28/4/10

Ακαλλαμπέθ (Α' μέρος)

Στο Σιλμαρίλιον, το βιβλίο που ο Τόλκιν αφηγείται την προϊστορία της τριλογίας του Άρχοντα, αναφέρεται στο Νούμενορ...Το Νούμενορ ήταν ένα μεγάλο  νησί δυτικά της Μέσης-γης, στο κέντρο της Μεγάλης Θάλασσας, κοιτίδα των Ντούνεντάιν. Αναδύθηκε από τους Βάλαρ ως δώρο στους Τρεις Οίκους των Ανθρώπων που παρέμειναν πιστοί τα σκοτεινά χρόνια της Πρώτης Εποχής και βοήθησαν τα Ξωτικά στην πάλη τους ενάντια στον Μέλκορ. Το νησί -που είχε σχήμα άστρου, εξ'ου και το όνομα Elenna- χωρίστηκε αργότερα σε πέντε γεωγραφικές-διοικητικές περιφέρειες, όσες και οι χερσόνησοί του. Αυτές ήταν -από βορρά και εξ'ανατολών- οι Φοροστάρ, Οροστάρ, Χυαρροστάρ, Χυαρνουστάρ, και Αντουστάρ. Στο κέντρο του νησιού υψώνονταν το όρος Μενελτάρμα, ενώ οι πολλοί βαθείς κόλποι χρησίμευαν ως φυσικά λιμάνια για τα πλοία των θαλασσοπόρων Ντούνεντάιν. Πρωτεύουσα και διοικητικό κέντρο ήταν η πόλη Αρμένελος.

Σύντομη Ιστορία του Νούμενορ...

Το έτος 32 της Δεύτερης Εποχής (ΙΙ), ο Έλρος ο Μισο-ξωτικός (αδελφός του Έλροντ), οδήγησε τους Εντάιν του Μπελέριαντ στο νησί Νούμενορ, που οι Βάλαρ είχαν δωρίσει στους πιστούς Ανθρώπους, και έγινε ο πρώτος Νουμενοριανός Βασιλέας με το όνομα Ταρ-Μινυάτουρ.

Με την πάροδο των χρόνων το Νούμενορ εξελίχθηκε στο ισχυρότερο βασίλειο της Ιστορίας των Ανθρώπων. Τα μεγάλα πλοία τους επέστρεψαν στη Μέση-γη το έτος ΙΙ-600 όπου και ίδρυσαν λιμάνια-καταφύγια και αποικίες. Τα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας τους, οι Νουμενοριανοί ήταν στενοί σύμμαχοι με τα Ξωτικά της νήσου Τολ Ερέσσεα, η οποία βρισκόταν σχετικά κοντά στις δυτικές ακτές τους. Τα Ξωτικά τους επισκέπτονταν συχνά και τους δίδαξαν πολλά πράγματα. Σε αυτούς, όμως, ήταν απαγορευμένο να ταξιδέψουν προς τη Δύση. Καθώς μεγάλωνε η δύναμή τους, οι Νουμενοριανοί άρχισαν να αντιδρούν στην Απαγόρευση των Βάλαρ, ώσπου το έτος ΙΙ-2899 ο Αρ-Αντούνακχορ αντιτάχθηκε σε αυτήν ανοιχτά, χωρίς όμως να τολμήσει να ταξιδέψει στη Δύση.

Ο τελευταίος βασιλιάς του Νούμενορ ήταν ο Αρ-Φαραζον "ο Χρυσούς", που σφετερίστηκε τον θρόνο από τη δικαιωματική βασίλισσα Μίριελ. Αυτός έκανε ανοιχτό πόλεμο εναντίον του Σαουρον στη Μέση-γη, νίκησε τις στρατιές του και έφερε τον ίδιο αιχμάλωτο στη Νούμενορ. Με την δολιότητά του, όμως, ο Σαουρον κέρδισε την εμπιστοσύνη του βασιλιά και τον έπεισε να εκστρατεύσει εναντίον των Βάλαρ! Έτσι, το έτος ΙΙ-3319, ολόκληρος ο τεράστιος στόλος των Νουμενοριανών σάλπαρε προς τη Δύση. Αλλά τη στιγμή, που ο βασιλιάς τόλμησε να πατήσει στην ιερή γη της Άμαν, η Νούμενορ, το Δώρο των Βάλαρ, καταποντίστηκε απ' το θυμό των Βάλαρ για την ύβρι αυτή, ρίχνοντας στην Άβυσσο όλο το μεγαλείο αλλά και την αλαζονεία των Ανθρώπων. Κι από τότε έμεινε γνωστή ως Atalantë (Αταλάντη ή Ατλαντίς).

