31/3/12

Η επιστροφή του πολεμιστή (α μέρος)


Τα νέα από τον πόλεμο έρχονταν πια με συχνότητα απίστευτη και πολύ σύντομα έμαθαν ότι η πολιορκία είχε τελειώσει και η Συμμαχία είχε νικήσει. Όλοι περιμένανε να δούνε τους ανθρώπους τους να γυρίζουν, και κάμποσο καιρό μετά, ο Νέχαρ εμφανίστηκε στη πύλη, τελευταίος απ’ όλους τους Νουμενόριαν του Άντραστ που επέστρεψε σπίτι του. Η Μίριελ τον αναγνώρισε αμέσως, αλλά ο Ντένχαρ δίστασε να τον πλησιάσει επειδή η εικόνα που είχε από τον πατέρα του όταν έφευγε, διέφερε πάρα πολύ από αυτόν τον άνθρωπο που έβλεπε μπροστά του. Τον έβαλαν να καθίσει επειδή φαινόταν εξαντλημένος και τον άφησαν να τους κοιτάξει πιο προσεκτικά, και ο γιος του τότε τον πλησίασε και τον αγκάλιασε. Τα καστανά μαλλιά του που είχαν γκριζάρει πια, ήταν μακριά και απεριποίητα και τα μάτια του υγρά, και ο νέος άνδρας που τον είχε αγκαλιάσει ήταν ο μικρός του Ντένχαρ, που τον είχε αφήσει πίσω του μόλις δεκαπέντε χρονών, με ένα σωρό ευθύνες πάνω στις παιδικές του πλάτες και τώρα ήταν κιόλας εικοσιτριών ετών και τα γκρίζα μάτια του μόλις που τα αναγνώριζε και εκείνος.
«Και ο Μπάραν;» ρώτησε ξαφνικά η Μίριελ.
«Η κόρη του που είναι;» έκανε εκείνος.
«Που είναι ο Μπάραν, πατέρα;» ρώτησε ο Ντένχαρ ανήσυχος.
«Εκείνη πρέπει να μάθει πρώτη», του απάντησε. «Πήγαινε να την βρεις και να της πεις να έρθει», του είπε με φωνή σχεδόν σβησμένη και εκείνος έτρεξε να πάρει ένα από τ’ άλογα και έφυγε καλπάζοντας.

Η Γκλίνενρουθ ήταν στο λιναροχώραφο. Οκτώ ολόκληρα χρόνια είχαν περάσει από την πρώτη φορά που είχε σταθεί στη μέση αυτού του λιβαδιού, όταν είχε πρωτοδεί τα λυγερά φυτά του λιναριού, και ο κύκλος της καλλιέργειας είχε κλείσει πάλι στο ίδιο λιβάδι. Είχε τα μαλλιά της μαζεμένα και τυλιγμένα στο γκρίζο μαντήλι της. Τα μανίκια της ήταν διπλωμένα στους αγκώνες της και το φαρδύ λινό φουστάνι της, στο ίδιο χρώμα του μαντηλιού, φούσκωνε από τον αέρα που φυσούσε και πλάγιαζε τα γαλάζια λινάρια που τόσο αγαπούσε. Είχε μαζέψει ήδη αρκετές αγκαλιές που είχε δέσει σε χαλαρά δέματα, με χοντρό αυτοσχέδιο χορτάρινο κορδόνι. Ο Ντένχαρ ήρθε με το άλογο κοντά, και εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Υπήρχε τόσο πολύ φως μέσα σ’ αυτά τα μάτια, που αισθανόταν ότι γινόταν διάφανος στο βλέμμα της και έχανε το κουράγιο του όταν τον κοίταζε, όποτε γινόταν αυτό.
«Γύρισε ο πατέρας μου…» της είπε μοναχά, και εκείνη παράτησε το μάτσο που έφτιαχνε μαζί με τ’ άλλα που είχε ετοιμάσει, και διασχίζοντας τη γαλάζια θάλασσα από λουλούδια λιναριού, άρχισε να τρέχει προς την πόλη.
