19/4/10

Νέοι Φίλοι (3ο μέρος)


Έμεινε μαζί τους και έμαθε ότι η φυλή αυτή είχε αποκοπεί από τις τάξεις του πληθυσμού εκείνου που ακολούθησε το λαό της Χάλεθ προς τα δυτικά. Είχαν προτιμήσει την ελευθερία που τους παρείχε το δάσος αυτό κατά τα χρόνια της Σκοτεινιάς των αρχαίων ημερών, και είχαν συναντήσει ελάχιστα περιπλανώμενα ξωτικά -που τους είχαν μάθει κάποια βασικά πράγματα- , μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε εκείνος, είχαν καταλάβει όμως αμέσως τί είδους πλάσμα ήταν, καθώς και ότι δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να τους βλάψει. 
Ενδιαφέρθηκαν να μάθουν για το αποτέλεσμα της πορείας των ομοφύλων τους που πλέον αποτελούσε σχεδόν μόνο έναν χαμένο θρύλο της προφορικής τους παράδοσης, και χάρηκαν για τα επιτεύγματά τους και τα ηρωικά τους κατορθώματά στις μάχες, και τον συμπάθησαν περισσότερο όταν έμαθαν για τις φιλικές του σχέσεις με τους Ντρούγκου της Δύσης και τη ζωή του μαζί τους. Εκείνοι ήταν σαφώς λιγότερο αναπτυγμένοι σωματικά και νοητικά, λόγω της απομόνωσής τους από τους άλλους λαούς, και ζούσαν κάτω από πρωτόγονες συνθήκες, σχεδόν χωρίς έχουν ούτε καν τα στοιχειώδη.
Κι ο Ελουρέντ τους έμαθε πώς να βελτιώσουν τη ζωή τους και με μεγάλη του χαρά είδε ότι οι Ντρουάνταν ήταν διατεθειμένοι να διδαχτούν και να αποχτήσουν μεγάλη γνώση. Ζούσαν σαν μία μεγάλη κοινότητα, σε πολλές σπηλιές στα Νίμραϊς του Ανόριεν, που τις χρησιμοποιούσαν κυρίως σαν αποθηκευτικούς χώρους, αφού προτιμούσαν την άνεση που τους προσέφερε το ανοιχτό ύπαιθρο και απέρριπταν τα οποιαδήποτε κτίσματα, αδιαφορώντας για τις σφοδρές κακοκαιρίες των χειμώνων.
Έμεινε πολύ καιρό μαζί τους, διατρέχοντας τις περιοχές των βουνών μέχρι και το Θρίχαϊρν και εντόπισε το πέρασμα προς τον Νότο, όμως δεν θέλησε να φύγει επειδή αισθανόταν υπεύθυνος γι’ αυτούς, και θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να τους αφήσει ακόμα μόνους τους και χωρίς καθοδήγηση. Συχνά τους ακολουθούσε στις αναζητήσεις τους και στις διαδρομές τους, φτάνοντας ακόμα και μέχρι το Μιντολλούιν, τη γαλάζια βουνοκορφή που είχε δει για πρώτη φορά, όταν κατέβαινε παραποτάμια τον Ονοντλό. Και ήταν και πάλι ευτυχισμένος, και τα χρόνια περνούσαν χωρίς να τα υπολογίζει, κοντά στους αγαπημένους φίλους του. 
Σ’ αυτήν τη πανύψηλη βουνοκορφή βρισκόταν, όταν μαζί με τους Ρόγκιν, είδε το στόλο των μεγάλων καραβιών με τα χρυσοκόκκινα πανιά που φάνηκε ένα ανοιξιάτικο ηλιοβασίλεμα να περιπλέει τις ακτές του Φάλας, να πλησιάζει τις ακτές του Χάραντ, και να αποβιβάζει μεγάλο στράτευμα. 
Όμως έδωσε ελάχιστη σημασία (όπως και οι Ντρούγκου), αφού δεν υπήρχε ενδιαφέρον από μέρους τους να ανακατευτούν στις υποθέσεις των ανθρώπων (που εκείνος σχεδόν περιφρονούσε πια), αφού φαίνονταν να είναι εντελώς αχάριστοι μπροστά στον αγώνα των προπατόρων τους, και το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η απόκτηση πλούτου με οποιονδήποτε τρόπο, εις βάρος όλων όσων μπορούσαν να εκμεταλλευτούν και να υποδουλώσουν. Από τη στιγμή που δεν υπήρχε ανάμειξη των ξωτικών που απείχαν, κι εκείνος ήταν αποφασισμένος να μην ασχοληθεί ξανά με αυτό το γένος των σφετεριστών και των τυχοδιωκτών. 
Τις μάχες του Ερίαντορ τις είχε ακολουθήσει μακρόχρονη ειρήνη που έθρεψε εν μέρει τις πληγές που είχε προκαλέσει η προέλαση και η αχόρταγη διάθεση του Σάουρον, αν και οι μεγάλες δασωμένες εκτάσεις που κατακάηκαν από τη ληστρική μανία του, είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα και δεν ανανεώθηκαν ποτέ. Τα ξωτικά που είχαν επιζήσει ήταν λίγα, συγκριτικά με άλλες εποχές, αλλά ήταν βέβαιος ότι θα ανακτούσαν τον έλεγχο και την πρωτοκαθεδρία πάνω στα γεγονότα μόλις οι συνθήκες τους το επέτρεπαν, και εκείνος ήταν πάντα πρόθυμος να αναλάβει δράση και να βοηθήσει τα μέλη της φυλής του. Πιο πολύ όμως απ’ όλα και απ’ όλους, τον ενδιέφεραν οι Ντρούγκου, και του Άντραστ και του Ανόριεν.