Ελάχιστοι Πιστοί, υπό την αρχηγία του Ελέντιλ, είχαν προειδοποιηθεί για την επικείμενη καταστροφή από τα Ξωτικά. Έτσι, έχοντας έτοιμα τα πλοία τους στα ανατολικά του νησιού, διασώθηκαν και βρήκαν καταφύγιο στις αποικίες της Μέσης-γης. Εκεί δημιούργησαν τα περίφημα βασίλεια της Άρνορ και της Γκόντορ, τα οποία, όμως, δεν ήταν παρά θολά αντίγραφα της δόξας και της ισχύος της Νούμενορ.

24/4/10

Νέοι Φίλοι (4ο μέρος)


Έμεινε μαζί τους και έμαθε ότι η φυλή αυτή είχε αποκοπεί από τις τάξεις του πληθυσμού εκείνου που ακολούθησε το λαό της Χάλεθ προς τα δυτικά. Είχαν προτιμήσει την ελευθερία που τους παρείχε το δάσος αυτό κατά τα χρόνια της Σκοτεινιάς των αρχαίων ημερών, και είχαν συναντήσει ελάχιστα περιπλανώμενα ξωτικά -που τους είχαν μάθει κάποια βασικά πράγματα- , μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε εκείνος, είχαν καταλάβει όμως αμέσως τί είδους πλάσμα ήταν, καθώς και ότι δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να τους βλάψει. 
Ενδιαφέρθηκαν να μάθουν για το αποτέλεσμα της πορείας των ομοφύλων τους που πλέον αποτελούσε σχεδόν μόνο έναν χαμένο θρύλο της προφορικής τους παράδοσης, και χάρηκαν για τα επιτεύγματά τους και τα ηρωικά τους κατορθώματά στις μάχες, και τον συμπάθησαν περισσότερο όταν έμαθαν για τις φιλικές του σχέσεις με τους Ντρούγκου της Δύσης και τη ζωή του μαζί τους. Εκείνοι ήταν σαφώς λιγότερο αναπτυγμένοι σωματικά και νοητικά, λόγω της απομόνωσής τους από τους άλλους λαούς, και ζούσαν κάτω από πρωτόγονες συνθήκες, σχεδόν χωρίς έχουν ούτε καν τα στοιχειώδη.
Κι ο Ελουρέντ τους έμαθε πώς να βελτιώσουν τη ζωή τους και με μεγάλη του χαρά είδε ότι οι Ντρουάνταν ήταν διατεθειμένοι να διδαχτούν και να αποχτήσουν μεγάλη γνώση. Ζούσαν σαν μία μεγάλη κοινότητα, σε πολλές σπηλιές στα Νίμραϊς του Ανόριεν, που τις χρησιμοποιούσαν κυρίως σαν αποθηκευτικούς χώρους, αφού προτιμούσαν την άνεση που τους προσέφερε το ανοιχτό ύπαιθρο και απέρριπταν τα οποιαδήποτε κτίσματα, αδιαφορώντας για τις σφοδρές κακοκαιρίες των χειμώνων.
Έμεινε πολύ καιρό μαζί τους, διατρέχοντας τις περιοχές των βουνών μέχρι και το Θρίχαϊρν και εντόπισε το πέρασμα προς τον Νότο, όμως δεν θέλησε να φύγει επειδή αισθανόταν υπεύθυνος γι’ αυτούς, και θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να τους αφήσει ακόμα μόνους τους και χωρίς καθοδήγηση. Συχνά τους ακολουθούσε στις αναζητήσεις τους και στις διαδρομές τους, φτάνοντας ακόμα και μέχρι το Μιντολλούιν, τη γαλάζια βουνοκορφή που είχε δει για πρώτη φορά, όταν κατέβαινε παραποτάμια τον Ονοντλό. Και ήταν και πάλι ευτυχισμένος, και τα χρόνια περνούσαν χωρίς να τα υπολογίζει, κοντά στους αγαπημένους φίλους του. 
Σ’ αυτήν τη πανύψηλη βουνοκορφή βρισκόταν, όταν μαζί με τους Ρόγκιν, είδε το στόλο των μεγάλων καραβιών με τα χρυσοκόκκινα πανιά που φάνηκε ένα ανοιξιάτικο ηλιοβασίλεμα να περιπλέει τις ακτές του Φάλας, να πλησιάζει τις ακτές του Χάραντ, και να αποβιβάζει μεγάλο στράτευμα. Όμως έδωσε ελάχιστη σημασία (όπως και οι Ντρούγκου), αφού δεν υπήρχε ενδιαφέρον από μέρους τους να ανακατευτούν στις υποθέσεις των ανθρώπων (που εκείνος σχεδόν περιφρονούσε πια), αφού φαίνονταν να είναι εντελώς αχάριστοι μπροστά στον αγώνα των προπατόρων τους, και το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η απόκτηση πλούτου με οποιονδήποτε τρόπο, εις βάρος όλων όσων μπορούσαν να εκμεταλλευτούν και να υποδουλώσουν. Από τη στιγμή που δεν υπήρχε ανάμειξη των ξωτικών που απείχαν, κι εκείνος ήταν αποφασισμένος να μην ασχοληθεί ξανά με αυτό το γένος των σφετεριστών και των τυχοδιωκτών. 
Τις μάχες του Ερίαντορ τις είχε ακολουθήσει μακρόχρονη ειρήνη που έθρεψε εν μέρει τις πληγές που είχε προκαλέσει η προέλαση και η αχόρταγη διάθεση του Σάουρον, αν και οι μεγάλες δασωμένες εκτάσεις που κατακάηκαν από τη ληστρική μανία του, είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα και δεν ανανεώθηκαν ποτέ. Τα ξωτικά που είχαν επιζήσει ήταν λίγα, συγκριτικά με άλλες εποχές, αλλά ήταν βέβαιος ότι θα ανακτούσαν τον έλεγχο και την πρωτοκαθεδρία πάνω στα γεγονότα μόλις οι συνθήκες τους το επέτρεπαν, και εκείνος ήταν πάντα πρόθυμος να αναλάβει δράση και να βοηθήσει τα μέλη της φυλής του. Πιο πολύ όμως απ’ όλα και απ’ όλους, τον ενδιέφεραν οι Ντρούγκου, και του Άντραστ και του Ανόριεν.

