Ίσα που είχαν προλάβει να στήσουν τον
καταυλισμό τους και έπεσε το πρώτο χιόνι. Ο Χειμώνας είχε έρθει νωρίτερα απ’
ότι τον υπολόγιζαν αλλά οι προμήθειες που είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν ήταν
παραπάνω από αρκετές. Οι εγκαταστάσεις τους είχαν σχεδόν αποκλειστικά
αποθηκευτικό χαρακτήρα, επειδή αισθάνονταν ότι περιορίζονταν μέσα στα κτίσματα
όλων των τύπων και μόνον τα πολύ μικρά παιδιά προτιμούσαν να κρατούν
προφυλαγμένα και όταν η κακοκαιρία ήταν μεγάλη. Όμως η Γκλίνενρουθ περνούσε
άσχημες στιγμές και ο Γκόν-γκιρι την είχε από κοντά γιατί φοβόταν για εκείνη, επειδή
θυμόταν την μητέρα της που δεν είχε αντέξει στην γέννα, και τα προβλήματα της
φίλης του, του φαίνονταν παρόμοια με της Ελάννα. Εκείνη όμως δεν δεχότανε
βοήθεια από κανέναν εκτός από τη γριά Ούρμια και στα τέλη Φεβρουαρίου, γέννησε
τον χρυσοκάστανο γιο της και οι Ντρούγκου που άκουσαν το κλάμα του μωρού,
άρχισαν να γελάνε με αγνή χαρά όταν βεβαιώθηκαν πως και οι δύο τους ήταν καλά
στην υγεία τους και την παρέσυραν και εκείνη στα γέλια, παρά την εξάντληση που
αισθανόταν και την μεγάλη ανάγκη που είχε για ξεκούραση.
Ήταν αρχές Απρίλη, παραμονές της
Άνοιξης όταν ξεκίνησαν να φύγουν από το οροπέδιο των οξιών, και έκπληκτη είδε
γύρω της, σχεδόν σε κάθε ορατό βράχο, σκαλισμένες μορφές Γιάουρ με χοντρές
κοιλιές και όπλα, και γύρισε και κοίταξε τον Γκόν-γκιρι που την είχε
προειδοποιήσει για τα σημάδια που θα άφηνε στην περιοχή, αν και δεν της είχε
αποκαλύψει τα σχέδιά του. Η εικόνα των δέντρων με τα πρώτα φρεσκοανοιγμένα
φυλλαράκια την έκαναν ν’ αποφασίσει χωρίς πολλή σκέψη ότι το καταλληλότερο όνομα
για τον γιο της ήταν το ξωτικίσιο δεύτερο όνομα του πατέρα του, και τον ονόμασε
Τουίλιον, όπως εκείνον, αν και είχε γεννηθεί κατά την διάρκεια του Χειμώνα. Κρατούσε
στην αγκαλιά της το όμορφο μωρό της και οι Ντρούγκου την παρακολουθούσαν από
διακριτική απόσταση για να της προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια χρειαζόταν, αλλά
μόλις πέρασαν από την πλευρά του Kalenardon, κάτω από τις κορυφές του Θρίχαϊρν, σε
κάθε στροφή του μεγάλου Δυτικού δρόμου που ακολούθησαν με μεγάλες προφυλάξεις,
σκάλισαν παρόμοιες μορφές υπερφυσικών Γιάουρ πάνω στους βράχους.
Είχαν συναντήσει επιτέλους τα δάση από
σημύδες, αλλά δεν είχαν φτάσει ακόμα στον τελικό τους προορισμό, στο Ανόριεν,
όπου ο Ελουρέντ είχε συναντήσει στο παρελθόν τους Ρόγκιν. Ταξίδευαν νύχτα και
πριν απ’ όλα τα άλλα, αυτό που τους ενδιέφερε ήταν να εντοπίζουν και να
ξεχωρίζουν τις εδώδιμες τροφές από τις άλλες, και κυρίως να συλλέγουν τα βότανα
και τους καρπούς που περιείχαν δηλητήριο. Υπήρχαν πολλά χρήσιμα φυτά και
δέντρα, λιμπούρνα και ιπποκαστανιές, καθώς και υπεραιωνόβιοι ίταμοι. Οι
περιοχές που περνούσαν ήταν άγνωστες και δεν ήξεραν ποιοι πιθανοί κίνδυνοι
ελλόχευαν κατά την διάρκεια του ταξιδιού τους, αν και οι νόμοι των Ντρούγκου
τους απαγόρευαν να κάνουν κακό σε οποιονδήποτε,
εκτός βέβαια από τους Ορκ.
Στο Άντραστ δεν είχαν κινδυνεύσει ποτέ από αυτά τα
πλάσματα, και στις υποθέσεις του Σάουρον και των ανθρώπων δεν είχαν εμπλακεί,
πέρα από το ένα περιστατικό της σφαγής της οικογένειας της Ελάννα και της
κατοπινής ανάμειξής τους στην διάσωσή της από τον Ελουρέντ. Είχαν ελάχιστες
σχέσεις με τους εναπομείναντες Χάλαντιν και Μπέορ που είχανε συστήσει μία κοινή
ομάδα μετά την μεγάλη μάχη της Άνγκμπαντ και δεν πλησίαζαν την Ντίμροστ ή Νέα
Νεν Γκίριθ, όπως αποκαλούσαν την μικρή πόλη τους με τα ξύλινα τείχη, σε
ανάμνηση άλλων εποχών, που είχαν περάσει ανεπιστρεπτί.
Μόνο ο Γκόν-γκιρι ήξερε
πως έμοιαζε αυτή η πόλη, αν και στο παρελθόν είχαν βοηθήσει και οι Γιάουρ στο
χτίσιμό της, παρά τη μεγάλη αγάπη που είχαν για τα δέντρα των σημύδων.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου