πρώτες δειλές επισκέψεις με αυτούς για ακροατήριο, δεν θέλησε να ξανασυναντήσει καμία από τις κοπέλες της Ντίμροστ, είτε δημοσίως, είτε στον χώρο του σπιτιού. Δεν κατανοούσε τα πρώτα ερωτικά τους σκιρτήματα και την ενοχλούσε που τη χρησιμοποιούσαν στις εξόδους τους σαν δέλεαρ για την προσέλκυση της παρέας των αγοριών που τις ενδιέφεραν, γι’ αυτό πολύ σύντομα οι επισκέψεις σταμάτησαν, αν και η ίδια σπάνια τις ανταπέδιδε. Ήταν ακατάδεχτη απέναντι σε όλους και ο Ντένχαρ ακόμα που προσπάθησε μια-δυο φορές να τη βγάλει από τον στενό χώρο του σπιτιού, προσέκρουσε στην άρνησή της και δεν ξαναδοκίμασε. Η τακτική όμως αυτή απέδωσε καρπούς, καθώς οι νεαροί της Ντίμροστ, το πήραν απόφαση και άρχισαν να συνδέονται με κορίτσια λιγότερο ακριβοθώρητα από εκείνη. Μόνον ο Χίραν επέμενε, και έψαχνε συνέχεια να βρει την ευκαιρία να τη συναντήσει (κάπου–οπουδήποτε) μόνη της, αν και ήταν απίθανο να συμβεί αυτό, αν όχι αδύνατο.</div><div style="text-align: justify;"><br />
</div></div>venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-48505264332042093622012-01-24T12:30:00.001+02:002012-01-24T12:30:00.207+02:00Ένα ξωτικοκόριτσο στη Ντίμροστ (γ μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://2.bp.blogspot.com/-nXDk3-s7BJk/Ts3DBAJ2FdI/AAAAAAAAAcw/kF6L5hPjbfU/s1600/routhielflowers.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="270" src="http://2.bp.blogspot.com/-nXDk3-s7BJk/Ts3DBAJ2FdI/AAAAAAAAAcw/kF6L5hPjbfU/s400/routhielflowers.jpg" width="400" /></a></div><div style="text-align: justify;">Ελάχιστα νέα έφταναν από το πεδίο της μάχης, από τραυματισμένους πολεμιστές που εγκατέλειπαν τη Ντάγκορλαντ, αλλά η επιτυχής έκβαση τους έκανε όλους να αναθαρρήσουν. Η ζωή συνεχιζόταν παρά τον πόλεμο και οι καθημερινές ασχολίες δεν σταματούσαν για κανένα λόγο, και έτσι η Μίριελ και η Ρούθιελ ξερίζωσαν το μεγαλύτερο μέρος από τα φυτά του λιναριού και άρχισαν την κατεργασία του. Το κορίτσι με μεγάλη περιέργεια κι ενδιαφέρον παρακολουθούσε το πλύσιμο και το μούλιασμα των φυτών, το κόψιμο των βλαστών σε ίσο μέγεθος για όλα τα κοτσάνια, το ξάσπρισμα της ίνας και το γνέσιμο σε λεπτές γκριζόλευκες κλωστές και μετά, το τύλιγμα του υγρού νήματος σε μακρόστενα ξύλα με διχαλωτές άκρες και από τις δύο πλευρές τους, που τα ανέβασαν στη στέγη για να στεγνώσουν με την ζέστη του ήλιου που έκαιγε. Όμως τα φυτά που άφησαν να καρπίσουν για να κρατήσουν το σπόρο (που θα χρησιμοποιούσαν αλεσμένο και ψημένο για να φτιάξουν καταπλάσματα, αλλά και για να σπείρουν για την σοδειά του επόμενου χρόνου), εξακολουθούσαν να ανθίζουν, αν και όχι με την ίδια ομορφιά και ευκαμψία των άλλων φυτών που ξεριζώθηκαν κατά την πρώτη ανθοφορία τους.