19/4/10

Νέοι Φίλοι (3ο μέρος)


Έμεινε μαζί τους και έμαθε ότι η φυλή αυτή είχε αποκοπεί από τις τάξεις του πληθυσμού εκείνου που ακολούθησε το λαό της Χάλεθ προς τα δυτικά. Είχαν προτιμήσει την ελευθερία που τους παρείχε το δάσος αυτό κατά τα χρόνια της Σκοτεινιάς των αρχαίων ημερών, και είχαν συναντήσει ελάχιστα περιπλανώμενα ξωτικά -που τους είχαν μάθει κάποια βασικά πράγματα- , μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε εκείνος, είχαν καταλάβει όμως αμέσως τί είδους πλάσμα ήταν, καθώς και ότι δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να τους βλάψει. 
Ενδιαφέρθηκαν να μάθουν για το αποτέλεσμα της πορείας των ομοφύλων τους που πλέον αποτελούσε σχεδόν μόνο έναν χαμένο θρύλο της προφορικής τους παράδοσης, και χάρηκαν για τα επιτεύγματά τους και τα ηρωικά τους κατορθώματά στις μάχες, και τον συμπάθησαν περισσότερο όταν έμαθαν για τις φιλικές του σχέσεις με τους Ντρούγκου της Δύσης και τη ζωή του μαζί τους. Εκείνοι ήταν σαφώς λιγότερο αναπτυγμένοι σωματικά και νοητικά, λόγω της απομόνωσής τους από τους άλλους λαούς, και ζούσαν κάτω από πρωτόγονες συνθήκες, σχεδόν χωρίς έχουν ούτε καν τα στοιχειώδη.
Κι ο Ελουρέντ τους έμαθε πώς να βελτιώσουν τη ζωή τους και με μεγάλη του χαρά είδε ότι οι Ντρουάνταν ήταν διατεθειμένοι να διδαχτούν και να αποχτήσουν μεγάλη γνώση. Ζούσαν σαν μία μεγάλη κοινότητα, σε πολλές σπηλιές στα Νίμραϊς του Ανόριεν, που τις χρησιμοποιούσαν κυρίως σαν αποθηκευτικούς χώρους, αφού προτιμούσαν την άνεση που τους προσέφερε το ανοιχτό ύπαιθρο και απέρριπταν τα οποιαδήποτε κτίσματα, αδιαφορώντας για τις σφοδρές κακοκαιρίες των χειμώνων.
Έμεινε πολύ καιρό μαζί τους, διατρέχοντας τις περιοχές των βουνών μέχρι και το Θρίχαϊρν και εντόπισε το πέρασμα προς τον Νότο, όμως δεν θέλησε να φύγει επειδή αισθανόταν υπεύθυνος γι’ αυτούς, και θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να τους αφήσει ακόμα μόνους τους και χωρίς καθοδήγηση. Συχνά τους ακολουθούσε στις αναζητήσεις τους και στις διαδρομές τους, φτάνοντας ακόμα και μέχρι το Μιντολλούιν, τη γαλάζια βουνοκορφή που είχε δει για πρώτη φορά, όταν κατέβαινε παραποτάμια τον Ονοντλό. Και ήταν και πάλι ευτυχισμένος, και τα χρόνια περνούσαν χωρίς να τα υπολογίζει, κοντά στους αγαπημένους φίλους του. 
Σ’ αυτήν τη πανύψηλη βουνοκορφή βρισκόταν, όταν μαζί με τους Ρόγκιν, είδε το στόλο των μεγάλων καραβιών με τα χρυσοκόκκινα πανιά που φάνηκε ένα ανοιξιάτικο ηλιοβασίλεμα να περιπλέει τις ακτές του Φάλας, να πλησιάζει τις ακτές του Χάραντ, και να αποβιβάζει μεγάλο στράτευμα. 
Όμως έδωσε ελάχιστη σημασία (όπως και οι Ντρούγκου), αφού δεν υπήρχε ενδιαφέρον από μέρους τους να ανακατευτούν στις υποθέσεις των ανθρώπων (που εκείνος σχεδόν περιφρονούσε πια), αφού φαίνονταν να είναι εντελώς αχάριστοι μπροστά στον αγώνα των προπατόρων τους, και το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η απόκτηση πλούτου με οποιονδήποτε τρόπο, εις βάρος όλων όσων μπορούσαν να εκμεταλλευτούν και να υποδουλώσουν. Από τη στιγμή που δεν υπήρχε ανάμειξη των ξωτικών που απείχαν, κι εκείνος ήταν αποφασισμένος να μην ασχοληθεί ξανά με αυτό το γένος των σφετεριστών και των τυχοδιωκτών. 
Τις μάχες του Ερίαντορ τις είχε ακολουθήσει μακρόχρονη ειρήνη που έθρεψε εν μέρει τις πληγές που είχε προκαλέσει η προέλαση και η αχόρταγη διάθεση του Σάουρον, αν και οι μεγάλες δασωμένες εκτάσεις που κατακάηκαν από τη ληστρική μανία του, είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα και δεν ανανεώθηκαν ποτέ. Τα ξωτικά που είχαν επιζήσει ήταν λίγα, συγκριτικά με άλλες εποχές, αλλά ήταν βέβαιος ότι θα ανακτούσαν τον έλεγχο και την πρωτοκαθεδρία πάνω στα γεγονότα μόλις οι συνθήκες τους το επέτρεπαν, και εκείνος ήταν πάντα πρόθυμος να αναλάβει δράση και να βοηθήσει τα μέλη της φυλής του. Πιο πολύ όμως απ’ όλα και απ’ όλους, τον ενδιέφεραν οι Ντρούγκου, και του Άντραστ και του Ανόριεν.

14/4/10

ΝΕΟΙ ΦΙΛΟΙ (β' μέρος)

Τα δέντρα μπροστά του φαίνονταν να αραιώνουν, ακολούθησε την πορεία του και έφτασε μπροστά στην όχθη μιας μικρής ορεινής λίμνης. Το νερό ήταν κρυστάλλινο και σκέφτηκε οτι είχε την ευκαιρία να δροσιστεί και να πλύνει και τα ρούχα του, που ήταν ακόμα λεκιασμένα από το αίμα των πληγών του, από την τελευταία μάχη, στις παρυφές του Ρίβεντελ...Παρά την ολιγοήμερη παραμονή του στο Φάνγκορν και ενώ είχε την άδεια των Ονόντριμ να χρησιμοποιήσει το νερό των πηγαδιών τους, από σεβασμό δεν είχε θελήσει να καθαρίσει τα ρούχα του εκεί, είχε μόνο πλύνει τις πληγές του...
Κρέμασε τα όπλα που του είχαν απομείνει σε ένα κοντινό δέντρο, και ακούμπησε το σπαθί του και τη ζώνη του στη ρίζα του..Ξεντύθηκε και ακούμπησε τα ρούχα του σε ένα βραχάκι δίπλα στο νερό, και με αργές κινήσεις μπήκε στη λίμνη. Το νερό ήταν παγωμένο και έκανε τα μέλη του να μουδιάζουν, αλλά συνέχισε να κολυμπά, και να καταδύεται στο πεντακάθαρο νερό, μέχρι που άγγιζε τον λασπώδη βυθό και μετά ανέβαινε πάλι στην επιφάνεια για να ανασάνει, πριν βουτήξει ξανά, μέχρι που η κούραση τον ανάγκασε να στραφεί προς την ακτή. Ομως τα λεκιασμένα και φθαρμένα ρούχα του έλειπαν, και στη θέση τους κάποιος είχε αφήσει καινούρια, υφασμένα από το ίδιο κοκκώδες νήμα τσουκνίδας που ήταν φτιαγμένα και τα δικά του: ήταν υφάσματα Ρόγκιν...

