Από το Ρίβεντελ, διέσχισαν τα Ομιχλιασμένα βουνά από πολλά περάσματα και ενώθηκαν με τον κύριο όγκο του στρατού του Όροφερ και του μικρότερου σε μέγεθος του Λόριεν και βάδιζαν δίπλα στο ποταμό Άντουιν, όταν οι Νάνοι της Μόρια (Μαύρο χάσμα, Κάζαντ Ντουμ), η γενιά του Ντούριν, ενώθηκε μαζί τους. Διέσχισαν το Ροβάνιον και τις Βόρειες περιοχές της Γκόντορ και τελικά ήρθαν αντιμέτωποι με το στρατό του Σάουρον, στη Ντάγκορλαντ, το πεδίο της Μάχης, απέραντο και απλωμένο μπροστά στις πύλες της Μόρντορ. Οι δύο στρατοί, έμειναν αντιμέτωποι για πολλές ώρες, χωρίς να κονταροχτυπηθούν. Ο Γκιλ- Γκάλαντ, «το ακτινοβόλο αστέρι» των Νόλντορ της Μέσης Γης, τους είχε ζητήσει να είναι ολόκληροι καλυμμένοι με το γκρι ύφασμα των ρούχων των Σίνταρ και να μη φανεί καθόλου ατσάλι από τους θώρακες και τα δυνατά τους όπλα. Μ’ αυτές τις κάπες λοιπόν και σιωπηλοί, στάθηκαν απέναντι στους Ορκ τους Ανατολίτες και τους Χαράδριμ (Νότιους,), αν και υπήρχαν και αρκετά μέλη αυτής της φυλής των Άπιστων Νουμενόριαν του Νότου που προσχώρησαν στις τάξεις της Συμμαχίας.
Και καθώς ο Γκιλ-Γκάλαντ σήκωσε ψηλά τον Άεγκλος (χιονάγκαθο) το δόρυ του, που το μέταλλό του έλαμπε σαν κρυστάλλινο κάτω από το φως του ήλιου, όλοι άνοιξαν την ίδια στιγμή τα γκρίζα ρούχα τους και οι πανοπλίες τους έλαμψαν από άκρη σε άκρη στους λόφους δημιουργώντας την εντύπωση ενός καθρέφτη που τύφλωσε προσωρινά τους σκοτεινούς πολεμιστές. Όμως ο Όροφερ δεν περίμενε ν’ ακούσει τον Ερεϊνιον (γόνος Βασιλέων) να δίνει το σύνθημα για την επίθεση, και όρμησε μπροστά, επικεφαλής μίας ομάδας από τους ισχυρότερους πολεμιστές του από το Έρυν Γκάλεν. Τα Ξωτικά του μεγάλου Βασιλείου του ήταν δυνατά και σκληραγωγημένα, αλλά συγκριτικά με τα Ξωτικά της Δύσης (πέραν των Ομιχλιασμένων Βουνών), υστερούσαν σε βαρύ οπλισμό και επίσης ήταν πολύ ανεξάρτητα για να δεχτούν τον Γκιλ-Γκάλαντ ως απόλυτο Βασιλιά. Έτσι ο απερίσκεπτος Όροφερ έπεσε, και ήταν ο πρώτος νεκρός της Ντάγκορλαντ, όμως ο Ελουρέντ, αποσπάστηκε από τις γραμμές των μαχητών και έτρεξε μπροστά, καθώς τα ξωτικά επιτέθηκαν αμέσως, και πολεμώντας με οργή, μπόρεσε να τραβήξει το σώμα του Όροφερ που ήταν τρυπημένο από τις εχθρικές λόγχες.
