9/4/11

Η πικρή γεύση της πραγματικότητας (α' μέρος)


Οι επόμενες εβδομάδες πέρασαν με μεγάλη χαρά για τον Ελουρέντ και την Ελάννα. Ο χρόνος κυλούσε σαν να μην τους άγγιζε, στο Νότιο άκρο των Έρεντ Νίμραϊς, κοντά στο ακρωτήρι Άντραστ όπου τους άρεσε να πηγαίνουν και να κοιτούν τη θάλασσα από ψηλά. Οι γλάροι που τόσο αγαπούσε ο λαός της μητέρας του, έκρωζαν πλησιάζοντας την ξηρά, ιδιαίτερα τις ημέρες που ο καιρός ήταν καλός και δεν υπήρχε ίχνος κύματος και τους παρακολουθούσαν που εφορμούσαν σαν λευκά και ασημένια βέλη, για να τραφούν από τα ψάρια που βρίσκονταν κοντά στην επιφάνεια του νερού. Ή ακούγανε τον παφλασμό από τα στιλπνά σώματα των δελφινιών που χαίρονταν τον ήλιο και τον ελαφρό αλμυρό αέρα, πριν χαθούν προς τα βαθύτερα νερά. Οι Ντρούγκου, τους έβλεπαν που περιφέρονταν στις μυστικές τους περιοχές χωρίς να ενοχλούνται.
Ο Ελουρέντ που τους είχε συνοδεύσει στη μεγάλη μετανάστευση της 2ης Εποχής, από τις ίδιες περιοχές που καταποντίστηκαν μετά την καταστροφή του Νούμενορ και των δυτικών ακτών της Μέσης Γης, φαινότανε για πρώτη φορά ευτυχισμένος στα μάτια τους και μαζί του χαίρονταν και κείνοι. Τον είχαν αγαπήσει και κατανοούσαν την ανάγκη του για μία σύντροφο, και η συνύπαρξη μαζί του ήταν ωφέλιμη γι’ αυτούς: Ήταν σοφός και πολύτιμος σαν φίλος, μια σταθερή αξία για τους Ντρούενταϊν που η διάρκεια της ζωής τους ήταν πολύ σύντομη, ενώ η δική του μακροημέρευση, τους έμοιαζε με θεόσταλτο δώρο που τους προστάτευε και τους φρόντιζε. Και η παρουσία της Ελάννα στην περιοχή, εδραίωνε τις σχέσεις τους με την αρχαία φυλή της Χάλεθ που θα είχε σβήσει χωρίς τους Νουμενόριαν που είχαν επιστρέψει πολλές γενιές δικές τους νωρίτερα, αν και οι ελάχιστοι Χάλαντιν που είχαν παραμείνει στο Μπρέθιλ του Μπελέριαντ, είχαν επιζήσει μόνον επειδή τους είχαν ακολουθήσει στη πορεία τους προς το Νοτιά. Και η νεαρή γυναίκα ήταν η μόνη από τους Ατάνι που είχε δει με τα μάτια της το κρυμμένο χωριό τους και τα περίφημα σιδηρουργεία τους, που έβλεπαν προς το Ντρούγουαϊθ Γιάουρ, τον έρημο χερσότοπο των Ντρούγκου, από τη Βορειοδυτική πλευρά του βουνού.
Αρχές του Φθινοπώρου, ο Νέχαρ επέστρεψε. Ήταν πανευτυχής επειδή η Μίριελ ήταν κιόλας έγκυος, αλλά έμεινε άναυδος βλέποντας τον ψηλό Έλνταρ, και για λίγη ώρα δεν έβγαζε κουβέντα από το στόμα του. Ο Ελουρέντ του συστήθηκε και έμεινε για λίγο μαζί τους, πριν τους αφήσει διακριτικά μόνους, για να συζητήσουν, και η Ελάννα τον ρώτησε τότε, πώς περνούσε ο καιρός στη Ντίμροστ, καθώς αρκετοί κάτοικοί της μετακινούνταν ξανά προς τα βορειοδυτικά, στις περιοχές των Ξωτικών που ήτανε καλύτερα προφυλαγμένες και οι φρουροί τους ήταν δυνατοί σαν μαχητές και αόρατοι καθώς κυνηγούσαν μέσα στα δάση. Εκατό χρόνια είχαν περάσει από την άφιξη των Νουμενόριαν και την ίδρυση των Βασιλείων τους, και το κακό είχε σηκωθεί ξανά.
Η Άρνορ, το βασίλειο του Ελεντίλ στο Βορρά είχε καταρρεύσει προ πολλού, και η Αννούμινας στις όχθες της λίμνης Νενούιαλ είχε εγκαταλειφθεί, ενώ το κέντρο των επιχειρήσεων είχε μεταφερθεί στο πανίσχυρο Φόρνοστ Εράιν, στα Βόρεια οροπέδια ανάμεσα στα όρη Έβεντιμ και το Άμον Σουλ. Η Γκόντορ με τον Ισίλντουρ και τον Ανάριον στο Νότο κινδύνευε κι αυτή, επειδή ο Μάϊα Σάουρον, ο υπηρέτης του Μέλκορ, που είχε επιστρέψει στη Μαύρη Γη της Μόρντορ, απειλούσε όλα τα ζωντανά πλάσματα και ήδη είχαν γίνει μάχες έξω από τα τείχη του, όμως χωρίς σπουδαία αποτελέσματα. (Και οι Μπάλκχοθ είχαν αποθρασυνθεί).
Οι Ντάνλεντινγκς που ζούσαν στις εσωτερικές κοιλάδες του Μόρθροντ στο Λέμπεννιν, ανέχονταν την ολοένα και αυξανόμενη δύναμή του και έλπιζαν σ’ αυτόν, ότι θα κέρδιζαν τις πλούσιες περιοχές της Γκόντορ, απαλλαγμένοι από τους Νουμενόριαν που τις κατοικούσαν και τις εκμεταλλεύονταν, ενώ από καιρό υποπτεύονταν ότι οι Easterlings (Ανατολίτες) υποστηρίζονταν στις επιθέσεις τους από αυτούς (οι οποίοι προφανώς τους παρείχαν και καταλύματα). Η περιοχή αυτή είχε αποκλειστεί σχεδόν για όλους, εκτός από αυτούς τους ίδιους, και το μικρό ξωτικολιμάνι που υπήρχε από την εποχή της αρχαιότητας της Μέσης Γης στο Μπελ Φάλας, είχε τώρα εγκαταλειφθεί εντελώς, από το φόβο των επιδρομών των Ορκ και των πρωτοεμφανιζόμενων Νάζγκουλ, τρεις από τους οποίους ήταν άπιστοι Νουμενόριαν -στην καταγωγή- Βασιλίσκοι του Χάραντ (Νότος), που περιφέρονταν παντού ανεμπόδιστοι, σκορπώντας τον τρόμο και το θάνατο. Τους είχε παγιδεύσει ο Σάουρον Γκορθάουρ (εξαναγκαστής), προσφέροντας τους τα δαχτυλίδια εκείνα που είχαν κατασκευαστεί στο Ερέγκιον, επειδή ήθελε να σκλαβώσει τη θέληση των Ανθρώπων, όπως και των ξωτικών, που όμως του είχαν αντισταθεί.

1 σχόλια:

Avalon είπε...

I am reading the history of middle earth now. Love it! I have a thing for elves too.