17/9/12

ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΤΡΟΥΓΚΟΥ ΠΡΟΣ ΤΑ ΝΙΜΡΑΪΣ (α' μέρος)


ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΤΡΟΥΓΚΟΥ ΠΡΟΣ ΤΑ ΝΙΜΡΑΪΣ
Η Ρούθιελ τον είχε κοιτάξει που κοιμόταν ειρηνικά, πριν τραβήξει την πόρτα πίσω της, βγαίνοντας από το δωμάτιο. Είχε πάρει μαζί της τον σάκο της και είχε βγει έξω από το σπίτι πριν χαράξει. Ένοιωθε το σώμα της βαρύ, με μια γλυκιά κούραση που όμοιά της δεν είχε ξαναζήσει, αλλά βιάστηκε να απομακρυνθεί από την πόλη, τρέχοντας προς το χωριό των Ντρούγκου, μεσ’ από τα μονοπάτια που ανοίγονταν μπροστά στα πόδια της, χωρίς κόπο. Κανένα άλογο δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσει γρηγορότερα από την ίδια, από τους μυστικούς δρόμους που γνώριζε τόσο καλά, παρά τα οκτώ χρόνια που είχε περάσει στην πόλη, μαζί με τη Μίριελ και το Ντένχαρ. Ο Ντένχαρ…
Είχε καταβάλει απίστευτη προσπάθεια μέχρι να καταφέρει να κλείσει την πόρτα του δωματίου της και να τον αφήσει πίσω της, παρά την αγάπη που ένοιωθε για εκείνον, αλλά η ενοχή που βάραινε την καρδιά της και η έγνοια για το μέλλον των Γιάουρ, αποδείχτηκαν δυνατότερες, αν και σχεδίαζε να επιστρέψει κοντά του, μόλις τελείωναν όλα. Τουλάχιστον του είχε αφήσει το χρυσό δαχτυλίδι, το ταίρι του δικού της δαχτυλιδιού από ασήμι, που φορούσε στο χέρι της. 
Έφτασε στο χωριό των Ντρουάνταν και οι φρουροί που την είδαν ξαφνικά, απόρησαν με την ταχύτητα που τους προσπέρασε και βρήκε τον Γκόν-γκιρι που μόλις είχε επιστρέψει από το βραδινό κυνήγι.
 «Τι κάνεις εδώ; Πως κι είσαι έξω από την πόλη τέτοια ώρα;» την ρώτησε απορημένος. 
«Ο πατέρας μου σας είχε υποσχεθεί να σας οδηγήσει στο Ανόριεν, όταν θα γυρνούσε από την Ντάγκορλαντ», του είπε λαχανιασμένη. «Ήρθα να το κάνω εγώ αντί για εκείνον…» 
«Πως σ’ άφησε ο Ντένχαρ να φύγεις έξω από την πύλη; Και γιατί να φύγουμε χωρίς τον Ελουρέντ;» την ξαναρώτησε.
 «Δε θα ‘ρθει ξανά πίσω, Γκόν-γκιρι», του απάντησε, «ο Νέχαρ γύρισε μόνος του πριν τρεις ημέρες και μου ‘πε ότι πέθανε στη μάχη…» 
Ο Γιάουρ την κοίταζε σαν να μην την πιστεύει. Στεκότανε μπροστά του ντυμένη με ρούχα εκστρατείας, τα αναγνώριζε γιατί την είχε ξαναδεί μ’ αυτά, ήταν τα ρούχα της Ελάννα και ο σάκος της, ακόμα και το Έκετ φορούσε στον αριστερό μηρό αντί για το δεξί της μητέρας της, επειδή ήτανε αμφιδέξια. Στην πλάτη της φορούσε το τόξο και τα βέλη του Ντένχαρ μαζί με τον σάκο που είχε περάσει διαγώνια στο σώμα της για να μην την εμποδίζει καθώς έτρεχε. Όμως τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα και τυλιγμένα στο γκρίζο μαντήλι από λινάρι.
 »Ξέρω πως δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να το μάθεις», ξαναείπε η Ρούθιελ, «αλλά αυτό είναι μόνο το ένα απ’ όλα τα άσχημα νέα…Οι Φαλάθριμ ξέρουν ότι είμαι εδώ, παρά την προσπάθεια που κατέβαλλε εκείνος να τους το κρύψει και ίσως με αναζητήσουν σύντομα…Δεν ξέρω τι σκοπούς μπορεί να έχουν, και αφού ο πατέρας μου τους απέφευγε, τότε πιστεύω ότι είναι καλύτερα να κάνω κι εγώ το ίδιο…Το έχω πάρει απόφαση να φύγω, απλώς θέλω να μάθω αν θα έρθετε μαζί μου ή θα αναγκαστώ να φύγω μόνη μου προς το Θρίχαϊρν και τα ανατολικά Νίμραϊς…» 
«Ακόμα κι αν δεχόμασταν να σε συνοδεύσουμε, θα έπρεπε να κάνουμε προετοιμασίες και όχι να φύγουμε έτσι…Έχουμε γυναίκες μαζί μας και παιδιά, και δεν θα μπορούμε να πάμε όσο θα θέλαμε γρήγορα, επειδή αποκλείεται να προχωρούμε κατά τη διάρκεια της μέρας μέσα σε άγνωστα εδάφη…Θα πρέπει να σταματήσουμε για τον χειμώνα, σε κάποιο ασφαλές σημείο μακριά από τους ανθρώπους, και να υπάρχει στερεό έδαφος με πολλά δέντρα και βράχια για να καλυπτόμαστε από τους εχθρούς, όποιοι κι αν είναι αυτοί…» 
«Θα τα βρούμε όλ’ αυτά σου το υπόσχομαι, μόνον αποφασίστε γρήγορα, γιατί είμαι σκαστή από την πόλη και δεν θέλω να έρθω αντιμέτωπη με τον Ντένχαρ, που ίσως προσπαθήσει να με κρατήσει παρά τη θέλησή μου…Όσο για προμήθειες, είναι ακόμα καλοκαίρι και τα κυνήγια είναι πολλά και ο Λέφνουι έχει πολλά ψάρια…Αν ακολουθήσουμε την κοίτη του αντίστροφα, θα φτάσουμε μια ώρα αρχύτερα στον κύριο όγκο των Βουνών και θα εγκατασταθούμε εκεί πριν να έρθει ο χειμώνας, και θα έχουμε μπροστά μας αρκετό καιρό για να προετοιμαστούμε για τα χιόνια…» 
Ο Ντρουγκ την κοίταξε δύσπιστα, του φάνηκε ότι η φίλη του κάτι του έκρυβε που δεν του το έλεγε. Το σχέδιο της ήταν αρκετά καλό αν και βιαστικό, εξάλλου γνώριζε τις ιστορίες της πρώτης μετανάστευσης, όταν είχαν φτάσει στο Άντραστ με την βοήθεια του Ελουρέντ, διασχίζοντας τεράστιες εκτάσεις από δέντρα, το κατακερματισμένο Μπελέριαντ, τα Λίντον και το Έρυν Βορν στο Μινχίριαθ και τα μεγάλα ποτάμια του Ένεντγουαϊθ, με τελευταίο τον χερσότοπό τους, στο Ντρούγουαϊθ. Ίσως πραγματικά να χρειάζονταν αυτήν την αλλαγή στη ζωή τους, και θα ήταν η ευκαιρία να ξανασυναντήσουν τους ομόφυλούς τους, που δεν είχαν πάρει μέρος στην πρώτη εκστρατεία προς τα δυτικά, και να ανανεώσουν το αίμα της φυλής τους, καθώς είχαν καταλήξει να είναι όλοι λίγο-πολύ συγγενείς μεταξύ τους…Αν τα κατάφερναν, θα αποφάσιζε να αποχτήσει επιτέλους την οικογένεια που τόσο επιθυμούσε…
 «Μ’ ενδιαφέρει το σχέδιο αυτό», της απάντησε, και κάλεσε τους Γιάουρ να μαζευτούν.

7/9/12

Η αναζήτηση του Ντένχαρ (β' μέρος)


Έφυγε ελάχιστη ώρα μετά, με το άλογο, καλπάζοντας προς τον Νότο. Όλο το απόγευμα και το βράδυ, γυρνούσε μέσα στο δάσος χωρίς να μπορεί να τη βρει πουθενά. Το βουνό ήταν αφύσικα ήσυχο, σαν να είχε ερημώσει ξαφνικά, και δεν βρήκε κανένα ίχνος, ούτε δικό της ούτε των Ντρούγκου. Το επόμενο ξημέρωμα εντόπισε το ρημαγμένο σπίτι της μητέρας της, αλλά και πάλι δεν βρήκε κάτι που θα τον έπειθε ότι εκείνη είχε περάσει από ‘κει. Και συνέχισε να ψάχνει χωρίς να γυρνά πίσω στην πόλη, και κάποια στιγμή εγκατέλειψε το άλογο, επειδή το έδαφος δεν εξυπηρετούσε σε τέτοιου είδους αναζήτηση. 
 Οι μέρες και οι νύχτες διαδέχονταν η μία την άλλη και την τρίτη ημέρα, κατάφερε να ανακαλύψει το χωριό των Γιάουρ, προφυλαγμένο στην κορυφή μίας δασωμένης λόχμης που κοίταζε προς το Ντούργουαϊθ Γιάουρ. 
Όμως ο καταυλισμός ήταν άδειος και κανείς Γιάουρ δεν εμφανίστηκε, αν και η εμμονή των Ντρούγκου να μην αφήνουν κανένα ξένο ακόμα και φίλο, να πλησιάσει τις εγκαταστάσεις τους, ήταν παροιμιώδης. Έμεινε στο χωριό τους για ένα βράδυ και το επόμενο πρωί, διέσχισε πάλι το βουνό περνώντας από την άλλη πλευρά και έψαξε να βρει το άλογό του. Ο πατέρας του ήταν εκεί και τον περίμενε, επειδή είχε ανησυχήσει με την αργοπορία του και είχε πάει να τον βρει. 
«Λοιπόν;» ρώτησε ο Νέχαρ. 
«Δεν υπάρχει ίχνος της πουθενά», απάντησε ο Ντένχαρ, «και οι Γιάουρ λείπουν κι εκείνοι. Αν έχουν φύγει, τότε θα είναι μαζί της…Εσείς είχατε κανένα νέο;» Δεν ήξερε όμως και εκείνος τίποτα, και το μόνο που του είπε ήταν ότι η Μίριελ κόντευε να τρελαθεί από την ανησυχία. Πήραν τον δρόμο της επιστροφής μαζί, και νόμισε ότι όλοι όσοι συνάντησαν στο δρόμο, τον κοίταζαν σαν να ήξεραν τι είχε συμβεί.
»Δεν θα μπορέσω να ζήσω χωρίς εκείνη…» είπε ο Ντένχαρ, όταν ο πατέρας του τον ρώτησε τι θα έκανε. «Θα ψάξω να τη βρω και θα γυρίσω πίσω μόνον όταν θα το καταφέρω… Έφυγε από δικό μου φταίξιμο και αυτό δεν μπορώ να το συγχωρήσω στον εαυτό μου...Θα μαζέψω τις αναγκαίες προμήθειες και θα φύγω μόλις θα είμαι έτοιμος…» 
«Που θα πας;» τον ρώτησε η Μίριελ. 
«Με τον Γκόν-γκιρι μιλούσαν συχνά για ένα ταξίδι που θα γινόταν προς τα Ανατολικά Νίμραϊς, μετά τον πόλεμο…» της απάντησε. «Έλπιζα να μου προτείνουν να τους συνοδεύσω κι εγώ, αλλά μπορώ να πάω και μόνος μου…Θα ακολουθήσω τον Λέφνουι πηγαίνοντας προς τα Βόρεια και ελπίζω κάπου να τους πετύχω και να τη φέρω πίσω…».

27/8/12

Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΤΕΝΧΑΡ (α' μέρος)


 Η Μίριελ, είδε το άνοιγμα που δεν ήταν παρά μόνο μια χαραμάδα, στην πόρτα της Γκλίνενρουθ και την έσπρωξε ν’ ανοίξει κι άλλο, όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα για να μην την ανησυχήσει, αν βρισκόταν ακόμα μέσα στο δωμάτιο. Όμως στο κρεβάτι βρισκότανε ο γιος της κοιμισμένος, και στ’ ανακατεμένα σκεπάσματα, μπορούσε να διακρίνει τα σημάδια της νύχτας που είχε προηγηθεί. «Ντένχαρ Τουίλιον!» φώναξε με τρόμο και έσκυψε από πάνω του, «τί έκανες;!»
Ο Ντένχαρ τινάχτηκε από τον ύπνο του, ήταν εντελώς απροετοίμαστος μπροστά στην αντίδραση αυτή, η σπασμένη πόρτα τον είχε προδώσει. Ο ήλιος ήταν πολύ ψηλά και η Ρούθιελ δεν βρισκόταν κοντά του, και ο σάκος της έλειπε. Δίπλα στο μαξιλάρι του ήταν ακουμπισμένο το δαχτυλίδι του πατέρα της και εκείνος, πριν να κάνει οτιδήποτε άλλο, το πήρε και το φόρεσε στο δεξί του χέρι. Σηκώθηκε τραβώντας το λινό σεντόνι μαζί του και έτρεξε προς το πιο κοντινό παράθυρο που έβλεπε προς την αυλή, προσπερνώντας την μητέρα του που τον ακολούθησε, όμως, όλα τα άλογα βρίσκονταν στη θέση τους επειδή εκείνη είχε προτιμήσει να φύγει πεζή, όπως πάντα. Ο πατέρας του μόλις τώρα έμπαινε στο σπίτι.
»Πως μπόρεσες Ντένχαρ;» του ξαναείπε η Μίριελ, «πως μπόρεσες μετά απ’ όσα πέρασε;»
Ο Νέχαρ είδε την Μίριελ που έκλαιγε.
«Τί έγινε;» τους ρώτησε, και η Μίριελ έπιασε το δεξί χέρι του γιου της και του έδειξε το χρυσό δαχτυλίδι του Μπάραν.
«Το πήρε μόνος του» του απάντησε, και ο Νέχαρ σωριάστηκε σε μια καρέκλα.
«Έφυγε;» την ξαναρώτησε μονολεκτικά, αλλά η Μίριελ έτρεξε κλαίγοντας προς το δωμάτιο τους. »Ήταν κλειδωμένη στο δωμάτιο…» είπε ο Νέχαρ στο γιο του, «πως μπήκες, σου άνοιξε η ίδια;» «Έσπασα την πόρτα…» του απάντησε και τον κοίταξε που είχε μείνει άναυδος και σοκαρισμένος. »Ανησυχούσα, ήθελα να δω τι κάνει, αν είναι καλά!» ξέσπασε ο Ντένχαρ. «Εσείς την αφήνατε έτσι, όμως εγώ δεν μπορούσα να το αντέξω, κι έψαχνα να βρω την ευκαιρία να ελέγξω μόνος μου την κατάσταση! Μόνον ένας σύρτης με εμπόδιζε να μπω, κι εκείνη ήταν εκεί, μόνη και απελπισμένη…» «Την εκμεταλλεύτηκες!» φώναξε ο πατέρας του. «Όχι!» διαμαρτυρήθηκε ο Ντένχαρ. «Ναι, το έκανες!» του απάντησε εκείνος, «επειδή αν η Ρούθιελ ήθελε να μπεις μέσα στο δωμάτιό της, δε θα ήταν τσακισμένος ο σύρτης ούτε εκείνη θα είχε φύγει, γιατί έφυγε Ντένχαρ, και σ’ αυτό έφταιξες εσύ!» Τώρα ήταν σειρά του ίδιου να σωριαστεί σε μια καρέκλα πίσω του, κι έφερε τα χέρια του και έκρυψε το πρόσωπό του καθώς έσκυψε μπροστά.
«Την είδες…» του είπε, «και σε είδα και ‘γω, που την κοιτούσες με μάτια ορθάνοιχτα, και δεν ήταν μόνο εξαιτίας του νέου που της έφερνες…Όμως όλα αυτά τα χρόνια που έλειπες, εγώ την ζούσα που ανέπνεε και κινούνταν μέσα σ’ αυτό το σπίτι, και μπροστά στα μάτια μου έγινε από κορίτσι που ήταν, γυναίκα…Αλλά ούτε εσύ, ούτε ο Μπάραν επιστρέφατε και η άδεια του πατέρα της δεν ερχόταν…Κι ένιωθα σαν το δεμένο λαγωνικό που οσμίζεται την αλεπού, και παλεύει να κόψει τον ανελέητο κόμπο που το κρατά, για να την αρπάξει…» Ο Νέχαρ λυπήθηκε τον γιο του. Ήταν αλήθεια ότι είχε μείνει εκστατικός καθώς την είδε για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια απουσίας και κατάλαβε την αγωνία του νέου άνδρα που καθόταν σκυφτός μπροστά του.
«Σας έδωσε όμως την άδεια, να σας την μεταφέρω…» του είπε σιγανά, «και το δαχτυλίδι που φοράς, είπε να σου το φορέσει εκείνη, αν σ’ αγαπούσε…»
Ο Ντένχαρ σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε σαν να τον είχε χτυπήσει αστροπελέκι.
«Γιατί δεν το είπες εξαρχής!» φώναξε. «Θα ήμουν ήσυχος και δεν θα έψαχνα να βρω τρόπους να την κρατήσω, και δεν θα γινόταν αυτό που έγινε, αλλά ακόμα κι αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, εκείνη δεν θα είχε τύψεις ή ενοχές και θα ήταν τώρα εδώ, μαζί μου…»
«Την είδα που ετοίμαζε τα πράγματά της το πρώτο βράδυ και η Μίριελ ήταν που την συγκράτησε κι όχι εσύ…»
 Ο Ντένχαρ έσκυψε πάλι το κεφάλι του απελπισμένος και κοίταζε το χρυσό δαχτυλίδι που φορούσε στον παράμεσο του δεξιού του χεριού και γυάλιζε. «Δεν την ανάγκασα να κάνει κάτι ενάντια στην θέλησή της, αν και δεν της άφησα πολλά περιθώρια να μου αρνηθεί, επειδή επιθυμούσα να την αγγίξω, με ή χωρίς την άδεια του Μπάραν…» είπε συντετριμμένος. «Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου όταν μπήκα με τη βία στο δωμάτιό της, ήθελα μόνο να της πω ότι την αγαπούσα κι αν ένοιωθε κι εκείνη το ίδιο, θα μπορούσαμε να περιμένουμε μέχρι να έρθει η ώρα που θα ήμασταν ελεύθεροι από μόνοι μας, όμως παρασύρθηκα από τον πόθο μου γι’ αυτήν, πρώτη φορά την πλησίαζα τόσο πολύ…Που να ‘χει πάει τώρα, και δεν έχει ιδέα για όλ’ αυτά…»
«Οι Γιάουρ δεν το ξέρουνε ακόμα για τον θάνατο του πατέρα της…» είπε ο Νέχαρ, και ο γιος του πετάχτηκε όρθιος από την καρέκλα που καθότανε και έτρεξε να ντυθεί.

17/8/12

Η επιστροφή του πολεμιστή (δ' μέρος)


Με το ξημέρωμα, ο Νέχαρ και η Μίριελ ξύπνησαν και ετοιμάστηκαν για μια σύντομη περιήγηση στις γύρω περιοχές. Βγήκαν στην είσοδο του σπιτιού των γέρων γονιών του για να ζέψουν τα άλογά τους στο κάρο τους. Η ερώτηση του πατέρα του Νέχαρ, ήρθε απλώς ως ένα συμπλήρωμα στην διήγηση του γιου τους που τους είχε κρατήσει ξάγρυπνους μέχρι αργά τη νύχτα: 
«Τι κάνει εκείνο το όμορφο κορίτσι που φιλοξενείτε; Γύρισε ο πατέρας της από την Ντάγκορλαντ;». «Ο πατέρας της πέθανε…» απάντησε η Μίριελ αντί για ‘κείνον. 
«Κρίμα…» είπε η πεθερά της φανερά στεναχωρημένη, «και το ωραίο αγόρι μας, περίμενε με τόση αγωνία να πάρει την άδεια…» 
«Και που τα ξέρετε εσείς όλα αυτά, για την Γκλίνενρουθ και την άδεια του Μπάραν;» ρώτησε ο Νέχαρ απορημένος, αφού εκείνος δεν τους είχε μιλήσει ποτέ για τον Έλνταρ φίλο του, αλλά ούτε και για οτιδήποτε άλλο που να είχε σχέση με εκείνον και την κόρη του. 
«Μας έχει μιλήσει ο Ντένχαρ, την αγαπάει πολύ την ξωτικοκοπέλα, και την γνωρίσαμε κι εμείς ένα βράδυ πέρυσι το καλοκαίρι, που ήρθε μόνη της…», είπε η μητέρα του. 
«Ρωτούσε για εκείνον, επειδή είχε αργήσει να γυρίσει στην πόλη και ούτε άκουγα τι έλεγε, ούτε και θυμάμαι να της απάντησα κάτι με νόημα…», είπε ο πατέρας του παρεμβαίνοντας.
«Την κοίταζες σαν υπνωτισμένος», τον κορόιδεψε η γυναίκα του, «πού να βγάλει άκρη το κορίτσι…» «Περιμένετε για να καταλάβω», τους διέκοψε ο Νέχαρ χλομιάζοντας, «ο Ντένχαρ αγαπά την Ρούθιελ κι εκείνη εκείνον;» 
«Άστραφτε η αγωνία μες τα μάτια της, και δεν ήταν μόνο από ανησυχία…», του είπε η μητέρα του συνωμοτικά, σαν να το ήξερε μόνο εκείνη. 
«Πόσο καιρό συμβαίνει αυτό;» ρώτησε ο Νέχαρ την Μίριελ. 
«Από πάντα…» απάντησε εκείνη απορημένη, «νόμιζα πως θα το ήξερες…» 
«Πρέπει να πάμε γρήγορα πίσω, επειδή υπάρχει κάτι που δεν είπα σε κανέναν απ’ τους δυο», είπε ο Νέχαρ και ανέβηκε στο κάρο, βοηθώντας και την Μίριελ να ανεβεί. Οι γονείς του τους κοίταζαν χωρίς να καταλαβαίνουν για ποιο λόγο άλλαξαν τόσο απότομα γνώμη και έπρεπε ξαφνικά να φύγουν πάλι για τη Ντίμροστ. 
«Τι δεν τους είπες;» τον ρώτησε.
«Ότι η άδεια έχει δοθεί και είναι ελεύθεροι από την υπόσχεση», της απάντησε και άρχισαν να τρέχουν προς τον ορεινό δρόμο που διέσχιζε τα Βορινά πυκνά δάση των σφενδαμιών που ελέγχονταν από τους Φαλμάρι, χωρίς άλλες εξηγήσεις.

 Πέρασαν από τα λιναροχώραφα και η Μίριελ είδε με το έμπειρο μάτι της ότι δεν είχε αλλάξει τίποτα από την ώρα που η Γκλίνενρουθ τα είχε αφήσει για να γυρίσει στο σπίτι και να μάθει το θλιβερό νέο. Ανησύχησε πολύ, αλλά δεν είπε τίποτα στον άνδρα της που καθόταν δίπλα της. Μπήκαν στην πόλη από τις ορθάνοιχτες πύλες και καθώς η Μίριελ κατέβηκε από το κάρο πρώτη, μπήκε μέσα στο σπίτι, ενώ ο Νέχαρ, πήγε προς τα υποστατικά και το εργαστήριο για να βρει το γιο του.

