5/1/12

ΓΚΛΙΝΕΝΡΟΥΘ :Ένα ξωτικοκόριτσο στη Ντίμροστ (α μέρος)


«Το σπίτι σου πρέπει να είναι το πιο δημοφιλές σπίτι στην πόλη», παρατήρησε η Ρούθιελ και κοίταξε από τον στενό φεγγίτη προς τη Μίριελ, που στριφογυρνούσε μέσα στο σπίτι απέναντι από το εργαστήριο που βρίσκονταν, κερνώντας τους επισκέπτες.
«Για σένα έρχονται αν δεν το έχεις καταλάβει», της απάντησε ο Ντένχαρ που στεκόταν λίγο πιο μακριά της και έλιωνε μέταλλο στη φωτιά που έκαιγε.
«Μου φαίνεται ότι ο πατέρας μου δεν έκανε καλά, αποφασίζοντας να μείνω μαζί σας», του είπε. «Πιο ήσυχη θα ήμουνα αν έμενα με τους Γιάουρ όπως ήθελα εγώ να κάνω, πάνω στο βουνό, αντί να είμαι υποχρεωμένη να ανέχομαι τον καθένα που με κοιτά σαν να είμαι εμπόρευμα που δεν του ανήκει και να προσπαθεί να με αγγίξει…»
«Οι άνθρωποι αντιδρούν διαφορετικά από τα ξωτικά απέναντι στον έρωτα», της είπε και την κοίταξε.
«Ο έρωτας είναι έρωτας για όλους», του απάντησε. «Κι άλλοι είναι ερωτευμένοι αλλά έχουν τρόπους, ενώ αυτοί εκεί (του έδειξε προς την κατεύθυνση του σπιτιού του), δεν έχουν!»
Ο Ντένχαρ δεν της είπε τίποτα, αλλά έμεινε να σκέφτεται τι να εννοούσε άραγε, το χρυσοκάστανο κορίτσι που κρυβόταν μέσα στο σκοτάδι του σιδηρουργείου του. Βρισκόταν κιόλας δύο μήνες στο σπίτι του ως φιλοξενούμενη, και πραγματικά όλη η πόλη είχε περάσει από εκεί θέλοντας να την δει από κοντά, αν και είχε έρθει και στο παρελθόν στη Ντίμροστ, αλλά τότε συνοδευόταν από τον πατέρα της που όλοι φοβόντουσαν και σέβονταν. Και η Ρούθιελ, είχε υπομείνει στωικά τις συστάσεις, αλλά καθώς οι επισκέψεις δεν σταματούσαν, βαρέθηκε και ‘κείνη να χαιρετά συνέχεια τα ίδια άτομα και άρχισε να κρύβεται, και η τελευταία της και πιο επιτυχημένη κρυψώνα, ήταν το εργαστήριό του.
«Θα πάω να τους διώξω», της είπε και έβγαλε τη δερμάτινη ποδιά από πάνω του, «το κακό έχει παραγίνει μ’ αυτές τις επισκέψεις».
«Μην κάνεις τον κόπο», του είπε τότε εκείνη, και εκείνος γύρισε και την κοίταξε απορημένος. «Πολύ λίγο θα σε πάρουν στα σοβαρά, και εκτός του ότι χρειάζεσαι την δουλειά που σου δίνουν, είσαι πολύ μικρός για να τους επιβληθείς… Άσ’ τους, κάποια στιγμή θα βαρεθούν…»
Ο Ντένχαρ, ξεπέρασε το πρώτο ξάφνιασμα και σκέφτηκε δυσαρεστημένος ότι εκείνη είχε δίκιο και δεν ξαναμίλησε. Την κοίταξε μόνο, που παρακολουθούσε από την ασφάλεια του εργαστηρίου του, τους πρώτους από τους επισκέπτες που απογοητευμένοι από την απουσία της, άρχισαν να φεύγουν. Δε θα ήταν και τόσο άσχημα να την έχει καθημερινά κοντά του, του άρεσε που προτίμησε την δική του παρέα από τους άλλους Χάλαντιν που την τριγυρνούσαν σαν ερωτευμένα κοκόρια, αφού εκείνος τουλάχιστον είχε μάθει να τη σέβεται, αν και με την πίεση του πατέρα του…Μα καθώς σκεφτόταν αυτά, κατάλαβε ότι νωρίτερα του μιλούσε για τον ίδιο, όταν ανέφερε τους καλούς τρόπους.
