Επτά ολόκληρα χρόνια κράτησε η πολιορκία του πύργου και στο τέλος είχε γίνει τόσο στενή, που ο ίδιος ο Σάουρον αναγκάστηκε να βγει και να αντιμετωπίσει τους Δύο Βασιλείς, και με το δρεπανόσχημο δόρυ του, θέρισε την πρώτη γραμμή των επιτιθέμενων κι ο Θράντουιλ βρέθηκε απροετοίμαστος μπροστά στην οργή του, αλλά ένα σώμα κάλυψε την τελευταία στιγμή το δικό του και τον έσωσε. Με τον ίδιο τρόπο, ο Μαύρος Άρχοντας σκότωσε τον Γκιλ-Γκάλαντ και τον Έλεντιλ, και ο Νάρσιλ έσπασε, αλλά κλονίστηκε και ο ίδιος και γονάτισε στη γη, επειδή ο Άεγκλος του Ερεϊνιον (Ereinion) τον είχε πληγώσει, και ο Ισίλντουρ που στεκόταν δίπλα στον πατέρα του, σήκωσε το σπασμένο σπαθί και απέκοψε από το χέρι του Σάουρον, το δαχτυλίδι της Δύναμης: η μαύρη πανοπλία έπεσε αδειανή στο έδαφος και ο πόλεμος τελείωσε την ίδια στιγμή.
Ο Θράντουιλ έσκυψε πάνω από το κορμί του μεγαλόσωμου υπερασπιστή του και ο Νέχαρ τραυματισμένος, έφτασε κι εκείνος ασθμαίνοντας δίπλα του, αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να αναγνωρίσει το νεκρό φίλο του, που ο μεταλλικός του θώρακας, φτιαγμένος ειδικά στα μέτρα του από τον ίδιο, είχε σκιστεί από άκρη σε άκρη στο ύψος του στήθους. Ο Ελουρέντ, τον είχε απωθήσει με τρομακτική δύναμη όταν είδε τον Σάουρον να κατεβάζει τη σιδερένια αλεμπάρδα του πάνω στους επιτιθέμενους και είχε μπει μπροστά από εκείνον και τον Θράντουιλ, που τον ακολουθούσαν συνεχώς κατά πόδας. Όλα αυτά τα χρόνια είχε επιζήσει παρά τα τραύματά του σώζοντας και τον ίδιο πολλές φορές όπως και τώρα, αλλά να που εκείνος κείτονταν νεκρός, πλημμυρισμένος με το αίμα του. Όλοι γύρω τους πανηγύριζαν εκτός από αυτούς τους δυο που κοίταζαν το άψυχο σώμα του Ελουρέντ, του ωραιότερου και ευγενέστερου από όλους τους πρίγκιπες των Ξωτικών της Μέσης Γης. Τότε ο Νέχαρ γονάτισε και τράβηξε από το χέρι του το χρυσό του δαχτυλίδι, όπως του είχε ζητήσει εκείνος να κάνει, αλλά ο Θράντουιλ που δεν ήξερε τί είχε προηγηθεί, σήκωσε το σπαθί του οργισμένος και το ακούμπησε στη βάση του λαιμού του, έτοιμος να τον αποκεφαλίσει.
«Με ποιο δικαίωμα σκυλεύεις το νεκρό;» φώναξε, και τα γκρίζα μάτια του άστραψαν ασημένια από θυμό.
«Άφησε τον να το πάρει, γιε του Όροφερ!» παρενέβη ο Κίρνταν που τους πλησίασε. «Ο Μπάραν έχει αφήσει μία κόρη πίσω του, και το δαχτυλίδι του πατέρα της πρέπει να επιστρέψει στα χέρια της…»
Ο Νέχαρ αναρωτήθηκε πως το είχε μάθει, καθώς ο Θράντουιλ κατέβασε το σπαθί του παραδομένος. Κι εκείνος, τον βοήθησε να σηκωθεί από το ματωμένο χώμα.
