15/3/15

Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΝΤΕΝΧΑΡ (4ο μέρος)


        Ο χειμώνας ήρθε νωρίς και με πάρα πολλά χιόνια. Έφτιαξαν μία ξύλινη πόρτα για να κρατούν την κακοκαιρία έξω από το υποτυπώδες σπίτι τους και πέρασαν πολλές συνεχόμενες μέρες κλεισμένοι μέσα στη μικρή σπηλιά. Κάπου –κάπου έβγαιναν έξω στο χιόνι και διασκέδαζαν κυνηγώντας τις χιονονιφάδες που στροβιλίζονταν από τον αέρα, όμως η μεγαλύτερη χαρά τους ήταν να παρακολουθούν τον μικρό γιο τους, τον  Τουίλιον, που μεγάλωνε και άρχισε να κάνει τα πρώτα του αβέβαια βήματα. Πολύ σύντομα, πιο γρήγορα από τα άλλα παιδιά,  άρχισε να λέει και τις πρώτες του κουβέντες, φωνάζοντας πρώτα τον πατέρα του που λάτρευε, κυρίως επειδή η Ρούθιελ ήταν αρκετά αυστηρή και μάλωνε και τον πατέρα και το γιο, που είχαν δημιουργήσει συμμαχία και παραβγαίνανε ο ένας τον άλλον στην σκανδαλιά. Εκείνη έβγαινε πιο συχνά στο χιονισμένο ύπαιθρο, πηγαίνοντας να ελέγξει και τους Ντρούγκου που ανησυχούσε αν είναι καλά, με όλη αυτή τη χιονόπτωση που συνεχιζόταν, και που πολλές φορές έθαβε τον πρόχειρο καταυλισμό τους και κάλυπτε τις εισόδους των αποθηκών τους. Μα εκείνοι την κοιτούσαν καθώς ερχόταν με τα μαλλιά της πασπαλισμένα με χιόνι και την κορόιδευαν που δεν έλεγε να συνηθίσει την επιμονή τους να στέκονται έξω με τόσο κρύο, και συχνά τη συνόδευαν πίσω στην μικρή σπηλιά λέγοντας στον Ντένχαρ που τους άνοιγε κάθε φορά:
          «Χιόνισε πρόωρα στο κεφάλι της…» υπονοώντας ότι τα χρόνια (και τα γηρατειά) τη βρήκανε νωρίτερα από το αναμενόμενο, και γελούσαν σκασμένοι από την έκφραση που έπαιρνε το πρόσωπό της. Ακόμα και ο μικρός Τουίλιον έμαθε αυτήν την πρόταση και την έλεγε με τα παιδικά του λογάκια και ο Ντένχαρ τον προέτρεπε να τη λέει και του την μάθαινε κρυφά από την μητέρα του που καμωνότανε την θυμωμένη. Και ο χειμώνας πέρασε, και ο γιος τους έκλεισε τον πρώτο του χρόνο, στα τέλη του Φεβρουαρίου.

          Δεν είχε μπει καλά -καλά ο μήνας Σούλιμε (Μάρτιος), όταν καβαλάρηδες πέρασαν από τον δρόμο πηγαίνοντας Δυτικά. Πολύ σύντομα ξαναπέρασαν επιστρέφοντας, και για αρκετό καιρό ακόμα η αναταραχή συνεχιζόταν και οι Ντρούγκου που παραφύλαξαν τους φύλακες, έμαθαν ότι ο Ισίλντουρ, οι τρεις από τους τέσσερις γιους του (Ελέντουρ, Αράντουρ και Κίρυον, ο Βαλαντίλ είχε γεννηθεί κατά τη διάρκεια του πόλεμου στο Ρίβεντελ, όπου ζούσε μαζί με τη μητέρα του) και η ακολουθία του που αποτελούνταν από διακόσιους πολεμιστές, έπεσαν σε ενέδρα Ορκ στα Gladden fields και σκοτώθηκαν, αν και το σώμα του Βασιλιά της Άρνορ (αφού στην Γκόντορ είχε αφήσει τον Μένελντιλ, τον γιο του αδελφού του, του Ανάριον που είχε πεθάνει στην Ντάγκορλαντ) δεν βρέθηκε ποτέ. Τρεις στρατιώτες είχαν μόνο σωθεί, που μετέφεραν τα νέα, και τα κομμάτια του Νάρσιλ, στο Ίμλαντρις. Ο Θράντουιλ, με τους τοξότες του, είχαν κυνηγήσει τους Ορκ και είχαν σκοτώσει αρκετούς, και οι Νουμενόριαν είχαν λάβει και εκείνοι μέρος στις έρευνες, τόσο για τον Ισίλντουρ, όσο και για τους δολοφόνους του. Τα Ξωτικά τους είχαν αποκόψει από τα Ομιχλιασμένα Βουνά  και αρκετοί από τους πολεμιστές του Σάουρον που δεν κατάφεραν να περάσουν τον πλημμυρισμένο Άντουιν και να διαφύγουν στην Ανατολή, αποφεύγοντας τα μαγεμένα δάση του Λόριεν και του Φάνγκορν, διέσχισαν το Αρντ Γκάλεν και μπήκαν στον ορεινό όγκο των Νίμραϊς από το Ανόριεν, προσπαθώντας να σωθούν.

