6/11/15

ΑΝΓΚΕΛ ΚΑΙ ΣΟΡΟΝΟΥΜΕ- Μόργκαν (α μέρος)


Λόγω των αδυναμιών του β' μέρους του 3ου κεφαλαίου, το τέλος -αναγκαστικά- θα ανέβει όταν θα αναθεωρηθεί. Για τον λόγο αυτό, προχωρώ την ανάρτηση του 4ου κεφαλαίου των Παράλληλων Παραμυθιών. Ελπίζω στην κατανόησή σας!

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ 
Άνγκελ και Σορονούμε (α΄ μέρος) 
Ο ΜΟΡΓΚΑΝ

Το σπίτι του Μόργκαν ήταν χτισμένο στην Βόρεια πλευρά του φυσικού κόλπου του Ούμπαρ, στο ψηλότερο σημείο του ακρωτηρίου του Marös στο ίδιο σημείο όπου κάποτε στεκόταν ο μεγάλος λευκός πέτρινος στύλος με την κρυστάλλινη σφαίρα που είχε τοποθετηθεί εκεί, εις ανάμνηση της αποβίβασης του Αρ- Φαραζόν, πριν τον καταβαραθρώσουν, με τον δεύτερο ξεσηκωμό του Σάουρον, οι υπηρέτες του Μαύρου Άρχοντα. Κανείς δε θυμόταν πια το μνημείο των Νουμενόριαν με τη λαμπρή ξωτικόπετρα, που τραβούσε το ιερό φως του ήλιου και του φεγγαριού, και ακτινοβολούσε από μέσα του σαν αστέρι, που πλέον είχε χαθεί για πάντα. 
Όμως ο Μόργκαν γνώριζε την ιστορία αυτή καλά, αλλά έκρυβε σχολαστικά τη γνώση αυτή, που είχε περάσει από γενιά σε γενιά ως εκείνον, όπως και η ιδιοκτησία αυτού του μικρού τμήματος γης που κατείχε μέσω της γυναίκας του, που κι εκείνη με τη σειρά της το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της και τους σοφούς προκατόχους του. Από την ώρα που η Λορνάριεν είχε πεθάνει, εδώ και τέσσερα χρόνια, ζούσε μόνος του στο μικρό σπιτικό του στην άκρη του γκρεμού πάνω από τα κύματα. Δεν είχε αυλή, μόνο ένα μικρό πλακόστρωτο μπροστά στην πόρτα του, που χώριζε την είσοδο από τον ανοιχτό χώρο με τις πέτρινες αναβαθμίδες με τα άγρια αρωματικά φυτά. 
Ο Άνγκελ ο μοναχογιός του, έμενε στο σπίτι στην πόλη και εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση. Τον είχε παρακαλέσει επανειλημμένα να μείνει μαζί του, ειδικά από την στιγμή που παντρεύτηκε, αλλά εκείνος αρνιόταν επειδή δεν ήθελε να γίνει βάρος στο νέο ζευγάρι. Εξάλλου ήταν ακόμα νέος και ικανός, ούτε εξήντα χρόνων, και κάθε ξημέρωμα κατέβαινε στο σιδηρουργείο και εργαζόταν μέχρι το απόγευμα, δυνατός και ενθουσιώδης σα να ήταν μόλις εικοσιπέντε ετών. Σαν τον κορυδαλλό του πρωινού χοροπηδούσε μέσα στο εργαστήριο, ακούραστος και γελαστός και οι παραγιοί που μάθαιναν τη δουλειά τον κοιτούσαν βαριεστημένα, όμως εκείνος τους τράβαγε από το αυτί και τους έλεγε ότι θέλει όρεξη η μέρα για ν’ αρχίσει. 
 «Όρεξη και θέληση και αγώνας για να κερδίσεις αυτά που θα σε κάνουν ευτυχισμένο στη ζωή», ήταν το σύνθημά του, και ο Άνγκελ γελούσε από το διπλανό πόστο. Μόνον ο πρόωρος χαμός της γυναίκας του, σκίαζε την χαρά του, που είχε πεθάνει από ένα βαρύ κρύωμα που επέμεινε, μέχρι που μαράζωσε και έσβησε από τον πυρετό και από το βήχα. Όμως το εγγόνι του τον έκανε πάλι αισιόδοξο και λάτρευε την ώρα που το έπαιρνε στα χέρια του για να το παίξει και να το χαρεί, και η Σορονούμε η νύφη του, του το εμπιστευότανε συχνά. Γνήσια Χαράδριμ στην καταγωγή όπως εκείνος, είχε παντρευτεί τον γιο του από έρωτα και αν και διέφεραν σχεδόν σε όλα, φαίνονταν να συνεννοούνται απόλυτα. Ήταν μικροκαμωμένη και μελαχρινή, με μακριά μαύρα μαλλιά και μεγάλα αμυγδαλωτά καστανά μάτια, και ομορφιά σαν ψεύτικη για την άγρια περιοχή που ζούσαν. 