Ο γιος του ο Θράντουιλ, δεν είχε τραυματιστεί και κοιτάζοντας τον Ελουρέντ που είχε πληγωθεί επιπόλαια στο μπράτσο και κουβαλούσε το σώμα του πατέρα του έξω από τη μάχη, ξαναεπιτέθηκε, ακολουθώντας την πρώτη γραμμή των πολεμιστών του, που μόλις τον είχαν προσπεράσει. Το μένος του στρατού του ήταν τέτοιο, που γρήγορα μπήκαν στην κορυφή της γραμμής κρούσης και οι μαύρες πύλες (Morannon) της Μόρντορ, έπεσαν ξηλωμένες από το βουνό με πάταγο, καθώς η πρώτη μάχη κερδίσθηκε από τη Συμμαχία. Ο Ελουρέντ, βρήκε το Νέχαρ ανάμεσα στους Νουμενόριαν, ευτυχώς, εκείνος τουλάχιστον, ήταν σώος και αβλαβής.
«Τραυματίστηκες…» του είπε.
«Δεν είναι παρά μόνον μία γρατσουνιά…» του απάντησε εκείνος, όμως το βλέμμα του φανέρωνε πολύ πόνο.
«Δε θα μου πεις τί σου συμβαίνει;» τον ρώτησε καθώς είχαν αρχίσει να βαδίζουν στην κοιλάδα της Γκόργκοροθ, όπου οι μάχες ήδη μαίνονταν.
Στην κορυφή της πορείας, βρίσκονταν ο Γκιλ-Γκάλαντ με τον Άεγκλος και ο Έλεντιλ ο Νουμενόριαν με το σπαθί του που λεγόταν Νάρσιλ. Πολύ κοντά τους βρίσκονταν ο Έλροντ και ο Κίρνταν, ο Άμντιρ, ο βασιλιάς του Λόριεν μαζί με τον Κέλεμπορν, τον πρίγκιπα του Ντόριαθ, που γύρισε και τον κοίταξε κι εκείνος μιας και τον είχε αναγνωρίσει, καθώς και ο Θράντουιλ. Από τη μεριά των Ανθρώπων, συνοδοί του Έλεντιλ ήταν ο Ισίλντουρ και ο Ανάριον με τους γιους τους.
Ο Ελουρέντ, ακολουθούσε από κοντά τους Ξωτικοάρχοντες και περισσότερο απ’ όλους τον Θράντουιλ. Ο Νέχαρ, είχε ακούσει τη συζήτηση και είχε προσέξει την αναφορά του φίλου του σε ένα χρέος που είχε απέναντι στον Όροφερ.
«Χρωστούσα μια χάρη στον Όροφερ από παλιά…», του είπε αποφασίζοντας ξαφνικά να του μιλήσει κι ενώ ο Πύργος του Μπάραντ-Ντουρ ήταν κοντά. «Όμως δεν μπόρεσα να την ξεπληρώσω στον ίδιο… Σκοπεύω να σταθώ δίπλα στο γιο του, γι’ αυτό να’ σαι προετοιμασμένος, γιατί αν πεθάνω πολεμώντας, τότε θα χρειαστεί να πάρεις το δαχτυλίδι μου και να το παραδόσεις στην κόρη μου, κι αν αγαπά το γιο σου, ας το περάσει στο χέρι του…Αλλά το σώμα μου θα το κάψεις, επειδή δε θέλω να θαφτεί στη γη…Προτιμώ τον τρόπο της Ελάννα…»
Του είχε πει αυτά τα λόγια όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε, προσπαθώντας να κρατήσει μυστική την ύπαρξη του μονάκριβου παιδιού του από τους Ξωτικούς, όμως ο Ελδέμαρ, ο ακόλουθος του Κίρνταν βρισκότανε πολύ κοντά τους, και άκουσε τα λόγια αυτά και τα μετέφερε στον Άρχοντά του. Κι ευτυχώς που πρόλαβε, επειδή σκοτώθηκε στη πολιορκία του Μαύρου πύργου του Σάουρον, μαζί με πολλούς και σημαντικούς πολεμιστές της Συμμαχίας, όπως ο Ανάριον της Γκόντορ και ο Άμντιρ του Λόριεν, που χτυπήθηκαν στις σφοδρές αντεπιθέσεις με δηλητηριασμένα βέλη και φλεγόμενα βλήματα του εχθρού.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου