7/9/12

Η αναζήτηση του Ντένχαρ (β' μέρος)


Έφυγε ελάχιστη ώρα μετά, με το άλογο, καλπάζοντας προς τον Νότο. Όλο το απόγευμα και το βράδυ, γυρνούσε μέσα στο δάσος χωρίς να μπορεί να τη βρει πουθενά. Το βουνό ήταν αφύσικα ήσυχο, σαν να είχε ερημώσει ξαφνικά, και δεν βρήκε κανένα ίχνος, ούτε δικό της ούτε των Ντρούγκου. Το επόμενο ξημέρωμα εντόπισε το ρημαγμένο σπίτι της μητέρας της, αλλά και πάλι δεν βρήκε κάτι που θα τον έπειθε ότι εκείνη είχε περάσει από ‘κει. Και συνέχισε να ψάχνει χωρίς να γυρνά πίσω στην πόλη, και κάποια στιγμή εγκατέλειψε το άλογο, επειδή το έδαφος δεν εξυπηρετούσε σε τέτοιου είδους αναζήτηση. 
 Οι μέρες και οι νύχτες διαδέχονταν η μία την άλλη και την τρίτη ημέρα, κατάφερε να ανακαλύψει το χωριό των Γιάουρ, προφυλαγμένο στην κορυφή μίας δασωμένης λόχμης που κοίταζε προς το Ντούργουαϊθ Γιάουρ. 
Όμως ο καταυλισμός ήταν άδειος και κανείς Γιάουρ δεν εμφανίστηκε, αν και η εμμονή των Ντρούγκου να μην αφήνουν κανένα ξένο ακόμα και φίλο, να πλησιάσει τις εγκαταστάσεις τους, ήταν παροιμιώδης. Έμεινε στο χωριό τους για ένα βράδυ και το επόμενο πρωί, διέσχισε πάλι το βουνό περνώντας από την άλλη πλευρά και έψαξε να βρει το άλογό του. Ο πατέρας του ήταν εκεί και τον περίμενε, επειδή είχε ανησυχήσει με την αργοπορία του και είχε πάει να τον βρει. 
«Λοιπόν;» ρώτησε ο Νέχαρ. 
«Δεν υπάρχει ίχνος της πουθενά», απάντησε ο Ντένχαρ, «και οι Γιάουρ λείπουν κι εκείνοι. Αν έχουν φύγει, τότε θα είναι μαζί της…Εσείς είχατε κανένα νέο;» Δεν ήξερε όμως και εκείνος τίποτα, και το μόνο που του είπε ήταν ότι η Μίριελ κόντευε να τρελαθεί από την ανησυχία. Πήραν τον δρόμο της επιστροφής μαζί, και νόμισε ότι όλοι όσοι συνάντησαν στο δρόμο, τον κοίταζαν σαν να ήξεραν τι είχε συμβεί.
»Δεν θα μπορέσω να ζήσω χωρίς εκείνη…» είπε ο Ντένχαρ, όταν ο πατέρας του τον ρώτησε τι θα έκανε. «Θα ψάξω να τη βρω και θα γυρίσω πίσω μόνον όταν θα το καταφέρω… Έφυγε από δικό μου φταίξιμο και αυτό δεν μπορώ να το συγχωρήσω στον εαυτό μου...Θα μαζέψω τις αναγκαίες προμήθειες και θα φύγω μόλις θα είμαι έτοιμος…» 
«Που θα πας;» τον ρώτησε η Μίριελ. 
«Με τον Γκόν-γκιρι μιλούσαν συχνά για ένα ταξίδι που θα γινόταν προς τα Ανατολικά Νίμραϊς, μετά τον πόλεμο…» της απάντησε. «Έλπιζα να μου προτείνουν να τους συνοδεύσω κι εγώ, αλλά μπορώ να πάω και μόνος μου…Θα ακολουθήσω τον Λέφνουι πηγαίνοντας προς τα Βόρεια και ελπίζω κάπου να τους πετύχω και να τη φέρω πίσω…».