24/1/12

Ένα ξωτικοκόριτσο στη Ντίμροστ (γ μέρος)

Ελάχιστα νέα έφταναν από το πεδίο της μάχης, από τραυματισμένους πολεμιστές που εγκατέλειπαν τη Ντάγκορλαντ, αλλά η επιτυχής έκβαση τους έκανε όλους να αναθαρρήσουν. Η ζωή συνεχιζόταν παρά τον πόλεμο και οι καθημερινές ασχολίες δεν σταματούσαν για κανένα λόγο, και έτσι η Μίριελ και η Ρούθιελ ξερίζωσαν το μεγαλύτερο μέρος από τα φυτά του λιναριού και άρχισαν την κατεργασία του. Το κορίτσι με μεγάλη περιέργεια κι ενδιαφέρον παρακολουθούσε το πλύσιμο και το μούλιασμα των φυτών, το κόψιμο των βλαστών σε ίσο μέγεθος για όλα τα κοτσάνια, το ξάσπρισμα της ίνας και το γνέσιμο σε λεπτές γκριζόλευκες κλωστές και μετά, το τύλιγμα του υγρού νήματος σε μακρόστενα ξύλα με διχαλωτές άκρες και από τις δύο πλευρές τους, που τα ανέβασαν στη στέγη για να στεγνώσουν με την ζέστη του ήλιου που έκαιγε. Όμως τα φυτά που άφησαν να καρπίσουν για να κρατήσουν το σπόρο (που θα χρησιμοποιούσαν αλεσμένο και ψημένο για να φτιάξουν καταπλάσματα, αλλά και για να σπείρουν για την σοδειά του επόμενου χρόνου), εξακολουθούσαν να ανθίζουν, αν και όχι με την ίδια ομορφιά και ευκαμψία των άλλων φυτών που ξεριζώθηκαν κατά την πρώτη ανθοφορία τους.
Την επόμενη Άνοιξη θα έσπερναν στο διπλανό λιβάδι, της εξήγησε η Μίριελ, καθώς ξεκάρπιζαν τα ξυλεμένα φυτά, χτυπώντας τα μέσα σε ξύλινες σκάφες, επειδή το λινάρι είναι απαιτητικό και εξαντλεί τα εδάφη που φυτρώνει, και δεν δίνει την ίδια καλή ποιότητα αν παραβλεφτεί αυτός ο κανόνας, και μόνο μετά από εφτά χρόνια θα ξαναμάζευαν σοδειά απ’ το χωράφι αυτό που μόλις είχαν δρέψει. Το λινάρι θεωρούνταν ως το καλύτερο ύφασμα, αλλά επειδή η παραγωγή ήταν συνήθως περιορισμένη, το χρησιμοποιούσαν πολύ λιγότερο απ’ το μάλλινο. Είχαν φτάσει πια στα μέσα του Αυγούστου όταν η Μίριελ άρχισε να υφαίνει το ύφασμα και το πρώτο κομμάτι που ύφανε, το έδωσε για μαντήλι στην Γκλίνενρουθ, που μάθαινε κι εκείνη τον αργαλειό, αν και ο Ντένχαρ είχε αρχίσει να δυσανασχετεί με την επιμονή της μητέρας του να της μαθαίνει τις εργασίες του σπιτιού, επειδή δεν την έβλεπε τόσο συχνά όσο πριν. Αλλά η κόρη του Ελουρέντ δεν ενοχλούνταν από τα καθήκοντα που αναλάμβανε, επειδή το δικό της πρόβλημα ήταν η ανία και όχι η κούραση, και μ’ αυτόν τον τρόπο κρατούσε τον εαυτό της απασχολημένο. Από την άλλη, συμπαθούσε πολύ την Μίριελ και την έβλεπε και λίγο σαν μητέρα της, επειδή η δική της μητέρα είχε πεθάνει στη γέννα και δεν την είχε γνωρίσει ποτέ.
«Πως και οι Ντρούγκου δεν έχουν εμφανιστεί ακόμη;» αναρωτήθηκε ο Ντένχαρ δυνατά, καθώς μετά από πολύ καιρό, είχαν καθίσει όλοι μαζί στο τραπέζι.
