29/12/09

Οι Νύμφες στην Ελληνική μυθολογία




Κατά την Ελληνική Μυθολογία οι αναφερόμενες Νύμφες ήταν γυναικείες ιδεατές μορφές θεϊκής καταγωγής, νεαρές στην ηλικία, που ζούσαν μέσα στην άγρια φύση, τριγύριζαν στα βουνά, συνοδεύοντας την Άρτεμη και παίζοντας μαζί της. Ήταν όλες τους πανέμορφες, η Άρτεμη όμως ξεχώριζε με τη θωριά της ανάμεσά τους. Τραγουδούσαν και χόρευαν μαζί με τον Πάνα στα λιβάδια και στις πλαγιές, συνήθως κοντά στις πηγές των οποίων και αποτελούσαν στη πραγματικότητα την αλληγορική εκπροσώπησή τους. Υμνούσαν με τις γλυκιές φωνές τους, τους Ολύμπιους θεούς και ιδιαίτερα τον πατέρα του Πάνα, τον Ερμή. Μαζί τους χόρευε και η Αφροδίτη, μαζί με τις Χάριτες, όπως λέει ο Όμηρος, στο βουνό Ίδα, στην Τροία. Άλλοτε το χορό τους τον οδηγεί ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας. Οι Νύμφες κατατάσσονταν γενικά μεταξύ θεών και θνητών, ως ημίθεες. Δεν ήταν αθάνατες, ζούσαν όμως πάρα πολύ και τρέφονταν με αμβροσία.

Συγγένευαν με μεγάλους θεούς, ενώ ο Ερμής θεωρούνταν γιος Νύμφης, της Μαίας. Γενικά, επικρατούσε η αντίληψη πως ήταν κόρες του Δία. Άλλοι, πάλι, τις θεωρούσαν κόρες ποταμών: είτε του μεγαλύτερου ποταμού που υπήρχε, του Ωκεανού, είτε του Αχελώου, είτε κόρες των τοπικών ποταμών ενός τόπου. Έτσι, κάθε περιοχή είχε τα ποτάμια της και καθένα απ' αυτά είχε γεννήσει τις Νύμφες (πηγές) της περιοχής αυτής, λ.χ. ο ποταμός Πηνειός ήταν ο πατέρας των Νυμφών (των πηγών) της Θεσσαλίας και ο ποταμός Ξάνθος ήταν ο γεννήτορας των Νυμφών αντίστοιχα της Τροίας. Πολύ συχνά εκείνες έδιναν τα ονόματά τους στις κοντινές πόλεις, όπως έγινε με τη Νύμφη Σπάρτη, που ήταν κόρη του ποταμού Ευρώτα. Υπήρχαν όμως και κάποιες Νύμφες, οι οποίες λέγονταν Μελίες και είχαν γεννηθεί από τις σταγόνες του αίματος του Ουρανού, που έπεσαν στη Γη, όταν ο Κρόνος, ο γιος του, του έκοψε τα γεννητικά του όργανα.
Ήταν κατεξοχήν πνεύματα του γλυκού νερού και βρίσκονταν στα ποτάμια, στις πηγές και μέσα στα βουνά από τα οποία πήγαζαν ποτάμια. Συνόδευαν πάντα το νερό, τονίζοντας έτσι τη μεγάλη του σημασία για την ύπαρξη ζωής. Χωρίς αυτό ούτε βλάστηση, ούτε γονιμότητα υπάρχει. Μέσω λοιπόν της ζωογόνας δύναμης του νερού οι Νύμφες εξαπλώθηκαν στα βουνά και στα δάση και συνδέθηκαν με τη βλάστηση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θεωρούνται κόρες του Ωκεανού ή άλλων ποταμών.

Έτσι οι Νύμφες κατέληξαν να είναι τριών ειδών: 1) Ναϊάδες, δηλαδή Νύμφες των ποταμών, των πηγών και των κρηνών και είναι οι πιο γνωστές, 2) Ορεστιάδες, που κατοικούσαν στα βουνά όπου υπάρχουν πηγές και 3) Δρυάδες ή Αμαδρυάδες, δηλαδή Νύμφες των μοναχικών δέντρων και των λιβαδιών και ταυτίζονταν με τις Μελίες. Οι Ναϊάδες κατοικούσαν μέσα σε σπηλιές, που βρίσκονταν κοντά σε νερό ή μέσα σ' αυτό, κάτω από την επιφάνεια των ποταμών. Μέσα στις σπηλιές τους απολάμβαναν τις χαρές του έρωτα με τον Ερμή ή τους Σιληνούς. Ζούσαν όσο και οι πηγές, κοντά στις οποίες κατοικούσαν: όταν στέρευαν εκείνες, οι Ναϊάδες έσβηναν. Το ίδιο συνέβαινε με τις Αμαδρυάδες -που το όνομά τους σημαίνει "δέντρο και γυναίκα ταυτόχρονα"- τα πεύκα, τα έλατα και οι δρυς άρχιζαν να μεγαλώνουν με το που άρχιζε η ζωή μιας Νύμφης. Ήταν δέντρα δυνατά και ζούσαν για πολλά χρόνια, ενώ οι θνητοί απαγορευόταν να τα αγγίξουν με τσεκούρι.
Ο λόγος ήταν ότι θεωρούνταν δέντρα ιερά και τα ιερά άλση που σχημάτιζαν ήταν χώροι αφιερωμένοι στους θεούς. Όταν ερχόταν η ώρα της Νύμφης να πεθάνει, μαραινόταν πρώτα το δέντρο της μέσα στη γη. Κάποτε μια Νύμφη, εκεί που χόρευε με τις όμοιές της, χλόμιασε παρατηρώντας τη βελανιδιά της να κουνιέται πέρα δώθε. Άφησε το χορό γεμάτη ανησυχία· πολύ γρήγορα χάλασε η φλούδα, έπεσαν τα κλαδιά και ταυτόχρονα η ψυχή της Νύμφης πέταξε, αποχαιρετώντας το φως του Ήλιου. Οι Νύμφες, όταν βρέχει, χαίρονται, γιατί τρέφονται τα δέντρα, ή κλαίνε, όταν οι βελανιδιές χάνουν τα φύλλα τους.

