27/2/10

ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΜΕ ΤΑ ΞΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΑΝΟΥΣ

Ο Σάουρον απώθησε τους Νάνους του Ντούριν και τα ξωτικά του Λόρινατ που είχαν για αρχηγό τους τον Άμροθ, τον γιο του Άμντιρ, και οι Δυτικές Πύλες της Μόρια έκλεισαν προστατεύοντάς τους, χωρίς να μπορέσει να εισχωρήσει στα ευρύχωρα διαμερίσματά της. Ορκίστηκε όμως εκδίκηση, μπροστά στις σφαλιστές εξώθυρες που είχαν σκαλιστεί από τα χέρια του νεκρού Κελεμπρίμπορ και του Νάρβι των Ναούγκριμ, ότι θα κυνηγούσε τους Νάνους παντού και δε θα ησύχαζε αν δεν τους εξολόθρευε όλους.
Γύρισε ξανά στο Βόρειο Ερίαντορ καταδιώκοντας όλους όσους του αντιστέκονταν, ανθρώπους και ξωτικά, από τους οποίους όσοι γλίτωσαν προσχώρησαν στις δυνάμεις του Έλροντ και μετά, συγκρατώντας τον αντίπαλό του στο χώρο της στενής χαράδρας όπου είχε οχυρωθεί, διέσχισε όλη την πλούσια και εύφορη περιοχή που απλωνόταν ανάμεσα στα Χιθαέγκλιρ και τα Γαλάζια Βουνά καταστρέφοντάς την, και επιτέθηκε στον Γκιλ-Γκάλαντ στο Λίντον, ελπίζοντας ότι εκεί θα βρίσκονταν τα αντικείμενα του σκοτεινού πόθου του, τα τρία ξωτικοδαχτυλίδια, ώστε να τα αρπάξει και να τα εξουσιάσει.
Είχε υποχρεωθεί να αφήσει πολλούς πίσω του, θέλοντας να ελέγχει τον Μισοξωτικό Αντιβασιλέα (που εν αγνοία του κατείχε τη μπλε Βίλυα που τόσο επιθυμούσε να αποκτήσει), αλλά ταυτόχρονα ανησυχούσε για τον πολεμιστή (που είχε τα λαμπερά μάτια της Μέλιαν) που είχε διαφύγει της προσοχής του για άλλη μια φορά μετά την Άνγκμπαντ, και πίστευε ότι θα ήταν πρόξενος πολλών δεινών για τον ίδιο: Ένα κακό σημάδι, ένας οιωνός που προμήνυε την καταστροφή του και την τιμωρία του από την Κρίση των Βάλαρ. Όμως δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί μαζί του, επειδή ο στόχος του ήταν άλλος και πιο σημαντικός από ένα Χρυσό ξωτικό που πολεμούσε χωρίς θώρακα και ασπίδα, σα να επιθυμούσε να πεθάνει.
Ίσως αν ενέτεινε την πολιορκία του Ρίβεντελ μόλις θα απαλλασσόταν από τον Υψηλό γιο του Φίνγκον, να έψαχνε τότε να τον βρει και να συνέχιζε απτόητος το σκοτεινό του έργο, καταστρέφοντας όλους τους απογόνους της Άινου Βασίλισσας του Ντόριαθ, που περιφρόνησε τον Κύριό του τον Μέλκορ και τον ίδιο, απλώνοντας την Θεία πρόνοιά της πάνω από το λαό των Σίνταρ, που κυρίως αυτοί, τον ταλαιπωρούσαν και τον αγνοούσαν. Ούτε ξεχνούσε τον εξευτελισμό που υπέστη από την κόρη της και τον Μπέρεν, το γιο του Μπαραχίρ, μέσα στον ίδιο του τον Πύργο στο Τολ-ιν-Γκαούρχοθ (Tol-in-Gaurhoth, το νησί των Λυκανθρώπων), και αναρωτιόταν πώς ο εγγονός τους ξέφυγε την μοίρα της θνητότητας των άλλων μελών της οικογένειάς του, λόγω της ανάμειξης του ξωτικού αίματος με το αδύναμο ανθρώπινο.