6/8/12

Η επιστροφή του πολεμιστή (γ μέρος)


Ο Ντένχαρ κοίταξε την κλειστή πόρτα. Η Ρούθιελ ήταν δύο ολόκληρες μέρες κλεισμένη στο δωμάτιο και η μητέρα του ήδη ανησυχούσε αρκετά. Είχε απομονωθεί εκεί και δεν απαντούσε όταν τη φώναζαν, ούτε και ακουγόταν κάτι από μέσα, κι εκείνος απλά, δεν άντεχε άλλο. Είχε μείνει στο σπίτι τους, με την εντολή να κοιτάξει τις δουλειές του και να προσέχει την κοπέλα που έμενε κλειδωμένη στα σκοτεινά, χωρίς να την ενοχλήσει. Εκείνος όμως ήταν αποφασισμένος να μην υπακούσει, επειδή ήθελε να ελέγξει μόνος του την κατάσταση, και δεν ασχολήθηκε ούτε με το σιδηρουργείο, ούτε και με τα λινάρια, επειδή προσπαθούσε να βρει το θάρρος να πραγματοποιήσει το σχέδιό του. Ήταν αργά το απόγευμα, όταν ακούμπησε στην πόρτα της με τον δεξί του ώμο και είπε τ’ όνομά της, αλλά δεν πήρε απάντηση. Τότε, με μια δυνατή σπρωξιά που έδωσε στο κατάλληλο σημείο, τσάκισε τον ξύλινο σύρτη και μπήκε στο δωμάτιό της. Ήταν εκεί, καθισμένη στο κρεβάτι της και τον κοίταζε.
«Έσπασες την πόρτα…» του είπε σαστισμένη.
«Είσαι δυο μέρες κλειδωμένη και δε δίνεις απάντηση παρά τις εκκλήσεις μας, και ανησυχείς για μια πόρτα;!» τη ρώτησε σχεδόν θυμωμένος.
Όμως εκείνη δεν του απάντησε και τα μάτια της ήταν σκοτεινά, και ο Ντένχαρ που την πλησίασε, ένοιωσε τα γόνατά του να κόβονται μπροστά στη λύπη της, και ξεχνώντας τα λόγια που ήθελε να της πει, αρκέστηκε στο να καθίσει δίπλα της. Την κοίταζε για αρκετή ώρα χωρίς να της μιλάει, αλλά η Ρούθιελ δεν έδειξε να ενδιαφέρεται που το σκούρο γκρίζο βλέμμα του ήταν στυλωμένο πάνω της και έμεινε ακίνητη, με τα μάτια καρφωμένα στο κενό. Ακόμα και η ανάσα της ήταν αθόρυβη και το πρόσωπό της ξεχώριζε χλωμό στο μισοσκόταδο, αλλά η ομορφιά της δεν έδειχνε κακοποιημένη, από τη θλίψη και την απομόνωση στο μικρό δωμάτιο. Άπλωσε το χέρι του και την άγγιξε ελαφρά στο μάγουλο και χάιδεψε τις μακριές πλεξίδες των μαλλιών της.
»Πόσο θ’ αντέξεις ακόμα;» τη ρώτησε σπάζοντας την σιωπή. «Έχεις αφεθεί, κι ’συ δεν ήσουν ποτέ έτσι…»
«Ίσως δεν είμαι τόσο δυνατή όσο νόμιζες…» του απάντησε.
«Σχεδόν δε σε αναγνωρίζω πια…» της είπε σιγανά. «Στο παρελθόν, αν σε άγγιζα όπως τώρα, θ’ αντιστεκόσουν…»
«Έχω κουραστεί να σου αντιστέκομαι Ντένχαρ…» του είπε χωρίς να τον κοιτάξει, «και δεν έχω άλλες αντοχές…»
«Τότε δεν θα ’πρεπε να συνεχίσεις να το κάνεις…» της απάντησε, και στη φωνή του υπήρχε θρίαμβος.
Εκείνη όμως λύγισε μπροστά και η ανάσα της που μέχρι τώρα δεν ακουγόταν, έγινε ξαφνικά βαθιά, σαν να προσπαθούσε να αναπνεύσει με κόπο.
«Δεν έχουμε πάρει την άδεια και ούτε θα την πάρουμε, τώρα πια…» του είπε ξανά, και σκύβοντας το κεφάλι της, έφερε το αριστερό της χέρι στο μέτωπό της.
Μα ο Ντένχαρ δεν νοιαζόταν πια ούτε για την άδεια του Μπάραν, ούτε για την αδυναμία της. Και τα λόγια της, παρά την απαγορευτική τους σημασία, του έδωσαν να καταλάβει ότι τον αγαπούσε και νοιαζόταν γι’ αυτόν, και βρήκε ξαφνικά την δύναμη και την ελευθερία να πράξει αυτό που ήθελε να πετύχει πάνω απ’ όλα: Με το χέρι που την άγγιζε, κατέβασε το δικό της από το πρόσωπό της και την τράβηξε πάνω του, κι εκείνη δεν του αντιστάθηκε καθόλου, αντίθετα, παρασύρθηκε από το θερμό αγκάλιασμά του και ανταπέδωσε τα φιλιά του, και ο πόθος του για εκείνη, ξέσπασε σα χειμωνιάτικη θύελλα και ανταριασμένη θάλασσα και γύρισε σε καλοκαιρινό φλοίσβο πάνω σε ξανθή άμμο, καθώς η νύχτα τελείωνε. Και η Γκλίνενρουθ, τον κράτησε στη λευκή αγκαλιά της και του τραγούδησε το παλιό νανούρισμα χωρίς λόγια και μόλις εκείνος αποκοιμήθηκε, σηκώθηκε απ’ το πλάι του και καθώς ντύθηκε, άφησε το χρυσό δαχτυλίδι του πατέρα της δίπλα στο μαξιλάρι του. Κι έφυγε αθόρυβα, παίρνοντας μαζί της τον σάκο της, που είχε ετοιμάσει από το πρώτο απόγευμα.

8/4/12

Η επιστροφή του πολεμιστή (β μέρος)


Θα ήθελε να μπορούσε εκείνος να την συγκρατήσει. Να είχε περισσότερο θάρρος και να την πάρει αγκαλιά, να την βοηθήσει να ξεσπάσει και να την παρηγορήσει για τον χαμό του πατέρα της. Όμως δεν περίμενε ότι το νέο θα ήταν τόσο άσχημο και σκληρό, ώστε να μην προλάβει καν να της πει μια κουβέντα συμπαράστασης! Ούτε ο πατέρας του δεν είχε καταφέρει να της πει καθαρά τι είχε συμβεί στο τέλος, κι ενώ όλα τα νέα που είχανε πάρει μέχρι τότε από την μάχη, ήταν καλά και ενθαρρυντικά. Πως ήταν δυνατό να έχει περάσει τόσος καιρός από την ώρα που η Μόρντορ είχε ηττηθεί και να μην έχουν μάθει τίποτα; Γιατί κανείς δεν θέλησε να τους πει τι είχε συμβεί ή έστω να τους προετοιμάσει; Είναι δυνατό να μην ήξερε κανείς; Ο πατέρας του είχε έρθει τελευταίος από όλους, πίσω στη Ντίμροστ, σχεδόν ένα ολόκληρο χρόνο μετά τη λήξη της πολιορκίας του Μπάραντ-Ντουρ. Η αλήθεια όμως ήταν ότι ενώ ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του, όλο και λιγότεροι άνθρωποι είχαν μείνει στην πρώτη γραμμή που αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από ξωτικά, και ο πατέρας του ήταν ένας από αυτούς τους ελάχιστους ανθρώπους, ήταν φυσικό λοιπόν να μην γνωρίζουν ότι ο Μπάραν είχε χαθεί, καθώς η πολιορκία τελείωνε.

Ο Νέχαρ χτύπησε την πόρτα της μαλακά μερικές φορές, αλλά δεν πήρε απάντηση.
«Πρέπει να σου πω πως έγινε, Ρούθιελ, άνοιξε μου σε παρακαλώ…» της είπε, όμως ούτε η πόρτα άνοιξε, ούτε και εκείνη του μίλησε. «Ρούθιελ…», επέμεινε, αλλά η σιωπή ήταν το μόνο πράγμα που υπήρχε πίσω από την πόρτα της.
Τότε τράβηξε μία καρέκλα και κάθισε απ’ έξω και της διηγήθηκε την ιστορία του πατέρα της από την αρχή, σχεδόν από την ώρα που τον πρωτογνώρισε στο πλευρό της μητέρας της, μέχρι και την μάχη και το θάνατό του, όμως απ’ όλη την αφήγηση, διάλεξε να παραλείψει την μικρή λεπτομέρεια της άδειας και την χρήση του δακτυλιδιού του, επειδή θεώρησε ότι τίποτα δεν ένωνε τον γιο του με εκείνη, από την εσφαλμένη εντύπωση που είχε μετά την επέμβαση της Μίριελ που την συγκράτησε. Ο γιος του που ακόμα έτρεφε ελπίδες, ένοιωσε να του τσακίζονται τα φτερά και η αμφιβολία για το αν εκείνη τελικά θα έμενε κοντά τους, ειδικά μετά απ’ αυτό το νέο, τον κυρίεψε.
Η ιστορία όμως που άκουσε από το στόμα του πατέρα του, ήταν αντάξια ενός μεγάλου ήρωα και δεν σκέφτηκε ν’ αντιταχτεί στην επιθυμία του Μπάραν, αλλά αποφάσισε ότι έπρεπε να το παλέψει και να βρει την ευκαιρία να πλησιάσει την Ρούθιελ για να της μιλήσει καθαρά για τα αισθήματά του. Στο κάτω-κάτω, θα μπορούσαν να κάνουν υπομονή μέχρι να ενηλικιωθούν και οι δυο, και τότε δεν θα χρειάζονταν πια την άδεια κανενός για να ενωθούν, φτάνει κι εκείνη να τον αγαπούσε (όπως υποπτευόταν) και να τον ήθελε. Και τη βρήκε την ευκαιρία που αναζητούσε, συντομότερα από όσο περίμενε, όταν ο πατέρας του, του είπε για την επίσκεψη στους γονείς του, στην Βόρεια εγκατάσταση και τον ρώτησε αν ήθελε να πάει μαζί του. Θα έμεναν για δύο βράδια εκεί, στο σπίτι των παππούδων του και θα γυρνούσαν πίσω την μεθεπόμενη, αλλά ο Ντένχαρ του μίλησε για την δουλειά στο σιδηρουργείο που τον περίμενε, και το λιβάδι με το λινάρι που είχε μείνει αφρόντιστο, αφού η Ρούθιελ που το είχε αναλάβει, πενθούσε, αποκλεισμένη από τον κόσμο, πίσω από ένα ξύλινο σύρτη. Ο Νέχαρ τότε πρότεινε στην Μίριελ να τον ακολουθήσει και εκείνη δέχτηκε, αν και μία αδιόρατη υποψία πέρασε από το μυαλό της για την προθυμία του γιου της να αναλάβει μόνος του τόσες δουλειές. Έφυγαν όμως, το πρωί της τρίτης μέρας από την επιστροφή του από την Ντάγκορλαντ.

31/3/12

Η επιστροφή του πολεμιστή (α μέρος)


Τα νέα από τον πόλεμο έρχονταν πια με συχνότητα απίστευτη και πολύ σύντομα έμαθαν ότι η πολιορκία είχε τελειώσει και η Συμμαχία είχε νικήσει. Όλοι περιμένανε να δούνε τους ανθρώπους τους να γυρίζουν, και κάμποσο καιρό μετά, ο Νέχαρ εμφανίστηκε στη πύλη, τελευταίος απ’ όλους τους Νουμενόριαν του Άντραστ που επέστρεψε σπίτι του. Η Μίριελ τον αναγνώρισε αμέσως, αλλά ο Ντένχαρ δίστασε να τον πλησιάσει επειδή η εικόνα που είχε από τον πατέρα του όταν έφευγε, διέφερε πάρα πολύ από αυτόν τον άνθρωπο που έβλεπε μπροστά του. Τον έβαλαν να καθίσει επειδή φαινόταν εξαντλημένος και τον άφησαν να τους κοιτάξει πιο προσεκτικά, και ο γιος του τότε τον πλησίασε και τον αγκάλιασε. Τα καστανά μαλλιά του που είχαν γκριζάρει πια, ήταν μακριά και απεριποίητα και τα μάτια του υγρά, και ο νέος άνδρας που τον είχε αγκαλιάσει ήταν ο μικρός του Ντένχαρ, που τον είχε αφήσει πίσω του μόλις δεκαπέντε χρονών, με ένα σωρό ευθύνες πάνω στις παιδικές του πλάτες και τώρα ήταν κιόλας εικοσιτριών ετών και τα γκρίζα μάτια του μόλις που τα αναγνώριζε και εκείνος.
«Και ο Μπάραν;» ρώτησε ξαφνικά η Μίριελ.
«Η κόρη του που είναι;» έκανε εκείνος.
«Που είναι ο Μπάραν, πατέρα;» ρώτησε ο Ντένχαρ ανήσυχος.
«Εκείνη πρέπει να μάθει πρώτη», του απάντησε. «Πήγαινε να την βρεις και να της πεις να έρθει», του είπε με φωνή σχεδόν σβησμένη και εκείνος έτρεξε να πάρει ένα από τ’ άλογα και έφυγε καλπάζοντας.

Η Γκλίνενρουθ ήταν στο λιναροχώραφο. Οκτώ ολόκληρα χρόνια είχαν περάσει από την πρώτη φορά που είχε σταθεί στη μέση αυτού του λιβαδιού, όταν είχε πρωτοδεί τα λυγερά φυτά του λιναριού, και ο κύκλος της καλλιέργειας είχε κλείσει πάλι στο ίδιο λιβάδι. Είχε τα μαλλιά της μαζεμένα και τυλιγμένα στο γκρίζο μαντήλι της. Τα μανίκια της ήταν διπλωμένα στους αγκώνες της και το φαρδύ λινό φουστάνι της, στο ίδιο χρώμα του μαντηλιού, φούσκωνε από τον αέρα που φυσούσε και πλάγιαζε τα γαλάζια λινάρια που τόσο αγαπούσε. Είχε μαζέψει ήδη αρκετές αγκαλιές που είχε δέσει σε χαλαρά δέματα, με χοντρό αυτοσχέδιο χορτάρινο κορδόνι. Ο Ντένχαρ ήρθε με το άλογο κοντά, και εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Υπήρχε τόσο πολύ φως μέσα σ’ αυτά τα μάτια, που αισθανόταν ότι γινόταν διάφανος στο βλέμμα της και έχανε το κουράγιο του όταν τον κοίταζε, όποτε γινόταν αυτό.
«Γύρισε ο πατέρας μου…» της είπε μοναχά, και εκείνη παράτησε το μάτσο που έφτιαχνε μαζί με τ’ άλλα που είχε ετοιμάσει, και διασχίζοντας τη γαλάζια θάλασσα από λουλούδια λιναριού, άρχισε να τρέχει προς την πόλη.
Από τα στενά δρομάκια, έφτασε ως το σπίτι, και μπήκε μέσα σχεδόν την ίδια στιγμή με τον Ντένχαρ που είχε έρθει με το άλογο από άλλο δρόμο από αυτόν που είχε πάρει εκείνη, και που παραμέρισε στο άνοιγμα της πόρτας, αφήνοντάς την να περάσει πρώτη. Έριξε μια ανυπόμονη ματιά γύρω της και στάθηκε μπροστά στον ώριμο άντρα που καθόταν στην καρέκλα και σηκώθηκε άναυδος μόλις την είδε. Η όμορφη νεαρή γυναίκα που τον κοίταζε χαμογελαστή, έμοιαζε με ξωτικό όνειρο, μα ήταν το ίδιο κορίτσι που είχε έρθει να μείνει με την οικογένειά του πριν τον πόλεμο.
«Γεια σου Νέχαρ, καλωσόρισες…» του είπε καθώς την κοίταζε άφωνος. «Που είναι ο πατέρας μου;»
Αλλά εκείνος δεν της μίλησε.
»Που είναι λοιπόν;» τον ξαναρώτησε ελαφρά λαχανιασμένη από το τρέξιμο, αλλά χαμογελαστή. «Πήγε πρώτα στους Γιάουρ, αντί να έρθει να δει εμένα;»
Ο Νέχαρ άνοιξε το στόμα του για να της απαντήσει αλλά δεν έβγαλε λέξη, και η Ρούθιελ ξανακοίταξε για μια στιγμή γύρω της και το χαμογελαστό της πρόσωπο σοβάρεψε σταδιακά και η ανάσα της δεν ακουγόταν πια. Και τότε άπλωσε το αριστερό της χέρι χωρίς να του μιλήσει ξανά και εκείνος ακούμπησε το χρυσό δαχτυλίδι του Ελουρέντ μέσα στην ανοιχτή παλάμη της και εκείνη έμεινε για λίγο να τον κοιτά, και μετά κατέβασε τα μάτια της και κοίταξε το λαμπερό κόσμημα που έκλεισε σφιχτά στη χούφτα της. Του γύρισε την πλάτη της και μπήκε στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε όλον αυτόν τον καιρό και βάλθηκε να μαζεύει τα πράγματά της μέσα στον καφέ δερμάτινο σάκο της. Ο Ντένχαρ που παρακολουθούσε αμίλητος από μια γωνιά, πρόλαβε να τη δει που τράβηξε το γκρίζο ύφασμα από το κεφάλι της και τα μαλλιά της με τις μακριές κοτσίδες χύθηκαν ελεύθερα μέχρι τη μέση της. Επειδή τότε, η Μίριελ που έκλαιγε σιωπηλά κρυμμένη πίσω από τον αργαλειό του λιναριού, έτρεξε στο δωμάτιό της για να την εμποδίσει να φύγει και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
«Μη φεύγεις…» άκουσε την μητέρα του να της λέει, και μετά οι ομιλίες δεν ξεχώριζαν. Κι έμειναν εκεί κλεισμένες για πολλή ώρα και όταν η Μίριελ βγήκε, άκουσαν τη Γκλίνενρουθ που κατέβασε τον ξύλινο σύρτη και η πόρτα της σφάλισε από μέσα.

19/3/12

Μια προσβολή


Όλο το πρωί η Γκλίνενρουθ έφτιαχνε δεμάτια και σχεδόν είχε κιόλας τελειώσει με τα λινάρια για την ύφανση, όταν αργά το απόγευμα, ο Χίραν εμφανίστηκε πάνω στο άλογο, με το λινό σκούρο μαντήλι της που είχε χάσει τη νύχτα, περασμένο γύρω απ’ το λαιμό του. Εκείνη τον κοίταξε και το βλέμμα της άστραψε, όμως δεν είπε τίποτα, ούτε και σταμάτησε να ξεριζώνει τα φυτά και να τα δένει σε αγκαλιές. Ο Χίραν της γέλασε και μπήκε στο ανθισμένο λιβάδι με το άλογο που τσαλαπάτησε τα λουλούδια και έφαγε και μερικά, κάνοντάς την να θυμώσει περισσότερο.
«Δικό σου δεν είναι αυτό;» τη ρώτησε και έβγαλε το μαντήλι από το λαιμό του κουνώντας το επιδεικτικά, αλλά εκείνη δεν απάντησε, και εκείνος αναγκάστηκε να κάνει μερικά μέτρα ακόμα προς το μέρος της.
»Βλέπω πως φοράς άλλο μαντήλι σήμερα, και φαίνεται πως δεν σ’ ενδιαφέρει αυτό εδώ που έχασες την νύχτα, καθώς έτρεχες σαν άλλη Χάλεθ με το άλογο…»
«Και ‘γω βλέπω ότι σήμερα τον βρήκες τον δρόμο που δεν ήξερες εχθές, από δειλία και αδιαφορία για το φίλο σου!» του απάντησε καυστικά, και το πρόσωπο του Χίραν χλόμιασε και το χαμόγελό του έσβησε.
«Είχα σκοπό να σου το δώσω πίσω, ξωτικοκόριτσο», της είπε θυμωμένος, «μα τώρα μετάνιωσα και λέω να το κρατήσω, εκτός κι αν μου ζητήσεις συγγνώμη!»
Η Μίριελ που είχε φύγει το ξημέρωμα, μετά από τη Ρούθιελ και τον Ντρουγκ, για να πάει στην Βόρεια εγκατάσταση να επισκεφτεί τα πεθερικά της και να τους ενημερώσει ότι ο Ντένχαρ είχε επιστρέψει ασφαλής για να μην ανησυχούν, ερχόταν με το κάρο για να πάρει τα δεμάτια του λιναριού, και τον είδε που μιλούσε στο κορίτσι σε έντονο ύφος και σχεδόν στεκόταν από πάνω της με το άλογο, πατώντας στα λουλούδια.
«Συγγνώμη ζητούν μόνον αυτοί που έφταιξαν, και ’γω είμαι εντάξει απέναντι σε όλους! Όσο για το κομμάτι το πανί, να το κρατήσεις, αφού το λέρωσες με τα χέρια σου, κι αν θες να ξέρεις, δεν πρόκειται να μου λείψει καθόλου!» του απάντησε στον ίδιο επιθετικό τόνο, και έκανε μια κυκλική κίνηση με το ένα χέρι της, δείχνοντας προς τα δέματα που είχε όμορφα σωριασμένα πίσω της.
Ο Χίραν έκανε ένα βήμα μπροστά με το άλογο, σχεδόν απειλητικά, αλλά καθώς είδε τη Μίριελ να πλησιάζει, το έστρεψε προς την αντίθετη κατεύθυνση και έφυγε καλπάζοντας.
«Τί συμβαίνει, και γιατί κρατούσε το μαντήλι σου;» τη ρώτησε η Μίριελ που την έφτασε.
Όμως η Ρούθιελ δεν της απάντησε και τοποθέτησε αμίλητη τα λουλούδια στην ξύλινη καρότσα. Και γύρισε στην πόλη πεζή, επειδή δεν θέλησε να ξαναπλησιάσει το άλογο, παρά την νυχτερινή ιππασία. Ο Ντένχαρ που ήταν στο εργαστήριο, την είδε που πέρασε τρεχάτη από την αυλή και κάτι φαινόταν να την απασχολεί, και το βλέμμα της ήταν σκοτεινό. Και το βράδυ δεν ήρθε να καθίσει στο τραπέζι μαζί τους που την περίμεναν, αλλά πήγε στα υποστατικά και άρχισε μόνη της να μουλιάζει το λινάρι, μεσ’ το σκοτάδι.
Η Μίριελ την πλησίασε ξανά και τη ρώτησε για τη συνάντηση με το Χίραν και το μαντήλι της, και η κοπέλα, αυτή τη φορά, δεν αρνήθηκε να της εξηγήσει τι είχε γίνει, και της είπε ότι αισθανόταν σα να την είχαν κλέψει και χλευάσει κατάμουτρα, μ’ αυτήν την συμπεριφορά που δεν άξιζε. Αλλά δε δέχτηκε να πάει στο τραπέζι μαζί της και συνέχισε με τη δουλειά στο λαναριστήριο και εκείνη, θυμωμένη και η ίδια, τα μετέφερε στον Ντένχαρ (αν και η Ρούθιελ την είχε ορκίσει να μην του το πει), που η ματιά του αγρίεψε μεμιάς, και μες τη νύχτα, πήγε στο σπίτι του Χίραν και απέσπασε με τη βία το λινό μαντήλι, μα δεν της το ‘δωσε αμέσως, παρά το έπλυνε μόνος του και το κρέμασε κοντά στην φωτιά, στο εργαστήριο του, για να στεγνώσει.
Ενώ όμως ήθελε πραγματικά να της το δώσει, δεν το έκανε, και όλο καθυστερούσε να το αποφασίσει, και μία μέρα του φθινοπώρου, η Γκλίνενρουθ μπήκε απροειδοποίητα μέσα στο μεταλλουργείο και το είδε που κρεμόταν σε ασφαλές σημείο, μακριά από τη βρωμιά και τη στάχτη, αν και κατά γενική ομολογία, δεν υπήρχε καθαρότερο εργαστήριο πουθενά. Και στάθηκε και τον κοίταξε πληγωμένη, επειδή η κλειστή καρδιά της τον είχε εμπιστευτεί και ήδη τον αγαπούσε, και μες στα μάτια της άστραφταν οι φλόγες από δυο φωτιές, η φωτιά που ένιωθε η ίδια, και η φωτιά του σιδεράδικου.
«Το πήρα αμέσως απ’ τα χέρια του, μόλις το έμαθα ότι το είχε, αλλά δεν είχα την καρδιά να σου το δώσω πίσω, κι όλο ανέβαλα να το κάνω…» της εξήγησε απολογούμενος, και άπλωσε το χέρι του να την αγγίξει, αλλά εκείνη πετάχτηκε έξω από το εργαστήριο, χωρίς να του μιλήσει καθόλου.
Και από τότε προσπαθούσε να τον αποφεύγει, αν και αισθανόταν να σκιρτά η αγάπη μέσα της όποτε τον ένιωθε κοντά της ή όταν τον άκουγε να μιλά, και ο Ντένχαρ υπέφερε κι εκείνος, βλέποντάς την να απομακρύνεται διακριτικά, όποτε την πλησίαζε. Οι μέρες και οι εβδομάδες περνούσαν και η λύπη του αυξανόταν, επειδή η γυναίκα που αγαπούσε, άνθιζε με την ανέγγιχτη ομορφιά ενός αγριολούλουδου, αλλά εκείνος δεν μπορούσε ούτε να την κοιτάξει, χωρίς τα μάτια του να καψαλιστούν από τη μορφή της και την άρνηση. Όμως δεν τολμούσε και να της μιλήσει καθαρά, επειδή δεν είχε το θάρρος να παραβεί την υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα του, αφού ο λόγος προς τους γονείς, είχε πάντα μεγάλη αξία και για τους ανθρώπους και για τα Ξωτικά. Ο Γκόν-γκιρι δεν προσπάθησε να του δώσει συμβουλές, επειδή ήξερε για τον όρο που είχε επιβάλει ο Ελουρέντ, αφού ήταν παρών και ο ίδιος, εφτά χρόνια από την τελευταία αναμέτρηση στο Δάσος, όταν τους είχε διαιτητεύσει. Μα έλπιζε να τα βρούνε μεταξύ τους, επειδή είχε αισθανθεί από πολύ νωρίς τον μαγνητισμό ανάμεσα τους, παρά τον αρχικό ανταγωνισμό και την φαινομενική απόσταση των δύο χαρακτήρων.
Αλλά η Μίριελ που επίσης γνώριζε τα αισθήματα του γιου της, καταλάβαινε ότι η κάθε μέρα που περνούσε γινότανε μαρτύριο για αυτόν, καθώς ο πόθος του για ‘κείνη τον είχε κυριέψει, όμως παρόλη την αγάπη που του είχε, αγαπούσε επίσης και τη Ρούθιελ και δεν ήθελε να φανεί ότι μεροληπτούσε υπέρ του ενός ή του άλλου, και απείχε διακριτικά.

10/3/12

Η αναζήτηση της Ρούθιελ (β μέρος)


Η Γκλίνενρουθ πέρασε μέσα από το δάσος και κατευθύνθηκε στις Βόρειες εγκαταστάσεις των Νουμενόριαν. Οι Φαλάθριμ τοξότες δεν την ενόχλησαν και την άφησαν να περάσει χωρίς κίνδυνο, είχαν συνηθίσει να βλέπουν νεαρούς καβαλάρηδες να περνούν, κι εκείνη, σκύβοντας περισσότερο πάνω στην πλάτη του αλόγου, ευχαρίστησε από μέσα της τον πατέρα της για την συμβουλή του μαντηλιού, καθώς τους ένιωσε ότι την παρακολουθούσαν κρυμμένοι ανάμεσα στα δέντρα. Και εξακολουθούσαν να την παρακολουθούν που ξεπέζεψε μπροστά σε ένα από τα πρώτα σπίτια και οι ηλικιωμένοι άνθρωποι που βγήκαν στην πόρτα, την κοιτούσαν σαστισμένοι και καθώς δεν έβγαζε άκρη από τα μπερδεμένα λόγια τους, στράφηκε πάλι προς τον σκοτεινό όγκο του Βουνού και τους άφησε πίσω της. Ακολουθώντας τον ίδιο σύντομο δρόμο που είχε πάρει όταν ξεκινούσε την αναζήτησή της, βρήκε τα σημάδια και κάλπασε ανάμεσα στα δέντρα, αλλά πολύ κοντά στην πόλη, το μαντήλι της, που στο μεταξύ είχε χαλαρώσει με το τρέξιμο, σκάλωσε πάνω σε ένα χαμηλό κλαδί και το έχασε, παρά το γεγονός ότι φορούσε επίσης και κράνος, όμως δε γύρισε να το πάρει επειδή την ενδιέφερε περισσότερο η κατάσταση του Ντένχαρ, που δεν την γνώριζε, παρόλο που τα ίχνη που της είχε αφήσει ο Γκόν-γκιρι που ήταν μαζί του, από κάποιο σημείο της διαδρομής και μετά, την είχαν καθησυχάσει.
Εμφανίστηκε στην πύλη με τα μακριά μαλλιά της ν’ ανεμίζουν χωρίς να σταθεί για έλεγχο ή να ρωτήσει αν ο Ντένχαρ είχε επιστρέψει και ελάχιστη ώρα μετά, πέρασε στην εσωτερική αυλή και ξεπέζεψε μπροστά στο σπίτι. Παράτησε το άλογο όπως ήταν και πετώντας το κράνος από το κεφάλι της, έτρεξε προς την πόρτα. Είχε φύγει και γυρίσει μέσα σε ελάχιστες ώρες, το φεγγάρι ήταν ακόμα ψηλά.
Ο Ντένχαρ της άνοιξε την πόρτα για να μπει, πριν προλάβει να χτυπήσει.
«Γεια σου…» της είπε, και εκείνη κοντοστάθηκε μπροστά στα μεγάλα γκρίζα μάτια του που την κοίταζαν με θέρμη. Πρώτη φορά την έβλεπε με τέτοια ρούχα και με τα δικά του όπλα φορεμένα πάνω της και τη θαύμασε, αλλά ο τρόπος που ίππευε και η παράτολμη αποφασιστικότητά της, τον είχαν κυριολεκτικά σκλαβώσει.
«Είσαι τραυματισμένος, πονάς;» τον ρώτησε και κατέβασε τα μάτια της από το χαμογελαστό πρόσωπό του, κοιτώντας το μανίκι του που ήταν σκισμένο στον ώμο και το ύφασμα είχε λεκιάσει από αίμα.
«Τώρα που σε βλέπω, νοιώθω μια χαρά…Νόμιζα ότι φοβόσουν τ’ άλογα…» της απάντησε. Ήταν ελάχιστα ψηλότερος από εκείνη και μόνο λίγα εκατοστά τους χώριζαν τον ένα από τον άλλον, και αν ήθελε να την αγκαλιάσει και να τη φιλήσει όπως είχε υποσχεθεί στον εαυτό του, τώρα ήταν η ευκαιρία του. Όμως έμεινε καρφωμένος στη θέση του.
«Καμιά φορά, όταν υπάρχει ανάγκη, ξεπερνάμε τα όριά μας, έτσι δεν είναι;» του είπε η Γκλίνενρουθ χαμογελώντας, και τον ξανακοίταξε σταθερά μέσα στα μάτια του, ανταποδίδοντας το ενδιαφέρον.
Η Μίριελ ήρθε στο άνοιγμα της πόρτας.
«Που είναι το μαντήλι σου;»
«Το έχασα όταν πιάστηκε στα κλαδιά των δέντρων καθώς επέστρεφα…» της απάντησε και προσπέρασε τον νεαρό μελαχρινό άνδρα που την κοιτούσε επίμονα, επειδή είχε δει τον Γκόν-Γκιρι και τον πλησίασε.
«Εγώ φταίω για την ταλαιπωρία σας», της είπε, «αλλά δε θα σου μιλήσω γι’ αυτό, μα για τα νέα των Γιάουρ…»
Η Γκλίνενρουθ άκουσε τη λέξη “νέα” και γύρισε προς τον Ντένχαρ που την κοιτούσε χαμογελαστός και τα λακκάκια στα μάγουλά του ήταν ολοστρόγγυλα.
«Τί έμαθες;»
«Έφτασες ως εκεί και δεν σκέφτηκες να ρωτήσεις η ίδια;» της απάντησε με ερώτηση, πιο γελαστός από πριν.
«Μετά βίας μου είπανε οι παππούδες σου ότι είχες πάει και είχες φύγει, και ολόκληρες προτάσεις με νόημα, δεν έβγαλα από το στόμα τους…» δικαιολογήθηκε, και τα μάγουλά της ρόδισαν.
«Τα νέα είναι ευχάριστα, και για τους γονείς μας και για τον Γκόν-γκιρι, αν τον αφήσεις να σου πει…» της είπε γελώντας και εκείνη στράφηκε προς τον Ντρουγκ.
«Έγινες αρχηγός!» του είπε, κι εκείνος γέλασε επειδή η φίλη του είχε μαντέψει σωστά. Και έμεινε μαζί τους μέχρι το ξημέρωμα και μετά συνόδεψε την κοπέλα, ως το λιναροχώραφο, όπου είχε ήδη αρχίσει να μαζεύει τα λουλούδια. Ο Ντένχαρ εντυπωσιάστηκε από την αντοχή τους, επειδή εκείνος ήταν κατάκοπος, και πήγε προς το δωμάτιό του ρίχνοντας τους μία τελευταία ματιά, και το βλέμμα του συναντήθηκε πάλι με το δικό της, καθώς τον κοίταξε για μια στιγμή, πριν βγει από το σπίτι.

27/2/12

Η αναζήτηση της Ρούθιελ (α μέρος)


Οι ώρες στην Ντίμροστ περνούσαν και ο Ντένχαρ δεν εμφανιζόταν, και καινούριος φόβος πλάκωσε την καρδιά της Μίριελ που τον περίμενε να επιστρέψει, αν και υποπτευόταν ότι θα είχε επισκεφτεί τους ηλικιωμένους γονείς του πατέρα του, παρόλο που δεν την είχε ενημερώσει για κάποια τέτοια πρόθεση. Όμως το άλογο γύρισε μόνο του και κανείς από τους φρουρούς δε φαινόταν διατεθειμένος να τον αναζητήσει, ούτε καν εκείνοι που θεωρούσε φίλους του.
Η Ρούθιελ βλέποντας ότι κανείς δεν ξεκινούσε να πάει και η Μίριελ ήταν έτοιμη να καταρρεύσει από την αγωνία, κλείστηκε στο δωμάτιο της και όταν βγήκε δεν φορούσε το φαρδύ φουστάνι της πια, αλλά τα καφέ ρούχα της μητέρας της, που τα είχε μαζί της, και μόνο από το σκούρο γκρίζο μαντήλι που ήταν τυλιγμένο στο κεφάλι της και τα χρυσά της μάτια, ξεχώριζε από εκείνη. Στον αριστερό μηρό της ήταν δεμένο το Έκετ της, και τρέχοντας στο εργαστήριο, πήρε ένα από τα τόξα, μαζί με φαρέτρα και βέλη. Μίλησε στην Μίριελ μόνο για να ρωτήσει και να μάθει πως θα έβρισκε το σπίτι των ηλικιωμένων πεθερικών της, και δεν είπε τίποτα άλλο στην γυναίκα που την κοιτούσε κατάπληκτη, ενώ, παρά τον φόβο που ένιωθε πάντα μπροστά στα άλογα, δε δίστασε ν’ ανέβει πάνω σε ένα απ’ αυτά και να καλπάσει προς την πύλη, ψιθυρίζοντας στο αυτί του αλόγου οδηγίες, στην γλώσσα των Ξωτικών. Οι φρουροί που προσπάθησαν να ελέγξουν τον ιππέα που έτρεχε καταπάνω τους, την είδανε εμβρόντητοι να περνά σαν σίφουνας ανάμεσά τους και να απομακρύνεται προς το βορρά. Ο Χίραν που την είδε κι εκείνος, σκέφτηκε προς στιγμή να την ακολουθήσει, αλλά δείλιασε ξανά και δεν τόλμησε να το κάνει.
Το φεγγάρι ήταν ακόμα πολύ ψηλά όταν ο Γκόν-γκιρι και ο Ντένχαρ, πεζοί, διέσχιζαν το βουνίσιο μονοπάτι των Γιάουρ, για να επιστρέψουν στην πόλη. Όμως άκουσαν άλογο και το είδανε κιόλας από μακριά, που περνούσε ανάμεσα στα δέντρα πιο χαμηλά στην πλαγιά και ήδη απομακρυνόταν, με τον τοξότη αναβάτη του πλαγιασμένο πάνω στο λαιμό του, ντυμένο με σκούρα ρούχα, ενώ η μακριά αλογοουρά του ανέμιζε.
«Έρχεται από την πόλη», είπε ο Ντένχαρ, «αλλά δεν αναγνωρίζω ποιος είναι…»
«Έχει μάτια που αστράφτουν και φορά γκρίζο μαντήλι στο κεφάλι της», απάντησε ο Γκόν-γκιρι και κοίταξε τον Ντένχαρ που είχε μείνει άφωνος από την περιγραφή. «Μάλλον σε ψάχνει», συμπλήρωσε.
«Μα δεν ιππεύει», του είπε εκείνος, «και ποτέ δεν θέλησε να ανεβεί σε άλογο όλ’ αυτά τα χρόνια, ούτε ήξερα ότι θα νοιαζόταν τόσο πολύ ώστε να ψάξει να με βρει η ίδια…»
«Πολλά δεν ξέρεις, και ακόμα περισσότερα δεν βλέπεις…», του απάντησε αινιγματικά και άρχισε να βάζει σημάδια γύρω από το μονοπάτι που ακολουθούσαν για να τα δει εκείνη όταν θα επέστρεφε και να μην ανησυχεί.
Δεν άργησαν να φτάσουν στην Ντίμροστ και όταν ο νέος άνδρας είδε όλους αυτούς που πάνω στα τείχη υποτίθεται ότι έκαναν σκοπιά αλλά όπλισαν τα ελαφρά τόξα τους καθώς τους είδαν να έρχονται από το πουθενά, επειδή στην πραγματικότητα χαζολογούσαν, κατάλαβε αμέσως για ποιο λόγο η Γκλίνενρουθ αποφάσισε να τον αναζητήσει η ίδια. Αν την είχε μπροστά του αυτή τη στιγμή, ορκιζόταν στον εαυτό του ότι θα την άρπαζε στη αγκαλιά του και θα τη φιλούσε οπωσδήποτε, κι ας αντιδρούσε με όποιον τρόπο ήθελε, δεν τον ένοιαζε καθόλου…
«Μην τυχόν και ρίξετε κανένα βέλος στην Ρούθιελ όταν θα ‘ρθει, γενναίοι μου φρουροί», τους είπε ειρωνικά καθώς τους προσπερνούσαν, και μαζί με τον Γκόν-γκιρι ανηφόρισαν προς το σπίτι του. Η Μίριελ που περίμενε στην πόρτα, αγκάλιασε τον γιο της και καλωσόρισε τον Γιάουρ, αλλά κοίταξε να δει και για την νεαρή κοπέλα, νομίζοντας ότι εκείνη τους είχε βρει και τους είχε συνοδεύσει πίσω.
«Δε σας βρήκε η Ρούθιελ;»
«Την είδαμε που πέρασε πιο μακριά από μας, αλλά δεν προλάβαμε να τη φωνάξουμε…Έτρεχε σαν τον άνεμο», της απάντησε ο Ντένχαρ και τα μάτια του έλαμπαν.
«Ξέρει όλους τους δρόμους και θα επιστρέψει ασφαλής από τον πιο σύντομο», της είπε και ο Ντρουγκ και την καθησύχασε.

