26/12/11

Σχετικά με την 3η ιστορία…

Η 3η ιστορία των Παράλληλων παραμυθιών, αφορά την Ρούθιελ και τον Ντένχαρ…Όταν την έγραφα πριν από 10 χρόνια, είχα διαμορφώσει μια συγκεκριμένη εικόνα σχετικά με την εξέλιξή της, όμως όταν άρχισα να δημοσιεύω τα κεφάλαια των παράλληλων παραμυθιών, και πλησίαζα σιγά-σιγά στο 3ο παραμύθι, άρχισα να ανησυχώ πώς δεν «έδωσα» την ανάλογη προσοχή στον Ντένχαρ, ο οποίος σε σύγκριση με τους άλλους άνδρες πρωταγωνιστές των παραμυθιών, γινόταν πολύ αντιπαθητικός…Έτσι αποφάσισα να του δώσω άλλη μια ευκαιρία, και για το λόγο αυτό, το συγκεκριμένο παραμύθι θα έχει μία εναλλακτική εκδοχή, την οποία θα ποστάρω επίσης, μετά το πέρας της πρώτης «επίσημης» αφήγησης…
Θα ήθελα, μετά το πέρας και των 2 εκδοχών της 3ης ιστορίας, να μου γράψετε ποια προτιμάτε: η κατάληξη είναι η ίδια, απλά το περιεχόμενο θα διαφέρει…Θα χαρώ πολύ να διαβάσω τις εντυπώσεις σας :)

Βενθεσικύμη

16/12/11

Η πτώση του Ελουρέντ (γ μέρος)