«Δεν ξέρω πως το έμαθες Άρχοντα Κίρνταν…» του είπε ο Νέχαρ, «όμως οι υποχρεώσεις μου δε σταματούν εδώ…Το σώμα του δεν πρέπει να ταφεί όπως τα άλλα σώματα, των ανθρώπων και των Ξωτικών, αλλά να καεί, όπως το θέλησε ο ίδιος…»
«Το ξέρω, και θα σεβαστούμε την τελευταία επιθυμία του, επειδή εκείνος μας συμπαραστάθηκε ως το τέλος της ζωής του, και είναι ώρα να σταθούμε κι εμείς στο πλάι του κι ας είναι αργά για οτιδήποτε άλλο, πέρα από το στερνό χαιρετισμό…», απάντησε ο Κίρνταν και στράφηκε προς τον Ισίλντουρ, που κρατούσε το δαχτυλίδι του Σάουρον στα χέρια του και δεν έδινε σημασία στον Έλροντ που τον προέτρεπε να το καταστρέψει, μέσα στην πύρινη καρδιά του Οροντρούιν (Άμον Άμαρθ).
«Έχω δικαίωμα να το κρατήσω ως αντάλλαγμα για το θάνατο του πατέρα μου και του αδελφού μου!» τους απάντησε. «Ο Σάουρον σκοτώθηκε και δε θα μας ενοχλήσει ξανά, άρα το δαχτυλίδι αυτό μπορεί να γίνει δικό μου, αφού δεν ανήκει σε κανέναν…»
Τους αγνόησε λοιπόν παρά τις διαμαρτυρίες τους, και έδωσε όλη του την προσοχή στην κατεδάφιση του Μπάραντ-Ντουρ (Barad Dur), θέλοντας να κυνηγήσει μέχρι και τον τελευταίο από τους πολεμιστές του Σάουρον που πιθανόν να προσπαθούσαν να σωθούν μέσα στα βαθιά υπόγεια και τις στοές των θεμελίων του.
Ο Έλροντ πλησίασε και στάθηκε μπροστά στον Νέχαρ που κοιτούσε ακόμα τον όμορφο Ελουρέντ, κρατώντας σφιχτά στην παλάμη του το χρυσό του δαχτυλίδι. Φαινόταν να μην πιστεύει αυτό που είχε συμβεί, και ο Κίρνταν ήρθε κι εκείνος, εγκαταλείποντας την προσπάθεια να μεταπείσει τον Ισίλντουρ.
«Είναι ώρα να εκπληρώσω και την τελευταία του επιθυμία…» είπε ο Νέχαρ, και έψαξε με το βλέμμα να εντοπίσει κάποιον φίλο ή γνωστό συμπολεμιστή για να τον βοηθήσει στην μεταφορά.
«Αυτό είναι δουλειά δική μας…» απάντησε ο Θράντουιλ που δεν είχε απομακρυνθεί καθόλου από κοντά του, και η αστραφτερή ασημένια ματιά του δεν επέτρεπε αρνητική απάντηση.
Ο Κίρνταν, ο Έλροντ και ο Κέλεμπορν, βοήθησαν το γιο του Όροφερ να μεταφέρει το σώμα του Μπάραν, έξω από την Γκόργκοροθ και την Ντάγκορλαντ. Και μόνος του πήρε το δικαίωμα, ν’ ανάψει τη φωτιά που είχε ζητήσει ο Ελουρέντ από τον θνητό φίλο του, επειδή του φαινότανε πιο σωστό να παραδώσει ο ίδιος το σώμα του στις φλόγες, αφού δεν είχε μπορέσει να κάνει κάτι περισσότερο γι αυτόν.
Και οι Φαλάθριμ του Κίρνταν του Ναυπηγού, φρόντισαν τους νεκρούς τους και βοήθησαν στις χρονοβόρες ομαδικές ταφές, πριν πάρουν τον δρόμο της επιστροφής προς τις διαβάσεις του Ίσεν, πηγαίνοντας προς το Μίθλοντ, συνοδεύοντας και τον πρόωρα γερασμένο και ηθικά καταρρακωμένο Νέχαρ, που καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μέσα από τα εδάφη της Γκόντορ πριν στρίψει μόνος προς το Άντραστ και τη Νοτιοδυτική απόληξη των Έρεντ Νίμραϊς, αναρωτιόταν πως θα έβρισκε το κουράγιο να ανακοινώσει το θάνατο του Μπάραν Ελουρέντ, στη Γκλίνενρουθ την κόρη του, που είχε αφήσει στη φροντίδα του γιου του και της γυναίκας του στη Νέα Ντίμροστ.