Από τα στενά δρομάκια, έφτασε ως το σπίτι, και μπήκε μέσα σχεδόν την ίδια στιγμή με τον Ντένχαρ που είχε έρθει με το άλογο από άλλο δρόμο από αυτόν που είχε πάρει εκείνη, και που παραμέρισε στο άνοιγμα της πόρτας, αφήνοντάς την να περάσει πρώτη. Έριξε μια ανυπόμονη ματιά γύρω της και στάθηκε μπροστά στον ώριμο άντρα που καθόταν στην καρέκλα και σηκώθηκε άναυδος μόλις την είδε. Η όμορφη νεαρή γυναίκα που τον κοίταζε χαμογελαστή, έμοιαζε με ξωτικό όνειρο, μα ήταν το ίδιο κορίτσι που είχε έρθει να μείνει με την οικογένειά του πριν τον πόλεμο.
«Γεια σου Νέχαρ, καλωσόρισες…» του είπε καθώς την κοίταζε άφωνος. «Που είναι ο πατέρας μου;»
Αλλά εκείνος δεν της μίλησε.
»Που είναι λοιπόν;» τον ξαναρώτησε ελαφρά λαχανιασμένη από το τρέξιμο, αλλά χαμογελαστή. «Πήγε πρώτα στους Γιάουρ, αντί να έρθει να δει εμένα;»
Ο Νέχαρ άνοιξε το στόμα του για να της απαντήσει αλλά δεν έβγαλε λέξη, και η Ρούθιελ ξανακοίταξε για μια στιγμή γύρω της και το χαμογελαστό της πρόσωπο σοβάρεψε σταδιακά και η ανάσα της δεν ακουγόταν πια. Και τότε άπλωσε το αριστερό της χέρι χωρίς να του μιλήσει ξανά και εκείνος ακούμπησε το χρυσό δαχτυλίδι του Ελουρέντ μέσα στην ανοιχτή παλάμη της και εκείνη έμεινε για λίγο να τον κοιτά, και μετά κατέβασε τα μάτια της και κοίταξε το λαμπερό κόσμημα που έκλεισε σφιχτά στη χούφτα της. Του γύρισε την πλάτη της και μπήκε στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε όλον αυτόν τον καιρό και βάλθηκε να μαζεύει τα πράγματά της μέσα στον καφέ δερμάτινο σάκο της. Ο Ντένχαρ που παρακολουθούσε αμίλητος από μια γωνιά, πρόλαβε να τη δει που τράβηξε το γκρίζο ύφασμα από το κεφάλι της και τα μαλλιά της με τις μακριές κοτσίδες χύθηκαν ελεύθερα μέχρι τη μέση της. Επειδή τότε, η Μίριελ που έκλαιγε σιωπηλά κρυμμένη πίσω από τον αργαλειό του λιναριού, έτρεξε στο δωμάτιό της για να την εμποδίσει να φύγει και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
«Μη φεύγεις…» άκουσε την μητέρα του να της λέει, και μετά οι ομιλίες δεν ξεχώριζαν. Κι έμειναν εκεί κλεισμένες για πολλή ώρα και όταν η Μίριελ βγήκε, άκουσαν τη Γκλίνενρουθ που κατέβασε τον ξύλινο σύρτη και η πόρτα της σφάλισε από μέσα.

19/3/12

Μια προσβολή


Όλο το πρωί η Γκλίνενρουθ έφτιαχνε δεμάτια και σχεδόν είχε κιόλας τελειώσει με τα λινάρια για την ύφανση, όταν αργά το απόγευμα, ο Χίραν εμφανίστηκε πάνω στο άλογο, με το λινό σκούρο μαντήλι της που είχε χάσει τη νύχτα, περασμένο γύρω απ’ το λαιμό του. Εκείνη τον κοίταξε και το βλέμμα της άστραψε, όμως δεν είπε τίποτα, ούτε και σταμάτησε να ξεριζώνει τα φυτά και να τα δένει σε αγκαλιές. Ο Χίραν της γέλασε και μπήκε στο ανθισμένο λιβάδι με το άλογο που τσαλαπάτησε τα λουλούδια και έφαγε και μερικά, κάνοντάς την να θυμώσει περισσότερο.
«Δικό σου δεν είναι αυτό;» τη ρώτησε και έβγαλε το μαντήλι από το λαιμό του κουνώντας το επιδεικτικά, αλλά εκείνη δεν απάντησε, και εκείνος αναγκάστηκε να κάνει μερικά μέτρα ακόμα προς το μέρος της.
»Βλέπω πως φοράς άλλο μαντήλι σήμερα, και φαίνεται πως δεν σ’ ενδιαφέρει αυτό εδώ που έχασες την νύχτα, καθώς έτρεχες σαν άλλη Χάλεθ με το άλογο…»
«Και ‘γω βλέπω ότι σήμερα τον βρήκες τον δρόμο που δεν ήξερες εχθές, από δειλία και αδιαφορία για το φίλο σου!» του απάντησε καυστικά, και το πρόσωπο του Χίραν χλόμιασε και το χαμόγελό του έσβησε.
«Είχα σκοπό να σου το δώσω πίσω, ξωτικοκόριτσο», της είπε θυμωμένος, «μα τώρα μετάνιωσα και λέω να το κρατήσω, εκτός κι αν μου ζητήσεις συγγνώμη!»
Η Μίριελ που είχε φύγει το ξημέρωμα, μετά από τη Ρούθιελ και τον Ντρουγκ, για να πάει στην Βόρεια εγκατάσταση να επισκεφτεί τα πεθερικά της και να τους ενημερώσει ότι ο Ντένχαρ είχε επιστρέψει ασφαλής για να μην ανησυχούν, ερχόταν με το κάρο για να πάρει τα δεμάτια του λιναριού, και τον είδε που μιλούσε στο κορίτσι σε έντονο ύφος και σχεδόν στεκόταν από πάνω της με το άλογο, πατώντας στα λουλούδια.
«Συγγνώμη ζητούν μόνον αυτοί που έφταιξαν, και ’γω είμαι εντάξει απέναντι σε όλους! Όσο για το κομμάτι το πανί, να το κρατήσεις, αφού το λέρωσες με τα χέρια σου, κι αν θες να ξέρεις, δεν πρόκειται να μου λείψει καθόλου!» του απάντησε στον ίδιο επιθετικό τόνο, και έκανε μια κυκλική κίνηση με το ένα χέρι της, δείχνοντας προς τα δέματα που είχε όμορφα σωριασμένα πίσω της.
Ο Χίραν έκανε ένα βήμα μπροστά με το άλογο, σχεδόν απειλητικά, αλλά καθώς είδε τη Μίριελ να πλησιάζει, το έστρεψε προς την αντίθετη κατεύθυνση και έφυγε καλπάζοντας.
«Τί συμβαίνει, και γιατί κρατούσε το μαντήλι σου;» τη ρώτησε η Μίριελ που την έφτασε.
Όμως η Ρούθιελ δεν της απάντησε και τοποθέτησε αμίλητη τα λουλούδια στην ξύλινη καρότσα. Και γύρισε στην πόλη πεζή, επειδή δεν θέλησε να ξαναπλησιάσει το άλογο, παρά την νυχτερινή ιππασία. Ο Ντένχαρ που ήταν στο εργαστήριο, την είδε που πέρασε τρεχάτη από την αυλή και κάτι φαινόταν να την απασχολεί, και το βλέμμα της ήταν σκοτεινό. Και το βράδυ δεν ήρθε να καθίσει στο τραπέζι μαζί τους που την περίμεναν, αλλά πήγε στα υποστατικά και άρχισε μόνη της να μουλιάζει το λινάρι, μεσ’ το σκοτάδι.
Η Μίριελ την πλησίασε ξανά και τη ρώτησε για τη συνάντηση με το Χίραν και το μαντήλι της, και η κοπέλα, αυτή τη φορά, δεν αρνήθηκε να της εξηγήσει τι είχε γίνει, και της είπε ότι αισθανόταν σα να την είχαν κλέψει και χλευάσει κατάμουτρα, μ’ αυτήν την συμπεριφορά που δεν άξιζε. Αλλά δε δέχτηκε να πάει στο τραπέζι μαζί της και συνέχισε με τη δουλειά στο λαναριστήριο και εκείνη, θυμωμένη και η ίδια, τα μετέφερε στον Ντένχαρ (αν και η Ρούθιελ την είχε ορκίσει να μην του το πει), που η ματιά του αγρίεψε μεμιάς, και μες τη νύχτα, πήγε στο σπίτι του Χίραν και απέσπασε με τη βία το λινό μαντήλι, μα δεν της το ‘δωσε αμέσως, παρά το έπλυνε μόνος του και το κρέμασε κοντά στην φωτιά, στο εργαστήριο του, για να στεγνώσει.
Ενώ όμως ήθελε πραγματικά να της το δώσει, δεν το έκανε, και όλο καθυστερούσε να το αποφασίσει, και μία μέρα του φθινοπώρου, η Γκλίνενρουθ μπήκε απροειδοποίητα μέσα στο μεταλλουργείο και το είδε που κρεμόταν σε ασφαλές σημείο, μακριά από τη βρωμιά και τη στάχτη, αν και κατά γενική ομολογία, δεν υπήρχε καθαρότερο εργαστήριο πουθενά. Και στάθηκε και τον κοίταξε πληγωμένη, επειδή η κλειστή καρδιά της τον είχε εμπιστευτεί και ήδη τον αγαπούσε, και μες στα μάτια της άστραφταν οι φλόγες από δυο φωτιές, η φωτιά που ένιωθε η ίδια, και η φωτιά του σιδεράδικου.
«Το πήρα αμέσως απ’ τα χέρια του, μόλις το έμαθα ότι το είχε, αλλά δεν είχα την καρδιά να σου το δώσω πίσω, κι όλο ανέβαλα να το κάνω…» της εξήγησε απολογούμενος, και άπλωσε το χέρι του να την αγγίξει, αλλά εκείνη πετάχτηκε έξω από το εργαστήριο, χωρίς να του μιλήσει καθόλου.
Και από τότε προσπαθούσε να τον αποφεύγει, αν και αισθανόταν να σκιρτά η αγάπη μέσα της όποτε τον ένιωθε κοντά της ή όταν τον άκουγε να μιλά, και ο Ντένχαρ υπέφερε κι εκείνος, βλέποντάς την να απομακρύνεται διακριτικά, όποτε την πλησίαζε. Οι μέρες και οι εβδομάδες περνούσαν και η λύπη του αυξανόταν, επειδή η γυναίκα που αγαπούσε, άνθιζε με την ανέγγιχτη ομορφιά ενός αγριολούλουδου, αλλά εκείνος δεν μπορούσε ούτε να την κοιτάξει, χωρίς τα μάτια του να καψαλιστούν από τη μορφή της και την άρνηση. Όμως δεν τολμούσε και να της μιλήσει καθαρά, επειδή δεν είχε το θάρρος να παραβεί την υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα του, αφού ο λόγος προς τους γονείς, είχε πάντα μεγάλη αξία και για τους ανθρώπους και για τα Ξωτικά. Ο Γκόν-γκιρι δεν προσπάθησε να του δώσει συμβουλές, επειδή ήξερε για τον όρο που είχε επιβάλει ο Ελουρέντ, αφού ήταν παρών και ο ίδιος, εφτά χρόνια από την τελευταία αναμέτρηση στο Δάσος, όταν τους είχε διαιτητεύσει. Μα έλπιζε να τα βρούνε μεταξύ τους, επειδή είχε αισθανθεί από πολύ νωρίς τον μαγνητισμό ανάμεσα τους, παρά τον αρχικό ανταγωνισμό και την φαινομενική απόσταση των δύο χαρακτήρων.
Αλλά η Μίριελ που επίσης γνώριζε τα αισθήματα του γιου της, καταλάβαινε ότι η κάθε μέρα που περνούσε γινότανε μαρτύριο για αυτόν, καθώς ο πόθος του για ‘κείνη τον είχε κυριέψει, όμως παρόλη την αγάπη που του είχε, αγαπούσε επίσης και τη Ρούθιελ και δεν ήθελε να φανεί ότι μεροληπτούσε υπέρ του ενός ή του άλλου, και απείχε διακριτικά.

10/3/12

Η αναζήτηση της Ρούθιελ (β μέρος)


Η Γκλίνενρουθ πέρασε μέσα από το δάσος και κατευθύνθηκε στις Βόρειες εγκαταστάσεις των Νουμενόριαν. Οι Φαλάθριμ τοξότες δεν την ενόχλησαν και την άφησαν να περάσει χωρίς κίνδυνο, είχαν συνηθίσει να βλέπουν νεαρούς καβαλάρηδες να περνούν, κι εκείνη, σκύβοντας περισσότερο πάνω στην πλάτη του αλόγου, ευχαρίστησε από μέσα της τον πατέρα της για την συμβουλή του μαντηλιού, καθώς τους ένιωσε ότι την παρακολουθούσαν κρυμμένοι ανάμεσα στα δέντρα. Και εξακολουθούσαν να την παρακολουθούν που ξεπέζεψε μπροστά σε ένα από τα πρώτα σπίτια και οι ηλικιωμένοι άνθρωποι που βγήκαν στην πόρτα, την κοιτούσαν σαστισμένοι και καθώς δεν έβγαζε άκρη από τα μπερδεμένα λόγια τους, στράφηκε πάλι προς τον σκοτεινό όγκο του Βουνού και τους άφησε πίσω της. Ακολουθώντας τον ίδιο σύντομο δρόμο που είχε πάρει όταν ξεκινούσε την αναζήτησή της, βρήκε τα σημάδια και κάλπασε ανάμεσα στα δέντρα, αλλά πολύ κοντά στην πόλη, το μαντήλι της, που στο μεταξύ είχε χαλαρώσει με το τρέξιμο, σκάλωσε πάνω σε ένα χαμηλό κλαδί και το έχασε, παρά το γεγονός ότι φορούσε επίσης και κράνος, όμως δε γύρισε να το πάρει επειδή την ενδιέφερε περισσότερο η κατάσταση του Ντένχαρ, που δεν την γνώριζε, παρόλο που τα ίχνη που της είχε αφήσει ο Γκόν-γκιρι που ήταν μαζί του, από κάποιο σημείο της διαδρομής και μετά, την είχαν καθησυχάσει.
Εμφανίστηκε στην πύλη με τα μακριά μαλλιά της ν’ ανεμίζουν χωρίς να σταθεί για έλεγχο ή να ρωτήσει αν ο Ντένχαρ είχε επιστρέψει και ελάχιστη ώρα μετά, πέρασε στην εσωτερική αυλή και ξεπέζεψε μπροστά στο σπίτι. Παράτησε το άλογο όπως ήταν και πετώντας το κράνος από το κεφάλι της, έτρεξε προς την πόρτα. Είχε φύγει και γυρίσει μέσα σε ελάχιστες ώρες, το φεγγάρι ήταν ακόμα ψηλά.
Ο Ντένχαρ της άνοιξε την πόρτα για να μπει, πριν προλάβει να χτυπήσει.
«Γεια σου…» της είπε, και εκείνη κοντοστάθηκε μπροστά στα μεγάλα γκρίζα μάτια του που την κοίταζαν με θέρμη. Πρώτη φορά την έβλεπε με τέτοια ρούχα και με τα δικά του όπλα φορεμένα πάνω της και τη θαύμασε, αλλά ο τρόπος που ίππευε και η παράτολμη αποφασιστικότητά της, τον είχαν κυριολεκτικά σκλαβώσει.
«Είσαι τραυματισμένος, πονάς;» τον ρώτησε και κατέβασε τα μάτια της από το χαμογελαστό πρόσωπό του, κοιτώντας το μανίκι του που ήταν σκισμένο στον ώμο και το ύφασμα είχε λεκιάσει από αίμα.
«Τώρα που σε βλέπω, νοιώθω μια χαρά…Νόμιζα ότι φοβόσουν τ’ άλογα…» της απάντησε. Ήταν ελάχιστα ψηλότερος από εκείνη και μόνο λίγα εκατοστά τους χώριζαν τον ένα από τον άλλον, και αν ήθελε να την αγκαλιάσει και να τη φιλήσει όπως είχε υποσχεθεί στον εαυτό του, τώρα ήταν η ευκαιρία του. Όμως έμεινε καρφωμένος στη θέση του.
«Καμιά φορά, όταν υπάρχει ανάγκη, ξεπερνάμε τα όριά μας, έτσι δεν είναι;» του είπε η Γκλίνενρουθ χαμογελώντας, και τον ξανακοίταξε σταθερά μέσα στα μάτια του, ανταποδίδοντας το ενδιαφέρον.
Η Μίριελ ήρθε στο άνοιγμα της πόρτας.
«Που είναι το μαντήλι σου;»
«Το έχασα όταν πιάστηκε στα κλαδιά των δέντρων καθώς επέστρεφα…» της απάντησε και προσπέρασε τον νεαρό μελαχρινό άνδρα που την κοιτούσε επίμονα, επειδή είχε δει τον Γκόν-Γκιρι και τον πλησίασε.
«Εγώ φταίω για την ταλαιπωρία σας», της είπε, «αλλά δε θα σου μιλήσω γι’ αυτό, μα για τα νέα των Γιάουρ…»
Η Γκλίνενρουθ άκουσε τη λέξη “νέα” και γύρισε προς τον Ντένχαρ που την κοιτούσε χαμογελαστός και τα λακκάκια στα μάγουλά του ήταν ολοστρόγγυλα.
«Τί έμαθες;»
«Έφτασες ως εκεί και δεν σκέφτηκες να ρωτήσεις η ίδια;» της απάντησε με ερώτηση, πιο γελαστός από πριν.
«Μετά βίας μου είπανε οι παππούδες σου ότι είχες πάει και είχες φύγει, και ολόκληρες προτάσεις με νόημα, δεν έβγαλα από το στόμα τους…» δικαιολογήθηκε, και τα μάγουλά της ρόδισαν.
«Τα νέα είναι ευχάριστα, και για τους γονείς μας και για τον Γκόν-γκιρι, αν τον αφήσεις να σου πει…» της είπε γελώντας και εκείνη στράφηκε προς τον Ντρουγκ.
«Έγινες αρχηγός!» του είπε, κι εκείνος γέλασε επειδή η φίλη του είχε μαντέψει σωστά. Και έμεινε μαζί τους μέχρι το ξημέρωμα και μετά συνόδεψε την κοπέλα, ως το λιναροχώραφο, όπου είχε ήδη αρχίσει να μαζεύει τα λουλούδια. Ο Ντένχαρ εντυπωσιάστηκε από την αντοχή τους, επειδή εκείνος ήταν κατάκοπος, και πήγε προς το δωμάτιό του ρίχνοντας τους μία τελευταία ματιά, και το βλέμμα του συναντήθηκε πάλι με το δικό της, καθώς τον κοίταξε για μια στιγμή, πριν βγει από το σπίτι.