«Μαζεύουν την Αλισάχνη αυτόν τον καιρό και είναι απασχολημένοι», απάντησε η Ρούθιελ, σαν να επρόκειτο για κάτι που το γνωρίζουν όλοι .
«Τι είναι η Αλισάχνη;» τη ρώτησε.
Η Ρούθιελ σήκωσε το χρυσό βλέμμα της και τον κοίταξε απορημένη.
«Η Αλισάχνη…, το αφράλατο…», του ξαναείπε, αλλά το δικό του γκρίζο βλέμμα εξακολουθούσε να είναι ερωτηματικό. «Είναι το αλάτι της θάλασσας που φέρνει το κύμα και ο θαλασσινός αέρας, και μαζεύεται στις κοιλότητες των βράχων», του εξήγησε. «Είναι πολύ καλοί κυνηγοί και το χρειάζονται για να διατηρούν τα τρόφιμά τους…Αυτόν τον καιρό τα κυνήγια και τα ψάρια είναι άφθονα και από το μεγάλο φεγγάρι και μετά, σχεδόν κάθε βράδυ, κατεβαίνουν στο Άντραστ για να το συλλέξουν, καθώς το θεωρούν πιο φυσικό και καθαρό από το άλλο…», συμπλήρωσε.
«Να που μαθαίνουμε και κάτι καινούριο», είπε η Μίριελ, αλλά η πόρτα χτύπησε και σηκώθηκε ν΄ ανοίξει.
Ήταν ο νεαρός Χίραν, ο φίλος του Ντένχαρ, που πλησίαζε την Γκλίνενρουθ περισσότερο απ’ όλους τους νεαρούς της Ντίμροστ και γινόταν φορτικός χρησιμοποιώντας κυρίως κολακείες για να της τραβήξει την προσοχή, χωρίς φυσικά να το πετυχαίνει. Εκείνη, μόλις τον άκουσε στην είσοδο, έκανε ένα νεύμα στον Ντένχαρ που της χαμογέλασε με εμφανή τα λακκάκια στα μάγουλά του σαν ότι έλειπε σε περίπτωση που ο Χίραν θα ρωτούσε για ‘κείνη, και αμέσως σηκώθηκε από το τραπέζι και εξαφανίστηκε στο δωμάτιό της .
«Που είναι η ομορφιά μας;» ρώτησε ο Χίραν μπαίνοντας.
«Δεν είναι εδώ», του απάντησε ο Ντένχαρ χαμογελαστός και η μητέρα του είδε ότι το κορίτσι είχε φύγει, θέλοντας να τον αποφύγει.
Ο Χίραν κάθισε στην καρέκλα που καθόταν νωρίτερα η Ρούθιελ και κοίταξε γύρω του σαν για να βεβαιωθεί ότι είχε φύγει πραγματικά, πριν αρχίσει να μιλά. Η Μίριελ του έφερε μία μικρή κούπα με κρασί και κάθισε στη άλλη καρέκλα που ήταν δίπλα στο τραπέζι. Ευτυχώς που είχαν προλάβει να φάνε, αν και το νεαρό κορίτσι μόλις που είχε αγγίξει το πιάτο του.
«Φίλε μου σε ζηλεύω, αλλά δεν σε καταλαβαίνω», είπε εκείνος, «να μένεις μ’ αυτήν τη ξωτικίσια πεταλούδα στο ίδιο σπίτι και να μην κάνεις τίποτα…»
Ο Ντένχαρ ένιωσε το αίμα του να του ανεβαίνει στο κεφάλι. Ο Χίραν ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερός του και φίλος του, αλλά αυτό το σχόλιο δεν το ανεχόταν.
«Έχει όνομα κι αισθήματα», του είπε σε έντονο ύφος.
«Και ποιος σου είπε ότι εγώ δεν τρέφω αισθήματα γι αυτήν; Απλώς αν ήτανε στο χέρι μου, θα προσπαθούσα να την πλησιάζω …πιο πολύ», του είπε και του έκλεισε το μάτι, κρυφά από τη Μίριελ που ήταν παρούσα στη συζήτηση.
«Θα σου πω τον τρόπο να την πλησιάσεις, αν θέλεις», του απάντησε ο Ντένχαρ και τα μάτια του στένεψαν. «Να της φέρεσαι όμορφα κι ευγενικά και να τη σέβεσαι παντού και όχι να κάνεις επίδειξη ευγένειας μόνο μπροστά της…Γιατί και ‘γω, αλλιώς ήμουν και άλλαξα, για τους γονείς μας και για κείνη, και δεν θ’ ανεχτώ τέτοια συμπεριφορά απέναντί της και απέναντι σε μας που είμαστε υπεύθυνοι για την ασφάλειά της» συμπλήρωσε, και σηκώθηκε όρθιος.
»Γι’ αυτό λοιπόν θα σε παρακαλέσω να βγεις έξω από το σπίτι αυτό, και να μη σε ξανακούσω να μιλάς μ’ αυτόν τον τρόπο για τη Ρούθιελ, γιατί τότε δεν ξέρω και ‘γω τί είμαι ικανός να κάνω!» τον απείλησε, και πιάνοντας τον από το μπράτσο τον οδήγησε στη πόρτα και καθώς τον έβγαλε έξω, την έκλεισε ξανά με κρότο. Ο Χίραν δεν είχε προσπαθήσει να αντισταθεί, ήτανε πάντα κάτισχνος, αλλά το θράσος του ήταν συνήθως μεγαλύτερο από τη σωματική του δύναμη αντισταθμίζοντάς την, και ο Ντένχαρ πάντα τον υπερασπιζόταν στους καυγάδες, παρόλο που ήταν μικρότερος, επειδή ήταν πιο γεροδεμένος. Και η εργασία μέσα στο μεταλλουργείο του πατέρα του, τον ωφελούσε ακόμα περισσότερο.
»Αύριο θα μου κόψεις τα μαλλιά και δε θα ξανανοίξεις την πόρτα σε κανέναν που δε θέλει να δει η Ρούθιελ», είπε στη μητέρα του που τον παρακολουθούσε εντυπωσιασμένη με την αποφασιστικότητά του, και λέγοντας αυτά, κοίταξε και προς την πόρτα του κοριτσιού που εξακολουθούσε να μένει κλειστή.

14/1/12

Ένα ξωτικοκόριτσο στη Ντίμροστ (β μέρος)


Το άλλο πρωί η Ρούθιελ ήταν στο πόδι από νωρίς, το πιο πιθανό ήταν ότι στριφογυρνούσε όλη τη νύχτα μέσα στο δωμάτιό της περιμένοντας να περάσουν οι ώρες του ύπνου της Μίριελ και του Ντένχαρ και να πάνε επιτέλους έξω από την πόλη. Δεν ήξερε πως ήταν το λινάρι επειδή, όποτε είχε πάει με τον πατέρα της στη Νέα Ντίμροστ -τις λιγοστές φορές που είχε γίνει αυτό- δεν ήτανε ποτέ ανθισμένο και είχε δει μόνο τα πράσινα στελέχη με τα λεπτά φύλλα που γέμιζαν τα γειτονικά λιβάδια. Η Μίριελ της έδωσε το ανοιχτό γκρίζο ύφασμα που ταίριαζε με το φαρδύ φουστάνι της και τύλιξε μόνη της τα μακριά μαλλιά της, αφήνοντας τις δύο άκρες του μαντηλιού να κρέμονται στην πλάτη της κομποδεμένες στον αυχένα. Ο Ντένχαρ τις συνόδευσε πάνω στ’ άλογο, ως το λιβάδι όπου εκείνες πήγαν πεζές, και κράτησε το άλογό του μακριά από τα γαλάζια λουλούδια, παρακολουθώντας με ενδιαφέρον τις αντιδράσεις του κοριτσιού.