14/2/12

Ένα ξωτικοκόριτσο στη Ντίμροστ (ε μέρος)


Και ο καιρός περνούσε χωρίς νέα. Είχαν περάσει κιόλας εφτά χρόνια σαν νερό, από την μέρα που είχαν φύγει ο Νέχαρ και ο Ελουρέντ, και σιωπή γύρω από τις εξελίξεις της πολιορκίας είχε πέσει, καθώς κανείς άλλος Χάλαντιν δεν πέρασε από τα μέρη τους, και η αγωνία τους ήταν μεγάλη για τους δικούς τους που έλειπαν μακριά. Οι άνθρωποι παντού επαγρυπνούσαν, επειδή ανησυχούσαν μήπως ο Σάουρον ως κακό πνεύμα διαφύγει προσωρινά από τον στενό κλοιό και επιτεθεί στις πόλεις τους, αν και η μικρή Ντίμροστ δεν κινδύνευε όσο η Οσγκίλιαθ που είχε κρατήσει στο παρελθόν.
Τότε του Ντένχαρ του πέρασε από το μυαλό να πάει ο ίδιος ως τη Μόρντορ, παρόλο που δεν είχε ενηλικιωθεί ακόμα (ώστε να ακολουθήσει και άλλους νεαρούς Νουμενόριαν που έκαναν το ίδιο) και η σκέψη αυτή και η έγνοια ωρίμαζε μέσα του, επειδή ένιωθε την αγωνία της μητέρας του, αλλά και της Γκλίνενρουθ, που τις νύχτες έβγαινε κρυφά από την Μίριελ στην αυλή, και ανέβαινε στη στέγη και κοιτούσε προς την Ανατολή όπου η μάχη μαινόταν. Κι ενώ ήδη κατάστρωνε το σχέδιο να φύγει και εκείνος, έμαθε ότι στις εγκαταστάσεις του Βορρά, είχε επιστρέψει ένας Χάλαντιν που τον ήξερε από παλιά, και πήρε το άλογο τα ξημερώματα, για να πάει να ρωτήσει νέα για τους δυο άντρες. Όμως πήγε να επισκεφτεί και τους παππούδες του, που ζούσαν εκεί κοντά, και έμεινε μαζί τους όλο το απόγευμα , ξεχνώντας ότι η μητέρα του περίμενε, μέχρι που νύχτωσε και τότε μόνο ξεκίνησε να φύγει βιαστικά, αφού από τη χαρά του για τα νέα που πήρε, είχε καθυστερήσει. Γυρνούσε πίσω, όταν ξαφνικά μία σκιά πετάχτηκε μπροστά του και το άλογό του που τρόμαξε, τον έριξε από την πλάτη του και έφυγε καλπάζοντας προς την κατεύθυνση της πόλης.
«Τρελό άλογο», μουρμούρισε ο Ντένχαρ και σηκώθηκε κρατώντας τον ώμο του, όμως στράφηκε προς τον Γιάουρ που τον κοιτούσε.
»Και τώρα πως γυρνάμε πίσω;» τον ρώτησε. «Η Μίριελ θα σηκώσει ολόκληρη την πόλη στο πόδι αν το δει να γυρνά χωρίς τον αναβάτη…»
«Θα σε οδηγήσω εγώ πιο γρήγορα απ’ ότι αν γυρνούσες μόνος», του απάντησε ο Γκόν-γκιρι , «εξάλλου θέλω να δω τη Γκλίνενρουθ…»

3/2/12

Ένα ξωτικοκόριτσο στη Ντίμροστ (δ μέρος)


Την επόμενη το πρωί, η Μίριελ του έκοψε τα μαλλιά του όπως ήθελε, και πραγματικά, της φάνηκε ότι το μικρό της αγόρι είχε μεγαλώσει πρόωρα και είχε γίνει ένας νεαρός άνδρας, και πολλοί που τον είδανε στο εργαστήριο, απορήσανε με την μελαχρινή του ωριμότητα που απόχτησε ξαφνικά. Και η Γκλίνενρουθ που τον είδε κι εκείνη, σάστισε για λίγο και τον κοίταξε σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά και ο Ντένχαρ χάρηκε μέσα του, επειδή της είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον, και από τη μέρα εκείνη, το βλέμμα της στράφηκε πολλές φορές προς εκείνον. 
Ο Χίραν δεν επανήλθε στο σπίτι αν και τριγυρνούσε στη γειτονιά, αλλά φρόντισε να διορθώσει τις σχέσεις του μαζί του, όμως παρά τις προσπάθειές του, δεν μπόρεσε να ξαναδεί το χρυσοκάστανο κορίτσι επειδή κι εκείνη σταμάτησε να βγαίνει στην πόλη. Ένα φθινοπωρινό βράδυ όμως, η πόρτα χτύπησε και στο άνοιγμα φάνηκε ένας από τους φρουρούς της πύλης που συνόδευε τον Γκόν-γκιρι που είχε έρθει να τους δει, και ενώ ήξερε ποιο είναι το σπίτι, δε θέλησαν να τον αφήσουν να πάει μόνος του ως εκεί. Ο νεαρός φρουρός όλο και προσπαθούσε να ρίξει κρυφές ματιές από την είσοδο που στεκότανε, θέλοντας προφανώς κι εκείνος να δει τη Ρούθιελ, αλλά η Μίριελ δεν τον άφησε να περάσει μέσα και τον ευχαρίστησε ευγενικά, κλείνοντάς του την πόρτα.
Κάθισαν όλοι γύρω από το τραπέζι σε μια παρέα, όπως πολύ παλιά συνήθιζαν να κάθονται οι Χάλαντιν με τους Γιάουρ, και η Μίριελ θέλησε να του προσφέρει κρασί, αλλά η Ρούθιελ που έλαμπε ολόκληρη, τη σταμάτησε.
«Μόνο νερό πίνουν οι Ντρούγκου και τίποτ’ άλλο», της είπε ξέροντας ακόμα κι αυτήν την μικρή λεπτομέρεια, αφού είχε ζήσει μαζί τους όλα της τα χρόνια, μέχρι την αναχώρηση του πατέρα της.
Κι από ‘κείνο το βράδυ, ο Γκόν-γκιρι ερχόταν σχετικά συχνά να την επισκεφτεί, μόνο βραδινές ώρες, και η Ρούθιελ χαιρόταν πολύ που τον έβλεπε και ζητούσε να μαθαίνει τα νέα της φυλής του και τα κυνήγια, και ο Ντένχαρ κατάλαβε ότι τον αγαπούσε πολύ, επειδή αρκετά βράδια, περίμενε σιωπηλή να τον δει να έρχεται. 
Οι νεαροί φρουροί σχεδόν τσακώνονταν για το ποιος θα τον συνοδεύσει ως την πόρτα του σπιτιού, ελπίζοντας ότι θα κατάφερναν να την δουν, αλλά εκείνη έμενε απομονωμένη απ’ όλους εκτός από την Μίριελ και εκείνον, και όσες φορές στάθηκε και ο ίδιος πάνω στο Ξύλινο τείχος, τον κοιτούσαν με φθόνο. Δεν ασχολούνταν πια μαζί τους και δεν έδινε καμιά σημασία στα πικρόχολα σχόλιά τους, αφού ήξερε καλά ότι πολύ λίγο ενδιαφέρονταν για τα αισθήματα του κοριτσιού, και τον θεωρούσαν υπεύθυνο που εκείνη δεν εμφανιζόταν πουθενά. Φαίνονταν σίγουροι ότι την κρατούσε εκείνος κρυμμένη από τα διψασμένα μάτια τους, και πίστευαν ότι την φυλούσε μόνο για τον εαυτό του. Πάνω σ’ αυτό το τελευταίο δεν είχαν και τόσο άδικο, και δε στεναχωριόταν ιδιαίτερα που η Γκλίνενρουθ έμενε μέσα στο σπίτι, όμως αυτό που του έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, ήταν ότι δεν εξέφρασε ποτέ την επιθυμία να επισκεφτεί το δάσος στο Άντραστ και τα εδάφη των Ντρούγκου, και είχε μονίμως καλυμμένα τα μαλλιά της με το μαντήλι, και ελάχιστες φορές την ξαναείδε να τα έχει ελεύθερα στην πλάτη της.
Όμως ομόρφαινε συνεχώς και οι νεαροί θαυμαστές της συγκεντρώνονταν σαν τις μέλισσες γύρω από το μέλι όταν και όπου μαθαίνανε ότι πήγαινε ή υπήρχε περίπτωση να πάει, και όταν ερχόταν η ώρα να μαζευτεί το λινάρι, η πόλη άδειαζε και μεταφερόταν στους αγρούς γύρω από τα τείχη και η Μίριελ χαμογελούσε αμήχανα με την επιμονή των νεαρών ανδρών και την ευρηματικότητά τους. Αλλά η Ρούθιελ δεν ενδιαφερόταν για κανέναν και κοίταζε μόνο τη δουλειά της και εξαφανιζόταν στο σπίτι μόλις τελείωνε, και ποτέ δεν πήρε μέρος σε καμία γιορτή που γινόταν στην πόλη. 
Δεν είχε φιλίες ούτε με κορίτσια, επειδή οι αδελφοί τους προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τις σχέσεις τους μαζί της, και μετά από τις πρώτες δειλές επισκέψεις με αυτούς για ακροατήριο, δεν θέλησε να ξανασυναντήσει καμία από τις κοπέλες της Ντίμροστ, είτε δημοσίως, είτε στον χώρο του σπιτιού. Δεν κατανοούσε τα πρώτα ερωτικά τους σκιρτήματα και την ενοχλούσε που τη χρησιμοποιούσαν στις εξόδους τους σαν δέλεαρ για την προσέλκυση της παρέας των αγοριών που τις ενδιέφεραν, γι’ αυτό πολύ σύντομα οι επισκέψεις σταμάτησαν, αν και η ίδια σπάνια τις ανταπέδιδε. Ήταν ακατάδεχτη απέναντι σε όλους και ο Ντένχαρ ακόμα που προσπάθησε μια-δυο φορές να τη βγάλει από τον στενό χώρο του σπιτιού, προσέκρουσε στην άρνησή της και δεν ξαναδοκίμασε. Η τακτική όμως αυτή απέδωσε καρπούς, καθώς οι νεαροί της Ντίμροστ, το πήραν απόφαση και άρχισαν να συνδέονται με κορίτσια λιγότερο ακριβοθώρητα από εκείνη. Μόνον ο Χίραν επέμενε, και έψαχνε συνέχεια να βρει την ευκαιρία να τη συναντήσει (κάπου–οπουδήποτε) μόνη της, αν και ήταν απίθανο να συμβεί αυτό, αν όχι αδύνατο.

24/1/12

Ένα ξωτικοκόριτσο στη Ντίμροστ (γ μέρος)