Επτά ολόκληρα χρόνια κράτησε η πολιορκία του πύργου και στο τέλος είχε γίνει τόσο στενή, που ο ίδιος ο Σάουρον αναγκάστηκε να βγει και να αντιμετωπίσει τους Δύο Βασιλείς, και με το δρεπανόσχημο δόρυ του, θέρισε την πρώτη γραμμή των επιτιθέμενων κι ο Θράντουιλ βρέθηκε απροετοίμαστος μπροστά στην οργή του, αλλά ένα σώμα κάλυψε την τελευταία στιγμή το δικό του και τον έσωσε. Με τον ίδιο τρόπο, ο Μαύρος Άρχοντας σκότωσε τον Γκιλ-Γκάλαντ και τον Έλεντιλ, και ο Νάρσιλ έσπασε, αλλά κλονίστηκε και ο ίδιος και γονάτισε στη γη, επειδή ο Άεγκλος του Ερεϊνιον (Ereinion) τον είχε πληγώσει, και ο Ισίλντουρ που στεκόταν δίπλα στον πατέρα του, σήκωσε το σπασμένο σπαθί και απέκοψε από το χέρι του Σάουρον, το δαχτυλίδι της Δύναμης: η μαύρη πανοπλία έπεσε αδειανή στο έδαφος και ο πόλεμος τελείωσε την ίδια στιγμή.
Ο Θράντουιλ έσκυψε πάνω από το κορμί του μεγαλόσωμου υπερασπιστή του και ο Νέχαρ τραυματισμένος, έφτασε κι εκείνος ασθμαίνοντας δίπλα του, αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να αναγνωρίσει το νεκρό φίλο του, που ο μεταλλικός του θώρακας, φτιαγμένος ειδικά στα μέτρα του από τον ίδιο, είχε σκιστεί από άκρη σε άκρη στο ύψος του στήθους. Ο Ελουρέντ, τον είχε απωθήσει με τρομακτική δύναμη όταν είδε τον Σάουρον να κατεβάζει τη σιδερένια αλεμπάρδα του πάνω στους επιτιθέμενους και είχε μπει μπροστά από εκείνον και τον Θράντουιλ, που τον ακολουθούσαν συνεχώς κατά πόδας. Όλα αυτά τα χρόνια είχε επιζήσει παρά τα τραύματά του σώζοντας και τον ίδιο πολλές φορές όπως και τώρα, αλλά να που εκείνος κείτονταν νεκρός, πλημμυρισμένος με το αίμα του. Όλοι γύρω τους πανηγύριζαν εκτός από αυτούς τους δυο που κοίταζαν το άψυχο σώμα του Ελουρέντ, του ωραιότερου και ευγενέστερου από όλους τους πρίγκιπες των Ξωτικών της Μέσης Γης. Τότε ο Νέχαρ γονάτισε και τράβηξε από το χέρι του το χρυσό του δαχτυλίδι, όπως του είχε ζητήσει εκείνος να κάνει, αλλά ο Θράντουιλ που δεν ήξερε τί είχε προηγηθεί, σήκωσε το σπαθί του οργισμένος και το ακούμπησε στη βάση του λαιμού του, έτοιμος να τον αποκεφαλίσει.
«Με ποιο δικαίωμα σκυλεύεις το νεκρό;» φώναξε, και τα γκρίζα μάτια του άστραψαν ασημένια από θυμό.
«Άφησε τον να το πάρει, γιε του Όροφερ!» παρενέβη ο Κίρνταν που τους πλησίασε. «Ο Μπάραν έχει αφήσει μία κόρη πίσω του, και το δαχτυλίδι του πατέρα της πρέπει να επιστρέψει στα χέρια της…»
Ο Νέχαρ αναρωτήθηκε πως το είχε μάθει, καθώς ο Θράντουιλ κατέβασε το σπαθί του παραδομένος. Κι εκείνος, τον βοήθησε να σηκωθεί από το ματωμένο χώμα.
«Δεν ξέρω πως το έμαθες Άρχοντα Κίρνταν…» του είπε ο Νέχαρ, «όμως οι υποχρεώσεις μου δε σταματούν εδώ…Το σώμα του δεν πρέπει να ταφεί όπως τα άλλα σώματα, των ανθρώπων και των Ξωτικών, αλλά να καεί, όπως το θέλησε ο ίδιος…»