Ερωτικές περιπέτειες των Νυμφών


 

Για τις Ναϊάδες, ιδιαίτερα, υπάρχουν πολλοί μύθοι, που αφορούν τις ερωτικές τους περιπέτειες. Έλεγαν ότι κάποτε ο Ύλας, σύντροφος του Ηρακλή, πλησίασε σε μια πηγή, για να γεμίσει την υδρία του. Εκεί συνήθιζαν να μαζεύονται οι Νύμφες και να τραγουδούν ύμνους στην Άρτεμη ολονυχτίς. Ο Ύλας είχε φτάσει ακριβώς την ώρα που οι Νύμφες άρχισαν να συγκεντρώνονται και μια απ' αυτές, η Εφυδάτια, που κατοικούσε μέσα στην πηγή, σήκωσε το κεφάλι της και τον αντίκρισε. Θαμπώθηκε από τη θεϊκή του ομορφιά και τον ερωτεύτηκε. Εκείνος, σκυμμένος είχε βουτήξει την υδρία του μέσα στο νερό, χωρίς να υποπτεύεται πως κάποιος τον παρακολουθεί με προσοχή. Η Νύμφη θέλησε ν' αρπάξει την ευκαιρία και να τον φιλήσει· τον αγκάλιασε από το λαιμό και τον τράβηξε μαζί της στο βυθό. Οι σύντροφοί του έψαξαν να τον βρουν, μα δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να εξηγήσουν την εξαφάνισή του. Πολύ γνωστές επίσης ήταν οι ιστορίες των ερώτων των Νυμφών με βοσκούς, που συνήθως έβοσκαν τα πρόβατά τους στις όχθες των ποταμών. Έπειτα οι Νύμφες έφερναν στον κόσμο γιους θνητούς, αλλά σοφούς και γενναίους.

Εξίσου ονομαστές ήταν οι ιστορίες για τους έρωτες του Απόλλωνα με Νύμφες και ιδιαίτερα η ιστορία της Δάφνης. Ο θεός την πολιορκούσε με μεγάλη επιμονή, χωρίς επιτυχία. Μόλις του δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία, άρχισε να την κυνηγάει. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να την αρπάξει, η Δάφνη παρακάλεσε απεγνωσμένα τη μάνα της, τη Γαία, να τη βοηθήσει. Τότε, πραγματικά, άνοιξε η γη και κατάπιε τη Δάφνη, ενώ στη θέση της φύτρωσε ένα φυτό που πήρε το όνομά της.
Διάσημος επίσης μύθος αφορά τον έρωτα της Σαλμακίδας για τον Ερμαφρόδιτο
Μια άλλη Νύμφη, η Ωκυρρόη, κόρη ενός ποταμού της Σάμου, επιχείρησε να φύγει με μια βάρκα από το νησί, για να γλιτώσει από τα χέρια του θεού. Μάταια όμως προσπαθούσε, γιατί ο Απόλλωνας μεταμόρφωσε το βαρκάρη που τη μετέφερε σε ψάρι και τη βάρκα της σε βράχο...

Σχέση των Νυμφών με τους Θεούς

Σύμφωνα με την παράδοση, οι Νύμφες ήταν γνωστές τροφοί πολλών και σημαντικών θεών ή ηρώων· ήταν δηλαδή εκείνες που αναλάμβαναν την ανατροφή τους, όταν βρίσκονταν σε πολύ μικρή ηλικία. Τους θήλαζαν και αποτελούσαν τις αντικαταστάτριες των μανάδων τους. Πρώτα πρώτα, ο ίδιος ο Δίας ανατράφηκε απ' αυτές στην Κρήτη. Ακολουθούν η Ήρα, η Περσεφόνη, ο Ερμής, ο Πάνας και ο Διόνυσος. Από τότε οι Νύμφες αποτελούν μέλη του Διονυσιακού θιάσου, μαζί με τους Σατύρους.
 
Ακόμη, η θεά Αφροδίτη είχε εμπιστευθεί τον Αινεία, το γιο της, στις Νύμφες του τρωικού βουνού Ίδη. Στις Ναϊάδες απέδιδαν διάφορες ιδιότητες: έλεγαν πως μπορούσαν να κάνουν τα νερά μιας πηγής ιαματικά, γι' αυτό και συχνά πρόσφεραν οι θνητοί θυσίες προς τιμή τους. Οι πιο ονομαστές περιπτώσεις Ναϊάδων με παρόμοιες ικανότητες βρίσκονταν στην Πελοπόννησο και τη Σικελία· εκεί, στις θερμές πηγές της Ιμέρας, έλεγαν ότι πήγαινε ο Ηρακλής για ν' ανανεωθεί η δύναμή του.
Πίστευαν ακόμη πως οι Ναϊάδες είχαν ιατρικές θεραπευτικές ικανότητες, κυρίως λόγω της σχέσης τους με τον Απόλλωνα, καθώς και το χάρισμα να προφητεύουν τα μελλούμενα. Για την ακρίβεια, επικρατούσε η αντίληψη πως ήξεραν να ερμηνεύουν τη θέληση της ανώτερης θεότητας· η Ερατώ τις επιθυμίες του Πάνα ή η Δάφνη αυτές της Γαίας. Στο σπήλαιο Σφραγίδιο του βουνού Κιθαιρώνας υπήρχε μαντείο των Νυμφών, ενώ πολλοί θνητοί, προικισμένοι με μαντικές ικανότητες, έλεγαν πως τις ικανότητές τους τις είχαν λάβει από κείνες. Επίσης, θεωρούνταν μητέρες πολλών σοφών θνητών, μάντεων και γιατρών, όπως η Χαρικλώ του Τειρεσία, η Φιλύρα του Χείρωνα και η Κορωνίδα, μάνα του Ασκληπιού. Οι Νύμφες λατρεύονταν σε πολλά μέρη σ' όλη την Ελλάδα, δεν υπήρχαν όμως ναοί αφιερωμένοι σ' αυτές. Οι θυσίες προς τιμή τους γίνονταν κοντά σε πηγές ή μέσα σε σπηλιές. Ο Οδυσσέας και οι κάτοικοι της Ιθάκης τις τιμούσαν με εκατόμβη, δηλαδή θυσία εκατό βοδιών. Συχνή ήταν και η ύπαρξη των βωμών τους μέσα σε ιερά άλλων θεών. Όμως οι Νύμφες δεν είχαν δράση πάντοτε ευεργετική για τους θνητούς κι υπήρχαν φορές που προκαλούσαν μεγάλο κακό. Αν, για παράδειγμα, τύχαινε να δει κανείς μια Νύμφη την ώρα που έκανε το λουτρό της μέσα στην πηγή, έχανε τα λογικά του. Ήταν, όμως, και γενικότερα ικανές να προκαλέσουν σύγχυση του νου στους θνητούς και να τους κάνουν τρελούς. Οι άνθρωποι που καταλαμβάνονταν από έκσταση κι ενθουσιασμό, έφευγαν από τα σπίτια τους και πήγαιναν στα βουνά, όπου κρύβονταν μέσα σε σπηλιές.