«Είναι πολύ ωραία!» φώναξε γελώντας, και μπήκε μέσα στο χωράφι σχεδόν χορεύοντας κάτω από τον ήλιο. Πολλές μικρές γαλάζιες και λευκές πεταλούδες που βρίσκονταν πάνω στα λουλούδια του λιναριού που λύγιζαν στο πέρασμά της, πέταξαν σαν μαδημένα πέταλα που τα παίρνει ο άνεμος και εκείνη απόμεινε να κοιτάζει εκστατικά την γαλάζια έκταση που απλωνόταν μπροστά της.
«Θα τα ξεριζώσουμε για να φτιάξουμε νήμα», της φώναξε η Μίριελ από την άκρη του ολάνθιστου αγρού όπου είχε μείνει.
«Είναι κρίμα», της απάντησε, «είναι τόσο όμορφα, γιατί πρέπει να τα χαλάσουμε;»
«Θα φτιάξουμε ύφασμα σαν αυτό που φοράς, καθώς και φάρμακα, με τους σπόρους του λιναριού που θα αφήσουμε να ωριμάσει», της ξαναφώναξε, αλλά η Ρούθιελ δεν την άκουγε, επειδή έμεινε ακίνητη με ανοιχτά τα χέρια κάτω από τον ήλιο και τον ελαφρό αέρα, και έγειρε πίσω το κεφάλι της και τότε το μαντήλι έπεσε ανάμεσα στα λουλούδια και τα μαλλιά της με τις μακριές πλεξίδες, κυμάτισαν και άστραψαν με χρυσές φλόγες, πέφτοντας ελεύθερα και μακριά.
Κι ο Ντένχαρ υπνωτίστηκε από αυτήν την εικόνα και μέθυσε από το χρυσό φως και ο πόθος του μέσα στην καρδιά του τον έκαψε. Όμως εκείνη μάζεψε αμέσως το μαντήλι και κάλυψε το κεφάλι της, αλλά για ‘κείνον δεν είχε σημασία πια, επειδή το μυαλό του είχε αδειάσει από έγνοιες και υποχρεώσεις, όμως, άκουσε τα λόγια της μητέρας του που στεκόταν δίπλα στ’ άλογό του και μουρμούρισε:
»Αυτό το κορίτσι είναι σίγουρα κόρη της Ελάννα και του Ξωτικού του δάσους, αλλά δεν ξέρω για πόσο θα μπορέσουμε ν’ αντέξουμε αυτήν την ομορφιά τόσο κοντά μας…»
Ο Ντένχαρ διαφωνούσε μ’ αυτή την άποψη αλλά δεν της το είπε. Ο Μπάραν του είχε πει ότι το ζήτημά του θα το εξέταζε μόλις θα γύριζαν από τον πόλεμο, αλλά αυτό δεν του ήταν αρκετό: Θα κρατούσε το κορίτσι αυτό με όποιον τρόπο, και θα την έκανε να τον αγαπήσει πάση θυσία, γι’ αυτό έπρεπε να καταφέρει να συγκρατήσει τον εαυτό του, εξάλλου ήταν μόνο δεκαπέντε χρόνων και το αντικείμενο του πόθου του ήταν μόλις μισό χρόνο μικρότερη από εκείνον. Κράτησε τις σκέψεις του για τον εαυτό του και απομακρύνθηκε από το λιβάδι χωρίς να πει τίποτα, αν και ησύχασε που η Γκλίνενρουθ είχε μαζέψει πάλι τα μαλλιά της και δεν την άφηνε μόνη της, αλλά με την μητέρα του. Είχε δει με την άκρη του ματιού του τους νεαρούς που ήρθαν από την πόλη και στέκονταν πιο μακριά παρατηρώντας κι εκείνοι τo νεαρό κορίτσι.

5/1/12

ΓΚΛΙΝΕΝΡΟΥΘ :Ένα ξωτικοκόριτσο στη Ντίμροστ (α μέρος)


«Το σπίτι σου πρέπει να είναι το πιο δημοφιλές σπίτι στην πόλη», παρατήρησε η Ρούθιελ και κοίταξε από τον στενό φεγγίτη προς τη Μίριελ, που στριφογυρνούσε μέσα στο σπίτι απέναντι από το εργαστήριο που βρίσκονταν, κερνώντας τους επισκέπτες.
«Για σένα έρχονται αν δεν το έχεις καταλάβει», της απάντησε ο Ντένχαρ που στεκόταν λίγο πιο μακριά της και έλιωνε μέταλλο στη φωτιά που έκαιγε.
«Μου φαίνεται ότι ο πατέρας μου δεν έκανε καλά, αποφασίζοντας να μείνω μαζί σας», του είπε. «Πιο ήσυχη θα ήμουνα αν έμενα με τους Γιάουρ όπως ήθελα εγώ να κάνω, πάνω στο βουνό, αντί να είμαι υποχρεωμένη να ανέχομαι τον καθένα που με κοιτά σαν να είμαι εμπόρευμα που δεν του ανήκει και να προσπαθεί να με αγγίξει…»
«Οι άνθρωποι αντιδρούν διαφορετικά από τα ξωτικά απέναντι στον έρωτα», της είπε και την κοίταξε.
«Ο έρωτας είναι έρωτας για όλους», του απάντησε. «Κι άλλοι είναι ερωτευμένοι αλλά έχουν τρόπους, ενώ αυτοί εκεί (του έδειξε προς την κατεύθυνση του σπιτιού του), δεν έχουν!»
Ο Ντένχαρ δεν της είπε τίποτα, αλλά έμεινε να σκέφτεται τι να εννοούσε άραγε, το χρυσοκάστανο κορίτσι που κρυβόταν μέσα στο σκοτάδι του σιδηρουργείου του. Βρισκόταν κιόλας δύο μήνες στο σπίτι του ως φιλοξενούμενη, και πραγματικά όλη η πόλη είχε περάσει από εκεί θέλοντας να την δει από κοντά, αν και είχε έρθει και στο παρελθόν στη Ντίμροστ, αλλά τότε συνοδευόταν από τον πατέρα της που όλοι φοβόντουσαν και σέβονταν. Και η Ρούθιελ, είχε υπομείνει στωικά τις συστάσεις, αλλά καθώς οι επισκέψεις δεν σταματούσαν, βαρέθηκε και ‘κείνη να χαιρετά συνέχεια τα ίδια άτομα και άρχισε να κρύβεται, και η τελευταία της και πιο επιτυχημένη κρυψώνα, ήταν το εργαστήριό του.
«Θα πάω να τους διώξω», της είπε και έβγαλε τη δερμάτινη ποδιά από πάνω του, «το κακό έχει παραγίνει μ’ αυτές τις επισκέψεις».
«Μην κάνεις τον κόπο», του είπε τότε εκείνη, και εκείνος γύρισε και την κοίταξε απορημένος. «Πολύ λίγο θα σε πάρουν στα σοβαρά, και εκτός του ότι χρειάζεσαι την δουλειά που σου δίνουν, είσαι πολύ μικρός για να τους επιβληθείς… Άσ’ τους, κάποια στιγμή θα βαρεθούν…»
Ο Ντένχαρ, ξεπέρασε το πρώτο ξάφνιασμα και σκέφτηκε δυσαρεστημένος ότι εκείνη είχε δίκιο και δεν ξαναμίλησε. Την κοίταξε μόνο, που παρακολουθούσε από την ασφάλεια του εργαστηρίου του, τους πρώτους από τους επισκέπτες που απογοητευμένοι από την απουσία της, άρχισαν να φεύγουν. Δε θα ήταν και τόσο άσχημα να την έχει καθημερινά κοντά του, του άρεσε που προτίμησε την δική του παρέα από τους άλλους Χάλαντιν που την τριγυρνούσαν σαν ερωτευμένα κοκόρια, αφού εκείνος τουλάχιστον είχε μάθει να τη σέβεται, αν και με την πίεση του πατέρα του…Μα καθώς σκεφτόταν αυτά, κατάλαβε ότι νωρίτερα του μιλούσε για τον ίδιο, όταν ανέφερε τους καλούς τρόπους.