Χαμογέλασε τότε και αποφάσισε να μην την ξαναενοχλήσει και στράφηκε πάλι προς το μέταλλο που είχε λιώσει. Το έχυσε σε ένα καλούπι για υνί και το γύρισε ανάποδα για να κρυώσει και να το πιάσει με την τσιμπίδα. Το έριξε μέσα στο νερό και το έβγαλε ξανά για να το ελέγξει και να το πυρώσει απ’ την αρχή. Σφυρηλατούσε ακόμα, όταν η Ρούθιελ άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το σιδηρουργείο, πηγαίνοντας προς το σπίτι του.
«Ευτυχώς που έλειπες», της είπε η Μίριελ μόλις την είδε, «με έχουνε ζαλίσει με όλες αυτές τις επισκέψεις. Που ήσουν;»
«Απέναντι», της απάντησε και της έδειξε αδιόρατα προς τους στάβλους, τα υποστατικά και το εργαστήριο.
«Θα στρώσω το τραπέζι, αν θέλεις φώναξε τον Ντένχαρ να ετοιμαστεί», της είπε, και η Ρούθιελ θέλοντας και μη, ξαναβγήκε από το σπίτι και μπήκε πάλι στο σιδηρουργείο.
«Η Μίριελ μ’ έστειλε να σε φωνάξω», είπε στον Ντένχαρ, κι εκείνος έβγαλε πάλι την δερμάτινη ποδιά και πήγε να πλυθεί για να είναι καθαρός και έτοιμος για το δείπνο. Όταν μπήκε στο σπίτι του είδε ότι στο τραπέζι καθόταν όπως πάντα μόνο η μητέρα του που τον περίμενε. Κάθισε κοντά της, αλλά το λεπτοκαμωμένο κορίτσι ήρθε και κείνο και τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε στην παρέα τους .
«Θα φας;» τη ρώτησε η Μίριελ που δεν την είχε ξαναδεί να έρχεται οικειοθελώς στο φαγητό.
«Έχω και ‘γω τρόπους», απάντησε αινιγματικά, «εξάλλου θα ήθελα να δοκιμάσω το φαγητό που έφτιαξα η ίδια», της είπε και χαμογέλασε, γιατί ήταν αλήθεια πως τις τελευταίες μέρες ανακατευόταν και ‘κείνη, με την κουζίνα και τις δουλειές του σπιτιού.
Ο Ντένχαρ χαμογέλασε και κατέβασε τα μάτια του, για δεύτερη φορά σε μία μέρα, και μηχανικά άγγιξε με το χέρι του την μικρή ουλή στο φρύδι του που του είχε προκαλέσει εκείνη, στην τελευταία μάχη στο δάσος. Αυτόν το λίγο καιρό που τη ζούσε από κοντά, ανακάλυπτε ένα τελείως διαφορετικό πλάσμα από εκείνο το κορίτσι που ήξερε, που ήταν ευγενικό και χαμογελαστό και είχε μία περίεργη γι’ αυτόν άποψη για τα πράγματα, εκτός που συνήθως είχε δίκιο στις παρατηρήσεις της…Κι αυτό ήταν μερικές φορές εκνευριστικό, όπως το απόγευμα στο εργαστήριο…
«Αύριο θα πάμε στο λιναροχώραφο», της είπε η Μίριελ που πήγαινε συχνά μόνη της, «γιατί πρέπει να ελέγξουμε αν το λινάρι είναι ώριμο να ξεριζωθεί…»
«Γιατί πρέπει να πάμε ειδικά αύριο;» ρώτησε ο Ντένχαρ που σκεφτόταν την δουλειά στο εργαστήριο και το υνί που δεν είχε τελειώσει.
«Η Ρούθιελ έχει δύο μήνες να βγει από το σπίτι και οι Ντρούγκου δε μας εμπιστεύονται πια όπως παλιά για να πλησιάσουν την πόλη», του απάντησε η μητέρα του και άφησε ένα πιάτο με φαγητό μπροστά στο κορίτσι. «Πλησιάζει ο καιρός για την συγκομιδή, και νομίζω ότι θα ’πρεπε να δει το θέαμα του ανθισμένου λιναριού, πριν αρχίσω να το βγάζω…»
