17/6/14

Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΝΤΕΝΧΑΡ (α μέρος)



Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΝΤΕΝΧΑΡ

Ο Ντένχαρ δεν έμεινε για παραπάνω από δύο μέρες στο οροπέδιο των αγαλμάτων... Το καλοκαίρι τελείωνε και ήθελε να βρει τον μεγάλο δυτικό δρόμο. Μπροστά του έβλεπε τις κορυφές του Θρίχαϊρν και τα αγάλματα Ντρούγκου με την διάταξή τους, του φαινόταν ότι του έδειχναν προς εκείνη την κατεύθυνση. Η ανάβαση ήταν δύσκολη και καθώς σκαρφάλωνε τις ακόμα χιονισμένες πλαγιές του Θρίχαϊρν, το ένα από τα δύο άλογά του, πάτησε σε πάγο που ξεκόλλησε, και γκρεμίστηκε σε βάραθρο αγνώστου βάθους. Δεν μπόρεσε να το συγκρατήσει και να το σώσει, ήταν φορτωμένο και το βάρος του είχε πολλαπλασιαστεί, και εκείνος έμεινε ξαπλωμένος στο χιόνι πάνω από το χάσμα, όμως, από το σημείο που βρισκόταν είδε τη διαφορά του χρώματος των δασών από την νότια και τη βόρεια πλευρά των Έρεντ Νίμραϊς και με μεγαλύτερο πάθος άρχισε να κατεβαίνει από την πλευρά της Αρντ Γκάλεν.
 Προσπαθούσε να μην παρεκκλίνει από την πορεία του και όταν επιτέλους συνάντησε τον δρόμο που έψαχνε, καβάλησε το άλογο που μέχρι τώρα συνόδευε πεζός και κάλπασε προς τα ανατολικά, συναντώντας σε κάθε στροφή αγάλματα Ντρούγκου. Προσπέρασε την πρώτη φρυκτωρία, τρέχοντας με απίστευτη ταχύτητα όλη την πρώτη μέρα και συνέχισε χωρίς να σταματήσει πουθενά για πολλή ξεκούραση. Μέσα στο επόμένο δεκαήμερο προσπέρασε και τις υπόλοιπες τέσσερις και δεν είδε με το δωδέκατο ξημέρωμα την μικρή κρυστάλλινη λίμνη που ήταν μέσα στο δάσος πέρα από τον δρόμο. Όμως οι Ντρούγκου που ήταν κρυμμένοι εκεί τον άκουσαν να περνάει με το άλογο, και δεν προσπάθησαν να τον εμποδίσουν να πλησιάσει. Εκείνοι ήξεραν ακόμα πιο σύντομο δρόμο από τον δρόμο τον δικό του και γύρισαν να ειδοποιήσουν τους ομοφύλους τους ότι ένας τοξότης ιππέας ερχόταν μετά από πολύ καιρό στα μέρη τους. Ο Γκόν-γκιρι που άκουσε την περιγραφή του άντρα που ερχόταν με το άλογο, μάντεψε ποιος ήταν και έβαλε να προετοιμάσουν ένα μικρό κατάλυμα, αλλά δεν γνώριζε ότι το βράδυ αυτό θα γινόταν μάχη μπροστά του, ανάμεσα σε Ορκ και εκείνους, και τα βέλη θα έπεφταν σαν βροχή από όλες τις κατευθύνσεις, βάζοντας την ζωή του φίλου του σε κίνδυνο.

 Ο Ντένχαρ έπεσε πάνω στους Ορκ που υποχωρούσαν και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το άλογο και να το διώξει, για να μην το χάσει κι εκείνο, και οχυρώθηκε πίσω από τα δέντρα, που δεν του προσέφεραν ιδιαίτερη κάλυψη. Η νύχτα είχε ρίξει τα σκοτάδια της πάνω στο δάσος από σημύδες και ο κίνδυνος έκανε τα μηνίγγια του να χτυπούν και τα δάχτυλά του να μουδιάζουν, όμως δεν υπήρχε άλλος τρόπος να προχωρήσει πέρα από το να πολεμήσει και κείνος, και θεωρούσε ότι και τα όπλα του και οι ικανότητες του, ήταν αρκετές για να τα καταφέρει. Έριξε όλα του τα βέλη, στοχεύοντας μόνον όσους ξεχώριζε καθαρά κάτω από το λιγοστό φεγγάρι και οι Ορκ τον εντόπισαν και του επιτέθηκαν, παρατώντας τους Γιάουρ που πλησίαζαν απ’ όλες τις πλευρές του βουνού, με κόκκινες τις κόρες των μαύρων ματιών τους. Πως θα μπορούσε όμως να αντισταθεί σε τόσους μεγαλόσωμους και βαριά οπλισμένους πολεμιστές;