Ήθελε να τους καλοπιάσει και να τους κάνει να τον εμπιστευτούν. Τους μίλησε με τη διάλεκτο των Ντρούγκου του Μπρέθιλ αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση, ένιωθε όμως την παρουσία τους τριγύρω και πρόλαβε να δει τις φευγαλέες κινήσεις τους, ανάμεσα στις σκιές. Δεν ήθελε να τους κυνηγήσει και να δοκιμάσει να πιάσει κάποιον από αυτούς που ήταν διασκορπισμένοι μέσα στο δάσος, επειδή σκεφτόταν ότι είχε απεριόριστο χρόνο μπροστά του, αφού ο πόλεμος είχε λήξει προσωρινά (μιας και όπως υπολόγιζε, ο Σάουρον θα αργούσε να ανακάμψει μετά από την ολική εξολόθρευση των λεγεώνων του), και εξάλλου δεν αισθανόταν ακόμα καλά, και αν αποτύγχανε, ίσως τα μικροκαμωμένα ντροπαλά πλάσματα να εξαφανίζονταν διαπαντός. Αν έμοιαζαν στο ελάχιστο με τους φίλους του, τότε ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε τον τρόπο να τους προσεγγίσει…
Βγήκε από το νερό και φόρεσε τα ρούχα που του είχανε φέρει και μετά έβγαλε από τη φαρέτρα του λεπτό σκοινί με το οποίο τον είχαν εφοδιάσει προληπτικά οι Γιάουρ, και το έδεσε στον κορμό του τόξου του. Την άλλη άκρη του σκοινιού την στερέωσε πάνω στο στέλεχος ενός από τα βέλη του. Σήκωσε το τόξο και στράφηκε πάλι προς την όχθη, κρατώντας επίτηδες την αιχμή του βέλους του χαμηλά (για να μην τους τρομάξει κάνοντάς τους να νομίζουν ότι τους σημαδεύει), και αμέσως χτύπησε ένα ψάρι που τράβηξε έξω από το νερό με αργές κινήσεις. Το άφησε παράμερα και μάζεψε πέτρες που τις τοποθέτησε σε μικρό κύκλο μακριά από τα δέντρα, κοντά στην όχθη και μετά, με ξερά ξύλα και χορτάρια και αρκετή προσπάθεια, άναψε φωτιά. Έψησε το ψάρι χρησιμοποιώντας το βέλος του για να το στερεώσει, και βρήκε ο ίδιος ένα καρδιόσχημο φύλλο σαν εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι Ντρούγκου του Ανόριεν και τοποθέτησε το ψάρι στο κέντρο του.
Το άφησε πάνω σε έναν κάτασπρο βράχο κοντά στο νερό και απομακρύνθηκε, αλλά αυτή τη φορά όχι προς τα δυτικά αλλά προς τα ανατολικά. Δεν είχε σκοπό να φύγει πριν τους συναντήσει και τους μιλήσει. Το ύφασμα των καινούριων του ρούχων ήταν αγανό (αραιοϋφασμένο) και αρκετά χοντροκομμένο, σαν να μην είχαν την γνώση να το βελτιώσουν, και αν του επέτρεπαν να τους πλησιάσει θα μπορούσε να τους δείξει πώς να το επιτύχουν, και να τους διδάξει και πολλά άλλα χρήσιμα πράγματα που θα τους εξυπηρετούσαν. Επέστρεψε μερικές ώρες μετά, και είδε ότι το ψάρι έλειπε από τον βράχο που το είχε αφήσει, και η φωτιά που σιγόκαιγε ακόμα όταν έφευγε, τώρα ήταν σβηστή. Καθώς όμως πλησίασε την μικρή εστία, είδε ότι δεν υπήρχε ούτε δείγμα από τα αποκαΐδια που θα έπρεπε να υπάρχουν μέσα στον πέτρινο κύκλο: Οι Ντρούγκου για άγνωστο λόγο είχαν πάρει τη φωτιά μαζί τους. 
Όταν μέσα στη νύχτα είδε τη φλόγα να ανάβει στην απέναντι λοφοκορφή και άκουσε με την ξωτική του ακοή τις τσιριχτές φωνές, κατάλαβε το λάθος που είχε κάνει, αλλά υπήρχε ακόμα τρόπος να το διορθώσει…Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε (με δύναμη που δεν ήξερε από πού άντλησε για να τα καταφέρει) και σκαρφάλωσε τις δασωμένες πλαγιές και αρπάζοντας ένα μεγάλο χλωρό κλαδί με πολλά φύλλα, άρχισε να χτυπάει τη φωτιά που δεν είχε ακόμα προλάβει να θεριέψει και να επεκταθεί, και οι Ντρούγκου, που όπως φάνηκε δεν είχαν ιδιαίτερη πείρα από την χρήση της, πάτησαν με τα πόδια τους τα μισοσβησμένα κλαδιά και τα καρβουνιασμένα χορτάρια και αποτελείωσαν τις λιγοστές εστίες που είχαν απομείνει. 
Μέσα στη σιωπή που ακολούθησε την έγκαιρη επέμβασή του, είδε που τον είχαν πλησιάσει πολλά άτομα, άντρες και γυναίκες και παιδιά, και τον κοίταζαν από κοντά απορημένοι, ενώ όμως ήθελε να τους συστηθεί, ο πόνος στο τραυματισμένο του δεξί πλευρό που τον τυραννούσε όλες τις τελευταίες μέρες έγινε οξύς και ανυπόφορος και αναγκάστηκε να στηριχτεί σε ένα από τα πιο κοντινά δέντρα, φέρνοντας το χέρι του στο σημείο του τραύματος. Τότε ένας από τους γεροντότερους της πολυμελούς φυλής, έφερε πάλι τον μαβί πολτό που μύριζε σα λιωμένο βύσσινο, και τον βοήθησε να το απλώσει πάνω στο κόψιμο από κάποιο εχθρικό σπαθί που τον είχε πληγώσει στη τελευταία μάχη.
«Είναι βάλσαμο των Ρόγκιν», είπε αργά και συλλαβιστά ο Ντρουγκ, θέλοντας να γίνει κατανοητός από τον πανύψηλο ξένο.
«Είμαι ο Ελουρέντ», απάντησε εκείνος και γέλασε παρά τον πόνο, και όλοι οι Γιάουρ γέλασαν κι εκείνοι.