Χαμογέλασε τότε και αποφάσισε να μην την ξαναενοχλήσει και στράφηκε πάλι προς το μέταλλο που είχε λιώσει. Το έχυσε σε ένα καλούπι για υνί και το γύρισε ανάποδα για να κρυώσει και να το πιάσει με την τσιμπίδα. Το έριξε μέσα στο νερό και το έβγαλε ξανά για να το ελέγξει και να το πυρώσει απ’ την αρχή. Σφυρηλατούσε ακόμα, όταν η Ρούθιελ άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το σιδηρουργείο, πηγαίνοντας προς το σπίτι του.
«Ευτυχώς που έλειπες», της είπε η Μίριελ μόλις την είδε, «με έχουνε ζαλίσει με όλες αυτές τις επισκέψεις. Που ήσουν;»
«Απέναντι», της απάντησε και της έδειξε αδιόρατα προς τους στάβλους, τα υποστατικά και το εργαστήριο.
«Θα στρώσω το τραπέζι, αν θέλεις φώναξε τον Ντένχαρ να ετοιμαστεί», της είπε, και η Ρούθιελ θέλοντας και μη, ξαναβγήκε από το σπίτι και μπήκε πάλι στο σιδηρουργείο.
«Η Μίριελ μ’ έστειλε να σε φωνάξω», είπε στον Ντένχαρ, κι εκείνος έβγαλε πάλι την δερμάτινη ποδιά και πήγε να πλυθεί για να είναι καθαρός και έτοιμος για το δείπνο. Όταν μπήκε στο σπίτι του είδε ότι στο τραπέζι καθόταν όπως πάντα μόνο η μητέρα του που τον περίμενε. Κάθισε κοντά της, αλλά το λεπτοκαμωμένο κορίτσι ήρθε και κείνο και τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε στην παρέα τους .
«Θα φας;» τη ρώτησε η Μίριελ που δεν την είχε ξαναδεί να έρχεται οικειοθελώς στο φαγητό.
«Έχω και ‘γω τρόπους», απάντησε αινιγματικά, «εξάλλου θα ήθελα να δοκιμάσω το φαγητό που έφτιαξα η ίδια», της είπε και χαμογέλασε, γιατί ήταν αλήθεια πως τις τελευταίες μέρες ανακατευόταν και ‘κείνη, με την κουζίνα και τις δουλειές του σπιτιού.
Ο Ντένχαρ χαμογέλασε και κατέβασε τα μάτια του, για δεύτερη φορά σε μία μέρα, και μηχανικά άγγιξε με το χέρι του την μικρή ουλή στο φρύδι του που του είχε προκαλέσει εκείνη, στην τελευταία μάχη στο δάσος. Αυτόν το λίγο καιρό που τη ζούσε από κοντά, ανακάλυπτε ένα τελείως διαφορετικό πλάσμα από εκείνο το κορίτσι που ήξερε, που ήταν ευγενικό και χαμογελαστό και είχε μία περίεργη γι’ αυτόν άποψη για τα πράγματα, εκτός που συνήθως είχε δίκιο στις παρατηρήσεις της…Κι αυτό ήταν μερικές φορές εκνευριστικό, όπως το απόγευμα στο εργαστήριο…
«Αύριο θα πάμε στο λιναροχώραφο», της είπε η Μίριελ που πήγαινε συχνά μόνη της, «γιατί πρέπει να ελέγξουμε αν το λινάρι είναι ώριμο να ξεριζωθεί…»
«Γιατί πρέπει να πάμε ειδικά αύριο;» ρώτησε ο Ντένχαρ που σκεφτόταν την δουλειά στο εργαστήριο και το υνί που δεν είχε τελειώσει.
