3/2/12

Ένα ξωτικοκόριτσο στη Ντίμροστ (δ μέρος)


Την επόμενη το πρωί, η Μίριελ του έκοψε τα μαλλιά του όπως ήθελε, και πραγματικά, της φάνηκε ότι το μικρό της αγόρι είχε μεγαλώσει πρόωρα και είχε γίνει ένας νεαρός άνδρας, και πολλοί που τον είδανε στο εργαστήριο, απορήσανε με την μελαχρινή του ωριμότητα που απόχτησε ξαφνικά. Και η Γκλίνενρουθ που τον είδε κι εκείνη, σάστισε για λίγο και τον κοίταξε σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά και ο Ντένχαρ χάρηκε μέσα του, επειδή της είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον, και από τη μέρα εκείνη, το βλέμμα της στράφηκε πολλές φορές προς εκείνον. 
Ο Χίραν δεν επανήλθε στο σπίτι αν και τριγυρνούσε στη γειτονιά, αλλά φρόντισε να διορθώσει τις σχέσεις του μαζί του, όμως παρά τις προσπάθειές του, δεν μπόρεσε να ξαναδεί το χρυσοκάστανο κορίτσι επειδή κι εκείνη σταμάτησε να βγαίνει στην πόλη. Ένα φθινοπωρινό βράδυ όμως, η πόρτα χτύπησε και στο άνοιγμα φάνηκε ένας από τους φρουρούς της πύλης που συνόδευε τον Γκόν-γκιρι που είχε έρθει να τους δει, και ενώ ήξερε ποιο είναι το σπίτι, δε θέλησαν να τον αφήσουν να πάει μόνος του ως εκεί. Ο νεαρός φρουρός όλο και προσπαθούσε να ρίξει κρυφές ματιές από την είσοδο που στεκότανε, θέλοντας προφανώς κι εκείνος να δει τη Ρούθιελ, αλλά η Μίριελ δεν τον άφησε να περάσει μέσα και τον ευχαρίστησε ευγενικά, κλείνοντάς του την πόρτα.
Κάθισαν όλοι γύρω από το τραπέζι σε μια παρέα, όπως πολύ παλιά συνήθιζαν να κάθονται οι Χάλαντιν με τους Γιάουρ, και η Μίριελ θέλησε να του προσφέρει κρασί, αλλά η Ρούθιελ που έλαμπε ολόκληρη, τη σταμάτησε.
«Μόνο νερό πίνουν οι Ντρούγκου και τίποτ’ άλλο», της είπε ξέροντας ακόμα κι αυτήν την μικρή λεπτομέρεια, αφού είχε ζήσει μαζί τους όλα της τα χρόνια, μέχρι την αναχώρηση του πατέρα της.
Κι από ‘κείνο το βράδυ, ο Γκόν-γκιρι ερχόταν σχετικά συχνά να την επισκεφτεί, μόνο βραδινές ώρες, και η Ρούθιελ χαιρόταν πολύ που τον έβλεπε και ζητούσε να μαθαίνει τα νέα της φυλής του και τα κυνήγια, και ο Ντένχαρ κατάλαβε ότι τον αγαπούσε πολύ, επειδή αρκετά βράδια, περίμενε σιωπηλή να τον δει να έρχεται. 
Οι νεαροί φρουροί σχεδόν τσακώνονταν για το ποιος θα τον συνοδεύσει ως την πόρτα του σπιτιού, ελπίζοντας ότι θα κατάφερναν να την δουν, αλλά εκείνη έμενε απομονωμένη απ’ όλους εκτός από την Μίριελ και εκείνον, και όσες φορές στάθηκε και ο ίδιος πάνω στο Ξύλινο τείχος, τον κοιτούσαν με φθόνο. Δεν ασχολούνταν πια μαζί τους και δεν έδινε καμιά σημασία στα πικρόχολα σχόλιά τους, αφού ήξερε καλά ότι πολύ λίγο ενδιαφέρονταν για τα αισθήματα του κοριτσιού, και τον θεωρούσαν υπεύθυνο που εκείνη δεν εμφανιζόταν πουθενά. Φαίνονταν σίγουροι ότι την κρατούσε εκείνος κρυμμένη από τα διψασμένα μάτια τους, και πίστευαν ότι την φυλούσε μόνο για τον εαυτό του. Πάνω σ’ αυτό το τελευταίο δεν είχαν και τόσο άδικο, και δε στεναχωριόταν ιδιαίτερα που η Γκλίνενρουθ έμενε μέσα στο σπίτι, όμως αυτό που του έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, ήταν ότι δεν εξέφρασε ποτέ την επιθυμία να επισκεφτεί το δάσος στο Άντραστ και τα εδάφη των Ντρούγκου, και είχε μονίμως καλυμμένα τα μαλλιά της με το μαντήλι, και ελάχιστες φορές την ξαναείδε να τα έχει ελεύθερα στην πλάτη της.
Όμως ομόρφαινε συνεχώς και οι νεαροί θαυμαστές της συγκεντρώνονταν σαν τις μέλισσες γύρω από το μέλι όταν και όπου μαθαίνανε ότι πήγαινε ή υπήρχε περίπτωση να πάει, και όταν ερχόταν η ώρα να μαζευτεί το λινάρι, η πόλη άδειαζε και μεταφερόταν στους αγρούς γύρω από τα τείχη και η Μίριελ χαμογελούσε αμήχανα με την επιμονή των νεαρών ανδρών και την ευρηματικότητά τους. Αλλά η Ρούθιελ δεν ενδιαφερόταν για κανέναν και κοίταζε μόνο τη δουλειά της και εξαφανιζόταν στο σπίτι μόλις τελείωνε, και ποτέ δεν πήρε μέρος σε καμία γιορτή που γινόταν στην πόλη. 
Δεν είχε φιλίες ούτε με κορίτσια, επειδή οι αδελφοί τους προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τις σχέσεις τους μαζί της, και μετά από τις πρώτες δειλές επισκέψεις με αυτούς για ακροατήριο, δεν θέλησε να ξανασυναντήσει καμία από τις κοπέλες της Ντίμροστ, είτε δημοσίως, είτε στον χώρο του σπιτιού. Δεν κατανοούσε τα πρώτα ερωτικά τους σκιρτήματα και την ενοχλούσε που τη χρησιμοποιούσαν στις εξόδους τους σαν δέλεαρ για την προσέλκυση της παρέας των αγοριών που τις ενδιέφεραν, γι’ αυτό πολύ σύντομα οι επισκέψεις σταμάτησαν, αν και η ίδια σπάνια τις ανταπέδιδε. Ήταν ακατάδεχτη απέναντι σε όλους και ο Ντένχαρ ακόμα που προσπάθησε μια-δυο φορές να τη βγάλει από τον στενό χώρο του σπιτιού, προσέκρουσε στην άρνησή της και δεν ξαναδοκίμασε. Η τακτική όμως αυτή απέδωσε καρπούς, καθώς οι νεαροί της Ντίμροστ, το πήραν απόφαση και άρχισαν να συνδέονται με κορίτσια λιγότερο ακριβοθώρητα από εκείνη. Μόνον ο Χίραν επέμενε, και έψαχνε συνέχεια να βρει την ευκαιρία να τη συναντήσει (κάπου–οπουδήποτε) μόνη της, αν και ήταν απίθανο να συμβεί αυτό, αν όχι αδύνατο.