Μα δε νοιαζόταν πραγματικά να δώσει εξήγηση σ’ αυτό το αίνιγμα, επειδή μάντευε ότι μοναδική απάντηση και λύση σ’ αυτό το ερώτημα αποτελούσε η θεϊκή καταβολή της πανίσχυρης προγιαγιάς του που τον ξεχώρισε από τις άλλες μοίρες μαζί με εκείνη της αδελφής του, του άντρα της και του ενός από τα δύο τους παιδιά. Θα εξάλειφε από τον κόσμο και εκείνον και τον Έλροντ, και όλους τους υψηλούς απογόνους των αρχόντων και των βασιλιάδων των ξωτικοβασιλείων, όποιοι κι αν ήταν αυτοί, και τότε θα ολοκληρωνόταν η εκδίκησή του που μελετούσε και οργάνωνε σχολαστικά, με τη νοσηρή του σκέψη.
Όμως έκανε λάθος στους υπολογισμούς του που αφορούσαν τον πρωτότοκο γιο του Ντίορ, επειδή αν και τραυματισμένος, ο Ελουρέντ, βρήκε τον τρόπο να εγκαταλείψει το Ρίβεντελ και να τρέξει Νότια για να προλάβει να βοηθήσει τους φίλους του που ίσως κινδύνευαν. Δεν κατάφερε όμως να διασπάσει για δεύτερη φορά τις γραμμές των Ορκ και να εισδύσει στο Νότιο Ένεντγουαϊθ, ούτε να πλησιάσει τις πετρώδεις ακτές του, πόσο μάλλον να φτάσει στο Ντρούγουαϊθ Γιάουρ, μόλις ένα βήμα από τους Ντρούγκου.
Οι μάχες μαίνονταν παντού τριγύρω του καθώς οι Άνθρωποι ήταν αποφασισμένοι να κρατήσουν τις θέσεις τους ενάντια στην προέλαση και την κατακτητική μανία του Σάουρον και αναγκάστηκε να αναζητήσει διέξοδο βορειοδυτικά προς το Μινχίριαθ, αλλά βρέθηκε ξαφνικά στη μέση του κυκλώνα, καθώς ένας μικρός αριθμός έφιππων Φαλμάρι του Κίρνταν, οπλισμένοι με δόρατα και τόξα που είχαν βγει για ιχνηλασία και κατασκόπευση των κινήσεων του εχθρού, επέστρεφαν στη βάση τους αργά τη νύχτα, οπότε έπεσαν σε ενέδρα μεγάλων λύκων με σιδεροντυμένους αναβάτες που ρίχτηκαν και τρόμαξαν τα άλογα και επιτέθηκαν στους ιππείς τους.
Και να μην ήθελε να αναμειχτεί ήταν αδύνατο, επειδή μπροστά στα μάτια του γινόταν σφαγή που δεν μπορούσε να επιτρέψει…Ανέβαλε για λίγο την επιστροφή του στο Άντραστ και αποσπώντας τα βέλη από τη φαρέτρα ενός κατασπαραγμένου νεκρού επειδή τα δικά του είχαν τελειώσει, εκμεταλλευόμενος το σκοτάδι και τις ικανότητές του στο σημάδι, σκότωσε με το τόξο του όσους λύκους και αναβάτες μπόρεσε, τρέποντας τους υπόλοιπους σε άτακτη φυγή.

22/2/10

Ο ΝΕΟΣ ΜΟΡΓΚΟΘ


Στο Βόρειο Ερίαντορ η κατάσταση επιδεινωνόταν ραγδαία. Η Γκαλάντριελ που για ένα διάστημα ζούσε στο Λίντον κοντά στον Γκιλ-Γκάλαντ και τον Έλροντ, νιώθοντας την πίεση των γεγονότων, αναγκάστηκε να επιστρέψει μαζί με την κόρη της την Κελεμπρίαν, στο Ερέγκιον, όπου βρισκόταν ο Κέλεμπορν από την ίδρυση ακόμα της πόλης και από εκεί, μέσω της Μόρια που κρατούσε ακόμα ανοιχτές τις πύλες της, διέσχισε υπογείως τα Ομιχλιασμένα Βουνά και κατευθύνθηκε στο Λόρινατ. 
Ο άντρας της δεν την ακολούθησε αλλά παρέμεινε στο Οστ-εν-Έδιλ, παρά την αντιζηλία που είχε με τον Κελεμπρίμπορ, επειδή δεν ήθελε να εγκαταλείψει την πόλη των Ξωτικών, που ήταν το έργο των χεριών του και της σκέψης του, ενώ απέφευγε τις συναναστροφές με τους Νάνους, αν και ο βραχύσωμος λαός του Κάζαντ-Ντουμ, καταγόταν από την πόλη του Μπέλεγκοστ, των Γαλάζιων Βουνών και όχι από το Νόγκροντ. Ο Σάουρον όμως επέστρεψε στο Ερίαντορ απαιτώντας να του παραδοθούν τα δαχτυλίδια των ξωτικών, μη γνωρίζοντας ότι αυτά είχαν ήδη διανεμηθεί στους μετέπειτα ιδιοκτήτες τους και προστάτες των Δυνάμεών τους.
Ο Ελουρέντ είχε παρακολουθήσει ιδίοις όμασι την εισβολή του Γκορθάουρ μέσω του Αρντ Γκάλεν και τις διαβάσεις του Άνγκρεν, και αντιλαμβανόμενος την σοβαρότητα της προέλασης ενός τέτοιου πολυπληθούς στρατού, εγκατέλειψε τους Γιάουρ και χωρίς να περιμένει να δει τις εξελίξεις στράφηκε προς το Λίντον για να ειδοποιήσει τον Ερεϊνιον να στείλει δυνάμεις στρατού που θα βοηθούσαν τον Κέλεμπορν και τον Κελεμπρίμπορ που βρίσκονταν σε κίνδυνο. 
Στην ουσία, πέρασε μέσα από τις τάξεις του εχθρού για να τα καταφέρει, αλλά διέτρεξε παρόμοιο κίνδυνο και από τα ξωτικά που φρουρούσαν τις περιοχές αυτές, όμως κανείς από τους φύλακες των συνόρων που ήταν οπλισμένοι και τον είχαν στο στόχαστρό τους δεν τόλμησε να τον χτυπήσει, αφού το χρυσό φως των ματιών του και η ταχύτητα με την οποία έτρεχε ανάμεσά τους και χανόταν από μπροστά τους, τους έκανε να νομίζουν ότι επρόκειτο για ένα πνεύμα των Βάλαρ (Αράταρ, Υψηλός Άρχοντας) ή ακόμα και τον ίδιο τον Μεγάλο Κυνηγό, τον Όρομε Τάουρον (Άρχοντα των Δασών), χωρίς το άλογό του, ένα χρυσό πεζό όραμα που έβλεπαν όλοι ταυτόχρονα.
Μπήκε ανεμπόδιστος μέσα στο κάστρο του Έλροντ και αρκετοί από τους φρουρούς τον ακολούθησαν με τα τόξα τους τεντωμένα, και στάθηκαν τριγύρω του χωρίς να τον αγγίζουν ή να του μιλούν, από φόβο γι’ αυτό που αντίκριζαν και που δεν αναγνώριζαν. Ο Έλροντ ο ίδιος τον παρατηρούσε αμίλητος, αλλά παρέμεινε στη θέση του ακίνητος παρά τα άσχημα νέα που είχε ακούσει από το στόμα του άγνωστου που ήταν ντυμένος σαν κυνηγός από τη φυλή των Ανθρώπων του Μπρέθιλ, με γκρίζα ρούχα και καφέ δερμάτινο πανωφόρι χωρίς μανίκια, και μόλις μετά από αρκετή ώρα, έστειλε αγγελιοφόρους στον Γκιλ-Γκάλαντ, στο Μίθλοντ, που τον ενημέρωσαν για τη νέα εξέλιξη. 
Όμως εκείνος άργησε να απαντήσει και ο χρόνος μετρούσε εις βάρος των ξωτικών του Ερέγκιον, που με τη σειρά τους έστειλαν δικούς τους αγγελιοφόρους καθώς αντιλήφθηκαν την απειλή που τους πλησίαζε, και τότε φάνηκε πόσο δίκιο είχε ο ξένος με τα αστραφτερά μάτια και βιάστηκαν να εξοπλιστούν και να εκστρατεύσουν σε βοήθεια του Κέλεμπορν και του Κελεμπρίμπορ.
Μα ο Ελουρέντ, πιο ανεξάρτητος από όλους αυτούς που ετοιμάζονταν για πόλεμο και απόλυτα αυτάρκης και αποφασισμένος, δε θέλησε να περιμένει περιορισμένος μέσα στις οχυρωμένες εγκαταστάσεις τους και παρά τις ευγενικές αντιρρήσεις τους αποχώρησε, αλλά έκανε και πάλι την εμφάνισή του από διακριτική απόσταση όταν άρχισαν να βαδίζουν προς το Χόλλιν, δείχνοντάς τους την πιο σύντομη και ασφαλή κατεύθυνση. Όμως η πολιορκία του Ερέγκιον είχε αρχίσει πριν ακόμα φτάσουν ως εκεί, και ο Κέλεμπορν με δύναμη πολλών υπερασπιστών του Οστ-εν-Έδιλ, αντιστάθηκε μπροστά στις πύλες της πόλης και έδιωξε προς στιγμήν τους πολιορκητές. Άνοιξε δρόμο μέχρι τον Έλροντ που πλησίαζε με τον ψηλό χρυσοκάστανο ξωτικό στο πλευρό του και η συνάντηση των δύο στρατών ήταν μεγάλο πλήγμα για τις δυνάμεις του Σάουρον δυστυχώς όμως πρόσκαιρο, επειδή οι Ορκ ανασυντάχτηκαν σύντομα και απέκοψαν τους αμυνόμενους από τους υποστηρικτές τους. Υπερείχαν αριθμητικά και πολεμούσαν σε δύο μέτωπα, το ένα ενάντια στον Έλροντ και τον Κέλεμπορν και το άλλο ενάντια στον Κελεμπρίμπορ που βρισκόταν αποκλεισμένος μέσα στα τείχη της πόλης του. Με σκάλες και γάντζους ανέβηκαν τα ερειπωμένα τείχη και εξολόθρευσαν τους αποδεκατισμένους φρουρούς τους.
Το Ερέγκιον έπεσε και λεηλατήθηκε και τα θησαυροφυλάκιά του απογυμνώθηκαν από τα πολύτιμα πετράδια τους και τα πλούτη τους, που είχαν κατασκευαστεί με μεγάλο κόπο από τα ικανά χέρια των Νόλντορ, που απάρτιζαν τα μέλη της συντεχνίας των εμπνευσμένων δημιουργών της και τεχνιτών της. Στα πλατιά σκαλιά της Μιρντάιν, του μεγάρου της αδελφότητας των Κοσμηματοποιών, ο Κελεμπρίμπορ μονομάχησε με τον Σάουρον, αλλά νικήθηκε μόνο αφού οι υπηρέτες του Γκορθάουρ χρησιμοποίησαν άρπαγες για να τον ακινητοποιήσουν.
Στην ανάκριση που ακολούθησε και παρά τα βασανιστήρια στα οποία τον υπέβαλαν, ο γιος του Κουρούφιν των Νόλντορ, πιστός στο καθήκον του να προστατεύσει τους ομοφύλους του, αρνήθηκε να αποκαλύψει οτιδήποτε είχε σχέση με τα ξωτικοδαχτυλίδια και πλήρωσε την σιωπή του με φρικτό θάνατο: Οι Ορκ τον σκότωσαν με πολλά βέλη και το σώμα του μεγαλύτερου τεχνίτη των μετάλλων και των πετραδιών μετά τον Φέανορ (τον παππού του, που είχε κατασκευάσει τα Σίλμαριλ), κρεμάστηκε σε ένα κοντάρι. 
Με αυτό το θλιβερό λάβαρο, οι δυνάμεις του Σάουρον που είχαν ολοκληρώσει την καταστροφή της ξωτικοπολιτείας, στράφηκαν ενάντια στον Έλροντ και τους πολεμιστές του, και αρκετές φορές ο απαράμιλλος Ελουρέντ απέδειξε την ανωτερότητά του στις μάχες που γίνονταν σώμα με σώμα, ενώ ο Κέλεμπορν που δεν υστέρησε σε τίποτα από εκείνον, αντιλήφθηκε αμέσως την ταυτότητά του, αλλά δεν υπήρχε καιρός για συστάσεις και εξηγήσεις…
Κόντευαν να ηττηθούν ολοκληρωτικά παρά τον ηρωισμό τους, όταν μεγάλη δύναμη Νάνων και Ξωτικών, πέρασε τις πύλες της Μόρια και επιτέθηκε στη στρατιά του Μόργκοθ, και τότε ο Έλροντ που είχε αναγκαστεί να στραφεί Βόρεια, ίδρυσε και οργάνωσε το οχυρωμένο καταφύγιο του Ίμλαντρις.

