28/1/14

ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΤΡΟΥΓΚΟΥ ΠΡΟΣ ΤΑ ΝΙΜΡΑΪΣ (6ο μέρος)


Είχε περάσει ένας χρόνος από το βράδυ εκείνο που έφυγαν από το Άντραστ και μόλις είχαν φτάσει σε μια μικρή κρυστάλλινη λίμνη, απ’ όπου ξεκινούσε ένας παγωμένος χείμαρρος. Οι σημύδες κατέβαιναν ως τις όχθες αυτής της λίμνης και τα λεπτά φύλλα των κλαδιών τους, τρεμούλιαζαν από τον αέρα και τη γλυκιά ζέστη του Ιούνη, όταν ξαφνικά η Γκλίνενρουθ που κρατούσε το παιδί της στα χέρια της, αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν μόνη της και έμεινε ακίνητη στην θέση της, επειδή πρόσωπα Ντρούγκου που δεν αναγνώριζε, την παρατηρούσαν από τις σκιές των δέντρων. Ο γιος της ήταν μόλις πέντε μηνών όταν έγινε αυτή η πρώτη γνωριμία από μακριά, αλλά οι Ντρουάνταν δεν ήταν διατεθειμένοι να πλησιάσουν τους νεοφερμένους περισσότερο, παρά το γεγονός ότι αναγνώριζαν την συγγένεια που υπήρχε ανάμεσά τους. 
Ο Γκόν-γκιρι που καταλάβαινε τον σκεπτικισμό τους και τις προφυλάξεις που έπαιρναν, έψαχνε να βρει έναν τρόπο να τους κάνει να εμπιστευτούν την φυλή του, αλλά η λύση στο πρόβλημα, ήρθε από εκεί που δεν την περίμενε κανείς: ο μικρός Τουίλιον, με τις πρώτες από τις κινήσεις που έκανε με τα μικρά του χέρια, έπιασε την άκρη του μαντηλιού της Ρούθιελ που δεν έβγαζε από το κεφάλι της παρά μόνο για να λουστεί, και καθώς εκείνο ξετυλίχθηκε, ένας χείμαρρος από χρυσοκάστανα μαλλιά απελευθερώθηκαν στην πλάτη της, και έλαμψαν με χρυσές φλόγες κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο. 
Οι Ντρούενταϊν βγήκαν από τις κρυψώνες τους και την πλησίασαν χωρίς φόβο και άγγιξαν τα μαλλιά της σαν για να βεβαιωθούν ότι ήταν αληθινά και την ρώτησαν αν γνώριζε τον Ελουρέντ, που είχαν γνωρίσει και εκείνοι στο παρελθόν, όταν τους είχε επισκεφτεί πολύ παλιά. Με δυσκολία καταλάβαινε την γλώσσα τους αλλά προσπάθησε να τους εξηγήσει ότι ήταν κόρη του Ξωτικού που η ύπαρξή του είχε περάσει στους μύθους τους και από εκείνη τη στιγμή, οι δύο λαοί έγιναν ένας μεγάλος λαός και σύντομα άρχισαν να ανταλλάσσουν τις ιστορίες αυτές που αλληλοσυμπληρώνονταν. Τους είπαν ότι βρίσκονταν ακόμα σε εμπόλεμη κατάσταση, επειδή όλοι οι Ορκ δεν είχαν εξοντωθεί, αν και τους φοβόντουσαν αρκετά και δεν τους πλησίαζαν, επειδή ήταν ικανοί τοξότες και χρησιμοποιούσαν δηλητηριασμένα βέλη. Είχαν μάθει ότι ο Σάουρον είχε ηττηθεί και δεν καταλάβαιναν πως οι πολεμιστές του εξακολουθούσαν να τριγυρνούν ελεύθεροι, αλλά εκείνοι έκαναν ό,τι ήταν δυνατό ώστε να μην ξεφύγει κανείς τους. 