Ο Άνγκελ την είχε συναντήσει τυχαία ένα χειμωνιάτικο πρωινό στην πόλη και είχε κοντέψει να χάσει το φως του και να γκρεμιστεί απ’ το άλογο, όταν τον κοίταξε με αυτά τα μάτια της για πρώτη φορά. Ρώτησε και έμαθε για την όμορφη νεοφερμένη που φιλοξενούνταν σε φιλικό της σπίτι, αφού δεν είχε πιο κοντινούς συγγενείς από μερικούς θείους και θείες στην Ούλντορ του Άπω Χάραντ, με τους οποίους δεν διατηρούσε πολλές επαφές και γι’ αυτό το είχε εγκαταλείψει. Από τότε και μέχρι να την καταφέρει να του πει το πολυπόθητο “ναι”, την πολιόρκησε επίμονα αλλά με ωραίο τρόπο, και ο Μόργκαν πιο πολύ την εκτιμούσε επειδή ο γιος του φαινόταν αποφασισμένος να κατακτήσει την καρδιά της, στα τριαντατρία του χρόνια πια, ενώ εκείνη ήταν κατά μία δεκαετία νεότερη. Ο αναπάντεχος θάνατος της γυναίκας του τον είχε λυπήσει αφάνταστα, αλλά η Σορονούμε τους συμπαραστάθηκε σαν κόρη και ο γάμος τους έγινε μετά από την πάροδο του απαραίτητου ενός χρόνου που διαρκούσε το πένθος. 
«Άργησες να το αποφασίσεις, αλλά τελικά το έκανες το θαύμα σου, onya nin», (“γιόκας”, στη Σινταρίν) του είπε ο πατέρας του συγκινημένος όταν του έφερε το νεογέννητο παιδί του να το δει και να το καμαρώσει, όπως το θαύμαζε κι ο ίδιος, όταν το απόχτησε δυο χρόνια μετά το γάμο του. Και κάθε ξημέρωμα ετοιμαζόταν για τη δουλειά και κατέβαινε με την χαρούμενη διάθεση νεαρού αγοριού, όλη την πλαγιά με τα θυμάρια και τις κάπαρες, και εκμηδένιζε την μεγάλη απόσταση μέχρι τις πύλες του αρχαίου τείχους που περίκλειε την πόλη του Ούμπαρ, για να συναντήσει τα παιδιά του και την εγγονή του. Όμως η ευτυχία του δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ. 
Ήταν νύχτα του Φεβρουαρίου όταν του φάνηκε ότι άκουσε θόρυβο έξω από το σπίτι του. Ο καιρός ήταν μαλακός, στον μακρινό Νότο τα φθινόπωρα ήταν θερμά και οι χειμώνες ήπιοι, και μόνον ένας αλμυρός αέρας έκανε ένα παντζούρι από καιρό σκεβρωμένο, να τρίζει. Βγήκε στην πόρτα και αφουγκράστηκε την θάλασσα, πολλά μέτρα κάτω από το χείλος του γκρεμού και γύρισε να μπει μέσα στο σπίτι του. Μα μπροστά του εμφανίστηκε ένας άγνωστος και πίσω του βρισκόταν άλλος ένας, οπλισμένοι με φαρδιά σιδερένια ξίφη που είχαν περασμένα σε θηκάρια στην πλάτη τους και με καλυμμένα πρόσωπα. Τα περιγράμματα των ματιών τους ήταν βαμμένα και από τις φήμες που είχε ακούσει, κατάλαβε ότι αντίκριζε πολεμιστές των Ανατολιτών, που ήταν ντυμένοι με σκουρόχρωμα ρούχα, αγγελιοφόροι κακών ειδήσεων και αδίστακτοι μαχαιροβγάλτες. 
«Είσαι ο Μόργκαν, ο σιδεράς αυτής της πόλης;» τον ρώτησε ο ένας εκ των δύο. 
«Ποιος θέλει να μάθει;» τον ρώτησε ο Μόργκαν. 
«Ο Άρχοντας της Μόρντορ, στρατολογεί συμμάχους για τον αγώνα του και προσφέρει μεγάλες ανταμοιβές στους τεχνίτες των ανθρώπων που θα τον υποστηρίξουν…Εσύ, παρά τις προτάσεις της Φρουράς, αρνείσαι να εξετάσεις ακόμα και το ενδεχόμενο να συμβάλλεις με την εργασία σου στη μεγάλη νίκη του…Ήταν δύσκολο να σε εντοπίσουμε, αλλά ελπίζω ότι θα καταλήξουμε οπωσδήποτε σε κάποια ικανοποιητική λύση, εφόσον ο λόγος που διστάζεις είναι οικονομικός…», του απάντησε ο δεύτερος, και του έδειξε ένα σακούλι με μεταλλικό περιεχόμενο που κουδούνιζε.