17/2/10

ΕΛΟΥΡΕΝΤ: Σε νέα εδάφη


Ξεκίνησαν λοιπόν για τη μετανάστευση της 2ης εποχής, πηγαίνοντας νότια, στην ορεινή παραθαλάσσια απόληξη ενός μεγάλου ορεινού όγκου με τις κάτασπρες από το χιόνι κορυφές, που εξαιτίας του απότομου ύψους τους ονομάστηκαν από τους ανθρώπους που έμεναν στους Βόρειους πρόποδές τους, Λευκοκέρατα Βουνά. Οι Χάλαντιν τους ακολούθησαν στην πορεία τους, οι δύο λαοί ήταν πάντα βαθιά συνδεδεμένοι με δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύης και η περιοχή στην οποία επρόκειτο να εγκατασταθούν, το Ένεντγουάϊθ, το ακρωτήριο του Άντραστ (μεγάλη ακτή) και η Δυτική πλευρά του Λεμπέννιν, βρίσκονταν αρκετά κοντά στους Φαλμάρι του Κίρνταν και τα δάση των σημύδων και των σφενδαμιών, ήταν πυκνά και κάλυπταν με τη δροσιά τους και την υγιή καταπράσινη ρώμη τους τις πλαγιές του βουνού που θα κατοικούσαν. 
Στις εκβολές του Λέφνουι, υπήρχαν ρηχά αλίπεδα με υφάλμυρο νερό και φιλοξενούσαν μεγάλο αριθμό πουλιών που ξεχειμώνιαζαν εκεί. Η χαμηλή βλάστηση, που αποτελούνταν κυρίως από αρμυρίκια, σπάρτα και σχίνα, βούρλα και καλαμιές, τα καθιστούσε ιδανικό τόπο για κυνήγι και αναψυχή, ενώ το πολύτιμο αλάτι μπορούσε εύκολα να περισυλλεχθεί, με σταδιακή αποξήρανση του θαλασσινού νερού που εγκλωβιζόταν εκεί από τη ροή του ποταμού και τις παλίρροιες της θάλασσας, αν και οι Γιάουρ δεν το προτιμούσαν.
Ήταν όλοι πολύ χαρούμενοι και γρήγορα η ζωή τους βρήκε τον παλιό της ρυθμό, ειδικά αφότου χτίστηκε η μικρή πόλη των Ανθρώπων με τα ξύλινα τείχη, που ονομάστηκε Ντίμροστ (ή Νέα Νεν Γκίριθ), στο όνομα του περιώνυμου καταρράχτη του Κέλεμπρος του Μπρέθιλ, που η πυκνή του βλάστηση τους είχε προσφέρει επανειλημμένα ασφαλές καταφύγιο όποτε το χρειάστηκαν. Διάφορες ιδιοκτησίες αναπτύχθηκαν στις κοντινές περιοχές, σύμφωνα με το σύστημα αυτοδιαχείρισης και αυτονομίας που εφάρμοζε από πάντα ο σκληραγωγημένος και ολιγαρκής λαός της Χάλεθ. 
Τα σπίτια τους ήταν δίχωρα, σπανιότερα και μονόχωρα, ανάλογα με τις ανάγκες των ιδιοκτητών τους, με ένα μεγάλο τζάκι ως κεντρική εστία, λίγα έπιπλα, συνήθως μόνο τα βασικά. Τα υλικά χτισίματός τους ποικίλανε, στο Μπρέθιλ χρησιμοποιούσαν κορμούς δέντρων, ενώ στις περιοχές του Τέιγκλιν και κοντά στη Νάργκοθροντ, είχε βρει απομεινάρια σπιτιών χτισμένα από πέτρα. Υποστατικά και άλλα κτίσματα δε διατηρούσαν εκτός αν υπήρχαν ζώα που έπρεπε να σταβλιστούν, και μερικά πιθάρια με προμήθειες, όπως καλαμπόκι και σιτάρι, κριθάρι και βρώμη, ήταν αρκετά για την παρασκευή του ψωμιού, σε όλες τις εκδόσεις του. 
Οτιδήποτε άλλο χρειάζονταν από τροφές, το προμηθεύονταν κατευθείαν από τη φύση, ψάρια, κυνήγια και φρούτα. Τα μήλα και τα φουντούκια αποτελούσαν βασική τροφή και οι ιδιοκτησίες περιφράσσονταν με ψηλές βατουλιές, που δημιουργούσαν έναν μεγάλο και ασφαλή φράχτη, που ταυτόχρονα τους εφοδίαζε με πεντανόστιμα βατόμουρα (που πολλές φορές τρυγούσαν και οι Ντρούγκου). Γεμίζανε τα χτιστά κρεβάτια τους με τριφύλλι και σανό από τα ελάχιστα είδη φυτών που καλλιεργούσαν (και μόνο όταν δεν είχαν άλογα ή άλλα ζώα να φροντίσουν), ή με φτέρες, και κάλυπταν αυτόν τον μυρωμένο σωρό από φυτά, χρησιμοποιώντας τα δέρματα μεγάλων κυνηγιών.
Οι Ντρούγκου εκτιμούσαν αυτούς τους ανεξαρτητοποιημένους εποικιστές της υπαίθρου, και οι σχέσεις των λαών τους συσφίχτηκαν, και πολλές φορές κάνανε κοινά κυνήγια, αλλά ποτέ δεν τους οδήγησαν στο χωριό τους. Οι συνήθειές τους δεν άλλαξαν ούτε στις καινούριες περιοχές. Τα γέλια τους σάρωναν συχνά τις εκτάσεις των δασών, δείγμα της βελτίωσης της ζωής τους και της λαχτάρας να μεγαλουργήσουν ξανά. Εγκατέστησαν νέα σιδηρουργεία στις κορυφές των βουνών, και στήσανε τους αργαλειούς τους σε προστατευμένες σπηλιές. Η θάλασσα (που τη φοβόντουσαν αρκετά) ήταν κοντά, και το ποτάμι είχε πάντα ψάρια. Για πολύν καιρό, ο αέρας τους έφερνε μόνο τη μυρωδιά του φρέσκου γρασιδιού από τα λιβάδια πέρα από τα βουνά, και τα αστέρια έλαμπαν αθάμπωτα στον ουρανό. 
Μόνο ο Ελουρέντ αισθανόταν σαν ότι επρόκειτο να συμβεί κάτι εξαιρετικά σοβαρό και το προαίσθημά του σύντομα επαληθεύτηκε.

13/2/10

Requiem of the Elves



Θυμόμουν πώς όταν είχα δει την 2η ταινία του LOTR, είχα ακούσει και το Requiem for a dream, ως μουσική υπόκρουση κάποιων σκηνών της ταινίας καθώς και του διαφημιστικού trailer...
Δυστυχώς όμως, παρόλο που αγόρασα τα επίσημα dvd, δεν περιλαμβανόταν η συγκεκριμένη μουσική, σε καμία από τις ταινίες...
Ευτυχώς όμως, πολλοί φανατικοί θαυμαστές του LOTR, έφτιαξαν δικά τους βίντεο, που ανέβασαν στο utube...Αυτό, είναι ένα από τα καλύτερα...

9/2/10

ΤΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΕΡΙΑΝΤΟΡ (β' μέρος)

Στο Ερέγκιον, υπήρξε αγαστή συνεργασία ανάμεσα στους Νάνους της Μόρια και τα Ξωτικά Νόλντορ που κυρίως το κατοικούσαν και οι μεν και οι δε, ωφελήθηκαν πολύ από τις σχέσεις των δύο λαών. Τα παιδιά του Βάλα Άουλε, οι Νάνοι, ήταν σπουδαίοι οπλουργοί και τεχνίτες της πέτρας και των πολύτιμων μετάλλων και των πετραδιών, και σύμμαχοι των Νόλντορ (που είχαν μαθητεύσει κοντά του όταν ζούσαν ακόμη στο Βάλινορ) κατά την πρώτη εποχή, και σέβονταν τις δυνατότητές τους στην κοσμηματοποιία και στην οπλουργία, ενώ ο Νάρβι, ήταν πολύ φίλος με τον Κελεμπρίμπορ. 
Οι άνθρωποι ονόμαζαν το Ερέγκιον, Χόλλιν, δηλαδή Χώρα των Πουρναριών και βρισκόταν πάνω στον αρχαίο Δρόμο των Ναούγκριμ που ένωνε την ενδοχώρα με τις πολιτείες του μικρόσωμου λαού της Νόγκροντ και του Μπέλεγκοστ στα Γαλάζια βουνά. 
Τότε εμφανίστηκε και πάλι ο Σάουρον, ο Μάϊα ακόλουθος του Μόργκοθ, ντυμένος με όμορφα ρούχα και πανέμορφος στη ξωτικοθωριά του και οι Νόλντορ τον ονόμασαν Αννάταρ, Άρχοντα των Δώρων και τον καλοδέχτηκαν στο Ερέγκιον παρά την αντίδραση του Κέλεμπορν που αποτελούσε μειοψηφία, ενώ ο Γκιλ-Γκάλαντ και ο Έλροντ, με την προτροπή της Γκαλάντριελ, υποψιασμένοι από τις καλές φαινομενικά προθέσεις του και τις υποσχέσεις του, δεν τον άφησαν να πλησιάσει τη χώρα του Λίντον και το Μίθλοντ.
Όμως στο Χόλλιν, με την βοήθειά του, τα ξωτικά χύτευσαν τα Δαχτυλίδια της Δύναμης και πρώτα κατασκευάσανε τα Εννιά (των Ανθρώπων) και τα Επτά (των Νάνων), ενώ ο Κελεμπρίμπορ έφτιαξε μόνος του τα Τρία (των Ξωτικών), την Νάρυα με το ρουμπίνι της Φωτιάς, τη Νένυα με το διαμάντι των Υδάτων και τη Βίλυα με το ζαφείρι του Αέρα, το ισχυρότερο όλων. Ο Σάουρον από την πλευρά του, κατασκεύασε στο Οροντρούιν της Μόρντορ, το Ένα, που έλεγχε όλα τα άλλα, εκτός μόνο από τα δαχτυλίδια των Ξωτικών. 
Μόλις όμως τον είδαν τα Ξωτικά να το φορά, αντιλήφθηκαν αμέσως ποιος ήταν πραγματικά, επειδή η ταυτότητά του αποκαλύφθηκε από την κρυφή του επιθυμία και αρνήθηκαν να παραδώσουν τα δαχτυλίδια τους όταν τους τα ζήτησε, με το αιτιολογικό ότι εκείνος τους δίδαξε τον τρόπο να τα δημιουργήσουν. Ο Κελεμπρίμπορ τα φυγάδευσε με δική του ευθύνη, μάλιστα, έδωσε τη Νένυα στην Γκαλάντριελ που την αγαπούσε (παρόλο που εκείνη ήταν παντρεμένη με τον Κέλεμπορν), και τα άλλα δύο τα έστειλε στον Κίρνταν τον Ναυπηγό.
Ο Ελουρέντ όλον αυτό τον καιρό έμενε ακόμα με τους Γιάουρ στο Μπελέριαντ, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μετά από την μάχη της Άνγκμπαντ. Είχε εξερευνήσει όλες τις περιοχές του και προσπερνώντας τα Γκρίζα Λιμάνια των ξωτικών, είχε φτάσει μέχρι και τις Νότιες περιοχές του Ερίαντορ που περνούσε εποχές νέων αναταραχών. Οι Νουμενόριαν έφταναν συχνά μέχρι τις ακτές με τα γρήγορα καράβια τους και αρκετοί είχαν εγκατασταθεί κοντά στις πόλεις των ξωτικών του Βορρά. Γενιές ατελείωτες είχαν περάσει για τους Ντρούγκου που τον είχαν αναθρέψει με την αγάπη τους και τη φροντίδα τους και εξακολουθούσαν να διαμένουν κοντά στους εναπομείναντες Χάλαντιν που ενισχύονταν σιγά-σιγά από τους Ντούνενταϊν που επέστρεφαν στις ακτές της Μέσης Γης. 
Όταν όμως τέθηκε το ερώτημα για το αν έπρεπε να παραμείνουν σ’ αυτή την περιοχή που είχε πληγεί από τους σεισμούς που συνόδευσαν την πτώση των Θανγκορόντριμ, η απάντηση όλων, ήταν αρνητική. Το διαμελισμένο Μπελέριαντ δεν είχε να τους προσφέρει τίποτε άλλο πέρα από τις αναμνήσεις καιρών αλλοτινών, που δεν ήτανε σίγουροι αν θέλανε να θυμούνται επειδή ήταν θλιβερές και πικρές, γεμάτες πόνο και αίμα.
Τα δέντρα των ακτών του λιγόστευαν, επειδή οι Νουμενόριαν χρειάζονταν ξυλεία για να ναυπηγήσουνε τα πλοία τους και οι Γιάουρ υποχωρούσαν ολοένα προς την ενδοχώρα, με κίνδυνο να φτάσουνε μέχρι το Λίντον και τα Έμυν Λιούιν που ο Ελουρέντ απόφευγε να πλησιάσει, και πάντα τα προσπερνούσε με εξαιρετική προσπάθεια ώστε να μη γίνει αντιληπτός.

4/2/10

ΤΑ ΞΩΤΙΚΟΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΙΑΝΤΟΡ(α' μέρος)