«Το ξέρω, και θα σεβαστούμε την τελευταία επιθυμία του, επειδή εκείνος μας συμπαραστάθηκε ως το τέλος της ζωής του, και είναι ώρα να σταθούμε κι εμείς στο πλάι του κι ας είναι αργά για οτιδήποτε άλλο, πέρα από το στερνό χαιρετισμό…», απάντησε ο Κίρνταν και στράφηκε προς τον Ισίλντουρ, που κρατούσε το δαχτυλίδι του Σάουρον στα χέρια του και δεν έδινε σημασία στον Έλροντ που τον προέτρεπε να το καταστρέψει, μέσα στην πύρινη καρδιά του Οροντρούιν (Άμον Άμαρθ).
«Έχω δικαίωμα να το κρατήσω ως αντάλλαγμα για το θάνατο του πατέρα μου και του αδελφού μου!» τους απάντησε. «Ο Σάουρον σκοτώθηκε και δε θα μας ενοχλήσει ξανά, άρα το δαχτυλίδι αυτό μπορεί να γίνει δικό μου, αφού δεν ανήκει σε κανέναν…»
Τους αγνόησε λοιπόν παρά τις διαμαρτυρίες τους, και έδωσε όλη του την προσοχή στην κατεδάφιση του Μπάραντ-Ντουρ (Barad Dur), θέλοντας να κυνηγήσει μέχρι και τον τελευταίο από τους πολεμιστές του Σάουρον που πιθανόν να προσπαθούσαν να σωθούν μέσα στα βαθιά υπόγεια και τις στοές των θεμελίων του.
Ο Έλροντ πλησίασε και στάθηκε μπροστά στον Νέχαρ που κοιτούσε ακόμα τον όμορφο Ελουρέντ, κρατώντας σφιχτά στην παλάμη του το χρυσό του δαχτυλίδι. Φαινόταν να μην πιστεύει αυτό που είχε συμβεί, και ο Κίρνταν ήρθε κι εκείνος, εγκαταλείποντας την προσπάθεια να μεταπείσει τον Ισίλντουρ.
«Είναι ώρα να εκπληρώσω και την τελευταία του επιθυμία…» είπε ο Νέχαρ, και έψαξε με το βλέμμα να εντοπίσει κάποιον φίλο ή γνωστό συμπολεμιστή για να τον βοηθήσει στην μεταφορά.
«Αυτό είναι δουλειά δική μας…» απάντησε ο Θράντουιλ που δεν είχε απομακρυνθεί καθόλου από κοντά του, και η αστραφτερή ασημένια ματιά του δεν επέτρεπε αρνητική απάντηση.
Ο Κίρνταν, ο Έλροντ και ο Κέλεμπορν, βοήθησαν το γιο του Όροφερ να μεταφέρει το σώμα του Μπάραν, έξω από την Γκόργκοροθ και την Ντάγκορλαντ. Και μόνος του πήρε το δικαίωμα, ν’ ανάψει τη φωτιά που είχε ζητήσει ο Ελουρέντ από τον θνητό φίλο του, επειδή του φαινότανε πιο σωστό να παραδώσει ο ίδιος το σώμα του στις φλόγες, αφού δεν είχε μπορέσει να κάνει κάτι περισσότερο γι αυτόν.
Και οι Φαλάθριμ του Κίρνταν του Ναυπηγού, φρόντισαν τους νεκρούς τους και βοήθησαν στις χρονοβόρες ομαδικές ταφές, πριν πάρουν τον δρόμο της επιστροφής προς τις διαβάσεις του Ίσεν, πηγαίνοντας προς το Μίθλοντ, συνοδεύοντας και τον πρόωρα γερασμένο και ηθικά καταρρακωμένο Νέχαρ, που καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μέσα από τα εδάφη της Γκόντορ πριν στρίψει μόνος προς το Άντραστ και τη Νοτιοδυτική απόληξη των Έρεντ Νίμραϊς, αναρωτιόταν πως θα έβρισκε το κουράγιο να ανακοινώσει το θάνατο του Μπάραν Ελουρέντ, στη Γκλίνενρουθ την κόρη του, που είχε αφήσει στη φροντίδα του γιου του και της γυναίκας του στη Νέα Ντίμροστ.