6/3/15

Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΝΤΕΝΧΑΡ (3ο μέρος)


       Θα ήθελε αν μπορούσε, να έφευγαν αμέσως για την Ντίμροστ. Με ελάχιστο ψάξιμο είχε βρει το άλογό του που είχε διασωθεί ευτυχώς από την μάχη με τους Ορκ, και αν δεν υπήρχε ο αστάθμητος παράγοντας του παιδιού τους, θα την έπαιρνε αμέσως και θα έφευγαν για να γυρίσουν στους γονείς του. Το καλοκαίρι τελείωνε και σύντομα θα έμπαινε ο χειμώνας και δεν προλάβαιναν να περάσουν το Θρίχαϊρν με τους πάγους του, ειδικά με ένα τόσο μικρό μωρό στα χέρια, πήρε λοιπόν την απόφαση να μείνουν για τον χειμώνα κοντά στους Ντρούγκου ή Ρόγκιν, όπως αποκαλούσαν οι Γιάουρ του Ανόριεν τους εαυτούς τους. Έπρεπε να κάνει αυτήν την υποχώρηση για χάρη της γυναίκας που αγαπούσε και του παιδιού τους, και σύντομα συνήθισε και στην ιδέα της πατρότητας. Θα συνέβαινε βέβαια κάποτε, αφού ο σκοπός του ήταν να την παντρευτεί, αλλά ακόμα κι έτσι, η ζωή μαζί της ήταν όμορφη όπως τη φανταζόταν, και η ευτυχία του ολοκληρωμένη, παρόλο που βρισκόντουσαν τόσο μακριά από το σπίτι του και τους δικούς του.
Το δάσος ήταν άγριο και παρθένο, και πολλά όμορφα και μοναδικά πράγματα υπήρχαν γύρω για να τα δει κανείς: Λουλούδια και φυτά με ζωηρά χρώματα και θεραπευτική χρήση, και η θέα από τα ψηλότερα σημεία του δάσους Ντρουάνταν προς τις ασημοχιονισμένες κορυφές του Θρίχαϊρν ήταν μαγευτική. Η Ρούθιελ έδενε τον Τουίλιον στο στήθος με ένα περίεργο σύστημα που κρατούσε το παιδί στερεωμένο πάνω στο σώμα της μητέρας του, (ήταν κι αυτό ανακάλυψη των Γιάουρ) και βγαίνανε στο δάσος μαζί για να συλλέξουνε τροφές, όπως μανιτάρια, φρούτα και ρίζες, και εκείνος τόξευε πουλιά και ζώα, και συγκεντρώσανε αρκετές προμήθειες για τον χειμώνα των  Νίμραϊς. Τα ζεστά βράδια κάθονταν μόνοι τους ή και μαζί με τους Ντρούγκου και λέγανε ιστορίες από το Άντραστ και γελούσαν τόσο δυνατά, που οι Γιάουρ ξεστρίβονταν χωρίς ανάσα από τα χαχανητά. Όταν γυρνούσαν στο μικρό τους καταφύγιο, έβαζαν το παιδί τους να ξαπλώσει μέσα στην μικρή κούνια που του έφτιαξε ο πατέρας του για να μην το ενοχλούν και να μπορεί να ξανακοιμηθεί εύκολα, και εκείνοι έμεναν ξάγρυπνοι και αγκαλιασμένοι, εξερευνώντας ο ένας το σώμα του άλλου, και μετά, ο Ντένχαρ ακουμπούσε το κεφάλι του στο στήθος της, στο μέρος της καρδιάς και την αφουγκραζόταν που χτυπούσε, και αποκοιμιόταν ακούγοντας την φωνή της να του τραγουδά.