</div><div style="text-align: justify;">Την επόμενη Άνοιξη θα έσπερναν στο διπλανό λιβάδι, της εξήγησε η Μίριελ, καθώς ξεκάρπιζαν τα ξυλεμένα φυτά, χτυπώντας τα μέσα σε ξύλινες σκάφες, επειδή το λινάρι είναι απαιτητικό και εξαντλεί τα εδάφη που φυτρώνει, και δεν δίνει την ίδια καλή ποιότητα αν παραβλεφτεί αυτός ο κανόνας, και μόνο μετά από εφτά χρόνια θα ξαναμάζευαν σοδειά απ’ το χωράφι αυτό που μόλις είχαν δρέψει. Το λινάρι θεωρούνταν ως το καλύτερο ύφασμα, αλλά επειδή η παραγωγή ήταν συνήθως περιορισμένη, το χρησιμοποιούσαν πολύ λιγότερο απ’ το μάλλινο. Είχαν φτάσει πια στα μέσα του Αυγούστου όταν η Μίριελ άρχισε να υφαίνει το ύφασμα και το πρώτο κομμάτι που ύφανε, το έδωσε για μαντήλι στην Γκλίνενρουθ, που μάθαινε κι εκείνη τον αργαλειό, αν και ο Ντένχαρ είχε αρχίσει να δυσανασχετεί με την επιμονή της μητέρας του να της μαθαίνει τις εργασίες του σπιτιού, επειδή δεν την έβλεπε τόσο συχνά όσο πριν. Αλλά η κόρη του Ελουρέντ δεν ενοχλούνταν από τα καθήκοντα που αναλάμβανε, επειδή το δικό της πρόβλημα ήταν η ανία και όχι η κούραση, και μ’ αυτόν τον τρόπο κρατούσε τον εαυτό της απασχολημένο. Από την άλλη, συμπαθούσε πολύ την Μίριελ και την έβλεπε και λίγο σαν μητέρα της, επειδή η δική της μητέρα είχε πεθάνει στη γέννα και δεν την είχε γνωρίσει ποτέ.</div><div style="text-align: justify;">«Πως και οι Ντρούγκου δεν έχουν εμφανιστεί ακόμη;» αναρωτήθηκε ο Ντένχαρ δυνατά, καθώς μετά από πολύ καιρό, είχαν καθίσει όλοι μαζί στο τραπέζι.</div><div style="text-align: justify;">«Μαζεύουν την Αλισάχνη αυτόν τον καιρό και είναι απασχολημένοι», απάντησε η Ρούθιελ, σαν να επρόκειτο για κάτι που το γνωρίζουν όλοι .</div><div style="text-align: justify;">«Τι είναι η Αλισάχνη;» τη ρώτησε.</div><div style="text-align: justify;">Η Ρούθιελ σήκωσε το χρυσό βλέμμα της και τον κοίταξε απορημένη.</div><div style="text-align: justify;">«Η Αλισάχνη…, το αφράλατο…», του ξαναείπε, αλλά το δικό του γκρίζο βλέμμα εξακολουθούσε να είναι ερωτηματικό. «Είναι το αλάτι της θάλασσας που φέρνει το κύμα και ο θαλασσινός αέρας, και μαζεύεται στις κοιλότητες των βράχων», του εξήγησε. «Είναι πολύ καλοί κυνηγοί και το χρειάζονται για να διατηρούν τα τρόφιμά τους…Αυτόν τον καιρό τα κυνήγια και τα ψάρια είναι άφθονα και από το μεγάλο φεγγάρι και μετά, σχεδόν κάθε βράδυ, κατεβαίνουν στο Άντραστ για να το συλλέξουν, καθώς το θεωρούν πιο φυσικό και καθαρό από το άλλο…», συμπλήρωσε.</div><div style="text-align: justify;">«Να που μαθαίνουμε και κάτι καινούριο», είπε η Μίριελ, αλλά η πόρτα χτύπησε και σηκώθηκε ν΄ ανοίξει.