5/12/11

Η πτώση του Ελουρέντ (β μέρος)


Από το Ρίβεντελ, διέσχισαν τα Ομιχλιασμένα βουνά από πολλά περάσματα και ενώθηκαν με τον κύριο όγκο του στρατού του Όροφερ και του μικρότερου σε μέγεθος του Λόριεν και βάδιζαν δίπλα στο ποταμό Άντουιν, όταν οι Νάνοι της Μόρια (Μαύρο χάσμα, Κάζαντ Ντουμ), η γενιά του Ντούριν, ενώθηκε μαζί τους. Διέσχισαν το Ροβάνιον και τις Βόρειες περιοχές της Γκόντορ και τελικά ήρθαν αντιμέτωποι με το στρατό του Σάουρον, στη Ντάγκορλαντ, το πεδίο της Μάχης, απέραντο και απλωμένο μπροστά στις πύλες της Μόρντορ. Οι δύο στρατοί, έμειναν αντιμέτωποι για πολλές ώρες, χωρίς να κονταροχτυπηθούν. Ο Γκιλ- Γκάλαντ, «το ακτινοβόλο αστέρι» των Νόλντορ της Μέσης Γης, τους είχε ζητήσει να είναι ολόκληροι καλυμμένοι με το γκρι ύφασμα των ρούχων των Σίνταρ και να μη φανεί καθόλου ατσάλι από τους θώρακες και τα δυνατά τους όπλα. Μ’ αυτές τις κάπες λοιπόν και σιωπηλοί, στάθηκαν απέναντι στους Ορκ τους Ανατολίτες και τους Χαράδριμ (Νότιους,), αν και υπήρχαν και αρκετά μέλη αυτής της φυλής των Άπιστων Νουμενόριαν του Νότου που προσχώρησαν στις τάξεις της Συμμαχίας.
Και καθώς ο Γκιλ-Γκάλαντ σήκωσε ψηλά τον Άεγκλος (χιονάγκαθο) το δόρυ του, που το μέταλλό του έλαμπε σαν κρυστάλλινο κάτω από το φως του ήλιου, όλοι άνοιξαν την ίδια στιγμή τα γκρίζα ρούχα τους και οι πανοπλίες τους έλαμψαν από άκρη σε άκρη στους λόφους δημιουργώντας την εντύπωση ενός καθρέφτη που τύφλωσε προσωρινά τους σκοτεινούς πολεμιστές. Όμως ο Όροφερ δεν περίμενε ν’ ακούσει τον Ερεϊνιον (γόνος Βασιλέων) να δίνει το σύνθημα για την επίθεση, και όρμησε μπροστά, επικεφαλής μίας ομάδας από τους ισχυρότερους πολεμιστές του από το Έρυν Γκάλεν. Τα Ξωτικά του μεγάλου Βασιλείου του ήταν δυνατά και σκληραγωγημένα, αλλά συγκριτικά με τα Ξωτικά της Δύσης (πέραν των Ομιχλιασμένων Βουνών), υστερούσαν σε βαρύ οπλισμό και επίσης ήταν πολύ ανεξάρτητα για να δεχτούν τον Γκιλ-Γκάλαντ ως απόλυτο Βασιλιά. Έτσι ο απερίσκεπτος Όροφερ έπεσε, και ήταν ο πρώτος νεκρός της Ντάγκορλαντ, όμως ο Ελουρέντ, αποσπάστηκε από τις γραμμές των μαχητών και έτρεξε μπροστά, καθώς τα ξωτικά επιτέθηκαν αμέσως, και πολεμώντας με οργή, μπόρεσε να τραβήξει το σώμα του Όροφερ που ήταν τρυπημένο από τις εχθρικές λόγχες.
Ο γιος του ο Θράντουιλ, δεν είχε τραυματιστεί και κοιτάζοντας τον Ελουρέντ που είχε πληγωθεί επιπόλαια στο μπράτσο και κουβαλούσε το σώμα του πατέρα του έξω από τη μάχη, ξαναεπιτέθηκε, ακολουθώντας την πρώτη γραμμή των πολεμιστών του, που μόλις τον είχαν προσπεράσει. Το μένος του στρατού του ήταν τέτοιο, που γρήγορα μπήκαν στην κορυφή της γραμμής κρούσης και οι μαύρες πύλες (Morannon) της Μόρντορ, έπεσαν ξηλωμένες από το βουνό με πάταγο, καθώς η πρώτη μάχη κερδίσθηκε από τη Συμμαχία. Ο Ελουρέντ, βρήκε το Νέχαρ ανάμεσα στους Νουμενόριαν, ευτυχώς, εκείνος τουλάχιστον, ήταν σώος και αβλαβής.
«Τραυματίστηκες…» του είπε.
«Δεν είναι παρά μόνον μία γρατσουνιά…» του απάντησε εκείνος, όμως το βλέμμα του φανέρωνε πολύ πόνο.
«Δε θα μου πεις τί σου συμβαίνει;» τον ρώτησε καθώς είχαν αρχίσει να βαδίζουν στην κοιλάδα της Γκόργκοροθ, όπου οι μάχες ήδη μαίνονταν.
Στην κορυφή της πορείας, βρίσκονταν ο Γκιλ-Γκάλαντ με τον Άεγκλος και ο Έλεντιλ ο Νουμενόριαν με το σπαθί του που λεγόταν Νάρσιλ. Πολύ κοντά τους βρίσκονταν ο Έλροντ και ο Κίρνταν, ο Άμντιρ, ο βασιλιάς του Λόριεν μαζί με τον Κέλεμπορν, τον πρίγκιπα του Ντόριαθ, που γύρισε και τον κοίταξε κι εκείνος μιας και τον είχε αναγνωρίσει, καθώς και ο Θράντουιλ. Από τη μεριά των Ανθρώπων, συνοδοί του Έλεντιλ ήταν ο Ισίλντουρ και ο Ανάριον με τους γιους τους.
Ο Ελουρέντ, ακολουθούσε από κοντά τους Ξωτικοάρχοντες και περισσότερο απ’ όλους τον Θράντουιλ. Ο Νέχαρ, είχε ακούσει τη συζήτηση και είχε προσέξει την αναφορά του φίλου του σε ένα χρέος που είχε απέναντι στον Όροφερ.
«Χρωστούσα μια χάρη στον Όροφερ από παλιά…», του είπε αποφασίζοντας ξαφνικά να του μιλήσει κι ενώ ο Πύργος του Μπάραντ-Ντουρ ήταν κοντά. «Όμως δεν μπόρεσα να την ξεπληρώσω στον ίδιο… Σκοπεύω να σταθώ δίπλα στο γιο του, γι’ αυτό να’ σαι προετοιμασμένος, γιατί αν πεθάνω πολεμώντας, τότε θα χρειαστεί να πάρεις το δαχτυλίδι μου και να το παραδόσεις στην κόρη μου, κι αν αγαπά το γιο σου, ας το περάσει στο χέρι του…Αλλά το σώμα μου θα το κάψεις, επειδή δε θέλω να θαφτεί στη γη…Προτιμώ τον τρόπο της Ελάννα…»
Του είχε πει αυτά τα λόγια όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε, προσπαθώντας να κρατήσει μυστική την ύπαρξη του μονάκριβου παιδιού του από τους Ξωτικούς, όμως ο Ελδέμαρ, ο ακόλουθος του Κίρνταν βρισκότανε πολύ κοντά τους, και άκουσε τα λόγια αυτά και τα μετέφερε στον Άρχοντά του. Κι ευτυχώς που πρόλαβε, επειδή σκοτώθηκε στη πολιορκία του Μαύρου πύργου του Σάουρον, μαζί με πολλούς και σημαντικούς πολεμιστές της Συμμαχίας, όπως ο Ανάριον της Γκόντορ και ο Άμντιρ του Λόριεν, που χτυπήθηκαν στις σφοδρές αντεπιθέσεις με δηλητηριασμένα βέλη και φλεγόμενα βλήματα του εχθρού.