25/11/11

H πτώση του Ελουρέντ (α μέρος)


Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΟΥΡΕΝΤ

Έφυγαν μερικούς μήνες μετά. Ο Σάουρον είχε επιτεθεί στη Μίνας Ίθιλ, της Γκόντορ και κατέστρεψε το λευκό δέντρο του Ισίλντουρ που είχε φέρει από το Νούμενορ με κίνδυνο της ζωής του, πριν τον καταποντισμό. Ο ίδιος ο Ισίλντουρ, μόλις που πρόλαβε να σωθεί, παίρνοντας μαζί του ένα βλασταράκι και κατέβηκε τον Άντουιν μαζί με την έγκυο γυναίκα του και τους τρεις γιους του, αναζητώντας τον πατέρα του, τον Έλεντιλ. Όμως ο αδελφός του ο Ανάριον, κράτησε την Οσγκίλιαθ και ανάγκασε το Μαύρο Εχθρό να υποχωρήσει, μέσα στα βουνά της Μόρντορ. Αλλά ο Σάουρον ανασυντασσόταν ταχύτατα και η άμυνα δεν θα κρατούσε για πολύ σε μία νέα επίθεση.
Ο Έλεντιλ Βορόνγουε (Πιστός) και ο Γκιλ-Γκάλαντ, ο γιος του Φίνγκον, ο ανώτατος βασιλιάς των Ξωτικών, κατάλαβαν εγκαίρως ότι η δύναμη του Σάουρον είχε μεγαλώσει πάρα πολύ και ήταν ζήτημα χρόνου να αρχίσει να λυγίζει ένα-ένα όλα τα βασίλεια, των Ανθρώπων και των Ξωτικών, και ίδρυσαν την Ομοσπονδία που ονομάστηκε Τελευταία Συμμαχία. Στις δυνάμεις τους, ήρθαν και ενώθηκαν όλα τα ξωτικά των βασιλείων της Μέσης Γης αδιάσπαστα, και οι Άνθρωποι από το Νούμενορ και οι Ξωτικόφιλοι, και ανάμεσά τους ο Ελουρέντ με τον Νέχαρ. Και ο Ενωμένος στρατός τους πέρασε και στάθηκε για λίγο στο Ίμλαντρις και δεν υπήρξε ωραιότερη και λαμπρότερη στρατιά σε όπλα και ομορφιά από αυτή, και μεγαλύτερή της δεν είχε στρατολογηθεί από τότε που οι δυνάμεις των Βάλαρ εκστράτευσαν εναντίον της Άνγκμπαντ.
Ο Έλρoντ αναγνώρισε αμέσως τον Ελουρέντ, παρά την γκρίζα βαριά κάπα που τον κάλυπτε ολόκληρο και που η κουκούλα της έπεφτε χαμηλά στα φωτεινά μάτια του. Τον είχε βοηθήσει στις μάχες του Ερίαντορ, μετά από τη σφαγή του Κελεμπρίμπορ που είχε κατασκευάσει τα δαχτυλίδια της Δύναμης και την ολική καταστροφή του Ερέγκιον, όταν τον είχε ειδοποιήσει τρέχοντας στο Λίντον με κίνδυνο της ζωής του, και είχε πολεμήσει στο πλάι του, βάζοντας το σώμα του ανάμεσα σε ‘κείνον και στα εχθρικά σπαθιά που τον τραυμάτισαν πολύ σοβαρά, αλλά είχε διαφύγει πριν του προσφέρουνε κάποια βοήθεια. Τότε νόμισε ότι είχε χαθεί, αφού όσο κι αν ψάξανε με τον Κέλεμπορν, δεν τον βρήκαν πουθενά, αλλά τώρα τον έβλεπε ξανά, ανάμεσα στους συγκεντρωμένους πολεμιστές, και κάλεσε τον Κίρνταν που είχε πάρει κι εκείνος μέρος στις μάχες και την καταδίωξη του Σάουρον να του το επιβεβαιώσει.
«Συστήθηκε ως “Μπάραν” στον Ελδέμαρ, τον ακόλουθό μου», του είπε. «Τον συνάντησε στο Άντραστ, αλλά είναι αυτός που υποπτεύεσαι, ο γιος του Ντίορ και της Νίμλοθ…Είναι ο αδελφός της Έλγουϊνγκ, δεν υπάρχει αμφιβολία…»

16/11/11

Επαφές με Ξωτικά κι ανθρώπους (δ' μέρος)


«Προτιμώ να μείνω με τους Γιάουρ», είπε η Ρούθιελ στον Ελουρέντ, καθώς επέστρεφαν στο χωριό των Ντρούγκου.
«Σου είπα ότι οι Falathrim περιπολούν σ’ αυτές τις περιοχές και δε θέλω να σε δουν…Θα είναι επικίνδυνο ακόμα και να βγεις έξω από την πόλη…Θα αφήσουν πίσω τους αρκετούς φρουρούς και μ’ ενδιαφέρει να νομίζουν ότι δεν υπάρχει κάποιος άλλος χρυσοκάστανος, εκτός από μένα…Μέχρι τώρα, μπορούσα να τους απομακρύνω από τις περιοχές που ήξερα ότι βρισκόσουνα, από δω και πέρα όμως δεν θα μπορώ να το κάνω, γι’ αυτό σ’ αφήνω με τη Μίριελ στην πόλη…Παρά τις καλές σχέσεις που είχανε παλιά οι Χάλαντιν με τους Έλνταρ, τώρα τους αποφεύγουν, κι ας σταθούνε δίπλα μας στη μάχη…Έτσι δεν θ’ ανησυχώ για το αν είσαι ασφαλής…».
«Και τι θα γίνει με τον Γκόν-γκιρι και τους άλλους;»
«Τους έχω πει, όποιος θέλει ας έρχεται να σε βλέπει…Όμως εσύ, δεν θα ξαναπάς στο βουνό και το χωριό τους…», της απάντησε. «Κι αν χρειαστεί για κάποιο λόγο να βγεις έξω από την πύλη, να φροντίσεις το κεφάλι σου να είναι καλυμμένο καλά, και τα μαλλιά σου να μη φαίνονται καθόλου», συμπλήρωσε και χάιδεψε τον χρυσοκάστανο καταρράχτη με τις μακριές κοτσίδες που της έπλεκε ο ίδιος, με τον τρόπο των ξωτικών που δεν είχε υιοθετήσει ποτέ για τον εαυτό του, και που στόλιζε τους ώμους και την πλάτη της.
«Μα γιατί;»
«Σε παρακαλώ Ρούθιελ, έχε μου εμπιστοσύνη, κι όταν γυρίσω, θ’ αποφασίσω αν θα σε πάω να γνωρίσεις τα μέλη της φυλής μου, αφού οδηγήσουμε μαζί τους Γιάουρ στα Έρεντ Νίμραϊς, στα ανατολικά… Επειδή έχω δει στο παρελθόν, στο Ανόριεν, ένα δάσος από σημύδες που τόσο αγαπούν και που κατοικείται ακόμα από το λαό τους που δεν είχε ακολουθήσει τους Χάλαντιν στα Δυτικά, και ‘κει θα είναι ασφαλείς…», της απάντησε. 
»Τους το έχω υποσχεθεί πως θα το κάνω και το υπόσχομαι και σε σένα…»