 Το δάσος στο οποίο είχαν φτάσει, ονομαζόταν Δάσος Φίριεν από τους ανθρώπους, όμως εκείνοι το θεωρούσαν δικό τους και το ονόμαζαν Δάσος Ντρουάνταν, και η ψηλότερη κορυφή του ήταν η κορυφή της αρχαίας φρυκτωρίας Έιλεναχ. Στην Γκόντορ γνώριζαν την ύπαρξή τους και οι φύλακες των φρυκτωριών που ζούσαν σε μικρά σπίτια γύρω από τους λόφους, τους σέβονταν αρκετά, επειδή ήταν πολεμιστές με αρχές και ατρόμητοι φρουροί. Δεν ενοχλούνταν οι μεν από τους δε και λίγο καιρό νωρίτερα, πάνω στην καταπράσινη κορυφή του Άμον Άνγουαρ, του Λόφου του Δέους, ο Ισίλντουρ είχε μεταφέρει μυστικά, τα απομεινάρια του πατέρα του και τα είχε θάψει. Τον σέβονταν τον Βασιλιά της Γκόντορ επειδή είχε απαγορεύσει την κοπή των δέντρων σε όλο το βουνό και επιτρεπόταν μόνο η κοπή εκείνων που χρειάζονταν οι φύλακες της ισχυρής φρουράς της συγκεκριμένης Φρυκτωρίας και των λατομείων που λειτουργούσαν στη γειτονική περιοχή. Μόνο τα δέντρα που κατά καιρούς δυσχέραιναν την πρόσβαση στον δρόμο και των μονοπατιών που οδηγούσαν στις κορυφές της φρυκτωριών, επιτρεπόταν να κοπούν από τους φρουρούς. 
Εκτός από την Εϊλενάερ (Χαλιφίριεν) στην οποία κατοικοέδρευε μεγάλος αριθμός πολεμιστών, το Κάλενχαντ, το Μιν-Ρίμμον και το Έρελας, το Νάρντολ, η Έιλεναχ, και το Άμον Ντιν, διατηρούσαν ένα ή δύο μόνο φρουρούς, οι οποίοι θα άναβαν τις συνθηματικές φωτιές σε περίπτωση κινδύνου, καλώντας τους υπηκόους της Γκόντορ να συσπειρωθούν και να αποκρούσουν τους εχθρούς, παρόλο που μια τέτοια άχαρη υπηρεσία φαινόταν άχρηστη, μετά από την ολοκληρωτική ήττα του Σάουρον. Τους ένοιωθαν όμως που μαζεύονταν ανήσυχοι τα βράδια εξαιτίας ενός φόβου αδιευκρίνιστου που ακολουθούσε την ύπαρξή τους στο Ψιθυριστό Δάσος, αφού ενώ γνώριζαν καλά ότι εκείνοι βρίσκονταν παντού τριγύρω, παρόλα αυτά δεν τους έβλεπαν ποτέ. 
Οδήγησαν τους νεοφερμένους στο χωριό τους, που ήταν αρκετά μακριά από το σημείο εκείνο που τους είχαν συναντήσει και δεν ενοχλήθηκαν από την παρουσία της Γκλίνενρουθ, επειδή εκτιμούσαν τον πατέρα της που είχε ζήσει μαζί τους στο παρελθόν, το διάστημα που είχε περάσει μακριά από τους Ντρούγκου του Άντραστ, πριν τους αφήσει ξανά, για να επιστρέψει στη φυλή του Γκόν-γκιρι. Τους άρεσε ν’ αγγίζουν τα μαλλιά της και αγαπούσαν πολύ το όμορφο παιδί της που όταν γελούσε, μικρά στρόγγυλα λακκάκια εμφανίζονταν στα μάγουλά του. Και τα βράδια όταν έβαζε το γιο της να κοιμηθεί, κάθονταν κρυμμένοι ν’ ακούσουν το τραγούδι χωρίς λόγια που του έλεγε για να το καθησυχάσει, και σιγά-σιγά, το έμαθαν κι εκείνοι. Η δική τους διασκέδαση μεταφραζόταν σε γέλιο που παρέσυρε σε χαχανητά οποιονδήποτε είχε την τύχη να τους ακούσει, και πολλές φορές οι φύλακες των φρυκτωριών γελούσαν κι εκείνοι έντρομοι, μ’ αυτήν την υπερφυσική τους ικανότητα, καθώς δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν. 
 Μια απίστευτη ευτυχία φαινόταν να έχει αγγίξει το Ψιθυριστό Δάσος, αλλά ο Ντένχαρ δεν είχε έρθει ακόμα και καθώς το Φθινόπωρο πλησίαζε, η Ρούθιελ πείστηκε ότι εκείνος δεν είχε ξεκινήσει να την ψάξει, αν και ο Γκόν-γκιρι που μάντευε την στεναχώρια της ήταν αισιόδοξος. Ακόμα κι αν ήθελε να γυρίσει πίσω μόνη της δε θα μπορούσε να την αφήσει, παρά την δύναμή της και την αποφασιστικότητά της, επειδή ο Τουίλιον ήταν πολύ μικρός για τέτοιο ταξίδι και απλώς περίμενε να δει αν ο Ντένχαρ που είχε καθυστερήσει, θα τους έβρισκε.