10/4/10

Το Οϊολόσσε



Ας δούμε τί λέει η wiki για τον Μάνγουε, που δημιούργησε ο Άγγλος συγγραφέας του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν.
"Ο Μάνγουε είναι Άινου, το όνομα του σημαίνει "Ευλογημένος", και είναι ο βασιλιάς των Άινουρ, αδελφός του Μέλκορ. Αν και ο Μέλκορ είναι πιο ισχυρός(αυτός ο οποίος θεωρούνταν ο άρχοντας της μουσικής και αργότερα έγινε ο πρώτος Μόργκοθ= μάυρος εχθρός), στον Μάνγουε έχει δοθεί το χάρισμα του να βλέπει τις σκέψεις του Έρου Ιλούβαταρ, του Δημιουργού, και να καταλαβαίνει τους σκοπούς του. Μένει με την γυναίκα του, την Βάρντα στο Οϊολόσσε, ένα πύργο πάνω στην  ψηλότερη κορυφή του βουνού του θεϊκού νησιού του Βάλινορ, το Τανίκουετιλ.
Ο Μάνγουε είναι επίσης προστάτης των πουλιών και η κύρια απόλαυση του περιλαμβάνει την ενασχόληση με τα σύννεφα και τους ανέμους. Ιερά του πουλιά και κατάσκοποί του στην Μέση Γη είναι οι Αετοί. Από τα ξωτικά ονομάζεται, όπως αναφέρει και ο Τόλκιν, "Σούλιμο", που σημαίνει άρχοντας της πνοής της Άρντα."
Το Οϊολόσσε (Πάντα-Λευκό), ή στη γλώσσα "Σίνταρ" Amon Uilos, ήταν η ψηλότερη κορυφή του όρους Τανίκουετίλ (=ιερό βουνό), της οροσειράς Πελόρι (βουνά της Άμυνας, ή Βουνά-Τείχη)...
Είναι εύκολο να μαντέψουμε ποιο μέρος της Μ.Βρετανίας ενέπνευσε τον Τόλκιν ωστε να σκεφτεί και να ονοματίσει το βουνό (αντίστοιχο του δικούς μας Ολύμπου): το βουνό Snowdon, στην Ουαλλία, την πατρίδα του...Το όνομα στην Σαξωνική (Snow Dun) σημαίνει "χιονόλοφος"...
Είναι ενδιαφέρον να δούμε οτι η λέξη Eryri (eryr), πολύ κοντινή στην προφορά προς τη λέξη Eryn, που χρησιμοποιούσε ο Τόλκιν στην ονοματοδοσία άλλων βουνών τους τριλογίας, ( πχ, Έρυν Λούιν ) είναι ουαλλικής προέλευσης και σημαίνει "αετός", ή ύψωμα...Περισσότερες πληροφορίες για το βουνό Snowdon και το Εθνικό Πάρκο Snowdonia, θα βρείτε εδώ...

