Μία αμοιβαία αντιπάθεια γεννήθηκε ανάμεσα στα δυο παιδιά, με το που η Ρούθιελ και ο Ντένχαρ αντίκρισαν αλλήλους και έκτοτε, και όποτε συναντιόντουσαν, ακόμα και κάτω από την επίβλεψη των γονιών τους, κυρίως όμως όταν βρισκόντουσαν στην πόλη, η αντιπαράθεση ήταν σίγουρη, σε τέτοιο βαθμό, που πολλές φορές αναγκάζονταν να τους χωρίσουν, καθώς πάλευαν χωρίς να υποχωρούν, ούτε εκείνος, ούτε εκείνη. Η Γκλίνενρουθ είχε μάθει να χειρίζεται σπαθί, όπως και ο Ντένχαρ, και συχνά μονομαχούσαν, όταν δηλαδή κατάφερναν να εντοπίσουν τα κρυμμένα όπλα που καταχώνιαζε σε διάφορες μεριές η Μίριελ, από φόβο μήπως κάποια μέρα χτυπήσουν πραγματικά. Όμως τον υπόλοιπο καιρό, αντί για όπλα χρησιμοποιούσαν μακριά ξύλινα ραβδιά και έτσι έβγαζαν το άχτι τους, και οι πατεράδες τους παρακολουθούσαν όσο το δυνατόν αμέτοχοι.
Περήφανοι και ορκισμένοι αντίπαλοι (μέχρι το τέλος του κόσμου, όπως διατείνονταν), και πνεύματα αντιλογίας και οι δυο τους, με τη νεαρή κόρη του Μπάραν να κερδίζει σε εντυπώσεις, αφού και η κοφτερή της γλώσσα ήταν προσεκτική, και οι κινήσεις της άψογα ζυγισμένες, ένας δύσκολος αντίπαλος για τον μελαχρινό γιο του Νέχαρ. Όσοι την είχαν δει, κατά τη διάρκεια των εξαιρετικά σύντομων επισκέψεων τους στην πόλη, τους έκανε εντύπωση πόσο όμορφη ήταν, και τη θεωρούσαν γνήσια ξωτικοκόρη, αφού έμοιαζε τόσο πολύ στον πατέρα της, μιας και κανείς σχεδόν δεν γνώριζε την ταυτότητα της μητέρας της, εκτός από το Νέχαρ και τη γυναίκα του.
Αλλά δύο ακόμα χρόνια είχαν περάσει και το μίσος δεν έλεγε να καταλαγιάσει, και σύντομα ο Ελουρέντ θα έπρεπε να την αφήσει πίσω του, μαζί με την οικογένεια του Νέχαρ στη Ντίμροστ, γι’ αυτό προσπαθούσε να την πείσει ότι οι συγκρούσεις ανάμεσα σε ‘κείνη και τον Ντένχαρ, έπρεπε να σταματήσουν. Ο ίδιος ο Νέχαρ θα ερχότανε μαζί του για να ενωθούν με το στρατό των Ξωτικών και των ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι ελάχιστοι είναι αλήθεια, Νουμενόριαν που ονόμαζαν τους εαυτούς τους “Χάλαντιν”. Έδωσαν λοιπόν υπόσχεση για μία τελευταία μάχη, χωρίς βεβαίως όπλα, που θα γινόταν στο δάσος, με διαιτητή τον Γκόν-γκιρι, που και οι δύο τον θεωρούσαν αμερόληπτο και πιο αξιόπιστο από τους γονιούς τους.
Η Ρούθιελ είχε καλύτερη τεχνική και αρκετή ταχύτητα, ενώ ο Ντένχαρ ήταν πιο ανεπτυγμένος σωματικά -ως αγόρι- και είχε περισσότερη αντοχή, και η άμυνα με την επίθεση ήταν μοιρασμένες το ίδιο και στους δύο. Όμως η Ρούθιελ ήτανε αμφιδέξια και όταν το δικό της κοντάρι έσπασε, χρησιμοποίησε ταυτόχρονα και τα δύο κομμάτια του, αλλά μόνο για λίγο είχε τον έλεγχο της μάχης, επειδή μόλις εκείνος αντεπιτέθηκε, άρχισε να υποχωρεί, ψάχνοντας να βρει το χρόνο και τον κατάλληλο χώρο να αντιδράσει, αν και ο πιο δυνατός από εκείνη Ντένχαρ, δεν της άφηνε περιθώριο… Τη στρίμωξε λοιπόν, ανάμεσα στα δέντρα και παρόλο που οι γονείς τους ήταν μπροστά, δεν δίστασε να τη φιλήσει στην άκρη των χειλιών, καθώς την κρατούσε ακινητοποιημένη, αλλά την επόμενη στιγμή, με τρομερό θυμό, το νεαρό κορίτσι, απελευθέρωσε το ένα χέρι με το μισό ξύλο που κρατούσε, και τον χτύπησε στο πρόσωπο, πάνω από το αριστερό του μάτι, στο φρύδι, και του το έσκισε, φωνάζοντας οργισμένα:
«Ποτέ χωρίς την άδειά μου!»