Οι Νύμφες έχουν επιζήσει στη λαϊκή μας παράδοση μέχρι σήμερα· είναι οι γνωστές μας νεράιδες, που ζουν στα βουνά, στις νεραϊδοσπηλιές και τις νεραϊδόβρυσες. Θεωρείται πάντοτε επικίνδυνο να τις συναντήσει κανείς, αφού υπάρχουν ακόμη οι μύθοι για τους "νεραϊδοπαρμένους", όπως ήταν ο Ύλας στην αρχαιότητα. Μόνο οι σαββατογεννημένοι και "αλαφροΐσκιωτοι" μπορούν να τις αντιλαμβάνονται και να τις βλέπουν να χορεύουν.Τελειώνοντας, αξίζει να τονίσουμε για μια φορά ακόμη το ότι οι Νύμφες λατρεύονταν ως στοιχεία των πηγών και των ποταμών, δηλαδή γενικότερα του νερού. Η σημασία του νερού ως δύναμη ζωής και γονιμότητας είναι μεγάλη και ζωτική σε μια μεσογειακή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα. Το νερό είναι πηγή ζωής και βοηθά την ανάπτυξη και αναζωογονεί κάθε ζωντανό οργανισμό. Γι' αυτό και η αντίληψη για τις Νύμφες διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο: έφτασαν να τις θεωρούν πνεύματα της βλάστησης, θέλοντας έτσι να συμβολίσουν γενικότερα την οργιαστική δύναμη της φύσης. Κι όπως το νερό τρέφει τα πάντα, έτσι και οι Νύμφες θεωρούνταν τροφοί των φυτών, των ζώων και των ανθρώπων.

'Ολα τα στοιχεία είναι από την Ελληνική Wiki...

23/12/09

Αρκτική άβυσσος


Η ομορφιά βρίσκεται παντού...Ακόμα και στις μέδουσες της Αρκτικής...Ενα καταπληκτικό μουσικό κομμάτι, που επίσης δίνει μια εικόνα που για τους περισσότερους από μας είναι άγνωστη...

19/12/09

Ελουρέντ: Η δεύτερη αδελφοκτονία και οι Ντρούγκου(4ο μέρος)


Τον κράτησαν κοντά τους και του έμαθαν όσα ήξεραν, για το δάσος, τα ζώα και τα φυτά, και τον συνόδευαν συχνά στις κοντινές περιοχές του Αρβένιεν, και αρκετές φορές, πλησίασαν και τις κατεστραμμένες περιοχές του Τούμχαλαντ και της Νάργκοθροντ στον Τέιγκλιν, αλλά και τον Άμον Όμπελ στο κέντρο του δάσους, όπου παλιότερα βρισκόταν χτισμένο το Έφελ Μπράντιρ, στο όνομα ενός από τους τελευταίους ηγεμόνες των Χάλαντιν, του Μπράντιρ του Χωλού (του γιου του Χάντιρ που είχε διαδεχτεί τον πατέρα του τον Χάλντιρ), που είχε σκοτωθεί άδικα από τον Τούριν. Τώρα οι Χάλαντιν ζούσαν κοντά σε έναν καταρράχτη του Κέλεμπρος που ονομαζόταν Ντίμροστ, η Σκάλα της Βροχής, επειδή στην γύρω περιοχή το δάσος ήταν πιο πυκνό και οι κρυψώνες περισσότερες, ενώ από την ξύλινη γέφυρα στην κορυφή του, μπορούσαν να αγναντεύουν σε μεγάλη απόσταση τριγύρω.
Μα όταν του έδειξαν τον Tur Haretha (ο Τύμβος της Χάλεθ: Χάουδ-αν-Άργουεν, ο τύμβος της Κυράς), στο ψηλότερο σημείο του Μπρέθιλ, τον ξαναέπιασε η παλιά ανάγκη ν’ ανακαλύψει μία πολεμίστρια των Χάλαντιν και εκμυστηρεύτηκε τον κρυφό του πόθο στους φίλους του. Οι Ντρούγκου γέλασαν τότε και του εξήγησαν ότι αυτά συνέβαιναν τις αρχαίες μέρες, όταν οι Ατάνι πρωτοπήγαν στο Μπελέριαντ και οι κίνδυνοι αν και ήταν συνεχείς, δεν ήταν τόσο τρομακτικοί και παρόλο που είχαν λάβει μέρος σε όλες τις μάχες που προηγήθηκαν, βρίσκονταν σε σαφώς καλύτερη κατάσταση, αλλά αυτό κράτησε μόνο μέχρι την Νίρναεθ Αρνοέντιαντ (Dagor en Nirnaeth Arnoediad- η μάχη των αμέτρητων δακρύων), την καταστροφική Πέμπτη μάχη του Μπελέριαντ, από την οποία μόνο τα κρυμμένα βασίλεια της Γκοντόλιν και του Ντόριαθ γλίτωσαν την άλωση και οι Oίκοι των ανθρώπων αποδεκατίστηκαν.