«Η μητέρα μου είχε ένα γκρι φουστάνι από λινό», είπε η Ρούθιελ καθώς εξέταζε το φαγητό, ανόρεχτη. Με την άκρη του πιρουνιού, ανασήκωσε το κομμάτι του ψαριού μέσα στο πιάτο της και καθώς το μύρισε από σχετικά κοντά, το ξανακατέβασε και δοκίμασε ένα μικρό κομμάτι.
«Ήταν δικό μας το λινάρι που υφάνθηκε το ασημόγκριζο φόρεμά της», της απάντησε η Μίριελ. «Το αγαπούσε πολύ αυτό το ύφασμα η Ελάννα… Αλλά εσύ πού το ξέρεις;»
«Ο πατέρας μου, κράτησε όλα τα πράγματα της μητέρας μου, και ανάμεσα σ’ αυτά, είναι και το φουστάνι με τα κοκάλινα κουμπιά στην τραχηλιά», της είπε και πήρε άλλο ένα μικρό κομμάτι από το πιάτο της και το έβαλε στο στόμα της. «Δεν είναι άσχημο το φαγητό μου», διαπίστωσε με υπερηφάνεια, αλλά δεν έφαγε άλλο.
«Είναι πολύ καλό», είπε τότε και η Μίριελ για να την ενθαρρύνει «και νομίζω ότι θα σου αναθέσω το μαγείρεμα, κι ας μην τρως, αν και είσαι στην ηλικία που οι άνθρωποι αναπτύσσονται και χρειάζονται καλή διατροφή».
Όμως η Γκλίνενρουθ δεν απάντησε επειδή δεν ήθελε να χαλάσει την ωραία ατμόσφαιρα λέγοντας ότι δεν είναι μόνο άνθρωπος, αλλά χαμογέλασε πάλι και την βοήθησε να σηκώσει το τραπέζι. Και ο Ντένχαρ την κοίταξε από το πλάι που μετέφερε τα πράγματα μέσα στην κουζίνα και βγήκε στην αυλή για να φέρει νερό και να βοηθήσει τη Μίριελ να πλύνει τα σκεύη.
«Να μου πεις ποιο άλογο θέλεις να σου ετοιμάσω για αύριο», της είπε όταν ξαναμπήκε μέσα.
«Κανένα», του απάντησε, «δε μου αρέσουν τα άλογα…»
«Πως γίνεται να μην ιππεύεις;» ρώτησε εκείνος απορημένος, με μια μικρή διάθεση να την κοροϊδέψει.
«Αισθάνομαι πιο ασφαλής με τα πόδια μου, παρά μ’ αυτά τα μεγάλα ζώα που ρουθουνίζουν και κάνουν απότομες κινήσεις… Εξάλλου ποτέ δεν έμαθα να ιππεύω, και δε νοιώθω καμιά ανάγκη να το κάνω…». Η Μίριελ μπήκε εκείνη την ώρα στο δωμάτιο.
»Να μου δώσεις ένα μεγάλο μαντήλι αύριο, γιατί θα το χρειαστώ», της είπε, και η γυναίκα γύρισε και την κοίταξε με την ίδια απορία που υπήρχε και στα σκούρα γκρι μάτια του γιου της.
«Τί θα το κάνεις;» τη ρώτησε.
«Ο πατέρας μου, μου ζήτησε να καλύπτω τα μαλλιά μου όταν βγαίνω από την πόλη και θέλω ν’ ακολουθήσω την εντολή του, κι ας μη συμφωνώ…» απάντησε, και η Μίριελ εντυπωσιάστηκε με την ειλικρίνειά της και την καλή της διαγωγή.
«Ό,τι θέλεις, θα το έχεις» της είπε, και το νεαρό κορίτσι τους καληνύχτισε και κλείστηκε στο δωμάτιό της.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Γεια σου Βενθεσικύμη! Ωραίο το πρώτο κεφάλαιο. Πολύ συμπαθητικός χαρακτήρας η Γκλίνενρουθ..

Μαρουλίτα :);)

venthesikymi είπε...

Σ' ευχαριστώ πολύ, Μαρουλίτα! Χρόνια πολλά και καλή χρονιά να έχουμε όλοι!
Βενθεσικύμη

Ανώνυμος είπε...

Επίσης , πολλές ευχές...

Μαρουλίτα