Κι ενώ ο Γκόν-γκιρι που διαιτήτευε τους κοιτούσε αποσβολωμένος, ο Ντένχαρ μισοζαλισμένος από το χτύπημα, επιτέθηκε ξανά, χωρίς να δίνει σημασία στο αίμα που έτρεχε στο πλάι του προσώπου του.
«Μια μέρα θα σε νικήσω και τότε θα σε αποκτήσω, ξωτικοκόριτσο!» της φώναξε, ενώ τα ραβδιά τους είχαν διασταυρωθεί ακόμα μία φορά.
«Αυτή η μέρα δε θα έρθει ποτέ, επειδή θα σε έχω σκοτώσει νωρίτερα!» του απάντησε αγριεμένη και αντεπιτέθηκε, όμως ο πατέρας της την είχε πλησιάσει χωρίς να τον έχει καταλάβει και την σήκωσε στον αέρα, πιάνοντάς την από την μέση για να την απομακρύνει, και ο Νέχαρ από την άλλη πλευρά τράβηξε τον γιο του από το χέρι.
«Δε σας γεννήσαμε για να σας δούμε να σκοτώνεστε…», τους είπε αυστηρά ο Ελουρέντ, όταν τα νεαρά παιδιά στάθηκαν μπροστά του, ενώ ο Νέχαρ κρυφογελούσε με την απίστευτη τροπή που είχε πάρει η αναμέτρηση…Δεν ήταν αντιπάθεια λοιπόν αυτό που ένιωθε ο γιος του αλλά έρωτας, μόνο που δεν είχε αντιληφθεί με τι είδους πλάσμα πήγαινε να μπλέξει, επειδή αυτό το κορίτσι δεν έμοιαζε με τ’ άλλα κορίτσια της Νέας Ντίμροστ, αλλά είχε αίμα από δύο πολεμιστές μέσα της, και ξαφνικά η Ελάννα ξαναζούσε στα μάτια του.
»Πρόσεξε καλά τί θα σου πω Γκλίνενρουθ…», της ξαναείπε ο Ελουρέντ στον ίδιο αυστηρό τόνο, «όταν θα φύγω -και αυτό θα γίνει σύντομα-, ίσως χρειαστεί να αμυνθείς με αληθινό όπλο, αλλά μόνο τότε θα χτυπήσεις με σκοπό να βλάψεις, κι όχι νωρίτερα…»
»Όσο για σένα νεαρέ…», είπε στον Ντένχαρ, «ένα σκισμένο φρύδι είναι καλή πληρωμή για ένα φιλί που κλάπηκε χωρίς κανένα σεβασμό…»
»Από αυτή τη στιγμή σας απαγορεύω να τσακωθείτε ξανά, και φροντίστε να βρείτε έναν τρόπο να συνυπάρξετε, επειδή σύντομα θα ενωθούμε με τις δυνάμεις του Κίρνταν και του Έλροντ και θέλουμε να είμαστε ήσυχοι ότι όλα είναι σωστά τακτοποιημένα πίσω μας… Κι αν μετά από αυτόν τον πόλεμο είσαι ακόμα ερωτευμένος, Ντένχαρ, τότε θα ξανασυζητήσουμε το θέμα που σε ενδιαφέρει, αλλά μόνο τότε, κι εφόσον το θέλει και η Ρούθιελ…»
«Επειδή αν ήσουν μεγαλύτερος, θα ερχόσουν μαζί μας στη μάχη, αλλά τώρα, είσαι αναγκασμένος να μείνεις πίσω, είτε σ’ αρέσει, είτε όχι και δεν ανέχομαι αντιρρήσεις… Κι αυτό που θα κάνεις, πέρα από το να φροντίσεις την μητέρα σου και το εργαστήριο, είναι να σεβαστείς το Χρυσό κορίτσι και τον πατέρα του που μας το εμπιστεύεται…», είπε ο Νέχαρ στον γιο του.
Ο Ντένχαρ, έσκυψε το κεφάλι και για πρώτη φορά, άγγιξε με το χέρι του το πληγωμένο του φρύδι, χωρίς να δεχτεί να του το καθαρίσουν ή να το φροντίσουν με κάποιο βότανο, και γύρισε στη πόλη, με το αίμα ξεραμένο στο πρόσωπό του, κι ούτε η Μίριελ δεν μπόρεσε να τον μεταπείσει. Όμως ο Νέχαρ ήξερε ότι ο νεαρός γιος του θα υπάκουε στις εντολές του και η Γκλίνενρουθ θα ήταν ασφαλής μαζί του και για όσο καιρό θα χρειαζόταν να λείψουν.