Τότε ο Θίνγκολ, θυμωμένος ακόμα με το νέο της Αδελφοκτονίας στο Βάλινορ, αλλά και την απαίτηση των Επτά να παραδώσει το Σίλμαριλ, είχε αρνηθεί να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια στους Νόλντορ που ήταν υπεύθυνοι για την σφαγή των Τελέρι και την κλοπή και καταστροφή των πλοίων τους στο Αλκουαλόντε (λιμάνι των κύκνων στο Βάλινορ), και δεν είχε πάρει μέρος σε αυτές τις μάχες- πλην της πρώτης-, που είχαν σκοτώσει πολλά Ξωτικά και ανθρώπους, μέχρι ο Μπέρεν με την Λούθιεν, να προσπαθήσουν να πάρουν το Σίλμαριλ. Και μόνο ο Μπέλεγκ Κουθάλιον (ο Μεγάλος τοξότης) και ο Μάμπλουνγκ (το Βαρύ Χέρι) πήγαν στον στρατό του Φίνγκον, όταν μετά από την φυγή των παππούδων του και την επανάκτηση του ενός πετραδιού, φάνηκε στον πρωτότοκο του Φέανορ ότι ίσως θα τα κατάφερνε να δώσει τη χαριστική βολή στον Μέλκορ.
Την ίδια στάση κράτησε και ο Όροντρεθ στη Νάργκοθροντ, αλλά και από εκεί συμμετείχε τελικά μία ίλη ιππέων με αρχηγό τον Γκουίντορ, που πήραν επίσης τον θυρεό του Φίνγκον και πήγαν να πολεμήσουν μαζί με τους ομοφύλους τους. Όμως ο Μαέδρος με τ’ αδέλφια του και η ένωση που είχε ιδρύσει με τον Φίνγκον τον γιο του Φινγκόλφιν και τους Νάνους του Νόγκροντ και του Μπέλεγκοστ, πολέμησαν ενάντια στον Μόργκοθ στην Άνγκμπαντ και ενώ νικούσαν, έπεσαν θύματα προδοσίας και ο Τούργκον που επίσης είχε αρνηθεί οποιαδήποτε βοήθεια αλλά ήρθε με πανίσχυρο στρατό, μπόρεσε να σωθεί μόλις την τελευταία στιγμή.
Και σ’ αυτή τη μάχη, ο οίκος του Χάντορ σχεδόν εξαλείφθηκε, και ο λαός της Χάλεθ είχε επίσης μεγάλες απώλειες (μόνο τρία άτομα γύρισαν στο Μπρέθιλ), όπως το ίδιο είχε συμβεί και με τον οίκο του Μπέορ, μερικά χρόνια νωρίτερα, στην Ντάγκορ Μπράγκολαχ. Και το ωραιότερο από τα τραγούδια που εξυμνούσαν τη γενναιότητα και το χαμό των μεγάλων πολεμιστών (αν και οι δύο ήρωες του Ντόριαθ διέφυγαν, όπως και οι γιοι του Φέανορ που θα εξυπηρετούσαν στο μέλλον, τα συμφέροντα του Μόργκοθ με το μίσος τους και τον επαίσχυντο όρκο τους), ήταν το νανούρισμα που τραγουδούσε η μητέρα του στ’ αδέλφια του, αφού εκείνος, δεν κοιμόταν ποτέ. Και τα πιο όμορφα λόγια ανάμεσα στους στίχους, ήταν τα λόγια του Φίνγκον που είχε πει “Utulie n’ aure” (έφτασε η μέρα), όταν είδε τον αδελφό του τον Τούργκον να έρχεται σε βοήθειά του, και τα λόγια του Χούριν των Χάντορ, του πατέρα του Τούριν, “Aure entuluva” (η μέρα θα ξανάρθει), όταν μόνος αυτός, στο Σέρεχ του Χίθλουμ, πολύ κοντά στις πύλες της Άνγκμπαντ, πολέμησε και πιάστηκε αιχμάλωτος, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για τους φίλους του που διέφευγαν. Όμως όλα τα Βασίλεια των Ξωτικών και των ανθρώπων, καταστράφηκαν ένα-ένα, με τελευταία τη Γκοντόλιν του Τούργκον.
Κι ενώ η καταστροφή του Μπελέριαντ ήταν τρομαχτική, το Ντόριαθ, που παρέμενε φυλαγμένο μέχρι και την σφαγή που συντελέστηκε από αδελφικό χέρι για το Πετράδι, βρισκόταν ακόμα ζωντανό μέσα στη μνήμη του, αλλά έκρινε ότι παρά τα όσα είχαν συμβεί, δεν θα έκανε το λάθος να αφήσει τους ομόφυλούς του χωρίς βοήθεια και από τότε πλησίαζε περισσότερο το Λίσγκαρθ, παρατηρώντας από μακριά τις εξελίξεις στο μικρό καταφύγιο των Ξωτικών, που δέχτηκαν με μεγάλη χαρά τους συγγενείς τους Νόλντορ και Σίνταρ που είχαν κατεβεί από το τελευταίο ξωτικοβασίλειο του Βορρά, και από μακριά είδε τον γάμο της αδελφής του της Έλγουϊνγκ με τον Εαρέντιλ, το γιο του Τούορ και της Ίντριλ Κελεμπρίνταλ, της μοναχοκόρης του Τούργκον από την Γκοντόλιν, καθώς και τη γέννηση των δίδυμων γιων τους, του Έλροντ και του Έλρος.

Ήταν νωρίς την άνοιξη, όταν ένα πλήθος Ξωτικών, παίρνοντας μεγάλες προφυλάξεις, πέρασαν στο Αρβένιεν και καθώς έφτασαν στο δάσος του Νίμπρεθιλ που ερχόταν συχνά μαζί με τους Γιάουρ, διάλεξαν τα καλύτερα δέντρα για το χτίσιμο ενός μοναδικού πλοίου που θα στελνόταν στο Βάλινορ, και αναγνώρισε από μακριά τον Εαρέντιλ που συνοδευόταν από έναν Ξωτικό με ασημόγκριζα μαλλιά, που φαινόταν να εισπράττει μεγάλο σεβασμό, ήταν ο Κίρνταν, ο Άρχοντας των Λιμανιών του Φάλας πριν την καταστροφή. Τώρα ζούσε μαζί με το λαό που είχε διασωθεί από το Έγκλαρεστ και το Μπρίθομπαρ, και τον Ερεϊνιον (Γκιλ-Γκάλαντ, τον γιο του Φίνγκον που ονομάστηκε Ανώτερος βασιλέας των Ξωτικών μετά τον θάνατο του Τούργκον), στο νησί του Μπάλαρ.
Ο Ελουρέντ και οι Ντρούγκου, (που ήταν δυσαρεστημένοι για την κοπή των Λευκών Σημύδων -Νιμ Μπρέθιλ- στο Αρβένιεν), παρακολούθησαν την κατασκευή του πλοίου κρυμμένοι ανάμεσα στα ψηλά καλάμια κοντά στο ναυπηγείο των Ξωτικών, ενώ το όνομα που διάλεξαν να του δώσουν ο Κίρνταν και ο Εαρέντιλ, ήταν το όνομα Βίνγκιλοτ (Αφρολούλουδο). Και ο Εαρέντιλ με τρεις Τελέρι ναυτικούς για πλήρωμα, ξανοίχτηκε στην θάλασσα, προσπαθώντας να εντοπίσει τους γονείς του, τον Τούορ και την Ίντριλ, που είχαν φύγει πολλά χρόνια πριν, με το Εαρράμε, το φτερό της Θάλασσας, αλλά και για να βρει το Βάλινορ, και να ζητήσει μεσιτεία και βοήθεια από τους Βάλαρ, για τους Ανθρώπους και τα Ξωτικά που υπέφεραν.

15/12/09

Ελουρέντ: Η δεύτερη αδελφοκτονία και οι Ντρούγκου(3ο μέρος)


Το δύσκολο έδαφος τον έστρεψε προς τα βορειοανατολικά και από το Ρέγκιον, διέσχισε μια μεγάλη χέρσα περιοχή με τα ίχνη κάποιου δρόμου που οδηγούσε προς τα Δυτικά. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει αυτό το δρόμο ελπίζοντας ότι θα τον έβγαζε σε ασφαλές μέρος και όταν είδε το ρηχό ποταμάκι που πέρασε με μεγάλη ευκολία, δεν κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο Εσγκάλντουιν και ήδη είχε συναντήσει τις διαβάσεις του και την Γιαντ Γιάουρ, την μεγάλη αρχαία πέτρινη γέφυρα από την οποία έμεναν πια μόνο μερικά υπολείμματα. Εξακολούθησε όμως στην πορεία αυτή χωρίς να παρεκκλίνει.
Βορειότερα υψωνόταν ο σκοτεινός ορεινός όγκος των Ered Echoriath με τους απότομους, σχεδόν γυάλινους γκρεμούς (που προστάτευαν την απροσπέλαστη και κρυμμένη κοιλάδα της Γκοντόλιν) με τις κορυφές των Κρισσαένγκριμ, όπου βρίσκονταν οι φωλιές των αετών του Θορόντορ. Τους είδε τους αετούς αυτούς να πετούν πολύ ψηλά και ευχήθηκε από μέσα του να κατέβαιναν ως το σημείο που βρισκόταν κι αν ήταν δυνατόν να τον βοηθήσουν να βρει το δρόμο του, αλλά δεν έγινε κάτι τέτοιο και δεν ήταν σίγουρο ότι τον είχαν δει, (επειδή ο Τούργκον φοβόταν για την ασφάλεια της πόλης του και αρνιότανε να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια μήπως αποκαλυφθεί στα μάτια του εχθρού του).
Το δάσος των οξιών του Νέλντορεθ απλωνόταν στα Νότια, αλλά το απέφυγε, γνωρίζοντας ότι ήταν αυτό ήταν το βόρειο σύνορο του Ντόριαθ και μόλις τότε αντιλήφθηκε ότι είχε κάνει έναν τεράστιο κύκλο γύρω του, και κάποτε, έφτασε επιτέλους στις όχθες του Σίριον. Το ποτάμι ήταν βαθύ και παγωμένο και δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα περισσότερο από το να ακολουθήσει τον πέτρινο δρόμο που οδηγούσε Βόρεια, αντίθετα από τη ροή του ποταμού. Δεν γνώριζε όμως τίποτα από την περιοχή αυτή, ούτε είχε ακούσει ποτέ να του μιλούν για αυτό το τόσο ορμητικό ρεύμα που έβλεπε μπροστά του, και συνέχισε να προχωρά Βόρεια.
Ο ήλιος ανέτειλε πάντα από το δεξί του χέρι, όλες τις μέρες που περπατούσε από τη στιγμή που συνάντησε το μεγάλο ποτάμι, αλλά δεν έβλεπε ακόμα κάποιο σημείο που θα μπορούσε να το περάσει, μιας και υπέθετε ότι αυτό ακριβώς έπρεπε να κάνει από κάποιο πέρασμα που είχε ακούσει κάποτε ότι υπάρχει, (αν και ήξερε ότι είχε πέσει από καιρό στον έλεγχο του Μόργκοθ), αλλά έλπιζε ότι θα τα κατάφερνε να διαφύγει. Και οι μέρες περνούσαν και εκείνος απόκαμε, από την μοναξιά και τη λύπη, και όταν έφτασε στο σημείο που οι κοίτες του Σίριον και του Ξεροπόταμου από τα Δυτικά Κρισσαένγκριμ ενώνονταν, δε μπορούσε πια να πάρει τα πόδια του.
Κάθισε τότε κάτω από ένα δέντρο και κοίταζε με δακρυσμένα μάτια το Μπρίθιαχ, στη σμίξη των δύο ποταμών, στο μοναδικό σημείο που ο Σίριον μπορούσε να διασχιστεί, μία τεράστια περιοχή σκεπασμένη με κατάλευκα βότσαλα. Είχε μικρή συναίσθηση τι του συνέβαινε, όταν χέρια χωρίς πρόσωπα τον σήκωσαν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας που τον τύλιξε, και τον τράβηξαν από τη μικρή κρυψώνα του.
Καθώς συνερχόταν, πολλές ώρες αργότερα, αφού ήταν καταπονημένος, είδε τα μαυριδερά πρόσωπα που τον κοίταζαν με κατάμαυρα μάτια και τρόμαξε τόσο πολύ που ακόμα και η ανάσα του σταμάτησε και η καρδιά του μούδιασε, αλλά τα πλάσματα που τον είχαν πάρει μαζί τους από τις διαβάσεις του Σίριον, τον φώναξαν Ελντάριον (Ξωτικόπαιδο, ξωτικό αγόρι) και ησύχασε αμέσως, επειδή είχαν χρησιμοποιήσει τη Σινταρίν, τη γλώσσα που είχε αντικαταστήσει την Κουένυα, μετά από την εντολή του Θίνγκολ, όταν έμαθε για την πρώτη αδελφοκτονία στις ακτές του Βάλινορ, από τον Φέανορ και τους Γιους του.
Δεν θα περίμενε βεβαίως να του φερθούν οι Ντρούγκου με τον ωραίο τρόπο που τον φρόντισαν, και άρχισε σιγά- σιγά να καταλαβαίνει την παράξενη γλώσσα τους που αποτελούνταν από λαρυγγισμούς, αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να τους αφήσει, παρόλο που προσφέρθηκαν να τον οδηγήσουν μέχρι τους Λίσγκαρθ (καλαμιώνες) στις εκβολές του Σίριον, όπου είχαν βρει καταφύγιο οι φυγάδες από το Μένεγκροθ μαζί με την μικρή αδελφή του. Τον παρακολουθούσαν από την άλλη πλευρά του ποταμού για μέρες πριν καταφέρουν να τον πλησιάσουν, βαμμένοι και πάνοπλοι, επειδή ίσως χρειαζόταν να δώσουν μάχη σε περίπτωση που οι Ορκ τον έβρισκαν και του επιτίθονταν, αλλά οι αετοί που είχε δει, πετούσαν πάνω από το πέρασμα και είχαν σκορπίσει τον τρόμο στους πολεμιστές του Μόργκοθ που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν προσωρινά το Μπρίθιαχ.
Οι Ντρούγκου είχαν έρθει μαζί με τους Χάλαντιν, τον λαό της Χάλεθ που ήταν η αρχηγός τους (μετά το θάνατο του πατέρα της και του δίδυμου αδελφού της), από τα Βόρεια, και είχαν απορρίψει την προστασία των Επτά όταν είχαν περάσει από τα εδάφη τους στο Χίμλαντ και την Ντορ Καράνθιρ στο Θαργκέλιον. Όμως ο Θίνγκολ, παρά το γενικότερο μίσος και την απέχθεια που ένιωθε για τους νεοφερμένους engwar (αρρωστιάρηδες, θνητοί), με τη διαμεσολάβηση του Φίνροντ της Νάργκοθροντ που συμπαθούσε τους Εντάϊν και ήδη άλλες δύο φυλές ζούσαν στην ευρύτερη επικράτειά του, τους έδωσε τελικά την άδεια να κατοικήσουν στο Δάσος του Μπρέθιλ (που στην ουσία ανήκε στα όρια του Ντόριαθ), με την προϋπόθεση να υπερασπίζονται αυτά τα εδάφη από όλους τους κινδύνους.
Ο παππούς του ο Μπέρεν, που ανήκε στον Οίκο του Μπέορ, τον αρχαιότερο από όλους τους οίκους των ξωτικόφιλων, και αργότερα ο πατέρας του, του διηγούνταν συχνά την ιστορία της Αμαζόνας Χάλεθ που ίππευε και πολεμούσε σαν άντρας, και είχε πάντα δίπλα της ένα επίλεκτο σώμα πολεμιστριών, που έμεναν ανύπαντρες και ήταν αφιερωμένες αποκλειστικά στην προστασία των περιοχών ανάμεσα στο Ντόριαθ και τη Νάργκοθροντ, καθώς και των ανθρώπων του λαού τους. Του άρεσε τόσο πολύ αυτή η ιστορία, που δε βαριότανε ποτέ να την ακούει, και ήθελε πολύ να γνωρίσει μία τέτοια γυναίκα, που δεν έμοιαζε καθόλου με τις λεπτεπίλεπτες γυναίκες των Ξωτικών, που δεν έπιαναν ποτέ σπαθί στα χέρια τους, ή άλλο όπλο…
Συχνά σκεπτότανε ότι αν η μητέρα του έμοιαζε μ’ αυτές, η έκβαση της μάχης θα ήταν διαφορετική στο Μένεγκροθ, αλλά σύντομα άλλαζε γνώμη και αισθανόταν τύψεις που σκεφτόταν έτσι για ’κείνη. Παρέμεινε λοιπόν στο Μπρέθιλ μαζί με τους Γιάουρ που ήταν τρομεροί ορκομάχοι και τους βοηθούσε στην καθημερινή πάλη με τα τέρατα του Μόργκοθ χρησιμοποιώντας τόξο και μεγάλα βέλη, επειδή εν τω μεταξύ η ανάπτυξή του ολοκληρωνόταν και γινόταν ένας δυνατός νέος άντρας, που ήξερε να πολεμά με όλες τις συνθήκες.

Οι Ντρουάνταν ήξεραν πάντα να τον ενημερώσουν για τα τελευταία συμβάντα εξαιτίας της συχνής τους συναναστροφής με τους Χάλαντιν, και έμαθε ότι οι επιζήσαντες της Γκοντόλιν, της μυστικής πόλης του Τούργκον, στα Βόρεια του Ντόριαθ και του Χίθλουμ, είχαν περάσει από τα μέρη που συνήθιζαν να ελέγχουν, πηγαίνοντας προς τον Κόλπο του Μπάλαρ και είχαν αναζητήσει καταφύγιο στην κοντινή περιοχή, μετά από την καταστροφή που είχε προκαλέσει ο Μόργκοθ με τους Μπάλρογκ.
Οι φυγάδες, που δεν ήταν παραπάνω από μερικές εκατοντάδες, έκαναν στάση στη Ναν Τάθρεν για να ξεκουραστούν και να γιατρέψουν τις πληγές τους και τον πόνο τους, και τότε ο Ελουρέντ που συχνά διέτρεχε αυτές τις περιοχές με τους Ντρούγκου, άκουσε για πρώτη φορά το όνομα του Τούορ των Χάντορ, και τον είδε από μακριά, έναν ψηλό ξανθό Άνθρωπο ανάμεσα στα Ξωτικά, μέχρι τώρα είχε ακούσει να γίνεται λόγος μόνον για τον Τούριν, τον συγγενή του (o Τούορ ήταν πρώτος του εξάδελφος, γιος του Χούορ, που σκοτώθηκε στη Νίρναεθ), που ζούσε στο παρελθόν στο Ντόριαθ και το Μπρέθιλ, και ο πατέρας του ο Χούριν είχε παραδώσει το Ναουγκλαμίρ στον Θίνγκολ, μετά την ολική καταστροφή της Νάργκοθροντ, από τον στρατό του Μέλκορ και τον Γκλάουρουνγκ, τον δράκο. Έμενε όμως μακριά τους και δεν ήθελε να τους πλησιάσει, παρόλο που τα τραγούδια τους και τα μοιρολόγια που άκουγε του έσκιζαν την καρδιά.
«Ήταν βαριά η μοίρα των ανθρώπων του οίκου του Χάντορ, όπως και εκείνη του οίκου του Μπέορ», του είπανε οι Γιάουρ. «Και οι Χάλαντιν του Μπρέθιλ, πλήρωσαν κι εκείνοι το τίμημα, αλλά τους συμπαραστεκόμαστε, επειδή ακολουθήσαμε κοινή πορεία σ’ αυτή τη ζωή και ποτέ δεν είχαμε πρόβλημα μαζί τους… Αλλά αφού θέλεις να παραμείνεις κρυμμένος και από εκείνους αλλά και από τους Ξωτικούς που μας πλησιάζουν αρκετά συχνά, τότε θα σε κρύψουμε από τα μάτια τους…»

10/12/09

Ελουρέντ: Η δεύτερη αδελφοκτονία και οι Ντρούγκου(2ο μέρος)


