27/5/13

Με τους Ντρούγκου προς τα Νίμραϊς (β' μέρος)


Η μέρα είχε χαράξει όταν όλοι οι Ντρούγκου, μικροί και μεγάλοι, συγκεντρώθηκαν για να αποφασίσουν αν θα έφευγαν ή όχι, από την νοτιοδυτική απόληξη των Έρεντ Νίμραϊς. Παρά όμως το γενικό πανδαιμόνιο που ακολούθησε την αναγγελία του θανάτου του Μπάραν Ελουρέντ, η συντριπτική πλειοψηφία των Ντρουάνταν αποφάσισε να αρχίσουν πάραυτα τις προετοιμασίες και να φύγουν αμέσως μόλις νύχτωνε. Αναζητούσανε καιρό την περιπέτεια και το ενδιαφέρον τους να μείνουν κι άλλο σ’ αυτήν την περιοχή που την είχανε παραγνωρίσει, είχε μετατεθεί προς την γη των μακρινών τους συγγενών. 
Η Γκλίνενρουθ, τους παρατηρούσε που μόλις συγκρατούνταν να μην αρχίσουν ακόμα και με το φως της ημέρας να ξεχύνονται προς τις κορυφογραμμές, πάνω από το χωριό τους. Όλη τη μέρα μάζευαν τα πράγματά τους και τα μάτια τους έλαμπαν, και για πρώτη φορά έβλεπε αυτή τη παράξενη λάμψη στα μαύρα μάτια τους, μέχρι τώρα ήξερε μόνο την κόκκινη φλόγα του θυμού τους. Αλλά αυτό το φως της επιθυμίας και της προσμονής για μεγάλες κατακτήσεις και ανακαλύψεις ήταν πρωτόγνωρο για ‘κείνη και ξεπερνούσε ακόμα και την χαρά που τους έκανε να γελούν και να τραντάζονται από χαχανητά, που παρέσερναν σε γέλια όποιον είχε την τύχη να τους ακούσει. Αν υπήρχε κάτι που τους απασχολούσε περισσότερο από τις πιθανές δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν, ήταν το θέμα του αλατιού, αν και υπήρχαν κι άλλοι τρόποι να διατηρήσουν τα τρόφιμά τους… 
Ξεκίνησαν να φύγουν το βράδυ, πριν καλά- καλά το φεγγάρι σηκωθεί στον ουρανό, και δεν κατέβηκαν δίπλα στο ποτάμι, αλλά ακολούθησαν την κορυφογραμμή μέχρι εκεί που ήταν δυνατό, και μετά κατηφόρισαν προς τις πλαγιές, ακολουθώντας το ίδιο μονοπάτι που είχε πάρει η ίδια φεύγοντας από την πόλη. Ο Γκόν-γκιρι την πλησίασε κάποια στιγμή, και άρχισαν να περπατάνε δίπλα-δίπλα. 
«Ο Ντένχαρ είναι στο δάσος», της είπε. 
«Σου το είπα ότι θα με αναζητούσε», του απάντησε. 
«Θα τον αφήσεις έτσι;» την ρώτησε ξανά.
«Δεν θ’ αντέξει την καταπόνηση αυτού του ταξιδιού, και ο πατέρας μου δεν έδωσε την έγκρισή του, πριν πεθάνει», του απάντησε αποκαλύπτοντας τον φόβο της, αλλά όχι την πραγματική αιτία που κρυβόταν απ’ αυτόν.
 Ο Γκόν-γκιρι δεν της μίλησε ξανά. Περπάτησαν από τα μυστικά μονοπάτια που μόνο οι ίδιοι γνώριζαν, με αργό ρυθμό, επειδή ήταν φορτωμένοι με πράγματα και το πρωί είχανε φτάσει μέχρι την Νεν Γκίριθ, αλλά έμειναν στο βουνό, καλυμμένοι ανάμεσα στις ψηλές σημύδες, σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο που φύτρωναν πολλές τσουκνίδες και που έρχονταν να μαζέψουν όταν χρειάζονταν να φτιάξουν ύφασμα. Το ίδιο βράδυ ξεκίνησαν ξανά και συνέχισαν μ’ αυτόν το ρυθμό, μέχρι που βγαίνοντας από τον ορεινό όγκο, συνάντησαν την μικρή κοιλάδα στο άνοιγμα των Έρεντ Νίμραϊς, όπου ο Λέφνουι, κυλούσε χωρίς να προσφέρει άλλη προστασία πέρα από τις συστάδες από λεύκες.