Κάθισε στο λείο βράχο και την τράβηξε κοντά του. Το φως του φεγγαριού, περνούσε μέσα από τη λεπτή κουρτίνα του νερού και φώτιζε την μικρή εσοχή όπου καθόντουσαν απομονωμένοι.
«Δεν είχα και την καλύτερη διάθεση τον τελευταίο καιρό και ξέρω καλά ότι σε πλήγωσα με τη συμπεριφορά μου…», ξεκίνησε να του λέει παίρνοντας πρώτη το λόγο.
»Ήθελα να σου πω πως είχες δίκιο εκείνο το βράδυ πάνω στη στέγη και θα ‘πρεπε να σ’ ευχαριστήσω που με νοιάστηκες, αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα μου…Όμως όταν μου είπες ότι θα έφευγες και ‘συ, ένοιωσα ότι ήμουν εγώ υπεύθυνη γι’ αυτό, αλλά δεν το κατάλαβα το λάθος μου πριν από σήμερα…»
«Και νόμισες ότι έφυγα;» τη ρώτησε, καθώς σκέφτηκε ότι αν και καθυστερημένα, τα λόγια που της είχε πει όταν είχε πάει να την επισκεφτεί και να τη χαιρετήσει για τελευταία φορά, την είχανε αγγίξει πραγματικά.
«Έτσι μου είχες πει, αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω ότι το άκουσα…Και τώρα που γύριζα τρέχοντας μέσα στο δάσος για να σε προλάβω, δε σε είδα πουθενά και φοβήθηκα ότι έφτασα αργά και δε θα είχα την ευκαιρία να σου μιλήσω…» του απάντησε.
«Γιατί δε με φώναξες; Θα ερχόμουν αμέσως…» της είπε, και η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμισε ότι ακουγόταν έξω από το στήθος του. «Από την πρώτη στιγμή που μιλήσαμε, σου το είχα πει: Να με φωνάξεις όποτε με ήθελες…»
«Με ποιο δικαίωμα να το κάνω;» τον ρώτησε και τον κοίταξε βουρκωμένη, κι εκείνος σάστισε μ’ αυτή την αντίδραση, επειδή δεν την περίμενε.
»Είσαι ξωτικό και είμαι άνθρωπος…Είσαι αθάνατος κι εγώ θνητή, απόλυτα ελεύθερος, ενώ εγώ είμαι σκλαβωμένη σ’ ένα κορμί που φθείρεται…Γιατί να σε σκλαβώσω κι εσένα; Ακόμα κι αν το ήθελες, τι θα μπορούσε να σου προσφέρει η αγάπη μου πέρα από λύπη; Κι αν ήταν μόνον όνειρο ή απατηλός πόθος της καρδιάς μου το ενδιαφέρον σου, είναι καλύτερα να μη δεσμεύω πια τη σκέψη μου στη μαγική σου υπόσταση, και να το πάρω απόφαση πως οι μοίρες των λαών μας είναι χωριστές και στη ζωή και στο θάνατο, άρα και οι δικές μας είναι αταίριαστες…»
Τα λόγια της ήταν μια αποκάλυψη, αλλά παρόλο που δε συμφωνούσε, αναγνώριζε ότι η σκέψη της ήταν ορθή και οι φόβοι της δικαιολογημένοι. Του είχε μιλήσει καθαρά, χωρίς περιστροφές και εγωπάθεια, επειδή ήταν μια ατρόμητη πολεμίστρια σαν τις Αρχαίες Αμαζόνες της Χάλεθ που δεν προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της που κυλούσαν στα μάγουλά της, μια δυνατή γυναίκα με τρυφερή καρδιά, λεπτή και όμορφη σαν εύθραυστο ξωτικοκόριτσο. Ήθελε να της γελάσει, αλλά εκείνη έκλαιγε. Άπλωσε το χέρι του να σκουπίσει τα δάκρυά της όμως εκείνη αρνήθηκε να τον αφήσει ν’ αγγίξει το πρόσωπό της.
«Αν με ένοιαζαν αυτές οι μοίρες…», της είπε και πήρε τα χέρια της στα χέρια του παρά την αντίδρασή της, «δε θα σου επέτρεπα ποτέ να με δεις, μετά από το βράδυ της επίθεσης έξω από το δάσος…Θα σε βοηθούσα μόνον και μετά θα χανόμουν και δε θα σε πλησίαζα ξανά! Όμως εγώ σε περίμενα να επιστρέψεις, από το πρωί εκείνο που με χαιρέτισες με ένα νεύμα σου χωρίς να με ξέρεις, όταν έφυγες πριν από τέσσερα χρόνια, με τη βοήθεια της αδελφής σου…Και πάντα παρακολουθούσα τις περιπολίες σου και αναρωτιόμουν πότε ο άνεμος θα σ’ έφερνε ξανά, στο λιμάνι μου…»
»Νοιώθω για σένα όπως κανένας Ξωτικός δεν ένιωσε ποτέ για καμιά θνητή γυναίκα, αλλά τώρα καταλαβαίνω την αγάπη της γιαγιάς μου της Λούθιεν για τον άντρα της τον Μπέρεν που ήταν άνθρωπος, και τον κόπο που κατέβαλαν οι δυο τους προσπαθώντας να λυγίσουν την βουλή του πατέρα της και να τους δώσει την ευχή του…Αλλά εγώ είμαι μόνος μου και δεν έχω κανένα δικό μου στη ζωή για να υπολογίζω τη γνώμη του στις αποφάσεις μου, όμως, υπολογίζω στη δική σου γνώμη και θα ‘θελα να ξέρω αν θέλεις να μου ανήκεις, ώστε να μπορώ και ‘γω ν’ ανήκω σε σένα…»
Την κοιτούσε μέσα στα μάτια και κρατούσε τα χέρια της σφιχτά, όμως εκείνη τα τράβηξε από τα δικά του και προς στιγμήν ο Ελουρέντ φοβήθηκε ότι θα σηκωνόταν και θα έφευγε, αλλά η Ελάννα έφερε τα χέρια της στο πρόσωπό του και το χάιδεψε, κι εκείνος θέλησε να φέρει τα δικά του χέρια στο δικό της αλλά εκείνη αμίλητη απέκρουσε ξανά το άγγιγμα του. Κι αφού άγγιξε το πρόσωπό του όσο ήθελε, και πείστηκε από το βλέμμα του ότι εννοούσε κάθε λέξη που της είχε πει, τότε άνοιξε μόνη της και τα υπόλοιπα κουμπιά του φουστανιού της και το έβγαλε από πάνω της, και παραδίδοντας τον εαυτό της στα χέρια του, λύγισε σαν τόξο, όταν εκείνος κάλυψε τη γύμνια της με το δικό του σώμα.
Όταν ξύπνησε το πρωί, τον είδε που την κράταγε ακόμα στην αγκαλιά του, όμως εκείνος της έδειξε το ασημένιο δαχτυλίδι που της είχε φορέσει την ώρα που κοιμόταν και καθώς τον κοιτούσε σαστισμένη, παρατήρησε στο δικό του χέρι, ένα ίδιο δαχτυλίδι από χρυσάφι.
«Είναι τα δαχτυλίδια των γονιών μου», της είπε. «Δεν έχω τίποτε άλλο να σου προσφέρω πέρα από το ταίρι του δικού μου δαχτυλιδιού μαζί με την υπόσχεσή μου στο όνομα του Έρου: Μέχρι να τελειώσουν οι ζωές μας, αυτά τα betrothal rings θα μας έχουν ενωμένους, για πάντα…».