Όταν άφησαν τον Ελουρέντ, εκείνος περιπλανήθηκε αρκετά, αλλά χωρίς κίνδυνο να πεθάνει. Ήταν πολύ ανθεκτικός και άντεχε να μένει νηστικός για μέρες, όταν ξεχνιόταν στο παιχνίδι στα δάση, ενώ προτιμούσε πάνω από όλα να τρέφεται με λέμπας και οι γονείς του, που τον προόριζαν για συνεχιστή του Οίκου τους (το όνομά του σήμαινε Διάδοχος του Θίνγκολ), τον είχαν εφοδιασμένο πάντοτε με ποσότητες αυτού του θρεπτικού φαγητού… Εκείνος όμως ούτε πεινούσε ούτε κρύωνε, και το λέμπας παρέμενε άθικτο στην θήκη του ρούχου του, επειδή έψαχνε να βρει τον αδελφό του που είχε απόλυτη ανάγκη από τροφή και το φύλαγε για ‘κείνον, αλλά οι μέρες περνούσαν χωρίς να μπορεί να τον βρει πουθενά.
Μέρα και νύχτα τον αναζητούσε αλλά του φαινόταν ότι έκανε κύκλους, επιστρέφοντας στο ίδιο σημείο απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Μα ένα παγωμένο ξημέρωμα, είδε ξαφνικά μπροστά του τον Ελουρίν, κουβαριασμένο στη ρίζα ενός βράχου, ανάμεσα στα δέντρα σαν να κοιμόταν κι έτρεξε κοντά του, αλλά με τρόμο ανακάλυψε ότι ο μικρότερος αδελφός του ήταν νεκρός. Δεν είχε αντέξει τις κακουχίες και το κρύο όπως εκείνος, και τον έκλαψε σιωπηλά, καθώς τον κάλυπτε με τις πεσμένες πευκοβελόνες και το χώμα που κατάφερε να αποσπάσει από το κρυσταλλιασμένο έδαφος. Έμεινε κοντά στο πρόχειρο τάφο του αδελφού του μέχρι το βράδυ, που άκουσε άλογα και ομιλίες που πλησίαζαν και τότε κρύφτηκε στο σκοτάδι της νύχτας, επειδή αναγνώρισε τον Μαέδρος που τους έψαχνε φωνάζοντας τα ονόματά τους. Είχε μετανιώσει για την πράξη των ακολούθων του Κέλεγκορμ και προσπαθούσε να τους βρει μέσα στο δάσος, με αποσπάσματα ιππέων στα οποία επικεφαλής ήταν ο ίδιος.
Ο Ελουρέντ από τα λόγια τους κατάλαβε ότι βρισκόταν στο Ρέγκιον. Σπάνια έβγαινε έξω από το Μένεγκροθ, που το ήξερε σαν την χούφτα του, η προστασία της Ζώνης της Μέλιαν δεν υπήρχε πια και οι γονείς του δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν να τον αφήσουν να βγει, ούτε με φρουρά, αλλά ήξερε πως η Χώρα του Φράχτη (το Ντόριαθ) αποτελούνταν από τα φυλλοβόλα δάση των οξιών του Νέλντορεθ στα βόρεια και από το πυκνό δάσος των κωνοφόρων του Ρέγκιον στα Νότια, ενώ το φυσικό σύνορο ανάμεσά τους ήταν ο ποταμός Εσγκάλντουιν, με το Μένεγκροθ, το παλάτι που είχε λαξεύσει ο Έλγουε Σινγκόλλο, ο βασιλιάς των Τελέρι, με τη βοήθεια των Νάνων, στη μέση ενός πετρώδους νησιού. Τότε τους είχε πληρώσει με μαργαριτάρια, βγαλμένα από τα ρηχά νερά του κόλπου του Μπάλαρ, όμως αυτή η συνεργασία καλή τη πίστη, είχε αποδειχτεί κακορίζικη.
Ίσως όχι πολύ μακριά από εκεί που βρισκόταν, αν μπορούσε να κρατήσει μία σταθερή πορεία, να κατόρθωνε να φτάσει τον Άρος, το ποτάμι που περνούσε νότια από το Ντόριαθ και κατευθυνόταν προς τα Δυτικά συναντώντας το Σίριον, και μετά ν΄ ακολουθήσει τον ρου του ποταμού και να φτάσει τις Νότιες ακτογραμμές της Μπελεγκάερ (Μεγάλη Θάλασσα), προσπαθώντας να εντοπίσει τις εγκαταστάσεις των Ξωτικών που βρίσκονταν στον κόλπο του Μπάλαρ.
Του είχαν μάθει ότι για να βρει το δρόμο του αν ποτέ χαθεί, να κοιτάζει από ποια μεριά φυτρώνουν τα βρύα πάνω στους κορμούς των δέντρων, επειδή συνήθως φυτρώνουν από την πλευρά του κορμού που κοιτά προς τον Βορρά, όμως το δάσος του Ρέγκιον ήταν πάντα υγρό και σκοτεινό και τα βρύα και οι λειχήνες σκέπαζαν τους κορμούς από όλες τις πλευρές τους. Πήρε την απόφαση να ψάξει στα τυφλά να βρει τον δρόμο του και έστριψε προς τα κει που νόμιζε ότι ήταν ο Νότος και άρχισε να περπατά καλύπτοντας όσο το δυνατόν καλύτερα τα ίχνη του για να μην τον εντοπίσουν οι ανιχνευτές του Μαέδρος.
Ήθελε να φύγει μακριά, να μην τον βρούνε πουθενά, και σύντομα άλλαξε γνώμη για το αν πραγματικά ήθελε να συναντήσει τους επιζήσαντες της Αδελφοκτονίας, που τον είχαν αφήσει μόνο του μαζί με τον αδελφό του και δεν προσπάθησαν να προσφέρουν βοήθεια στον πατέρα του, που πολεμούσε μόνος απέναντι σε τρεις. Οι Νόλντορ είχαν ατσάλινα σπαθιά και αλυσιδωτούς θώρακες και αν η άμυνα στο Μένεγκροθ είχε προλάβει να οργανωθεί, οι φρουροί Σίνταρ που είχαν παρόμοιο εξοπλισμό, ίσως να αναχαίτιζαν την ορμή τους και οι πολεμιστές του παλατιού να κατάφερναν να αποκρούσουν την επίθεση. Όμως κανείς δεν περίμενε ότι το Ντόριαθ θα δεχόταν επίθεση και μάλιστα από ένα άλλο Ξωτικό Φύλο και όχι από τους πολεμιστές του Μόργκοθ…Και τώρα εκείνος ήταν αναγκασμένος να βρει ένα τρόπο να απομακρυνθεί, και ήταν ακόμα παιδί, μόλις δέκα χρονών, και είχε θάψει με τα χέρια του τον εφτάχρονο αδελφό του.
Προσπάθησε να βγάλει από το μυαλό του το κυνηγητό με τον Ελουρίν και τα γέλια τους που πολλαπλασιαζόταν σε αντήχηση μέσα στα ξωτικοδώματα του παλατιού, τη μητέρα του που τους αγκάλιαζε το βράδυ και χουχούλιαζε με την ανάσα της τα ξυλιασμένα από το κρύο χέρια τους μετά το παιχνίδι στο ποτάμι, και το ήρεμο χάδι του πατέρα του στο πυρόξανθο κεφάλι του. Και μετά θυμόταν το μακρινό αχό της μάχης, τη νεκρική σιωπή και τις ιδρωμένες παλάμες της μητέρας του να γλιστρούν από πάνω του, στην ύστατη προσπάθεια της να τον προστατεύσει εκείνον και τον αδελφό του και να τους εμποδίσει να δουν το θάνατο του πατέρα τους, πριν πεθάνει και η ίδια.
Όχι, δεν υπήρχε συγχώρεση στην καρδιά του για αυτές τις πράξεις, μόνο απέχθεια και μίσος για το είδος του, που αντί να είναι ενωμένο ενάντια στον κοινό εχθρό, σφάζονταν μεταξύ τους σα να ήταν οι χειρότεροι αντίπαλοι…
Έλυσε τις πλεξίδες από τα μαλλιά του και υποσχέθηκε στο όνομα του Μάνγουε και της Βάρντα που στερέωσε την χρυσή Βαλακίρκα και τα άλλα αστέρια στον ουρανό, ότι αυτό θα ήταν το δικό του ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, το οποίο θα κρατούσε για πάντα, ως ένδειξη πένθους στον άδικο χαμό της οικογένειάς του. Ας ήταν τουλάχιστον ασφαλής η τρίχρονη αδελφή του…

