Ο Ελουρέντ τα ήξερε αυτά και είχε νοιώσει ότι πλησίαζε η ώρα της δεύτερης και μεγαλύτερης αναμέτρησης, όμως δεν ήθελε να σκέφτεται τι θα συνέβαινε αν έπρεπε να ενωθεί με τις δυνάμεις των Ξωτικών. Κι εκείνους τους είχε νοιώσει, που τον πλησίαζαν για να τον παρατηρήσουν πριν τον χάσουν ξανά, πιστοί στο αέναο παιχνίδι της αναζήτησης απαντήσεων, από την εποχή της Μεγάλης μάχης στην Άνγκμπαντ. Τους είχε εντοπίσει, ήταν ναυτικοί Τελέρι από το Μίθλοντ, το ήξερε ότι ήταν ζήτημα χρόνου να τον ανακαλύψουν, αλλά προς το παρόν τους έκανε τη ζωή δύσκολη, επειδή είχε μάθει καλά πώς να προφυλάσσει τον εαυτό του.
Μα ο Νέχαρ ήταν χαρούμενος και υπήρχε ελπίδα μέσα του παρά τα άσχημα νέα, και η ύπαρξη του χρυσοκάστανου Έλνταρ στο Δάσος των σφενδαμιών που τόσο έμοιαζε με το Νίμπρεθιλ των μύθων και των τραγουδιών, ήταν καλό σημάδι για τους ανθρώπους που είχαν επιζήσει από την καταστροφή του, αφού αποδείκνυε περίτρανα ότι η παλιά φιλία των δύο λαών ίσχυε. Αν ανησυχούσε για την κατάληξη της σχέσης του με την αδελφική του φίλη δεν το έδειχνε, όμως η Ελάννα ήταν πάντοτε ξεχωριστή και ιδιαίτερη, και αυτός ο Ξωτικός, πέρα από τα βασικά του χαρακτηριστικά, τα αστραφτερά μάτια με τις υπερμεγέθεις κόρες και τα μυτερά αυτιά, δεν έμοιαζε σε τίποτε άλλο με τα υπερήφανα και ίσως και υπεροπτικά, ξανθά πλάσματα των ξωτικολιμανιών του Βορρά. Η αγάπη αυτού του άντρα, ήταν κάτι το πρωτόφαντο για τα χρονικά, και στο παρελθόν μόνο ξωτικογυναίκες διάλεγαν να ενώσουν τη ζωή τους με τα νεώτερα παιδιά του Έρου, τους ανθρώπους. Του ζήτησαν να κρατήσει κρυφό το μυστικό τους και ο Νέχαρ συμφώνησε ότι δε θα μιλούσε πουθενά, εκτός ίσως από τη Μίριελ και μόνο, που την εμπιστευόταν απόλυτα. Έτσι κι αλλιώς, δε θα τον πίστευε κανείς άλλος εκτός από εκείνη...
Και από εκείνη την ημέρα επισκεπτόταν πιο συχνά τους φίλους του και μόλις ο γιος του γεννήθηκε, την πρώτη μέρα του Loa (του ηλιακού έτους των ξωτικών) ακριβώς την ημέρα Yestare, (την ίδια μέρα με την γέννηση της Ελάννα, εικοσιπέντε χρόνια νωρίτερα), τους είπε ότι θα έδινε δύο ονόματα στο γιο του, ένα Χάλαντιν και ένα ξωτικίσιο, και τον είπε Ντένχαρ Τουίλιον (ανοιξιάτικος). Όμως και οι φίλοι του είχαν νέα να του πουν, επειδή και η Ελάννα περίμενε το δικό τους το μωρό, που θα γεννιόταν στα μέσα του Φθινοπώρου.
Ήδη ο Ελουρέντ, από την ημέρα της γέννησης του Ντένχαρ, έψαχνε να βρει ένα ταιριαστό όνομα για το πρώτο παιδί του, και είχε καταλήξει σε μερικά που θα του ταίριαζαν, όπως Ρανάριον (Γιος της σελήνης) ή Μενέλιαν (ουράνια) ή ακόμα και Έλδελοθ (ξωτικολούλουδο). Επειδή και η Ελάννα είχε ξωτικίσιο όνομα που σήμαινε Δώρο των Αστεριών, και του φαινότανε πιο όμορφο τα ονόματά τους να θυμίζουν τα αστέρια και τα άλλα ουράνια σώματα που φώτιζαν τις πολύπαθες φυλές των Ανθρώπων και των Ξωτικών και τους έδιναν κουράγιο, με το χλωμό τρεμούλιασμά τους στον αψεγάδιαστο νυχτερινό ουρανό.
Το σπίτι της στην άκρη του δάσους των σφενδαμιών τους στέγασε, και τώρα, η οικογενειακή θαλπωρή που τόσο είχε λείψει από τον Ελουρέντ, του ανταποδιδόταν με την δημιουργία της δικής του οικογένειας. Όμως η εγκυμοσύνη της Ελάννα δεν ήτανε καλή και υπέφερε ακόμα από το μεσοκαλόκαιρο, αλλά εκείνη τον ηρεμούσε με την αισιόδοξη στάση της και δεν τον άφηνε να ανησυχεί. Δεν μπορούσε ούτε καν να κινηθεί, από τις κράμπες και την αδυναμία, και παρακολούθησε τον πολυαναμενόμενο θερισμό, καθηλωμένη στο κρεβάτι της, με τους Ντρούγκου να στοιβάζουν τα δέματα από το σιτάρι, και τον Γκόν-γκιρι να χοροπηδάει γύρω από τον Ελουρέντ, που πραγματικά είχε πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο του θεριστή και αναγκαζόταν να σταματάει κάθε τόσο, πνιγμένος από τα γέλια, αφού ο μικρός Ντρουγκ φώναζε ρυθμικά τη μαγική λέξη «Με-λό-πι-τα! Με-λό-πι-τα!», σα να μην είχε φάει καθόλου μελόπιτες, όλον τον χρόνο που είχε περάσει.
«Ήσουν πολεμιστής και σ’ έκανα αγρότη! Ούτε που θα υποψιαζόσουν τέτοια ατίμωση όταν έμπλεκες μαζί μου…» του είπε εκείνο το βράδυ, όταν ήρθε να πλαγιάσει δίπλα της, στο μυρωμένο στρώμα τους.
«Όχι, τέτοια κατάντια, δεν τη περίμενα!» την κορόιδεψε τρυφερά. »Όμως εμένα μου φαίνεται ότι τα καταφέρνω εξίσου καλά στην κηπουρική…Πήρα ένα κλειστό ανοιξιάτικο μπουμπούκι και το έκανα ν’ ανθίσει, και τώρα αυτό το λουλούδι θα μου δώσει τον ωραιότερο καρπό που θα υπάρξει ποτέ, μετά από τη Λούθιεν…»
«Α eldarion…» μονολόγησε η Ελάννα.
«Έτσι με φώναξαν οι Γιάουρ όταν με βρήκαν…» της απάντησε σα να θυμήθηκε ξαφνικά τα παλιά. «Ένα ξωτικόπαιδο; ή μήπως ένα Μισοξωτικό, όπως ήταν ο πατέρας μου; Ντίορ ο Αράνελ! Μα θα είναι ένα ευτυχισμένο παιδί, χαρούμενο και γελαστό, και θα μάθει ν’ αγαπά τα φυτά και τα ζώα, και οι Ντρούγκου θα είναι φίλοι του, όπως είναι δικοί μου και δικοί σου φίλοι…»
«Έχει ολόγιομο φεγγάρι έξω, ο καταρράχτης μας θα είναι ασημένιος, και η Γυάλινη σπηλιά ολόφωτη…» είπε η Ελάννα, φέρνοντάς τον πίσω στην πραγματικότητα. «Οι Ντρούγκου, θ’ αρχίσουν να φεύγουν προς το Άντραστ, η θάλασσα θα καθρεφτίζει τ’ αστέρια…Δε θα ‘θελες να πας κι εσύ μαζί τους; Ο Γκόν-Γκιρι θα χαρεί να μείνει μαζί μου αν του το ζητήσω, δεν θα είμαι μόνη μου...»
«Ο Γκόν-Γκιρι είναι σωστό ν’ αρχίσει να μαθαίνει τον τρόπο ζωής της φυλής του…Κάποια μέρα θα διεκδικήσει την αρχηγία, όσο για μένα, έχω πάει πολλές φορές μαζί τους και θα υπάρξουν κι άλλα τέτοια βράδια, στο μέλλον…Όμως οι Γιάουρ τα καταφέρνουν μια χαρά και χωρίς εμένα, εξάλλου εδώ είμαι πολύ πιο χρήσιμος και δεν σκοπεύω να λείψω από κοντά σου ούτε στιγμή! Τώρα μην ανησυχείς για μένα και κλείσε τα μάτια σου…, είναι αργά και πρέπει να κοιμηθείς…»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου