Ελάχιστα νέα έφταναν από το πεδίο της μάχης, από τραυματισμένους πολεμιστές που εγκατέλειπαν τη Ντάγκορλαντ, αλλά η επιτυχής έκβαση τους έκανε όλους να αναθαρρήσουν. Η ζωή συνεχιζόταν παρά τον πόλεμο και οι καθημερινές ασχολίες δεν σταματούσαν για κανένα λόγο, και έτσι η Μίριελ και η Ρούθιελ ξερίζωσαν το μεγαλύτερο μέρος από τα φυτά του λιναριού και άρχισαν την κατεργασία του. Το κορίτσι με μεγάλη περιέργεια κι ενδιαφέρον παρακολουθούσε το πλύσιμο και το μούλιασμα των φυτών, το κόψιμο των βλαστών σε ίσο μέγεθος για όλα τα κοτσάνια, το ξάσπρισμα της ίνας και το γνέσιμο σε λεπτές γκριζόλευκες κλωστές και μετά, το τύλιγμα του υγρού νήματος σε μακρόστενα ξύλα με διχαλωτές άκρες και από τις δύο πλευρές τους, που τα ανέβασαν στη στέγη για να στεγνώσουν με την ζέστη του ήλιου που έκαιγε. Όμως τα φυτά που άφησαν να καρπίσουν για να κρατήσουν το σπόρο (που θα χρησιμοποιούσαν αλεσμένο και ψημένο για να φτιάξουν καταπλάσματα, αλλά και για να σπείρουν για την σοδειά του επόμενου χρόνου), εξακολουθούσαν να ανθίζουν, αν και όχι με την ίδια ομορφιά και ευκαμψία των άλλων φυτών που ξεριζώθηκαν κατά την πρώτη ανθοφορία τους.
Την επόμενη Άνοιξη θα έσπερναν στο διπλανό λιβάδι, της εξήγησε η Μίριελ, καθώς ξεκάρπιζαν τα ξυλεμένα φυτά, χτυπώντας τα μέσα σε ξύλινες σκάφες, επειδή το λινάρι είναι απαιτητικό και εξαντλεί τα εδάφη που φυτρώνει, και δεν δίνει την ίδια καλή ποιότητα αν παραβλεφτεί αυτός ο κανόνας, και μόνο μετά από εφτά χρόνια θα ξαναμάζευαν σοδειά απ’ το χωράφι αυτό που μόλις είχαν δρέψει. Το λινάρι θεωρούνταν ως το καλύτερο ύφασμα, αλλά επειδή η παραγωγή ήταν συνήθως περιορισμένη, το χρησιμοποιούσαν πολύ λιγότερο απ’ το μάλλινο. Είχαν φτάσει πια στα μέσα του Αυγούστου όταν η Μίριελ άρχισε να υφαίνει το ύφασμα και το πρώτο κομμάτι που ύφανε, το έδωσε για μαντήλι στην Γκλίνενρουθ, που μάθαινε κι εκείνη τον αργαλειό, αν και ο Ντένχαρ είχε αρχίσει να δυσανασχετεί με την επιμονή της μητέρας του να της μαθαίνει τις εργασίες του σπιτιού, επειδή δεν την έβλεπε τόσο συχνά όσο πριν. Αλλά η κόρη του Ελουρέντ δεν ενοχλούνταν από τα καθήκοντα που αναλάμβανε, επειδή το δικό της πρόβλημα ήταν η ανία και όχι η κούραση, και μ’ αυτόν τον τρόπο κρατούσε τον εαυτό της απασχολημένο. Από την άλλη, συμπαθούσε πολύ την Μίριελ και την έβλεπε και λίγο σαν μητέρα της, επειδή η δική της μητέρα είχε πεθάνει στη γέννα και δεν την είχε γνωρίσει ποτέ.
«Πως και οι Ντρούγκου δεν έχουν εμφανιστεί ακόμη;» αναρωτήθηκε ο Ντένχαρ δυνατά, καθώς μετά από πολύ καιρό, είχαν καθίσει όλοι μαζί στο τραπέζι.
«Μαζεύουν την Αλισάχνη αυτόν τον καιρό και είναι απασχολημένοι», απάντησε η Ρούθιελ, σαν να επρόκειτο για κάτι που το γνωρίζουν όλοι .
«Τι είναι η Αλισάχνη;» τη ρώτησε.
Η Ρούθιελ σήκωσε το χρυσό βλέμμα της και τον κοίταξε απορημένη.
«Η Αλισάχνη…, το αφράλατο…», του ξαναείπε, αλλά το δικό του γκρίζο βλέμμα εξακολουθούσε να είναι ερωτηματικό. «Είναι το αλάτι της θάλασσας που φέρνει το κύμα και ο θαλασσινός αέρας, και μαζεύεται στις κοιλότητες των βράχων», του εξήγησε. «Είναι πολύ καλοί κυνηγοί και το χρειάζονται για να διατηρούν τα τρόφιμά τους…Αυτόν τον καιρό τα κυνήγια και τα ψάρια είναι άφθονα και από το μεγάλο φεγγάρι και μετά, σχεδόν κάθε βράδυ, κατεβαίνουν στο Άντραστ για να το συλλέξουν, καθώς το θεωρούν πιο φυσικό και καθαρό από το άλλο…», συμπλήρωσε.
«Να που μαθαίνουμε και κάτι καινούριο», είπε η Μίριελ, αλλά η πόρτα χτύπησε και σηκώθηκε ν΄ ανοίξει.
Ήταν ο νεαρός Χίραν, ο φίλος του Ντένχαρ, που πλησίαζε την Γκλίνενρουθ περισσότερο απ’ όλους τους νεαρούς της Ντίμροστ και γινόταν φορτικός χρησιμοποιώντας κυρίως κολακείες για να της τραβήξει την προσοχή, χωρίς φυσικά να το πετυχαίνει. Εκείνη, μόλις τον άκουσε στην είσοδο, έκανε ένα νεύμα στον Ντένχαρ που της χαμογέλασε με εμφανή τα λακκάκια στα μάγουλά του σαν ότι έλειπε σε περίπτωση που ο Χίραν θα ρωτούσε για ‘κείνη, και αμέσως σηκώθηκε από το τραπέζι και εξαφανίστηκε στο δωμάτιό της .
«Που είναι η ομορφιά μας;» ρώτησε ο Χίραν μπαίνοντας.
«Δεν είναι εδώ», του απάντησε ο Ντένχαρ χαμογελαστός και η μητέρα του είδε ότι το κορίτσι είχε φύγει, θέλοντας να τον αποφύγει.
Ο Χίραν κάθισε στην καρέκλα που καθόταν νωρίτερα η Ρούθιελ και κοίταξε γύρω του σαν για να βεβαιωθεί ότι είχε φύγει πραγματικά, πριν αρχίσει να μιλά. Η Μίριελ του έφερε μία μικρή κούπα με κρασί και κάθισε στη άλλη καρέκλα που ήταν δίπλα στο τραπέζι. Ευτυχώς που είχαν προλάβει να φάνε, αν και το νεαρό κορίτσι μόλις που είχε αγγίξει το πιάτο του.
«Φίλε μου σε ζηλεύω, αλλά δεν σε καταλαβαίνω», είπε εκείνος, «να μένεις μ’ αυτήν τη ξωτικίσια πεταλούδα στο ίδιο σπίτι και να μην κάνεις τίποτα…»
Ο Ντένχαρ ένιωσε το αίμα του να του ανεβαίνει στο κεφάλι. Ο Χίραν ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερός του και φίλος του, αλλά αυτό το σχόλιο δεν το ανεχόταν.
«Έχει όνομα κι αισθήματα», του είπε σε έντονο ύφος.
«Και ποιος σου είπε ότι εγώ δεν τρέφω αισθήματα γι αυτήν; Απλώς αν ήτανε στο χέρι μου, θα προσπαθούσα να την πλησιάζω …πιο πολύ», του είπε και του έκλεισε το μάτι, κρυφά από τη Μίριελ που ήταν παρούσα στη συζήτηση.
«Θα σου πω τον τρόπο να την πλησιάσεις, αν θέλεις», του απάντησε ο Ντένχαρ και τα μάτια του στένεψαν. «Να της φέρεσαι όμορφα κι ευγενικά και να τη σέβεσαι παντού και όχι να κάνεις επίδειξη ευγένειας μόνο μπροστά της…Γιατί και ‘γω, αλλιώς ήμουν και άλλαξα, για τους γονείς μας και για κείνη, και δεν θ’ ανεχτώ τέτοια συμπεριφορά απέναντί της και απέναντι σε μας που είμαστε υπεύθυνοι για την ασφάλειά της» συμπλήρωσε, και σηκώθηκε όρθιος.
»Γι’ αυτό λοιπόν θα σε παρακαλέσω να βγεις έξω από το σπίτι αυτό, και να μη σε ξανακούσω να μιλάς μ’ αυτόν τον τρόπο για τη Ρούθιελ, γιατί τότε δεν ξέρω και ‘γω τί είμαι ικανός να κάνω!» τον απείλησε, και πιάνοντας τον από το μπράτσο τον οδήγησε στη πόρτα και καθώς τον έβγαλε έξω, την έκλεισε ξανά με κρότο. Ο Χίραν δεν είχε προσπαθήσει να αντισταθεί, ήτανε πάντα κάτισχνος, αλλά το θράσος του ήταν συνήθως μεγαλύτερο από τη σωματική του δύναμη αντισταθμίζοντάς την, και ο Ντένχαρ πάντα τον υπερασπιζόταν στους καυγάδες, παρόλο που ήταν μικρότερος, επειδή ήταν πιο γεροδεμένος. Και η εργασία μέσα στο μεταλλουργείο του πατέρα του, τον ωφελούσε ακόμα περισσότερο.
»Αύριο θα μου κόψεις τα μαλλιά και δε θα ξανανοίξεις την πόρτα σε κανέναν που δε θέλει να δει η Ρούθιελ», είπε στη μητέρα του που τον παρακολουθούσε εντυπωσιασμένη με την αποφασιστικότητά του, και λέγοντας αυτά, κοίταξε και προς την πόρτα του κοριτσιού που εξακολουθούσε να μένει κλειστή.