Τα νέα από τον πόλεμο έρχονταν πια με συχνότητα απίστευτη και πολύ σύντομα έμαθαν ότι η πολιορκία είχε τελειώσει και η Συμμαχία είχε νικήσει. Όλοι περιμένανε να δούνε τους ανθρώπους τους να γυρίζουν, και κάμποσο καιρό μετά, ο Νέχαρ εμφανίστηκε στη πύλη, τελευταίος απ’ όλους τους Νουμενόριαν του Άντραστ που επέστρεψε σπίτι του. Η Μίριελ τον αναγνώρισε αμέσως, αλλά ο Ντένχαρ δίστασε να τον πλησιάσει επειδή η εικόνα που είχε από τον πατέρα του όταν έφευγε, διέφερε πάρα πολύ από αυτόν τον άνθρωπο που έβλεπε μπροστά του. Τον έβαλαν να καθίσει επειδή φαινόταν εξαντλημένος και τον άφησαν να τους κοιτάξει πιο προσεκτικά, και ο γιος του τότε τον πλησίασε και τον αγκάλιασε. Τα καστανά μαλλιά του που είχαν γκριζάρει πια, ήταν μακριά και απεριποίητα και τα μάτια του υγρά, και ο νέος άνδρας που τον είχε αγκαλιάσει ήταν ο μικρός του Ντένχαρ, που τον είχε αφήσει πίσω του μόλις δεκαπέντε χρονών, με ένα σωρό ευθύνες πάνω στις παιδικές του πλάτες και τώρα ήταν κιόλας εικοσιτριών ετών και τα γκρίζα μάτια του μόλις που τα αναγνώριζε και εκείνος.
«Και ο Μπάραν;» ρώτησε ξαφνικά η Μίριελ.
«Η κόρη του που είναι;» έκανε εκείνος.
«Που είναι ο Μπάραν, πατέρα;» ρώτησε ο Ντένχαρ ανήσυχος.
«Εκείνη πρέπει να μάθει πρώτη», του απάντησε. «Πήγαινε να την βρεις και να της πεις να έρθει», του είπε με φωνή σχεδόν σβησμένη και εκείνος έτρεξε να πάρει ένα από τ’ άλογα και έφυγε καλπάζοντας.
Η Γκλίνενρουθ ήταν στο λιναροχώραφο. Οκτώ ολόκληρα χρόνια είχαν περάσει από την πρώτη φορά που είχε σταθεί στη μέση αυτού του λιβαδιού, όταν είχε πρωτοδεί τα λυγερά φυτά του λιναριού, και ο κύκλος της καλλιέργειας είχε κλείσει πάλι στο ίδιο λιβάδι. Είχε τα μαλλιά της μαζεμένα και τυλιγμένα στο γκρίζο μαντήλι της. Τα μανίκια της ήταν διπλωμένα στους αγκώνες της και το φαρδύ λινό φουστάνι της, στο ίδιο χρώμα του μαντηλιού, φούσκωνε από τον αέρα που φυσούσε και πλάγιαζε τα γαλάζια λινάρια που τόσο αγαπούσε. Είχε μαζέψει ήδη αρκετές αγκαλιές που είχε δέσει σε χαλαρά δέματα, με χοντρό αυτοσχέδιο χορτάρινο κορδόνι. Ο Ντένχαρ ήρθε με το άλογο κοντά, και εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Υπήρχε τόσο πολύ φως μέσα σ’ αυτά τα μάτια, που αισθανόταν ότι γινόταν διάφανος στο βλέμμα της και έχανε το κουράγιο του όταν τον κοίταζε, όποτε γινόταν αυτό.
«Γύρισε ο πατέρας μου…» της είπε μοναχά, και εκείνη παράτησε το μάτσο που έφτιαχνε μαζί με τ’ άλλα που είχε ετοιμάσει, και διασχίζοντας τη γαλάζια θάλασσα από λουλούδια λιναριού, άρχισε να τρέχει προς την πόλη.
Από τα στενά δρομάκια, έφτασε ως το σπίτι, και μπήκε μέσα σχεδόν την ίδια στιγμή με τον Ντένχαρ που είχε έρθει με το άλογο από άλλο δρόμο από αυτόν που είχε πάρει εκείνη, και που παραμέρισε στο άνοιγμα της πόρτας, αφήνοντάς την να περάσει πρώτη. Έριξε μια ανυπόμονη ματιά γύρω της και στάθηκε μπροστά στον ώριμο άντρα που καθόταν στην καρέκλα και σηκώθηκε άναυδος μόλις την είδε. Η όμορφη νεαρή γυναίκα που τον κοίταζε χαμογελαστή, έμοιαζε με ξωτικό όνειρο, μα ήταν το ίδιο κορίτσι που είχε έρθει να μείνει με την οικογένειά του πριν τον πόλεμο.
«Γεια σου Νέχαρ, καλωσόρισες…» του είπε καθώς την κοίταζε άφωνος. «Που είναι ο πατέρας μου;»
Αλλά εκείνος δεν της μίλησε.
»Που είναι λοιπόν;» τον ξαναρώτησε ελαφρά λαχανιασμένη από το τρέξιμο, αλλά χαμογελαστή. «Πήγε πρώτα στους Γιάουρ, αντί να έρθει να δει εμένα;»
Ο Νέχαρ άνοιξε το στόμα του για να της απαντήσει αλλά δεν έβγαλε λέξη, και η Ρούθιελ ξανακοίταξε για μια στιγμή γύρω της και το χαμογελαστό της πρόσωπο σοβάρεψε σταδιακά και η ανάσα της δεν ακουγόταν πια. Και τότε άπλωσε το αριστερό της χέρι χωρίς να του μιλήσει ξανά και εκείνος ακούμπησε το χρυσό δαχτυλίδι του Ελουρέντ μέσα στην ανοιχτή παλάμη της και εκείνη έμεινε για λίγο να τον κοιτά, και μετά κατέβασε τα μάτια της και κοίταξε το λαμπερό κόσμημα που έκλεισε σφιχτά στη χούφτα της. Του γύρισε την πλάτη της και μπήκε στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε όλον αυτόν τον καιρό και βάλθηκε να μαζεύει τα πράγματά της μέσα στον καφέ δερμάτινο σάκο της. Ο Ντένχαρ που παρακολουθούσε αμίλητος από μια γωνιά, πρόλαβε να τη δει που τράβηξε το γκρίζο ύφασμα από το κεφάλι της και τα μαλλιά της με τις μακριές κοτσίδες χύθηκαν ελεύθερα μέχρι τη μέση της. Επειδή τότε, η Μίριελ που έκλαιγε σιωπηλά κρυμμένη πίσω από τον αργαλειό του λιναριού, έτρεξε στο δωμάτιό της για να την εμποδίσει να φύγει και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
«Μη φεύγεις…» άκουσε την μητέρα του να της λέει, και μετά οι ομιλίες δεν ξεχώριζαν. Κι έμειναν εκεί κλεισμένες για πολλή ώρα και όταν η Μίριελ βγήκε, άκουσαν τη Γκλίνενρουθ που κατέβασε τον ξύλινο σύρτη και η πόρτα της σφάλισε από μέσα.