Ελάχιστα νέα έφταναν από το πεδίο της μάχης, από τραυματισμένους πολεμιστές που εγκατέλειπαν τη Ντάγκορλαντ, αλλά η επιτυχής έκβαση τους έκανε όλους να αναθαρρήσουν. Η ζωή συνεχιζόταν παρά τον πόλεμο και οι καθημερινές ασχολίες δεν σταματούσαν για κανένα λόγο, και έτσι η Μίριελ και η Ρούθιελ ξερίζωσαν το μεγαλύτερο μέρος από τα φυτά του λιναριού και άρχισαν την κατεργασία του. Το κορίτσι με μεγάλη περιέργεια κι ενδιαφέρον παρακολουθούσε το πλύσιμο και το μούλιασμα των φυτών, το κόψιμο των βλαστών σε ίσο μέγεθος για όλα τα κοτσάνια, το ξάσπρισμα της ίνας και το γνέσιμο σε λεπτές γκριζόλευκες κλωστές και μετά, το τύλιγμα του υγρού νήματος σε μακρόστενα ξύλα με διχαλωτές άκρες και από τις δύο πλευρές τους, που τα ανέβασαν στη στέγη για να στεγνώσουν με την ζέστη του ήλιου που έκαιγε. Όμως τα φυτά που άφησαν να καρπίσουν για να κρατήσουν το σπόρο (που θα χρησιμοποιούσαν αλεσμένο και ψημένο για να φτιάξουν καταπλάσματα, αλλά και για να σπείρουν για την σοδειά του επόμενου χρόνου), εξακολουθούσαν να ανθίζουν, αν και όχι με την ίδια ομορφιά και ευκαμψία των άλλων φυτών που ξεριζώθηκαν κατά την πρώτη ανθοφορία τους.
Την επόμενη Άνοιξη θα έσπερναν στο διπλανό λιβάδι, της εξήγησε η Μίριελ, καθώς ξεκάρπιζαν τα ξυλεμένα φυτά, χτυπώντας τα μέσα σε ξύλινες σκάφες, επειδή το λινάρι είναι απαιτητικό και εξαντλεί τα εδάφη που φυτρώνει, και δεν δίνει την ίδια καλή ποιότητα αν παραβλεφτεί αυτός ο κανόνας, και μόνο μετά από εφτά χρόνια θα ξαναμάζευαν σοδειά απ’ το χωράφι αυτό που μόλις είχαν δρέψει. Το λινάρι θεωρούνταν ως το καλύτερο ύφασμα, αλλά επειδή η παραγωγή ήταν συνήθως περιορισμένη, το χρησιμοποιούσαν πολύ λιγότερο απ’ το μάλλινο. Είχαν φτάσει πια στα μέσα του Αυγούστου όταν η Μίριελ άρχισε να υφαίνει το ύφασμα και το πρώτο κομμάτι που ύφανε, το έδωσε για μαντήλι στην Γκλίνενρουθ, που μάθαινε κι εκείνη τον αργαλειό, αν και ο Ντένχαρ είχε αρχίσει να δυσανασχετεί με την επιμονή της μητέρας του να της μαθαίνει τις εργασίες του σπιτιού, επειδή δεν την έβλεπε τόσο συχνά όσο πριν. Αλλά η κόρη του Ελουρέντ δεν ενοχλούνταν από τα καθήκοντα που αναλάμβανε, επειδή το δικό της πρόβλημα ήταν η ανία και όχι η κούραση, και μ’ αυτόν τον τρόπο κρατούσε τον εαυτό της απασχολημένο. Από την άλλη, συμπαθούσε πολύ την Μίριελ και την έβλεπε και λίγο σαν μητέρα της, επειδή η δική της μητέρα είχε πεθάνει στη γέννα και δεν την είχε γνωρίσει ποτέ.
«Πως και οι Ντρούγκου δεν έχουν εμφανιστεί ακόμη;» αναρωτήθηκε ο Ντένχαρ δυνατά, καθώς μετά από πολύ καιρό, είχαν καθίσει όλοι μαζί στο τραπέζι.
«Μαζεύουν την Αλισάχνη αυτόν τον καιρό και είναι απασχολημένοι», απάντησε η Ρούθιελ, σαν να επρόκειτο για κάτι που το γνωρίζουν όλοι .
«Τι είναι η Αλισάχνη;» τη ρώτησε.
Η Ρούθιελ σήκωσε το χρυσό βλέμμα της και τον κοίταξε απορημένη.
«Η Αλισάχνη…, το αφράλατο…», του ξαναείπε, αλλά το δικό του γκρίζο βλέμμα εξακολουθούσε να είναι ερωτηματικό. «Είναι το αλάτι της θάλασσας που φέρνει το κύμα και ο θαλασσινός αέρας, και μαζεύεται στις κοιλότητες των βράχων», του εξήγησε. «Είναι πολύ καλοί κυνηγοί και το χρειάζονται για να διατηρούν τα τρόφιμά τους…Αυτόν τον καιρό τα κυνήγια και τα ψάρια είναι άφθονα και από το μεγάλο φεγγάρι και μετά, σχεδόν κάθε βράδυ, κατεβαίνουν στο Άντραστ για να το συλλέξουν, καθώς το θεωρούν πιο φυσικό και καθαρό από το άλλο…», συμπλήρωσε.
«Να που μαθαίνουμε και κάτι καινούριο», είπε η Μίριελ, αλλά η πόρτα χτύπησε και σηκώθηκε ν΄ ανοίξει.
Ήταν ο νεαρός Χίραν, ο φίλος του Ντένχαρ, που πλησίαζε την Γκλίνενρουθ περισσότερο απ’ όλους τους νεαρούς της Ντίμροστ και γινόταν φορτικός χρησιμοποιώντας κυρίως κολακείες για να της τραβήξει την προσοχή, χωρίς φυσικά να το πετυχαίνει. Εκείνη, μόλις τον άκουσε στην είσοδο, έκανε ένα νεύμα στον Ντένχαρ που της χαμογέλασε με εμφανή τα λακκάκια στα μάγουλά του σαν ότι έλειπε σε περίπτωση που ο Χίραν θα ρωτούσε για ‘κείνη, και αμέσως σηκώθηκε από το τραπέζι και εξαφανίστηκε στο δωμάτιό της .
«Που είναι η ομορφιά μας;» ρώτησε ο Χίραν μπαίνοντας.
«Δεν είναι εδώ», του απάντησε ο Ντένχαρ χαμογελαστός και η μητέρα του είδε ότι το κορίτσι είχε φύγει, θέλοντας να τον αποφύγει.
Ο Χίραν κάθισε στην καρέκλα που καθόταν νωρίτερα η Ρούθιελ και κοίταξε γύρω του σαν για να βεβαιωθεί ότι είχε φύγει πραγματικά, πριν αρχίσει να μιλά. Η Μίριελ του έφερε μία μικρή κούπα με κρασί και κάθισε στη άλλη καρέκλα που ήταν δίπλα στο τραπέζι. Ευτυχώς που είχαν προλάβει να φάνε, αν και το νεαρό κορίτσι μόλις που είχε αγγίξει το πιάτο του.
«Φίλε μου σε ζηλεύω, αλλά δεν σε καταλαβαίνω», είπε εκείνος, «να μένεις μ’ αυτήν τη ξωτικίσια πεταλούδα στο ίδιο σπίτι και να μην κάνεις τίποτα…»
Ο Ντένχαρ ένιωσε το αίμα του να του ανεβαίνει στο κεφάλι. Ο Χίραν ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερός του και φίλος του, αλλά αυτό το σχόλιο δεν το ανεχόταν.
«Έχει όνομα κι αισθήματα», του είπε σε έντονο ύφος.
«Και ποιος σου είπε ότι εγώ δεν τρέφω αισθήματα γι αυτήν; Απλώς αν ήτανε στο χέρι μου, θα προσπαθούσα να την πλησιάζω …πιο πολύ», του είπε και του έκλεισε το μάτι, κρυφά από τη Μίριελ που ήταν παρούσα στη συζήτηση.
«Θα σου πω τον τρόπο να την πλησιάσεις, αν θέλεις», του απάντησε ο Ντένχαρ και τα μάτια του στένεψαν. «Να της φέρεσαι όμορφα κι ευγενικά και να τη σέβεσαι παντού και όχι να κάνεις επίδειξη ευγένειας μόνο μπροστά της…Γιατί και ‘γω, αλλιώς ήμουν και άλλαξα, για τους γονείς μας και για κείνη, και δεν θ’ ανεχτώ τέτοια συμπεριφορά απέναντί της και απέναντι σε μας που είμαστε υπεύθυνοι για την ασφάλειά της» συμπλήρωσε, και σηκώθηκε όρθιος.
»Γι’ αυτό λοιπόν θα σε παρακαλέσω να βγεις έξω από το σπίτι αυτό, και να μη σε ξανακούσω να μιλάς μ’ αυτόν τον τρόπο για τη Ρούθιελ, γιατί τότε δεν ξέρω και ‘γω τί είμαι ικανός να κάνω!» τον απείλησε, και πιάνοντας τον από το μπράτσο τον οδήγησε στη πόρτα και καθώς τον έβγαλε έξω, την έκλεισε ξανά με κρότο. Ο Χίραν δεν είχε προσπαθήσει να αντισταθεί, ήτανε πάντα κάτισχνος, αλλά το θράσος του ήταν συνήθως μεγαλύτερο από τη σωματική του δύναμη αντισταθμίζοντάς την, και ο Ντένχαρ πάντα τον υπερασπιζόταν στους καυγάδες, παρόλο που ήταν μικρότερος, επειδή ήταν πιο γεροδεμένος. Και η εργασία μέσα στο μεταλλουργείο του πατέρα του, τον ωφελούσε ακόμα περισσότερο.
»Αύριο θα μου κόψεις τα μαλλιά και δε θα ξανανοίξεις την πόρτα σε κανέναν που δε θέλει να δει η Ρούθιελ», είπε στη μητέρα του που τον παρακολουθούσε εντυπωσιασμένη με την αποφασιστικότητά του, και λέγοντας αυτά, κοίταξε και προς την πόρτα του κοριτσιού που εξακολουθούσε να μένει κλειστή.

14/1/12

Ένα ξωτικοκόριτσο στη Ντίμροστ (β μέρος)


Το άλλο πρωί η Ρούθιελ ήταν στο πόδι από νωρίς, το πιο πιθανό ήταν ότι στριφογυρνούσε όλη τη νύχτα μέσα στο δωμάτιό της περιμένοντας να περάσουν οι ώρες του ύπνου της Μίριελ και του Ντένχαρ και να πάνε επιτέλους έξω από την πόλη. Δεν ήξερε πως ήταν το λινάρι επειδή, όποτε είχε πάει με τον πατέρα της στη Νέα Ντίμροστ -τις λιγοστές φορές που είχε γίνει αυτό- δεν ήτανε ποτέ ανθισμένο και είχε δει μόνο τα πράσινα στελέχη με τα λεπτά φύλλα που γέμιζαν τα γειτονικά λιβάδια. Η Μίριελ της έδωσε το ανοιχτό γκρίζο ύφασμα που ταίριαζε με το φαρδύ φουστάνι της και τύλιξε μόνη της τα μακριά μαλλιά της, αφήνοντας τις δύο άκρες του μαντηλιού να κρέμονται στην πλάτη της κομποδεμένες στον αυχένα. Ο Ντένχαρ τις συνόδευσε πάνω στ’ άλογο, ως το λιβάδι όπου εκείνες πήγαν πεζές, και κράτησε το άλογό του μακριά από τα γαλάζια λουλούδια, παρακολουθώντας με ενδιαφέρον τις αντιδράσεις του κοριτσιού.
«Είναι πολύ ωραία!» φώναξε γελώντας, και μπήκε μέσα στο χωράφι σχεδόν χορεύοντας κάτω από τον ήλιο. Πολλές μικρές γαλάζιες και λευκές πεταλούδες που βρίσκονταν πάνω στα λουλούδια του λιναριού που λύγιζαν στο πέρασμά της, πέταξαν σαν μαδημένα πέταλα που τα παίρνει ο άνεμος και εκείνη απόμεινε να κοιτάζει εκστατικά την γαλάζια έκταση που απλωνόταν μπροστά της.
«Θα τα ξεριζώσουμε για να φτιάξουμε νήμα», της φώναξε η Μίριελ από την άκρη του ολάνθιστου αγρού όπου είχε μείνει.
«Είναι κρίμα», της απάντησε, «είναι τόσο όμορφα, γιατί πρέπει να τα χαλάσουμε;»
«Θα φτιάξουμε ύφασμα σαν αυτό που φοράς, καθώς και φάρμακα, με τους σπόρους του λιναριού που θα αφήσουμε να ωριμάσει», της ξαναφώναξε, αλλά η Ρούθιελ δεν την άκουγε, επειδή έμεινε ακίνητη με ανοιχτά τα χέρια κάτω από τον ήλιο και τον ελαφρό αέρα, και έγειρε πίσω το κεφάλι της και τότε το μαντήλι έπεσε ανάμεσα στα λουλούδια και τα μαλλιά της με τις μακριές πλεξίδες, κυμάτισαν και άστραψαν με χρυσές φλόγες, πέφτοντας ελεύθερα και μακριά.
Κι ο Ντένχαρ υπνωτίστηκε από αυτήν την εικόνα και μέθυσε από το χρυσό φως και ο πόθος του μέσα στην καρδιά του τον έκαψε. Όμως εκείνη μάζεψε αμέσως το μαντήλι και κάλυψε το κεφάλι της, αλλά για ‘κείνον δεν είχε σημασία πια, επειδή το μυαλό του είχε αδειάσει από έγνοιες και υποχρεώσεις, όμως, άκουσε τα λόγια της μητέρας του που στεκόταν δίπλα στ’ άλογό του και μουρμούρισε:
»Αυτό το κορίτσι είναι σίγουρα κόρη της Ελάννα και του Ξωτικού του δάσους, αλλά δεν ξέρω για πόσο θα μπορέσουμε ν’ αντέξουμε αυτήν την ομορφιά τόσο κοντά μας…»
Ο Ντένχαρ διαφωνούσε μ’ αυτή την άποψη αλλά δεν της το είπε. Ο Μπάραν του είχε πει ότι το ζήτημά του θα το εξέταζε μόλις θα γύριζαν από τον πόλεμο, αλλά αυτό δεν του ήταν αρκετό: Θα κρατούσε το κορίτσι αυτό με όποιον τρόπο, και θα την έκανε να τον αγαπήσει πάση θυσία, γι’ αυτό έπρεπε να καταφέρει να συγκρατήσει τον εαυτό του, εξάλλου ήταν μόνο δεκαπέντε χρόνων και το αντικείμενο του πόθου του ήταν μόλις μισό χρόνο μικρότερη από εκείνον. Κράτησε τις σκέψεις του για τον εαυτό του και απομακρύνθηκε από το λιβάδι χωρίς να πει τίποτα, αν και ησύχασε που η Γκλίνενρουθ είχε μαζέψει πάλι τα μαλλιά της και δεν την άφηνε μόνη της, αλλά με την μητέρα του. Είχε δει με την άκρη του ματιού του τους νεαρούς που ήρθαν από την πόλη και στέκονταν πιο μακριά παρατηρώντας κι εκείνοι τo νεαρό κορίτσι.

5/1/12

ΓΚΛΙΝΕΝΡΟΥΘ :Ένα ξωτικοκόριτσο στη Ντίμροστ (α μέρος)


«Το σπίτι σου πρέπει να είναι το πιο δημοφιλές σπίτι στην πόλη», παρατήρησε η Ρούθιελ και κοίταξε από τον στενό φεγγίτη προς τη Μίριελ, που στριφογυρνούσε μέσα στο σπίτι απέναντι από το εργαστήριο που βρίσκονταν, κερνώντας τους επισκέπτες.
«Για σένα έρχονται αν δεν το έχεις καταλάβει», της απάντησε ο Ντένχαρ που στεκόταν λίγο πιο μακριά της και έλιωνε μέταλλο στη φωτιά που έκαιγε.
«Μου φαίνεται ότι ο πατέρας μου δεν έκανε καλά, αποφασίζοντας να μείνω μαζί σας», του είπε. «Πιο ήσυχη θα ήμουνα αν έμενα με τους Γιάουρ όπως ήθελα εγώ να κάνω, πάνω στο βουνό, αντί να είμαι υποχρεωμένη να ανέχομαι τον καθένα που με κοιτά σαν να είμαι εμπόρευμα που δεν του ανήκει και να προσπαθεί να με αγγίξει…»
«Οι άνθρωποι αντιδρούν διαφορετικά από τα ξωτικά απέναντι στον έρωτα», της είπε και την κοίταξε.
«Ο έρωτας είναι έρωτας για όλους», του απάντησε. «Κι άλλοι είναι ερωτευμένοι αλλά έχουν τρόπους, ενώ αυτοί εκεί (του έδειξε προς την κατεύθυνση του σπιτιού του), δεν έχουν!»
Ο Ντένχαρ δεν της είπε τίποτα, αλλά έμεινε να σκέφτεται τι να εννοούσε άραγε, το χρυσοκάστανο κορίτσι που κρυβόταν μέσα στο σκοτάδι του σιδηρουργείου του. Βρισκόταν κιόλας δύο μήνες στο σπίτι του ως φιλοξενούμενη, και πραγματικά όλη η πόλη είχε περάσει από εκεί θέλοντας να την δει από κοντά, αν και είχε έρθει και στο παρελθόν στη Ντίμροστ, αλλά τότε συνοδευόταν από τον πατέρα της που όλοι φοβόντουσαν και σέβονταν. Και η Ρούθιελ, είχε υπομείνει στωικά τις συστάσεις, αλλά καθώς οι επισκέψεις δεν σταματούσαν, βαρέθηκε και ‘κείνη να χαιρετά συνέχεια τα ίδια άτομα και άρχισε να κρύβεται, και η τελευταία της και πιο επιτυχημένη κρυψώνα, ήταν το εργαστήριό του.
«Θα πάω να τους διώξω», της είπε και έβγαλε τη δερμάτινη ποδιά από πάνω του, «το κακό έχει παραγίνει μ’ αυτές τις επισκέψεις».
«Μην κάνεις τον κόπο», του είπε τότε εκείνη, και εκείνος γύρισε και την κοίταξε απορημένος. «Πολύ λίγο θα σε πάρουν στα σοβαρά, και εκτός του ότι χρειάζεσαι την δουλειά που σου δίνουν, είσαι πολύ μικρός για να τους επιβληθείς… Άσ’ τους, κάποια στιγμή θα βαρεθούν…»
Ο Ντένχαρ, ξεπέρασε το πρώτο ξάφνιασμα και σκέφτηκε δυσαρεστημένος ότι εκείνη είχε δίκιο και δεν ξαναμίλησε. Την κοίταξε μόνο, που παρακολουθούσε από την ασφάλεια του εργαστηρίου του, τους πρώτους από τους επισκέπτες που απογοητευμένοι από την απουσία της, άρχισαν να φεύγουν. Δε θα ήταν και τόσο άσχημα να την έχει καθημερινά κοντά του, του άρεσε που προτίμησε την δική του παρέα από τους άλλους Χάλαντιν που την τριγυρνούσαν σαν ερωτευμένα κοκόρια, αφού εκείνος τουλάχιστον είχε μάθει να τη σέβεται, αν και με την πίεση του πατέρα του…Μα καθώς σκεφτόταν αυτά, κατάλαβε ότι νωρίτερα του μιλούσε για τον ίδιο, όταν ανέφερε τους καλούς τρόπους.
Χαμογέλασε τότε και αποφάσισε να μην την ξαναενοχλήσει και στράφηκε πάλι προς το μέταλλο που είχε λιώσει. Το έχυσε σε ένα καλούπι για υνί και το γύρισε ανάποδα για να κρυώσει και να το πιάσει με την τσιμπίδα. Το έριξε μέσα στο νερό και το έβγαλε ξανά για να το ελέγξει και να το πυρώσει απ’ την αρχή. Σφυρηλατούσε ακόμα, όταν η Ρούθιελ άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το σιδηρουργείο, πηγαίνοντας προς το σπίτι του.
«Ευτυχώς που έλειπες», της είπε η Μίριελ μόλις την είδε, «με έχουνε ζαλίσει με όλες αυτές τις επισκέψεις. Που ήσουν;»
«Απέναντι», της απάντησε και της έδειξε αδιόρατα προς τους στάβλους, τα υποστατικά και το εργαστήριο.
«Θα στρώσω το τραπέζι, αν θέλεις φώναξε τον Ντένχαρ να ετοιμαστεί», της είπε, και η Ρούθιελ θέλοντας και μη, ξαναβγήκε από το σπίτι και μπήκε πάλι στο σιδηρουργείο.
«Η Μίριελ μ’ έστειλε να σε φωνάξω», είπε στον Ντένχαρ, κι εκείνος έβγαλε πάλι την δερμάτινη ποδιά και πήγε να πλυθεί για να είναι καθαρός και έτοιμος για το δείπνο. Όταν μπήκε στο σπίτι του είδε ότι στο τραπέζι καθόταν όπως πάντα μόνο η μητέρα του που τον περίμενε. Κάθισε κοντά της, αλλά το λεπτοκαμωμένο κορίτσι ήρθε και κείνο και τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε στην παρέα τους .
«Θα φας;» τη ρώτησε η Μίριελ που δεν την είχε ξαναδεί να έρχεται οικειοθελώς στο φαγητό.
«Έχω και ‘γω τρόπους», απάντησε αινιγματικά, «εξάλλου θα ήθελα να δοκιμάσω το φαγητό που έφτιαξα η ίδια», της είπε και χαμογέλασε, γιατί ήταν αλήθεια πως τις τελευταίες μέρες ανακατευόταν και ‘κείνη, με την κουζίνα και τις δουλειές του σπιτιού.
Ο Ντένχαρ χαμογέλασε και κατέβασε τα μάτια του, για δεύτερη φορά σε μία μέρα, και μηχανικά άγγιξε με το χέρι του την μικρή ουλή στο φρύδι του που του είχε προκαλέσει εκείνη, στην τελευταία μάχη στο δάσος. Αυτόν το λίγο καιρό που τη ζούσε από κοντά, ανακάλυπτε ένα τελείως διαφορετικό πλάσμα από εκείνο το κορίτσι που ήξερε, που ήταν ευγενικό και χαμογελαστό και είχε μία περίεργη γι’ αυτόν άποψη για τα πράγματα, εκτός που συνήθως είχε δίκιο στις παρατηρήσεις της…Κι αυτό ήταν μερικές φορές εκνευριστικό, όπως το απόγευμα στο εργαστήριο…
«Αύριο θα πάμε στο λιναροχώραφο», της είπε η Μίριελ που πήγαινε συχνά μόνη της, «γιατί πρέπει να ελέγξουμε αν το λινάρι είναι ώριμο να ξεριζωθεί…»
«Γιατί πρέπει να πάμε ειδικά αύριο;» ρώτησε ο Ντένχαρ που σκεφτόταν την δουλειά στο εργαστήριο και το υνί που δεν είχε τελειώσει.
«Η Ρούθιελ έχει δύο μήνες να βγει από το σπίτι και οι Ντρούγκου δε μας εμπιστεύονται πια όπως παλιά για να πλησιάσουν την πόλη», του απάντησε η μητέρα του και άφησε ένα πιάτο με φαγητό μπροστά στο κορίτσι. «Πλησιάζει ο καιρός για την συγκομιδή, και νομίζω ότι θα ’πρεπε να δει το θέαμα του ανθισμένου λιναριού, πριν αρχίσω να το βγάζω…»
«Η μητέρα μου είχε ένα γκρι φουστάνι από λινό», είπε η Ρούθιελ καθώς εξέταζε το φαγητό, ανόρεχτη. Με την άκρη του πιρουνιού, ανασήκωσε το κομμάτι του ψαριού μέσα στο πιάτο της και καθώς το μύρισε από σχετικά κοντά, το ξανακατέβασε και δοκίμασε ένα μικρό κομμάτι.
«Ήταν δικό μας το λινάρι που υφάνθηκε το ασημόγκριζο φόρεμά της», της απάντησε η Μίριελ. «Το αγαπούσε πολύ αυτό το ύφασμα η Ελάννα… Αλλά εσύ πού το ξέρεις;»
«Ο πατέρας μου, κράτησε όλα τα πράγματα της μητέρας μου, και ανάμεσα σ’ αυτά, είναι και το φουστάνι με τα κοκάλινα κουμπιά στην τραχηλιά», της είπε και πήρε άλλο ένα μικρό κομμάτι από το πιάτο της και το έβαλε στο στόμα της. «Δεν είναι άσχημο το φαγητό μου», διαπίστωσε με υπερηφάνεια, αλλά δεν έφαγε άλλο.
«Είναι πολύ καλό», είπε τότε και η Μίριελ για να την ενθαρρύνει «και νομίζω ότι θα σου αναθέσω το μαγείρεμα, κι ας μην τρως, αν και είσαι στην ηλικία που οι άνθρωποι αναπτύσσονται και χρειάζονται καλή διατροφή».
Όμως η Γκλίνενρουθ δεν απάντησε επειδή δεν ήθελε να χαλάσει την ωραία ατμόσφαιρα λέγοντας ότι δεν είναι μόνο άνθρωπος, αλλά χαμογέλασε πάλι και την βοήθησε να σηκώσει το τραπέζι. Και ο Ντένχαρ την κοίταξε από το πλάι που μετέφερε τα πράγματα μέσα στην κουζίνα και βγήκε στην αυλή για να φέρει νερό και να βοηθήσει τη Μίριελ να πλύνει τα σκεύη.
«Να μου πεις ποιο άλογο θέλεις να σου ετοιμάσω για αύριο», της είπε όταν ξαναμπήκε μέσα.
«Κανένα», του απάντησε, «δε μου αρέσουν τα άλογα…»
«Πως γίνεται να μην ιππεύεις;» ρώτησε εκείνος απορημένος, με μια μικρή διάθεση να την κοροϊδέψει.
«Αισθάνομαι πιο ασφαλής με τα πόδια μου, παρά μ’ αυτά τα μεγάλα ζώα που ρουθουνίζουν και κάνουν απότομες κινήσεις… Εξάλλου ποτέ δεν έμαθα να ιππεύω, και δε νοιώθω καμιά ανάγκη να το κάνω…». Η Μίριελ μπήκε εκείνη την ώρα στο δωμάτιο.
»Να μου δώσεις ένα μεγάλο μαντήλι αύριο, γιατί θα το χρειαστώ», της είπε, και η γυναίκα γύρισε και την κοίταξε με την ίδια απορία που υπήρχε και στα σκούρα γκρι μάτια του γιου της.
«Τί θα το κάνεις;» τη ρώτησε.
«Ο πατέρας μου, μου ζήτησε να καλύπτω τα μαλλιά μου όταν βγαίνω από την πόλη και θέλω ν’ ακολουθήσω την εντολή του, κι ας μη συμφωνώ…» απάντησε, και η Μίριελ εντυπωσιάστηκε με την ειλικρίνειά της και την καλή της διαγωγή.
«Ό,τι θέλεις, θα το έχεις» της είπε, και το νεαρό κορίτσι τους καληνύχτισε και κλείστηκε στο δωμάτιό της.