25/10/10

Μία απόφαση που ανατρέπει τα δεδομένα (β')



Σε λίγες μέρες η Ελάννα θα έπρεπε να βάλει πάλι τα δοχεία πάνω στους κορμούς των σφενδαμιών, αλλά δεν το έκανε. Οι Γιάουρ δεν το πολυσκέφτηκαν αλλά ο Γκόν-γκιρι ανησυχούσε, επειδή φοβόταν ότι θα έχανε το κέρασμα, οπότε με την πρώτη ευκαιρία τη ρώτησε. Και μέσω εκείνου έμαθε και ο Ελουρέντ, ότι σκόπευε να γυρίσει στην πόλη, άρα το συστηματικό μάζεμα του χυμού των δέντρων ήταν άχρηστο. Το παιδί τον παρακάλεσε να προσπαθήσει να τη μεταπείσει, επειδή δεν ήθελε να χάσει ούτε τη φίλη του ούτε τα ωραία γλυκά της, αλλά εκείνος αρνήθηκε, λέγοντάς του ότι δε μπορούσε να την αναγκάσει να πράξει κάτι ενάντια στη θέλησή της, και ότι αυτή ήταν δική της αποκλειστικά απόφαση και όφειλε να τη σεβαστεί. Ο Γκόν-γκιρι επέμεινε για πολλές μέρες ακόμη (η υπομονή των Ντρούγκου ήταν απίστευτα μεγάλης διάρκειας), απαιτώντας του, να βρει έναν τρόπο να την κρατήσει κοντά τους, και του ορκίστηκε ότι δεν τον ενδιέφερε μόνον το γλυκό (και η μελόπιτα), και μπροστά στην φορτική επιμονή του παιδιού που τον συγκινούσε, του υποσχέθηκε ότι αν η κατάσταση δε βελτιωνόταν, τότε θα τον έπαιρνε μαζί του και θα πήγαιναν να της μιλήσουν.
Εξακολουθούσε όμως να την παρακολουθεί από μακριά, αλλά εκείνη δεν τον ξαναφώναξε, παρόλο που κοίταζε συχνά προς τα πιο πυκνά μέρη του δάσους σαν για να τον δει, και με μεγάλη του λύπη διαπίστωσε ότι είχε αρχίσει να μαζεύει τα πράγματά της, ενώ έδωσε και αρκετά από αυτά στους Ντρούγκου, κυρίως την οικοσκευή και τα τρόφιμα που είχε πάντα φροντισμένα και αποθηκευμένα, για τις μέρες που ο καιρός δεν βοηθούσε στην αναζήτηση. Φρόντιζε όμως τα σπαρτά και ξεχορτάριαζε σχολαστικά τα ζιζάνια που απειλούσαν την παραγωγή της. Είπε όμως στον μικρό Ντρουγκ (που όσο την έβλεπε να ασχολείται με την καλλιέργειά της, οι ελπίδες του διατηρούνταν αμείωτες), ότι προόριζε τα σιτηρά της για τα μέλη της φυλής του. Ο Ελουρέντ σχεδόν το πήρε απόφαση ότι είχε αποτύχει, αν και η ελπίδα μέσα του σιγόκαιγε, όμως όσο περνούσε ο καιρός εκείνη απομακρυνόταν όλο και περισσότερο, και μέχρι και ο Γκόν-γκιρι είχε καταλάβει πως κάτι είχε σπάσει ανάμεσά τους. Όμως δεν άντεχε να την αφήσει να του φύγει έτσι απλά, και παίρνοντας μαζί του τον μικρό Γιάουρ που τόσο συμπαθούσε, έφτασαν μια μέρα ως την πόρτα της, και εκείνη τους άνοιξε για να μπουν μέσα στο σπίτι της, με αχνό χαμόγελο στο πρόσωπό της.
«Αναρωτιόμασταν αν είσαι ακόμα εδώ», της είπε ψέματα ο Ελουρέντ, «και ήρθαμε να σε δούμε…»
«Δε φεύγω ακόμα…» του απάντησε, «θα φύγω με το Νέχαρ όταν θα έρθει, σε μία εβδομάδα από σήμερα, όπως έχουμε ήδη κανονίσει, είμαι όμως έτοιμη…»
«Ευτυχώς λοιπόν που σε προλάβαμε, επειδή με το φεγγάρι, σκοπεύω να πάω στα Έρεντ Λιούιν (ή Έρεντ Λίντον- Γαλάζια Βουνά), στη Δύση…»
«Θα φύγεις και ‘συ;»
«Δεν μένω πολύ σε έναν τόπο, Ελάννα», της απάντησε, «τα άλλα τα Ξωτικά τα αποφεύγω, και τον τελευταίο καιρό τους νοιώθω που με αναζητούν και δεν έχω σκοπό να τους αφήσω να με αναγνωρίσουν…»
«Και οι Ντρούγκου;» τον ξαναρώτησε κοιτάζοντάς τον που καθότανε στην άκρη του κρεβατιού της, με τον Γκόν-γκιρι ακουμπισμένο στο πλευρό του σα να κοιμόταν. Το παιδί περίμενε από τις προηγούμενες ημέρες να την επισκεφτούν και από την υπερένταση και την ανυπομονησία δεν κρατιόταν από τη χαρά του, όμως τώρα ήταν εξαντλημένο από την αναμονή, και το ζεστό πλευρό του Ξωτικού όπου είχε κουρνιάσει, τον νύσταξε και του έφερε γλυκό ύπνο.
«Οι Γιάουρ είναι φίλοι μου από πάντα, με έχουν δει πολλές φορές να φεύγω και να επιστρέφω, και τους έχω δώσει την υπόσχεσή μου να τους βοηθήσω ξανά σε μία νέα μετανάστευση, μιας και τα πράγματα αλλάζουν, κι εδώ δεν θα είναι ασφαλείς για πολύ καιρό ακόμα…»
«Δεν θα σε δω λοιπόν ξανά;»
«Μάλλον όχι», της απάντησε. «Νομίζω πως ήρθε η ώρα να αποχαιρετισθούμε εμείς οι δυο, αφού από δω και πέρα θα είσαι και ‘συ ασφαλής με την οικογένειά σου στη Νέα Ντίμροστ…»
Η Ελάννα δεν του απάντησε, μόνο εξακολουθούσε να κοιτάζει τον Γκόν-γκιρι που σίγουρα κοιμότανε, επειδή η ανάσα του ήταν αθόρυβη και τα μάτια του έπαιζαν πίσω από τα βλέφαρα.
«Ονειρεύεται…», του είπε.
«Αυτός τουλάχιστον, μπορεί να ονειρευτεί κάτι», της απάντησε και τον σκούντησε ελαφρά για να τον ξυπνήσει. Τον ανασήκωσε από πάνω του και το παιδί άνοιξε τα μάτια του και του χαμογέλασε.
«Θα μείνει;» τον ρώτησε καθώς τον κοίταξε.
«Όχι», του απάντησε μαλακά και τον σήκωσε. «Έλα», του είπε καθώς σηκώθηκε και ο ίδιος, «είναι η ώρα να φύγουμε κι εμείς», συμπλήρωσε, και τον τράβηξε από το χέρι πηγαίνοντάς τον προς την πόρτα.
«Να προσέχεις» του είπε τότε η Ελάννα και βγήκε μαζί τους έξω στον ήλιο.
«Και ‘συ», της απάντησε ο Ελουρέντ και κρατώντας τον μικρό Ντρουγκ από το χέρι, άρχισαν να απομακρύνονται ανάμεσα στα δέντρα, μέχρι που χάθηκαν μέσα στο ηλιόλουστο δάσος.
Οι Ντρούγκου τη βοήθησαν να λιχνίσει το σιτάρι και να το αλωνίσει, και η παραγωγή ήταν αλήθεια μεγάλη, και θα της έφτανε να βγάλει το χειμώνα και να φτιάξει μελόπιτες, όπως είχε υποσχεθεί στον Γκόν-γκιρι, από το προηγούμενο καλοκαίρι. Όταν τους έδωσε όλη την ποσότητα από τη βρώμη και το σιτάρι, οι Γιάουρ της υποσχέθηκαν ότι θα την φύλαγαν για εκείνη, σε περίπτωση που άλλαζε γνώμη, αλλά το σοβαρό της πρόσωπο -δυστυχώς- δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικό. Το αποθήκευσαν στους χώρους του σπιτιού της που θα έμενε ακατοίκητο, ήταν το πιο ασφαλές σημείο, πέρα από το οχυρωμένο χωριό τους, στην κορυφή του βουνού, και την αποχαιρέτησαν. Οι μυλόπετρες έξω από την πόρτα της θα έμεναν αμίλητες, όπως είχαν μείνει κι εκείνοι, μπροστά στην απόφασή της.