19/12/10

Η μέρα της γιορτής (β' μέρος)


Η απόσταση ήταν μεγάλη και έκανε ώρες να φτάσει. Το φόρεμα την εμπόδιζε στο τρέξιμο, επειδή ήταν πολύ κλειστό στο λαιμό και τα κουμπιά την δυσκόλευαν στην αναπνοή, προσπάθησε καναδυό φορές να το ανοίξει αλλά έπρεπε να σταματήσει να κρατά το μάκρος του και τότε ίσως κινδύνευε να το πατήσει, και επιπλέον, κουβαλούσε και το δερμάτινο σακίδιο που τη βάρυνε. Δεν ήθελε όμως και να σταματήσει, επειδή ένοιωθε ότι είχε χάσει ήδη αρκετό χρόνο μέχρι ν’ αποφασίσει τι πραγματικά ήθελε να κάνει, να μείνει ή να φύγει. Κι εκείνος, παρόλο που ήξερε καλά ότι βρισκόταν συνεχώς στο πλάι της, αν και δεν τον έβλεπε πάντα, είχε επιτρέψει στο Νέχαρ να τον δει, σα να ήθελε να του υπενθυμίσει την παρουσία του στο δάσος όπου η ίδια είχε επανεγκατασταθεί, κάτω από την προστασία του και τη φροντίδα του…
Όλα όσα έκανε είχαν επίκεντρο εκείνη και δεν το είχε καταλάβει, ούτε και μπορούσε να κατανοήσει τους σκοπούς του. Γι’ αυτό, έπρεπε να ψάξει να τον βρει και να ζητήσει εξηγήσεις στις απορίες της, και συνέχισε να τρέχει ασταμάτητα μέσα στο δάσος, καθώς το δειλινό έβαφε τον ουρανό με πορφυρά χρώματα. Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει, περίπου την ώρα που θα άρχιζε ο γάμος του φίλου της, όταν έφτασε στο σπίτι της, όμως βρήκε το Γκόν-γκιρι που όπως συνήθως, περιφερόταν στη γύρω περιοχή, και τον φώναξε.
«Δεν τον είδα σήμερα», της είπε, «αλλά άλλες μέρες τον συνάντησα κοντά στο μικρό καταρράχτη του Λέφνουι…Γιατί δεν πήγες στο γάμο;»
Αλλά εκείνη δεν του απάντησε, μόνο τον αγκάλιασε και του έδωσε ένα φιλί, και παράτησε το σάκο της στα πόδια του. Βάλθηκε να τρέχει ξανά ανάμεσα στα δέντρα, και ευτυχώς που το ολόγιομο φεγγάρι ανέτειλε και φώτισε μέσα στη ζεστή νύχτα με το ασημένιο φως του και μπορούσε να ξεχωρίσει το δρόμο της, διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να το κάνει, κι ας γνώριζε αυτή την περιοχή καλά. Έφτασε στον καταρράχτη και πέρασε από την άκρη του νερού μέσα στη φωτεινή σπηλιά, όμως εκείνος δεν ήταν εκεί και απελπίστηκε. Βγήκε ξανά έξω, και η εξάντληση που ένιωθε και η αγωνία ήταν τέτοια που τα πόδια της δεν την κρατούσαν πια, αλλά εκεί που νόμιζε ότι θα σωριαστεί, δύο χέρια την συγκράτησαν και την στήριξαν και μέσα από τη σκοτοδίνη που την είχε ζαλίσει, είδε τον Ελουρέντ που ήταν κοντά της.
«Νόμιζα πως έφυγες για πάντα…» της είπε.
«Έφυγα, αλλά μετάνιωσα στο δρόμο και ξαναγύρισα…» του απάντησε, όμως η κούρασή της ήταν τόση, που ανάσαινε δύσκολα, και με μια κίνηση του χεριού της, τράβηξε από το λαιμό της το ύφασμα και έκοψε το πρώτο κουμπί.
«Περίμενε…, θα το καταστρέψεις, και είναι τόσο όμορφο πάνω σου…» της είπε, και κρατώντας την γερά επάνω του με το αριστερό του χέρι, άρχισε να ξεκουμπώνει το γιακά του φουστανιού της για να τη βοηθήσει ν΄ ανασάνει πιο ελεύθερα. Ο λαιμός της, φάνηκε χλωμός μέσα από το ασημόγκριζο ύφασμα κι εκείνη συνήλθε και στάθηκε στα πόδια της.
«Έχω μέρες να σε δω και νόμιζα ότι έφυγες κιόλας για τη Δύση…», του είπε.
«Πάμε κάπου να μιλήσουμε ήσυχα, επειδή νομίζω ότι δεν είμαστε μόνοι μας…» της απάντησε, έχοντας αντιληφθεί κάποιες κινήσεις από Ντρούγκου στην γύρω περιοχή, που κατέβαιναν προς το Άντραστ, και πιάνοντάς την τρυφερά από το χέρι, την οδήγησε στη μικρή σπηλιά πίσω από τον καταρράχτη.

9/12/10

The Lord of the Rings - The Mummer's Dance



Από τα καλύτερα fan made βίντεο που έχω δει...Enjoy!!!

4/12/10

Η μέρα της γιορτής (α' μέρος)


Ο Νέχαρ την περίμενε στη έξοδο του δάσους με το άλογο του, κι ένα ακόμα μεγάλο καφέ σελωμένο άλογο, περίμενε εκείνη για να τη μεταφέρει στη Νεν Γκίριθ, για το γάμο.
«Είσαι πολύ όμορφη, που το είχες κρυμμένο το φουστάνι;» τη ρώτησε χαμογελαστός, καθώς την είδε να έρχεται με το λινό ασημόγκριζο φόρεμά της που κούμπωνε με πολλά μικρά κοκάλινα κουμπιά, από το στήθος μέχρι το λαιμό. Είχε τα μαλλιά της ελεύθερα και στα χέρια της κρατούσε ένα καφέ σακίδιο από δέρμα με τα λιγοστά υπάρχοντά της, κυρίως ρούχα, το Έκετ με την θήκη του και το ζευγάρι μπότες που φορούσε μέσα στο δάσος.
«Το είχα εξαρχής μαζί μου, δεν άντεχα να το αποχωριστώ όταν έφυγα από την πόλη…» του απάντησε και ανέβηκε στο άλογο, με τη σιγουριά κάποιου που ήξερε καλά πώς να ιππεύει.
«Και τα πράγματα αυτά, γιατί τα πήρες μαζί σου; Ένα βράδυ δε θα μείνεις μόνο;» την ξαναρώτησε απορημένος.
«Αποφάσισα να γυρίσω πίσω και ν’ αφήσω το σπίτι στο δάσος» του είπε, και ο Νέχαρ γύρισε το κεφάλι του, κοιτώντας ανάμεσα στα δέντρα για να εντοπίσει τον άντρα που είχε δει την ημέρα των γενεθλίων της, καθώς την χαιρετούσε.
»Τι ψάχνεις;» τον ρώτησε τότε.
«Κοιτάζω για ‘κείνον…», της απάντησε, «αλλά δεν τον βλέπω πουθενά…»
Η Ελάννα, δεν τον είχε δει ούτε και ‘κείνη, όλη αυτή την εβδομάδα που είχε περάσει από τη μέρα που είχε έρθει να την επισκεφτεί μαζί με τον Γκόν-γκιρι, κι αναρωτιόταν αν είχε ήδη φύγει όπως της είχε πει, αλλά νόμιζε ότι ο φίλος της αστειευόταν θέλοντας να την πειράξει, όμως ο Νέχαρ απορούσε με τη στάση της, αφού όταν της το είχε προτείνει μερικούς μήνες νωρίτερα, εκείνη είχε αρνηθεί.
«Θα πάμε λοιπόν;» τον ρώτησε ανυπόμονα, και ο Νέχαρ δε θέλησε να την πιέσει περισσότερο επειδή φοβήθηκε ότι εκείνη θα άλλαζε γνώμη, και ξεκίνησαν να τρέχουν προς την κατεύθυνση της πόλης. Θα προσπαθούσε να μάθει αργότερα τί συνέβη, συζητώντας μαζί της, αν και έλπιζε ότι εκείνη θα του εξηγούσε μόνη της την αλλαγή της απόφασής της.