Οι Έλνταρ έφυγαν με πολλά κατάλευκα πλοία και πρώτα αγκυροβόλησαν στο Τολ Ερεσσέα και εκεί έγινε η πρώτη κρίση από τους Βάλαρ που τους συγχώρησαν, και οι Τελέρι του Αλκουαλόντε (Λιμάνι των Κύκνων) τους συγχώρησαν και εκείνοι για την αδελφοκτονία και την καταστροφή των όμορφων καραβιών τους.
Όμως δεν ήταν όλοι οι Ξωτικοί διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τη Μέση Γη…Ο Κίρνταν, ο Κέλεμπορν και η Γκαλάντριελ, ο Όροφερ, ο Γκιλ-Γκάλαντ και ο Έλροντ (που διάλεξε μόνος του να συμπεριληφθεί με τους Έλνταρ, ενώ ο αδελφός του προτίμησε να συνταχθεί με το γένος των Εντάιν), μαζί με ένα μεγάλο πλήθος από Ξωτικά Νάντορ και Σίνταρ Μορικουέντι (ξωτικά του λυκόφωτος) που στην καταγωγή ήταν Τελέρι Αβάρι, καθώς και αρκετούς Νόλντορ, διάλεξαν να μείνουν στην Μέση Γη και εκεί να ιδρύσουν δικά τους Βασίλεια, μακριά από τις ακτές της Θάλασσας. 
Μόνο ο Κίρνταν, ο Ερεΐνιον και ο λαός του Νησιού Μπάλαρ, έμειναν στο Μίθλοντ και στη χώρα του Λίντον, όπου έχτισαν καινούριες εγκαταστάσεις για να εξακολουθήσουν να ναυπηγούν όμορφα καράβια για όσα ξωτικά ήθελαν κάποτε να επιστρέψουν στις Απέθαντες Χώρες. Ο Όροφερ πήγε και εγκαταστάθηκε στο Έρυν Γκάλεν στην Ανατολή των Ομιχλιασμένων Βουνών, ενώ στο νεοϊδρυθέν από τα Ξωτικά, Ερέγκιον του Ερίαντορ εγκαταστάθηκαν ο Κέλεμπορν, η Γκαλάντριελ και ο Κελεμπρίμπορ, ο γιος του Κουρούφιν, που ήταν μεγάλος μεταλλουργός στη Νάργκοθροντ πριν την καταστροφή, και η πόλη που ιδρύθηκε εκεί ονομάστηκε στη γλώσσα των Σίνταρ, Οστ-εν-Έδιλ, η πόλη των Ξωτικών.
Για τον νεαρό Έλρος που διάλεξε το γένος των ανθρώπων, οι Βάλαρ έφτιαξαν ένα νησί, Noumenore ονομάστηκε στη Υψηλή γλώσσα των Ξωτικών, πολύ κοντά και στο Μοναχικό Νησί των Ξωτικών αλλά κοντά και στο Βάλινορ, και εκεί εγκαταστάθηκε μαζί με σχεδόν όλους τους Χάλαντιν και τους Ξωτικόφιλους που ζούσαν στη Μέση Γη και που τον ακολούθησαν στη Χώρα του Άστρου, στη Δύση. Αυτή ήταν η υπόσχεση του Ούλμο στον Τούορ, όταν εκείνος είχε φτάσει στο Νεύραστ και ο ίδιος ο Άρχοντας των Υδάτων εμφανίστηκε μπροστά του για να τον συμβουλέψει και να τον οδηγήσει με τη βοήθεια του τελευταίου ναυτικού του τελευταίου πλοίου των Νόλντορ που στάλθηκε ποτέ στο Βάλινορ, του Βορόνγουε, που έγινε αρωγός του στο επικίνδυνο ταξίδι ως την Γκοντόλιν, όπου ο Τούργκον περίμενε το θεϊκό σημάδι: το ανθρώπινο παιδί με το φως των αστεριών στο μέτωπό του. 
Ο Τούορ δεν έζησε ποτέ στο ειρηνικό νησί των ονείρων του, αλλά οι μύθοι των Έλνταρ έλεγαν ότι μόνος αυτός από όλους τους ανθρώπους, είχε καταφέρει να συμπεριληφθεί ανάμεσα στους Νόλντορ, που τους είχε αγαπήσει πολύ και οι ηρωικές του πράξεις κατά την Άλωση της Γκοντόλιν είχαν εξάρει τη συμπάθεια των Βάλαρ. Η θεία χάρη τους, ευλόγησε την Άντορ (Γη του Δώρου) και τους κατοίκους της, και οι Τελέρι του Τολ Ερεσσέα, τους επισκέπτονταν συχνά και τους έφεραν πολλά δώρα και γνώσεις, με τις οποίες πλούτισαν και ομόρφυναν τη νησιωτική χώρα τους. 
Όμως μία χούφτα οικογένειες με μεικτή καταγωγή από τους Μπέορ και τους Χάλαντιν, προτίμησαν να μείνουν στη Μέση Γη και να μην φύγουν για το μεγάλο Δυτικό νησί, κι ας ήτανε τόσο κοντά στις Απέθαντες Χώρες, ενώ πολλοί Χάντορ, αρνήθηκαν κι εκείνοι να ακολουθήσουν και αποσύρθηκαν στα Βόρεια του Ερίαντορ. Αργότερα πέρασαν τα Ομιχλιασμένα Βουνά και για πολύ καιρό βγήκαν από το προσκήνιο των εξελίξεων, αλλά δε χάθηκαν.