</div><div style="text-align: justify;">Ήταν ο νεαρός Χίραν, ο φίλος του Ντένχαρ, που πλησίαζε την Γκλίνενρουθ περισσότερο απ’ όλους τους νεαρούς της Ντίμροστ και γινόταν φορτικός χρησιμοποιώντας κυρίως κολακείες για να της τραβήξει την προσοχή, χωρίς φυσικά να το πετυχαίνει. Εκείνη, μόλις τον άκουσε στην είσοδο, έκανε ένα νεύμα στον Ντένχαρ που της χαμογέλασε με εμφανή τα λακκάκια στα μάγουλά του σαν ότι έλειπε σε περίπτωση που ο Χίραν θα ρωτούσε για ‘κείνη, και αμέσως σηκώθηκε από το τραπέζι και εξαφανίστηκε στο δωμάτιό της .</div><div style="text-align: justify;">«Που είναι η ομορφιά μας;» ρώτησε ο Χίραν μπαίνοντας.</div><div style="text-align: justify;">«Δεν είναι εδώ», του απάντησε ο Ντένχαρ χαμογελαστός και η μητέρα του είδε ότι το κορίτσι είχε φύγει, θέλοντας να τον αποφύγει.</div><div style="text-align: justify;">Ο Χίραν κάθισε στην καρέκλα που καθόταν νωρίτερα η Ρούθιελ και κοίταξε γύρω του σαν για να βεβαιωθεί ότι είχε φύγει πραγματικά, πριν αρχίσει να μιλά. Η Μίριελ του έφερε μία μικρή κούπα με κρασί και κάθισε στη άλλη καρέκλα που ήταν δίπλα στο τραπέζι. Ευτυχώς που είχαν προλάβει να φάνε, αν και το νεαρό κορίτσι μόλις που είχε αγγίξει το πιάτο του.</div><div style="text-align: justify;">«Φίλε μου σε ζηλεύω, αλλά δεν σε καταλαβαίνω», είπε εκείνος, «να μένεις μ’ αυτήν τη ξωτικίσια πεταλούδα στο ίδιο σπίτι και να μην κάνεις τίποτα…»</div><div style="text-align: justify;">Ο Ντένχαρ ένιωσε το αίμα του να του ανεβαίνει στο κεφάλι. Ο Χίραν ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερός του και φίλος του, αλλά αυτό το σχόλιο δεν το ανεχόταν.</div><div style="text-align: justify;">«Έχει όνομα κι αισθήματα», του είπε σε έντονο ύφος.</div><div style="text-align: justify;">«Και ποιος σου είπε ότι εγώ δεν τρέφω αισθήματα γι αυτήν; Απλώς αν ήτανε στο χέρι μου, θα προσπαθούσα να την πλησιάζω …πιο πολύ», του είπε και του έκλεισε το μάτι, κρυφά από τη Μίριελ που ήταν παρούσα στη συζήτηση.</div><div style="text-align: justify;">«Θα σου πω τον τρόπο να την πλησιάσεις, αν θέλεις», του απάντησε ο Ντένχαρ και τα μάτια του στένεψαν. «Να της φέρεσαι όμορφα κι ευγενικά και να τη σέβεσαι παντού και όχι να κάνεις επίδειξη ευγένειας μόνο μπροστά της…Γιατί και ‘γω, αλλιώς ήμουν και άλλαξα, για τους γονείς μας και για κείνη, και δεν θ’ ανεχτώ τέτοια συμπεριφορά απέναντί της και απέναντι σε μας που είμαστε υπεύθυνοι για την ασφάλειά της» συμπλήρωσε, και σηκώθηκε όρθιος.</div><div style="text-align: justify;">»Γι’ αυτό λοιπόν θα σε παρακαλέσω να βγεις έξω από το σπίτι αυτό, και να μη σε ξανακούσω να μιλάς μ’ αυτόν τον τρόπο για τη Ρούθιελ, γιατί τότε δεν ξέρω και ‘γω τί είμαι ικανός να κάνω!» τον απείλησε, και πιάνοντας τον από το μπράτσο τον οδήγησε στη πόρτα και καθώς τον έβγαλε έξω, την έκλεισε ξανά με κρότο. Ο Χίραν δεν είχε προσπαθήσει να αντισταθεί, ήτανε πάντα κάτισχνος, αλλά το θράσος του ήταν συνήθως μεγαλύτερο από τη σωματική του δύναμη αντισταθμίζοντάς την, και ο Ντένχαρ πάντα τον υπερασπιζόταν στους καυγάδες, παρόλο που ήταν μικρότερος, επειδή ήταν πιο γεροδεμένος. Και η εργασία μέσα στο μεταλλουργείο του πατέρα του, τον ωφελούσε ακόμα περισσότερο.</div><div style="text-align: justify;">»Αύριο θα μου κόψεις τα μαλλιά και δε θα ξανανοίξεις την πόρτα σε κανέναν που δε θέλει να δει η Ρούθιελ», είπε στη μητέρα του που τον παρακολουθούσε εντυπωσιασμένη με την αποφασιστικότητά του, και λέγοντας αυτά, κοίταξε και προς την πόρτα του κοριτσιού που εξακολουθούσε να μένει κλειστή.</div></div>venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2610747495227183718.post-87986373071177260682012-01-14T09:24:00.003+02:002012-01-14T09:24:00.540+02:00Ένα ξωτικοκόριτσο στη Ντίμροστ (β μέρος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://1.bp.blogspot.com/-UL1c83U3XPs/Ts25yW-0z-I/AAAAAAAAAck/4ERxIOI53i4/s1600/flax-field1%2Bcopy.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="240" src="http://1.bp.blogspot.com/-UL1c83U3XPs/Ts25yW-0z-I/AAAAAAAAAck/4ERxIOI53i4/s400/flax-field1%2Bcopy.jpg" width="400" /></a></div><br />
<div style="text-align: justify;">Το άλλο πρωί η Ρούθιελ ήταν στο πόδι από νωρίς, το πιο πιθανό ήταν ότι στριφογυρνούσε όλη τη νύχτα μέσα στο δωμάτιό της περιμένοντας να περάσουν οι ώρες του ύπνου της Μίριελ και του Ντένχαρ και να πάνε επιτέλους έξω από την πόλη. Δεν ήξερε πως ήταν το λινάρι επειδή, όποτε είχε πάει με τον πατέρα της στη Νέα Ντίμροστ -τις λιγοστές φορές που είχε γίνει αυτό- δεν ήτανε ποτέ ανθισμένο και είχε δει μόνο τα πράσινα στελέχη με τα λεπτά φύλλα που γέμιζαν τα γειτονικά λιβάδια. Η Μίριελ της έδωσε το ανοιχτό γκρίζο ύφασμα που ταίριαζε με το φαρδύ φουστάνι της και τύλιξε μόνη της τα μακριά μαλλιά της, αφήνοντας τις δύο άκρες του μαντηλιού να κρέμονται στην πλάτη της κομποδεμένες στον αυχένα. Ο Ντένχαρ τις συνόδευσε πάνω στ’ άλογο, ως το λιβάδι όπου εκείνες πήγαν πεζές, και κράτησε το άλογό του μακριά από τα γαλάζια λουλούδια, παρακολουθώντας με ενδιαφέρον τις αντιδράσεις του κοριτσιού. </div><div style="text-align: justify;">«Είναι πολύ ωραία!» φώναξε γελώντας, και μπήκε μέσα στο χωράφι σχεδόν χορεύοντας κάτω από τον ήλιο. Πολλές μικρές γαλάζιες και λευκές πεταλούδες που βρίσκονταν πάνω στα λουλούδια του λιναριού που λύγιζαν στο πέρασμά της, πέταξαν σαν μαδημένα πέταλα που τα παίρνει ο άνεμος και εκείνη απόμεινε να κοιτάζει εκστατικά την γαλάζια έκταση που απλωνόταν μπροστά της.