Η Ελάννα είχε υποσχεθεί στο Νέχαρ, την τελευταία φορά που είχε έρθει, ότι θα καλούσε τη Μίριελ να τη βοηθήσει όταν θα ερχόταν η ώρα να γεννήσει. Οι Ντρούγκου είχαν ένα πολύ σύντομο δρομολόγιο μέχρι τη Ντίμροστ, και είχαν ενημερωθεί ότι ίσως χρειαστεί να τρέξουν ως την πόλη, για να ειδοποιήσουν τον Νέχαρ και τη γυναίκα του ώστε να σπεύσουν στο Νότιο Δάσος.
Όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά απ’ ότι τα περίμεναν και ο τοκετός ξεκίνησε νωρίτερα, και παρά το γεγονός ότι ο Ελουρέντ βρισκόταν πάντα κοντά της, δεν κατάφερε να της προσφέρει σχεδόν καμιά βοήθεια, πέρα από ηθική συμπαράσταση, την ώρα των ωδίνων. Πολεμίστρια ως το τέλος, δεν τον άφησε να καλέσει κανέναν, αφού ούτως ή άλλως δεν θα προλάβαιναν να έρθουν εν καιρώ από την πόλη και το παιδί θα κινδύνευε αν περίμεναν κι άλλο, και γέννησε μόνο με τη βοήθεια της Ούρμια, της μητέρας του Γκόν-γκιρι.
Αλλά ο καταπονημένος από την εγκυμοσύνη οργανισμός της, δεν άντεξε την εξάντληση και την αιμορραγία που ακολούθησε τη γέννα, και πέθανε, αφήνοντάς τον με ένα όμορφο μωρό, που σχεδόν αμέσως άνοιξε τα χρυσά του μάτια και τον κοίταξε με θυμό, -αν θα μπορούσε ποτέ ένα νεογέννητο να θυμώσει με τον γεννήτορά του-, όμως του Ελουρέντ έτσι του φάνηκε, πως τον έκρινε υπεύθυνο για τον χαμό της μάνας του, και τότε το ονόμασε Γκλίνενρουθ (Glin-en-routh), Βλέμμα της Οργής.
Και πέρασε τη νύχτα συντετριμμένος, αμίλητος δίπλα στο άψυχο σώμα της γυναίκας του, και το ξημέρωμα, τράβηξε από το χέρι της το δαχτυλίδι από μίθριλ που της είχε φορέσει ο ίδιος την πρώτη νύχτα της σύντομης κοινής ζωής τους, και αφήνοντας την κόρη του για λίγο στην φροντίδα του Γκόν-γκιρι και της μητέρας του, άναψε τη μεγάλη φωτιά που είχε υποσχεθεί η ίδια στην αδελφή της, σα να ήξερε ότι θα πέθαινε νωρίτερα από ‘κείνη. Και η Θίμελ σωριάστηκε αναίσθητη στη θέση που στεκότανε, δίπλα στο παράθυρο, με το που είδε τον πυκνό μαύρο καπνό που ανέβαινε από την άλλη άκρη του Δάσους.
Η φωτιά που είχε αφανίσει το σώμα της Ελάννα, είχε καταλαγιάσει όταν ο Νέχαρ έφτασε στο σπίτι τους, με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, και βρήκε τον Ελουρέντ μπροστά στ’ αποκαΐδια, με το μωρό παιδί του στην αγκαλιά του και τα μάτια του σκοτεινά, σα να είχαν σβήσει οι ήλιοι μέσα τους. Η θλίψη των ξωτικών μπορεί να τα σκοτώσει, κι αυτός ο Έλνταρ ήταν πολύ κοντά στο θάνατο, γι’ αυτό, νίκησε τη δική του λύπη και με λόγια παρηγοριάς τον γύρισε πίσω στο φως της μέρας, για χάρη του όμορφου παιδιού του που μόλις είχε ‘ρθει στον κόσμο. Κι ο Ελουρέντ έκλαψε τότε, για πρώτη φορά από την μέρα που ανακάλυψε τα άθαφτα απομεινάρια των γονιών του και των υπερασπιστών τους, στο Μένεγκροθ του Εσγκάλντουϊν, στις χίλιες σπηλιές, όταν τους είχε αναγνωρίσει μόνο από αυτά τα δαχτυλίδια που φορούσαν, το χρυσό δαχτυλίδι του Ντίορ Ελουχίλ και το ασημένιο της μητέρας του, της Νίμλοθ του Ντόριαθ .
Τώρα, η γυναίκα που είχε αγαπήσει και παγιδεύσει με τόσο κόπο στον έρωτά του, είχε χαθεί για πάντα, όμως στο σώμα του παιδιού τους, είχε αφήσει ένα μέρος του εαυτού της. Γι αυτό εκτίμησε περισσότερο τον Νέχαρ που ενώ πονούσε και ο ίδιος για την απώλεια της φίλης του, του συμπαραστεκόταν μ’ αυτόν τον τρόπο, επειδή του είχε δώσει έναν λόγο πολύ πιο ισχυρό να τον κρατήσει στη ζωή, πιο δυνατό από την απελπισία... Και δεν δέχτηκε την βοήθεια που του προσέφερε ο φίλος του στο μεγάλωμα της Γκλίνενρουθ, προτείνοντάς του να την πάρει μαζί του, παρά του απάντησε ότι στο μέλλον θα χρειαζόταν αυτή την εξυπηρέτηση (καθώς ήξερε ότι σύντομα θα έπρεπε να εγκαταλείψει το δάσος, για να πάρει μέρος στην μάχη που πλησίαζε).
Και μεγάλωσε μόνος του την κόρη του που τόσο του έμοιαζε, και συχνά της τραγουδούσε ένα νανούρισμα που του έλεγε η μητέρα του, αν και δεν θυμότανε τα λόγια πια. Και σύντομα το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη του, καθώς ανακάλυπτε ξανά την άδολη παιδική ηλικία μες απ’ τα μάτια της Ρούθιελ (όπως άρχισε να τη φωνάζει ο ίδιος χαϊδευτικά, επειδή το άλλο όνομα του φαινόταν πολύ βαρύ για ένα τόσο όμορφο και χαρούμενο παιδί), όπου όλα φάνταζαν φρέσκα και μυστηριώδη και η ζωή ήταν γεμάτη χρώματα και μυστικά που περιμένουν να εξερευνηθούν.