5/4/10

ΝΕΟΙ ΦΙΛΟΙ



Μπήκε ξημερώματα μέσα στο δάσος του Ανόριεν και άρχισε να ανεβαίνει προς τις κορυφές, ψάχνοντας να βρει ένα μέρος κοντά σε νερό όπου θα καθόταν να ξεκουραστεί για κάποιο διάστημα, αφού τα τραύματά του είχαν αρχίσει πάλι να τον ενοχλούν και πονούσε αρκετά. Μέχρις εκείνη τη στιγμή δεν είχε καταφέρει να εντοπίσει κάποιο ιαματικό φυτό αρκετά ισχυρό ώστε να τον ανακουφίσει από τον πόνο, και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν υπομονή και οικονομία δυνάμεων. 
Το έδαφος ήταν άγνωστο και απότομο και προχωρούσε αργά, και τα δάση από φράξους, βελανιδιές, σκλήθρα και οξιές που διαδέχονταν το ένα το άλλο, σύντομα έδωσαν τη θέση τους σε πυκνά δάση σημύδων που τα φύλλα τους είχαν αρχίσει να κιτρινίζουν και να κοκκινίζουν, ενώ με το παραμικρό φύσημα του αγέρα που όλο και δρόσιζε εξαιτίας του φθινοπώρου που πλησίαζε, θρόιζαν με τον ήχο πολλών στομάτων που ψιθυρίζουν, όμως ήταν σίγουρος ότι ανάμεσα στους ψιθύρους των δέντρων, άλλα στόματα, υπαρκτά, ψιθύριζαν λέξεις και λόγια που όλο και κάτι του θύμιζαν, αλλά εξαιτίας της κούρασης, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και να τα αναγνωρίσει. 
Η διαίσθησή του, του έλεγε ότι υπήρχαν πλάσματα κοντά του, φιλικά ή εχθρικά δεν ήξερε ακόμα να απαντήσει, γι’ αυτό κάθισε στην δροσερή ρίζα μίας σκιερής λευκόφλουδης σημύδας και έμεινε ακίνητος επικεντρώνοντας -όσο η φυσική του κατάσταση που έφθινε του επέτρεπε- την ξωτική ακοή του σ’ αυτούς τους ήχους που θεωρούσε ότι άκουγε, και σύντομα διαπίστωσε την απόλυτη δικαίωση του προαισθήματός του.
Δεν ήταν μόνος του, αλλά κάποιος ή κάτι, που σε καμία περίπτωση δεν ήταν ξωτικό, τον παρακολουθούσε, όμως δεν ένοιωθε καθόλου φόβο ούτε και ανησυχία: Παρέμεινε στη θέση του, μιας και δεν άντεχε να προχωρήσει άλλο, και αγνόησε τους ψιθύρους του δάσους.
Την επόμενη ημέρα το πρωί, μετά από μία μακριά και αστροφώτιστη νύχτα, θέλησε να σηκωθεί από τη θέση του και τότε είδε τους καρπούς που ήταν αφημένοι μέσα σε ένα μεγάλο καρδιόσχημο πράσινο φύλλο από κάποιο βολβόριζο φυτό του εδάφους, τοποθετημένοι αρκετά κοντά του, σαν αυτός που τους είχε φέρει εκεί, να ήθελε να σιγουρευτεί ότι θα τους έβρισκε. 
Όποιος κι αν ήταν όμως, δεν τον είχε πάρει είδηση να πλησιάζει αλλά σίγουρα δεν είχε σκοπό να τον βλάψει, ίσως και να είχε παρατηρήσει τα φθαρμένα του ρούχα, φτιαγμένα από γκρίζο ύφασμα των Ντρούγκου, που ήταν λερωμένα από το αίμα που είχε χάσει όταν είχε πληγωθεί. Κοίταξε τους καρπούς καθώς έσκυψε να τους πάρει, ήταν φρέσκα φουντούκια σπασμένα και καθαρισμένα, και μαύρα ζουμερά βατόμουρα. 
Δεν πεινούσε, αλλά σκέφτηκε τον κόπο αυτών που τα είχαν μαζέψει και ετοιμάσει, και αντιλήφθηκε ότι είχε να κάνει με ευφυή πλάσματα που πιθανότατα εξακολουθούσαν να τον παρακολουθούν και να παρατηρούν από μακριά τις κινήσεις του, και έφαγε αυτήν την υποτυπώδη τροφή, μασώντας αργά και επιδεικτικά τα φουντούκια και τα βατόμουρα, πριν συνεχίσει να περπατά. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του σχετικά με την ταυτότητα αυτών που θέλησαν να τον φροντίσουν μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά είχε ακόμα αμφιβολίες, παρόλο που μέσα του έλπιζε να συνέβαινε αυτό ακριβώς που υποπτευόταν. 
Προχωρούσε δυτικά όλη την ημέρα, με βαριά και κουρασμένα βήματα και σταμάτησε πάλι για την νύχτα που ήρθε συννεφοσκεπασμένη, χωρίς ίχνος αστεριών ή φεγγαριού, ενώ με το που χάραξε το επόμενο πρωί, βρήκε καινούρια φρούτα και φουντούκια, αφημένα μαζί με έναν υδαρή πολτό που δεν αναγνώριζε, αλλά μύριζε γλυκερά σαν φτιαγμένος από φρούτο, δεν ήξερε όμως τί να τον κάνει και τον άφησε. Και μόνο μετά από δύο ακόμα ημέρες που το παιχνίδι και η παρακολούθηση συνεχιζόταν, κατάλαβε τί συνέβαινε και γιατί.