</div><div style="text-align: justify;">«Θα τα ξεριζώσουμε για να φτιάξουμε νήμα», της φώναξε η Μίριελ από την άκρη του ολάνθιστου αγρού όπου είχε μείνει.</div><div style="text-align: justify;">«Είναι κρίμα», της απάντησε, «είναι τόσο όμορφα, γιατί πρέπει να τα χαλάσουμε;»</div><div style="text-align: justify;">«Θα φτιάξουμε ύφασμα σαν αυτό που φοράς, καθώς και φάρμακα, με τους σπόρους του λιναριού που θα αφήσουμε να ωριμάσει», της ξαναφώναξε, αλλά η Ρούθιελ δεν την άκουγε, επειδή έμεινε ακίνητη με ανοιχτά τα χέρια κάτω από τον ήλιο και τον ελαφρό αέρα, και έγειρε πίσω το κεφάλι της και τότε το μαντήλι έπεσε ανάμεσα στα λουλούδια και τα μαλλιά της με τις μακριές πλεξίδες, κυμάτισαν και άστραψαν με χρυσές φλόγες, πέφτοντας ελεύθερα και μακριά. </div><div style="text-align: justify;">Κι ο Ντένχαρ υπνωτίστηκε από αυτήν την εικόνα και μέθυσε από το χρυσό φως και ο πόθος του μέσα στην καρδιά του τον έκαψε. Όμως εκείνη μάζεψε αμέσως το μαντήλι και κάλυψε το κεφάλι της, αλλά για ‘κείνον δεν είχε σημασία πια, επειδή το μυαλό του είχε αδειάσει από έγνοιες και υποχρεώσεις, όμως, άκουσε τα λόγια της μητέρας του που στεκόταν δίπλα στ’ άλογό του και μουρμούρισε:</div><div style="text-align: justify;">»Αυτό το κορίτσι είναι σίγουρα κόρη της Ελάννα και του Ξωτικού του δάσους, αλλά δεν ξέρω για πόσο θα μπορέσουμε ν’ αντέξουμε αυτήν την ομορφιά τόσο κοντά μας…»</div><div style="text-align: justify;">Ο Ντένχαρ διαφωνούσε μ’ αυτή την άποψη αλλά δεν της το είπε. Ο Μπάραν του είχε πει ότι το ζήτημά του θα το εξέταζε μόλις θα γύριζαν από τον πόλεμο, αλλά αυτό δεν του ήταν αρκετό: Θα κρατούσε το κορίτσι αυτό με όποιον τρόπο, και θα την έκανε να τον αγαπήσει πάση θυσία, γι’ αυτό έπρεπε να καταφέρει να συγκρατήσει τον εαυτό του, εξάλλου ήταν μόνο δεκαπέντε χρόνων και το αντικείμενο του πόθου του ήταν μόλις μισό χρόνο μικρότερη από εκείνον. Κράτησε τις σκέψεις του για τον εαυτό του και απομακρύνθηκε από το λιβάδι χωρίς να πει τίποτα, αν και ησύχασε που η Γκλίνενρουθ είχε μαζέψει πάλι τα μαλλιά της και δεν την άφηνε μόνη της, αλλά με την μητέρα του. Είχε δει με την άκρη του ματιού του τους νεαρούς που ήρθαν από την πόλη και στέκονταν πιο μακριά παρατηρώντας κι εκείνοι τo νεαρό κορίτσι. </div></div>venthesikymihttp://www.blogger.com/profile/12122978873260022765noreply@blogger.com0