«Η Ρούθιελ έχει δύο μήνες να βγει από το σπίτι και οι Ντρούγκου δε μας εμπιστεύονται πια όπως παλιά για να πλησιάσουν την πόλη», του απάντησε η μητέρα του και άφησε ένα πιάτο με φαγητό μπροστά στο κορίτσι. «Πλησιάζει ο καιρός για την συγκομιδή, και νομίζω ότι θα ’πρεπε να δει το θέαμα του ανθισμένου λιναριού, πριν αρχίσω να το βγάζω…»
«Η μητέρα μου είχε ένα γκρι φουστάνι από λινό», είπε η Ρούθιελ καθώς εξέταζε το φαγητό, ανόρεχτη. Με την άκρη του πιρουνιού, ανασήκωσε το κομμάτι του ψαριού μέσα στο πιάτο της και καθώς το μύρισε από σχετικά κοντά, το ξανακατέβασε και δοκίμασε ένα μικρό κομμάτι.
«Ήταν δικό μας το λινάρι που υφάνθηκε το ασημόγκριζο φόρεμά της», της απάντησε η Μίριελ. «Το αγαπούσε πολύ αυτό το ύφασμα η Ελάννα… Αλλά εσύ πού το ξέρεις;»
«Ο πατέρας μου, κράτησε όλα τα πράγματα της μητέρας μου, και ανάμεσα σ’ αυτά, είναι και το φουστάνι με τα κοκάλινα κουμπιά στην τραχηλιά», της είπε και πήρε άλλο ένα μικρό κομμάτι από το πιάτο της και το έβαλε στο στόμα της. «Δεν είναι άσχημο το φαγητό μου», διαπίστωσε με υπερηφάνεια, αλλά δεν έφαγε άλλο.
«Είναι πολύ καλό», είπε τότε και η Μίριελ για να την ενθαρρύνει «και νομίζω ότι θα σου αναθέσω το μαγείρεμα, κι ας μην τρως, αν και είσαι στην ηλικία που οι άνθρωποι αναπτύσσονται και χρειάζονται καλή διατροφή».
Όμως η Γκλίνενρουθ δεν απάντησε επειδή δεν ήθελε να χαλάσει την ωραία ατμόσφαιρα λέγοντας ότι δεν είναι μόνο άνθρωπος, αλλά χαμογέλασε πάλι και την βοήθησε να σηκώσει το τραπέζι. Και ο Ντένχαρ την κοίταξε από το πλάι που μετέφερε τα πράγματα μέσα στην κουζίνα και βγήκε στην αυλή για να φέρει νερό και να βοηθήσει τη Μίριελ να πλύνει τα σκεύη.
«Να μου πεις ποιο άλογο θέλεις να σου ετοιμάσω για αύριο», της είπε όταν ξαναμπήκε μέσα.
«Κανένα», του απάντησε, «δε μου αρέσουν τα άλογα…»
«Πως γίνεται να μην ιππεύεις;» ρώτησε εκείνος απορημένος, με μια μικρή διάθεση να την κοροϊδέψει.
«Αισθάνομαι πιο ασφαλής με τα πόδια μου, παρά μ’ αυτά τα μεγάλα ζώα που ρουθουνίζουν και κάνουν απότομες κινήσεις… Εξάλλου ποτέ δεν έμαθα να ιππεύω, και δε νοιώθω καμιά ανάγκη να το κάνω…». Η Μίριελ μπήκε εκείνη την ώρα στο δωμάτιο.
»Να μου δώσεις ένα μεγάλο μαντήλι αύριο, γιατί θα το χρειαστώ», της είπε, και η γυναίκα γύρισε και την κοίταξε με την ίδια απορία που υπήρχε και στα σκούρα γκρι μάτια του γιου της.
«Τί θα το κάνεις;» τη ρώτησε.
«Ο πατέρας μου, μου ζήτησε να καλύπτω τα μαλλιά μου όταν βγαίνω από την πόλη και θέλω ν’ ακολουθήσω την εντολή του, κι ας μη συμφωνώ…» απάντησε, και η Μίριελ εντυπωσιάστηκε με την ειλικρίνειά της και την καλή της διαγωγή.
«Ό,τι θέλεις, θα το έχεις» της είπε, και το νεαρό κορίτσι τους καληνύχτισε και κλείστηκε στο δωμάτιό της.