Όμως η Ελάννα δεν του μιλούσε καθώς έτρεχαν δίπλα-δίπλα όλη αυτή την απόσταση και η σκέψη της ήταν στραμμένη στον Ελουρέντ. Είχε αποφασίσει να γυρίσει κοντά στους δικούς της και του το είχε πει σχεδόν από την πρώτη μέρα που είχε έρθει ο Νέχαρ να τη βρει, αλλά τώρα, κι ενώ πλησίαζαν ήδη στο τέλος της διαδρομής, μια δειλία την κυρίευσε και ευχήθηκε να μην είχε πάρει αυτή την απόφαση τόσο αψήφιστα, επειδή εκείνος είχε δίκιο όταν της είχε προτείνει να το ξανασκεφτεί, αλλά το πάθος της και ο εγωισμός δεν την είχανε αφήσει. Όμως, αν το ήθελε τόσο πολύ να γυρίσει στην πόλη, γιατί δεν το έκανε μόνη της τόσον καιρό, παρά περίμενε να φτάσει η μέρα που της είχε πει ο Νέχαρ ότι θα ‘ρχόταν να τη συνοδεύσει ο ίδιος με το άλογο; Σε τί ήλπιζε, ή τί πρόσμενε να συμβεί ανάμεσα σε ‘κείνη και τον Χρυσοκάστανο Ξωτικό; Τότε ξαφνικά, κι ενώ ξεχώριζαν κιόλας τα ξύλινα τείχη της πόλης και η πέτρινη γέφυρα πάνω από τον Λέφνουι, της πέρασε από το μυαλό ότι ίσως εκείνος να είχε κιόλας φύγει μακριά και ανησύχησε πραγματικά επειδή φοβήθηκε ότι δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ και σταμάτησε το άλογο, και ο Νέχαρ που την είδε με την άκρη του ματιού του, ενώ την είχε προσπεράσει, σταμάτησε κι εκείνος το άλογο του από το τρέξιμο και ήρθε κοντά της.
«Τον έχεις συνεχώς μέσα στο μυαλό σου, Ελάννα, και δε σε αδικώ…», της είπε και της χαμογέλασε. «Το έχω καταλάβει ότι τον αγαπάς, και δε θα σου κρατήσω κακία αν δε θελήσεις να με ακολουθήσεις ως την πόλη…»
Η Ελάννα τον κοίταξε με απορία, επειδή ο Νέχαρ φαινότανε να γνωρίζει περισσότερα απ’ όσα νόμιζε εκείνη.
«Τον έχεις δει;» τον ρώτησε, όπως τα άλογά τους στεκόντουσαν αντικριστά.
«Τον είδα από μακριά, όταν είχα έρθει να σε βρω, την Άνοιξη, γι’ αυτό δεν ξαναήρθα από τότε, επειδή ήξερα πως δε με χρειαζόσουν πραγματικά...Δε σε άφηνε στιγμή από τα μάτια του, Ελάννα…Είμαι σίγουρος ότι βρισκότανε πάντα κοντά σου, από την νύχτα εκείνη που είχες τραυματιστεί και σε βοήθησε…»
»Είπες πως θες να φύγεις από το δάσος, αλλά η σκέψη σου βρίσκεται ακόμα εκεί, γι’ αυτό και δεν μπορείς να συνεχίσεις…Μην υποφέρεις άδικα και γύρισε πίσω με το άλογο», της ξαναείπε, «θα φτάσεις πιο γρήγορα …»
Εκείνη όμως ξεπέζεψε και του έδωσε να κρατήσει τα γκέμια.
«Σου εύχομαι να είσαι ευτυχισμένος, φίλε μου και αδελφέ μου, και να έρχεσαι να με επισκέπτεσαι», του είπε χαμογελώντας και του γύρισε την πλάτη της, καθώς άρχισε να τρέχει πεζή μέσα στο δάσος, επειδή προτιμούσε να αφήσει τους άλλους να νομίζουν ότι είχε αρνηθεί να επιστρέψει, ακόμα και για το γάμο των αγαπημένων της φίλων, του Νέχαρ και της Μίριελ.