4/12/09

Ελουρέντ: Η δεύτερη αδελφοκτονία και οι Ντρούγκου

Σύντομα μαθεύτηκε ότι η φλόγα του Σίλμαριλ άναψε στο Δάσος του Ντόριαθ, και ο Όρκος που έδενε το Φέανορ, τον κατασκευαστή του με τους γιους του, ενεργοποιήθηκε ξανά. Ο Μαέδρος, μάζεψε τους αδελφούς του και ζήτησαν από τον Ντίορ να τους παραδώσει το πετράδι του πατέρα του, το μόνο που διασώθηκε από τα τρία που είχαν κλαπεί από τον Μέλκορ, και που είχε φυλακισμένο μέσα του το άμωμο φως των δύο Δέντρων του Άμαν, του Τελπέριον και της Λαουρέλιν. Όμως ο Ντίορ αρνήθηκε. Όσο καιρό το Ναουγκλαμίρ με το Σίλμαριλ βρισκόταν στα χέρια της Λούθιεν, κανένας δεν τόλμησε να της επιτεθεί.
Το πετράδι είχε ανακτηθεί με μεγάλο κόπο και πόνο από τους γονείς του, με δύο αποστολές που παραλίγο να τους κοστίσουν τη ζωή, καθώς και το τρομακτικότερο από όλα τα κυνήγια που είχαν ποτέ οργανωθεί από τα ξωτικά: Το κυνήγι του Κάρχαροθ, του μεγαλύτερου Λύκου του Μόργκοθ. Σ’ εκείνη την τελευταία αποστολή, ο Μπέρεν είχε θυσιαστεί για να προστατεύσει το Θίνγκολ και η Λούθιεν τον ακολούθησε μέχρι τον Μάντος, εγκαταλείποντας την επιθυμία για τη ζωή και το φως του ήλιου για πάντα. Αν είχαν επιστρέψει από εκεί, αυτό οφειλόταν στη λατρεία που είχαν ο ένας για τον άλλον, ξεπερνώντας τις όποιες διαφορές της φύσης τους. Κι αυτή η επιτυχία τους ήταν αξιοσέβαστη ανάμεσα και στα ξωτικά και τους ανθρώπους, όπως και η ξεχωριστή τους μοίρα. Τα κατορθώματά τους τραγουδήθηκαν και πέρασαν στην σφαίρα του μύθου, όμως το Σίλμαριλ αποδείκνυε την επιτυχία τους. Τώρα όμως που είχε γίνει ευρύτατα γνωστή η αναβίωση του Ντόριαθ και η κληρονομιά που έλαβε ο Ντίορ από τους γονείς του, ο όρκος των Επτά αφυπνίστηκε και ο Κέλεγκορμ που στο παρελθόν είχε προσπαθήσει με τη βία να πάρει τη Λούθιεν για δική του, ξεσήκωσε τους αδελφούς του και το μεσοχείμωνο, χωρίς να τους πάρουν είδηση, μπήκαν στο Ντόριαθ και επιτέθηκαν στο Μένεγκροθ.
Η μάχη ήταν τρομερή και ήταν η δεύτερη αδελφοκτονία (Kin slaying) ανάμεσα στα Ξωτικά. O Ντίορ ήταν δυνατός και αντιστάθηκε σθεναρά, και σκότωσε ο ίδιος τον Κέλεγκορμ που αποδείχτηκε ο πιο αιμοσταγής απ’ όλους τους αδελφούς, όμως και εκείνος σκοτώθηκε καθώς προσπαθούσε να προστατεύσει τη Νίμλοθ που πέθανε κι εκείνη έχοντας αγκαλιάσει τα δύο της αγόρια, αλλά αυτές δεν ήταν οι μοναδικές απώλειες, καθώς επίσης σκοτώθηκαν ο Κουρούφιν και ο μελαχρινός Καράνθιρ, οι γιοι του Φέανορ, που ήταν ο πρώτος απ’ όλα τα θύματα που διέφθειρε ο Βάλα Μέλκορ που βασάνιζε τους Έλνταρ και τους Εντάϊν της Μέσης Γης.
Όμως οι Γιοι του Φέανορ δε βρήκαν αυτό που ζητούσαν, καθώς οι άρχοντες που κατάφεραν να διαφύγουν μαζί την Έλγουϊνγκ που ήταν ακόμα νήπιο και τα απομεινάρια του λαού τους, πήραν μαζί τους και το Σίλμαριλ. Οι σκληροί υπηρέτες του Κέλεγκορμ, σκέφτηκαν να σκοτώσουν τα δυο αγόρια του Ντίορ, για εκδίκηση στο θάνατο του κυρίου τους, αλλά φοβήθηκαν το χρυσό βλέμμα του Ελουρέντ που μπροστά στα πτώματα των γονιών του, είχε καλύψει με το σώμα του τον μικρότερο αδελφό του τον Ελουρίν, για να τον προστατεύσει. Είχε τα μάτια της Μέλιαν και ήξεραν καλά την δύναμη των Μάϊαρ από την εποχή ακόμα που ζούσαν μαζί με τους Άινουρ και τους Βάλαρ στο Άμαν και δεν τόλμησαν να τον σκοτώσουν, ούτε εκείνον ούτε και τον αδελφό του. Έτσι τους έπιασαν και τους δύο και αφού τους κάλυψαν τα μάτια τους για να μην βλέπουν το δρόμο και καταφέρουν να διαφύγουν, τους εγκατέλειψαν ξεχωριστά μέσα στα δάση του Ντόριαθ, με σκοπό να τους αφήσουν να πεθάνουν από την πείνα.